Translate

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

ΣΤΗΛΗ : THE ARTMANIACS /// ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ






Κυριάκος Μαργαρίτης


Συνέντευξη στην Ασημίνα Ξηρογιάννη




 Πώς ξεκίνησαν όλα με τη γραφή; 

Η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησαν με τη ζωγραφική. Πιτσιρικάς, ήθελα να γίνω σχεδιαστής κόμικς, που είναι ένας άλλος τρόπος αφήγησης. Η “μετάβαση” στο γράψιμο έγινε στα 12, όταν διάβασα το αυτοβιογραφικό κείμενο του Ξενόπουλου: Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα. Τότε, με παιδική επισημότητα, αποφάσισα να γίνω συγγραφέας, και να ζήσω στην Αθήνα. Με έναν περίεργο τρόπο, το γράψιμο, και η Αθήνα είχαν ταυτιστεί στο μυαλό μου – νομίζω, δε, ότι η ταύτιση εξακολουθεί. 


 Λογοτεχνικές σου επιρροές. 

Καίτοι έχω εκδώσει πολλά (ίσως υπερβολικά πολλά) βιβλία, το καθαυτό “σώμα έργου” έχει αρχίσει να συγκροτείται, για εμένα, μόλις προ διετίας, με το εγχείρημα υπό τον τίτλο Κρόνακα. Το σημειώνω καθότι οι συνειδητές μου επιρροές απαντούν σε ορισμένα μόνο από τα εκδομένα κείμενά μου, π.χ. στο Ρέκβιεμ για τους απόντες, και στην τριλογία του Ιγνάτιου Παππά, μια νουάρ παρωδία. Σε επίπεδο ύφους, έχω κατακλέψει τους αγαπημένους μου Αμερικάνους: Τσάντλερ, Μπουκόβσκι, Βόνεγκατ, και Ελλρόυ. Σε επίπεδο οντολογίας, είμαι φανατικός μαθητής του Παπαδιαμάντη, του Ντοστογιέφσκι, του Κάφκα, του Μπατάιγ, του Τσέλαν, του Μπέκετ. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω και τους φιλοσόφους που με επηρέασαν και ως προς τις ιδέες, και ως προς τον τρόπο γραφής: Σοπενχάουερ, Κίρκεγκωρ, Νίτσε, Χάιντεγκερ. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Είναι κι άλλα, πάρα πολλά. 


Λογοτεχνία και Κρίση. 

Πιστεύω ότι η λογοτεχνία γράφεται πάντοτε υπό συνθήκες κρίσης – και εννοώ: υπαρξιακής. Η οικονομική / κοινωνική συγκυρία, όσο κι αν δυσκολεύει την καθημερινότητά μας, δεν αλλάζει κάτι, ως προς αυτό. Ίσως προσφέρει επιπλέον υλικό για ένα μυθιστοριογράφο, σε επίπεδο πραγματολογίας. Το επιχείρησα κι εγώ αυτό, στο τελευταίο εκδοθέν κείμενό μου. Δεν νομίζω ότι ήταν καλή ιδέα. Δεν θέλω να έχω και πολλά πάρε-δώσε με την επικαιρότητα. 


 Η σχέση σου με την ποίηση. 

Είναι ισόβια, και ερωτική. Δεν διαχωρίζω τα είδη – δεν πιστεύω καν στα είδη, και δεν το λέω από μεταμοντέρνα σκοπιά. Η ποίηση είναι (ή ελπίζω να είναι) διαρκώς ενεργή στα κείμενά μου. Ο Καρυωτάκης ήταν η πρώτη μου σημαντική ανακάλυψη, κάπου στα 14, και δεν έχει πάψει να με απασχολεί, έκτοτε.
O Σεφέρης, και ο Καρούζος είναι μόνιμα σημεία αναφοράς. Η ουτοπία του Εμπειρίκου. Η χαρτογραφία του Καββαδία. Οι συμπατριώτες μου, Μόντης, και Χαραλαμπίδης. Και τόσοι ξένοι. Ο Μπωντλαίρ, ο Ρεμπώ, ο Ρίλκε, ο Μπάιρον. Άραγε μπορώ να αναφέρω και τον Σαίξπηρ; Ο Τσέλαν: τρομερός καταλύτης. Και ο Μπουκόβσκι, που με σώζει κάθε φορά από τα άσχημα. 


 Ποια άλλη μορφή τέχνης αγαπάς και γιατί. 

