«Αργώ, αργώ, πολύ καθυστερώ», νομίζω ότι σκέφτομαι καθώς διασχίζω το στενό μονοπάτι του Ηeslington με τη ματιά μου εστιασμένη στα μικροσκοπικά πολύχρωμα πετραδάκια του, ενώ εκείνο, μαζί κι’ εκείνα, επιστρέφει, επιστρέφουν το βλέμμα παρατηρώντας με στοχαστικά. Πυκνή και καταπράσινη η νοτισμένη βλάστηση εκατέρωθεν με περικλείει και οι ψιλόλιγνοι μίσχοι των Digitalis Purpurea με τον ανθισμένο τους θύσανο τους με βλέπουν λοξά, αλλά προπάντων στοχαστικά, κάθε που σηκώνω τα μάτια από το έδαφος για να κοιτάξω ευθέως και πλάι μου. Μια απέραντη πολυφωνία από ματιές και βλέμματα, αλλά τα δυο τους αδυνατούν να εφαρμόσουν. Πολλάκις θα διασταυρωθούν, αλλά ποτέ δεν θα συμπέσουν στο θέαμα του κόσμου. Κι’ αν αισθάνομαι όλα τα βλέμματα πάνω μου, ακόμα και εσύ καθρέφτη μου «ποτέ δε με κοιτάς από εκεί που σε βλέπω», κι αυτό πάντα δημιουργεί ένα χάσμα, ένα πρόβλημα ανυπέρβλητο.
«Τί είσαι;» μου φάνηκε πως με ρώτησε το πιο ψηλό από τα Digitalis, υπό το βλοσυρό βλέμμα μιας στρουμπουλής πράσινης κάμπιας, κουνώντας επιδεικτικά προς το μέρος μου κάτι ευθυτενές, κάτι που μοιάζει με υγρή, γεμάτη με δροσοσταλίδες γλώσσα. «Δεν πρόκειται να διαβείς τούτο το μονοπάτι, αν δεν μιλήσεις, αν δεν πεις, αν δεν απαντηθεί το προαιώνιο ζήτημα.» Σύσσωμα και αποφασιστικά, όλα μαζί τα Digitalis μου φράσσουν το πέρασμα. Πάραυτα ακούω τη φωνή μου να αποκρίνεται με κάθε αβεβαιότητα:
- «Ω! Ούτε και ξέρω πλέον. Πίστευα ότι κάτι ήξερα επί του θέματος όταν ξύπνησα σήμερα το πρωί, μα άλλαξα τόσες φορές από τότε….»
- «Τι εννοείς; Εξηγήσου, κάπως, εξήγησε τον εαυτό σου», απαιτεί το ψηλότερο από όλα τα Digitalis.
- «Μα δεν είμαι πλέον ο εαυτός μου αγαπητό μου», (δεν είναι αβασάνιστα ορατό ή φανερό το φύλο των λουλουδιών εν αντιθέσει με τα φύλλα τους), “βλέπετε άλλαξα τόσους πολλούς εαυτούς το τελευταίο διάστημα που πια δεν με (ανά)γνωρίζω…»
- Ανοησίες! Η σταθερότητα του εαυτού είναι αδιαπραγμάτευτη, άκρως αναμφισβήτητη! Ποια είσαι; Εμπρός, μίλα να τελειώνουμε επιτέλους.»
- Κυρίες, κύριοι, παρακαλώ θερμά μη με καθυστερείτε. Οι αντιφάσεις μου οι αντινομίες μου κι’ εγώ, πρέπει να ακολουθήσουμε την προδιαγεγραμμένη, την καθημερινή διαδρομή. Σταθερά και απαρέγκλιτα. Τα πάντα είναι θέμα σειράς και συνήθειας. «είμαι και δεν είμαι αυτό που είμαι», ούτως ή άλλως.
Το λόγο έχει πλέον η κάμπια και το πιο ψηλό απ’ όλα τα digitalis δεν την εμποδίζει. Απεναντίας, τη διευκολύνει χαμηλώνοντας τον ψηλόλιγνο μίσχο-σώμα του, σαν σε υπόκλιση, κι εκείνη αργά αναρριχάται πάνω του, ώσπου να φτάσει στο ύψος της ματιάς μου. Με κοιτάει καπνίζοντας με μακαριότητα μια λιλιπούτια πίπα, διπλάσια, ωστόσο, σε μέγεθος απ’ το ίδιο της το σώμα και συνειδητοποιώ ότι ο καπνός που αναδύεται σχηματίζει διαδοχικά τα γράμματα της αλφαβήτου, που εξαερώνονται πριν καλά-καλά προλάβουν να σχηματιστούν. Μόλις έχει αρχίσει να μασουλάει με φανερή απόλαυση το φύλλο του Digitalis που τη φιλοξενεί και νομίζω πως την ακούω να λέει: «Δεν έχει να κάνει με το αν γνωρίζεις ότι αναφέρεσαι στον εαυτό σου με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται πλήρως σ’ αυτό που είσαι, αλλά μάλλον με το αν είσαι πλέον το ίδιο μ’ αυτό στο οποίο αναφέρεσαι».
Και τότε το φράγμα των Digitalis χαλαρώνει. Πλέον μπορώ απαρέγκλιτα να συνεχίσω την πορεία προς «εαυτόν», ακούγοντας, ωστόσο, δίπλα μου τον άσπρο λαγό, που εδώ και ώρα παραμονεύει κοιτώντας εμμονικά το ρολόι του, να τραγουδά, κάπως παράφωνα, ξανά και ξανά:
Row, row, row your boat
Gently down its path
Merrily, miserably, merrily, miserably
Life is but a drag…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου