Μικρή διαθήκη
Γιώργος Λίλλης
Περισπωμένη, 2012
49 σελ.
___________________________________________________
Γράφει ο Γιώργος Λίλλης
Λέγεται πως όταν
εξηγεί ένας συγγραφέας το έργο του στην πραγματικότητα ψεύδεται. Δεν θα
διαφωνήσω. Αν θέλεις να μιλήσεις για το έργο σου χωρίς περιστροφές, βρίσκεσαι
στο δίλλημα ενός γεγονότος που ούτε εσύ γνωρίζεις γιατί και πως κατάφεραν να
στεριώσουν αυτές οι λέξεις στο χαρτί και όχι κάποιες άλλες. Αναγκάζεσαι να
παραδεχτείς πως δεν είχες τις ίδιες προθέσεις όταν έγραφες με το τελικό
αποτέλεσμα, και πως μερικές φορές δεν είχες καθόλου προθέσεις, απλά ήρθε η
κατάλληλη στιγμή για να εκφραστούν με αυτόν και όχι με κάποιο άλλο τρόπο. Που
σημαίνει πως όλο αυτό το παιχνίδι είναι λιγουλάκι αόριστο για να μπορέσει να το
ταξινομήσει κάποιος ή να δικαιολογήσει τι ήταν αυτό που τον οδήγησε για να
γράψει ένα βιβλίο. Υπάρχει και μια ακόμη εκδοχή που οδηγεί τους συγγραφείς να
ψεύδονται. Μερικές φορές, είναι τόσο πεζός ο λόγος που γράφτηκε το βιβλίο τους,
που αν φανερώνονταν θα έχανε την αίγλη του μύθου που κουβαλούν και θέλουν πάσα
θυσία να διατηρήσουν. Μετά από αυτό τον πρόλογο τι να πω για την Μικρή Διαθήκη;
Αν ήθελα να φτιάξω ένα μύθο γύρω από αυτό το έργο θα μου ήταν εύκολο. Η
φαντασία εξάλλου είναι ένα οικείο εργαλείο σε όλους αυτούς που καταπιάνονται με
την γραφή. Θα πω μόνο ότι δυο ποιήματα, το Αρχέτυπο
και η Βαλτική γράφτηκαν το 1996 όταν
ήρθα για πρώτη φορά στην Γερμανία. Το πρώτο με γύριζε πίσω, στα παιδικά μου
χρόνια, στο χωριό και στο πηγάδι του παππού Γιώργου, το δεύτερο, όταν είδα για
πρώτη φορά τα θολά νερά της Βαλτικής, μια βροχερή και κρύα μέρα, νοστάλγησα
τόσο πολύ την Μεσόγειο και τον τόπο μου, που έπρεπε να γράψω τον παρακάτω στίχο
για να αντιδράσω σε αυτό το αίσθημα εξορίας που ένοιωθα τότε έντονα: "Η δική μου εκδίκηση είναι το χαμένο σας φως".
Αυτά τα δυο ποιήματα δεν τα δημοσίευσα στις κατοπινές συλλογές, αλλά τα κράτησα
στο συρτάρι, για ανεξήγητο λόγο, αλλά τελικά βρήκαν τυχαία την θέση τους στην Μικρή διαθήκη 16 χρόνια αργότερα. Τα ποιήματα Μουντζουρωμένο χαρτί, Κατανόηση, Τιμώμενος, Επιείκεια, Στο μπαλκόνι, γράφτηκαν
το 2009 στην Σάμο. Είχα πάει διακοπές, ένιωθα ήρεμος, χαλαρός, χωρίς τον φόρτο
εργασίας που τόσο πολύ με άγχωνε και ένα απόγευμα, είχα καθίσει στην βεράντα
πίνοντας καφέ κοιτώντας την θάλασσα στο βάθος, έγραψα χωρίς πρόθεση αυτά τα
ερωτικά ποιήματα. Ήταν μια ανάγκη της στιγμής. Μια επανασύνδεση με τον παλιά
λυρική μου φωνή που είχα αφήσει προ πολλού. Το καλοκαίρι του 2010 βρέθηκα στην
Μαγιόρκα κι εκεί γράφτηκε το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής. Την τελευταία μέρα
πριν επιστρέψω Γερμανία η θάλασσα είχε γεμίσει μέδουσες. Μιας και δεν μπορούσα
να κάνω μπάνιο, πήρα το αυτοκίνητο που είχα νοικιάσει και αποφάσισα να πάω ένα
ταξιδάκι στην ενδοχώρα. Βρέθηκα τυχαία σε ένα γραφικό χωριό, την Ντέια και
αποφάσισα να περπατήσω στα στενά του σοκάκια. Άφησα το αυτοκίνητο και στην τύχη
πήρα ένα ανηφορικό καλντερίμι μου με οδήγησε στην κορυφή του λόφου όπου υπήρχε
το κοιμητήριο του χωριού. Εκεί, σ΄ ένα τάφο, διέκρινα πως υπήρχαν ανάμεσα στα
στεφάνια και αρκετά βιβλία. Περίεργος πλησίασα διαπιστώνοντας πως ο τάφος ανήκε
στον μεγάλο άγγλο ποιητή Ρόμπερτ Γκρέιβς που αγαπούσα πολύ αλλά δεν γνώριζα πως
τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε αυτό το μικρό χωριό της Μαγιόρκας.
Τα βιβλία που ήταν τοποθετημένα εκεί, ήταν διάφορες ποιητικές του συλλογές τις
οποίες είχαν αφήσει διάφοροι αναγνώστες που είχαν περάσει από τον τάφο του.
Επικρατούσε ησυχία, στο βάθος έβλεπα την θάλασσα και χωρίς να το πολυσκεφτώ
κάθισα σε ένα πεζούλι και έγραψα σελίδες ολόκληρες στο σημειωματάριο μου. Αργότερα, όταν επέστρεψα στην Γερμανία κάθισα
να διαβάσω τι είχα γράψει, μιας και ήταν τόσο έντονο το παραλήρημα εκείνο που
δεν ήξερα τι είχα γράψει. Τελικά διάλεξα τα καλύτερα κομμάτια τα οποία
αποτελούν τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής. Θεώρησα πως Μικρή διαθήκη, θα ήταν ο κατάλληλος
τίτλος όχι μόνο γιατί ηχούσε ωραία, αλλά και γιατί ήθελα μυστικά να ευχαριστήσω
το απρόοπτο που μερικές φορές μας οδηγεί ν΄ ανακαλύψουμε στοιχεία του
εσωτερικού μας κόσμου που δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχαν. Μια μικρή παρακαταθήκη.
Δεν ξέρω πως θα είχε εξελιχθεί η γραφή μου, αν εκείνο το πρωινό όντως δεν
εμφανίζονταν οι μέδουσες στην θάλασσα και τυχαία ανακάλυπτα τον τάφο του
Γκρέις. Το 2011 συμπλήρωσα ακόμα μερικά ποιήματα, το Κάνοντας περίπατο στη λίμνη, Ράβω τις αποστάσεις, Αυτό που μένει, και την Βαβέλ που
γράφτηκαν όλα στο Μπίλεφελντ. Όταν ο φίλος μου Σωτήρης Σελαβής ίδρυσε τις
εκδόσεις Περισπωμένη, με πήρε τηλέφωνο δηλώνοντας την επιθυμία του να εκδώσει
αν ήθελα την επόμενη συλλογή μου στον νεοσύστατο οίκο του. Κι έτσι το 2012
εκδόθηκε η Μικρή διαθήκη. Να πω, ότι
οφείλω στον Σωτήρη το πιο όμορφο βιβλίο που μου έχουν εκδώσει, ένα πραγματικό
διαμάντι τυπογραφίας. Όσο για τα ίδια τα ποιήματα, δεν είμαι σε θέση να τα
κρίνω. Αυτό είναι δουλειά των κριτικών και των αναγνωστών. Εξάλλου όταν
τυπώνεται κάτι και φεύγει από τον προσωπικό μου χώρο, δεν το νιώθω πια και τόσο
δικό μου. Σπάνια επιστρέφω στα βιβλία που έγραψα και όταν το κάνω, πάντα βρίσκω
διάφορα λάθη, τα οποία με οδηγούν σε αμηχανία. Ένα ποίημα δεν τελειώνει ποτέ.
Και όσο μεγαλώνουμε και ωριμάζουμε, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το τυπωμένο χαρτί πιο
υποψιασμένοι.