Κοίταξε, σε μένα όλα ξεκινούν, και όλα επιστρέφουν στο γράψιμο. Όλα αναφέρονται εκεί. Αγαπώ την μουσική, φυσικά, αν και όχι τη μεγάλη κλασική της παράδοση. Μεγάλωσα με ρεμπέτικα, και λαϊκά, και δεν είχα ποτέ στενή σχέση με την ροκ, ή την τζαζ, ή το πανκ. Μ’ αρέσουν οι πιο χαμηλόφωνες παραδόσεις. Η μπλουζ, ας πούμε. Τα παραδοσιακά του τόπου μου, ή της Κρήτης. Τα φάντος. Οι τροβαδούροι, όπως ο Κοέν, ή ο Κας. Ο Τομ Γουέητς, οπωσδήποτε. Αγαπώ τη ζωγραφική του Σεζάν, και του Βαν Γκονγκ. Και του Ελ Γκρέκο. Δεν έχω πάψει ποτέ να διαβάζω κόμικς, ειδικά τις ιστορίες του Ντον Ρόσα, τον Αστερίξ, τον Λούκυ Λουκ, τον Κόρτο Μαλτέζε. Και τον μέγα Ρόμπερτ Κραμπ. Αγαπώ τον κινηματογράφο, και (πάλι) όχι τόσο τους Ευρωπαίους μαιτρ, όσο το παλιό καλό Χόλυγουντ, τα γουέστερν του Χωκς, του Χιούστον, του Πέκινπα, τις πολεμικές ταινίες, τα νουάρ, τις κλασικές κωμωδίες, και ένα κάρο “αμερικανιές” του συρμού: ταινίες τρόμου, θρίλερ, χοντροκομμένες κωμωδίες. Είναι η καταγωγή, και η παιδική μου ηλικία όλα αυτά. Ένα είδος εαυτού. 


 Πώς βιοπορίζεσαι; 

Πλέον, μετά βίας. Για πολλά χρόνια ήμουν αναγνώστης, και, αργότερα, υπεύθυνος ξένης λογοτεχνίας, στις εκδόσεις Ψυχογιός, αλλά ήταν εξαιρετικά χρονοβόρα συνθήκη, γι’ αυτό παραιτήθηκα, πρόπερσι. Τώρα γράφω για ένα (μη λογοτεχνικό) περιοδικό, ενίοτε κάνω “αναγνωστικές αναφορές” επ’ αμοιβή, και, στα ζόρια, ενεργοποιώ τον κώδικα ΚΠΠ: Κατασπατάληση Πατρικής Περιουσίας. Δεν είναι ευχάριστο, γι’ αυτό ελπίζω, αόριστα, σε κάτι που έρχεται. Αν έχεις καμιά ιδέα… 


 Ακούς μουσική όταν γράφεις; Βάλε μας λίγο στο εργαστήρι σου

Τίποτα δεν ακούω όταν γράφω – στο τσακίρ κέφι, μπορεί ν’ ακούω φωνές, αλλά δεν είμαι και σίγουρος. Δεν υπάρχει κάτι γοητευτικό στο “εργαστήρι” μου. Είναι μια κάμαρα που προοριζόταν για υπνοδωμάτιο. Η γυναίκα μου την βρίσκει αποπνικτική. Οι τοίχοι είναι ντυμένοι με βιβλία, το ίδιο και το πάτωμα, ο πάγκος, και το μεγάλο τραπέζι που χρησιμοποιώ ως γραφείο. Τα ντουλάπια είναι είδος αρχείου, με τετράδια, και στοίβες από περιοδικά, σημειώσεις, πίνακες, χάρτες κ.λπ. Μόνο ευπαρουσίαστο έπιπλο είναι ένα σεκρετέρ, αλλά η ατμόσφαιρα χαλάει με το λάπτοπ. Τα καύσιμά μου είναι τσιγάρα, και καφές – ποτέ αλκοόλ. Το ωράριο ποικίλει. Αν και εγώ αισθάνομαι προφήτης, νομίζω ότι θυμίζω λογιστή. Πρωινό ξύπνημα, και δουλειά 
για 8, 9, ή 10 ώρες, ανάλογα με τις δυνάμεις. Μελέτη, σχεδιαγράμματα, και λεπτομερείς χειρόγραφες περιλήψεις για το εκάστοτε μυθιστόρημα. Όταν έρθει η ώρα για το καθαυτό γράψιμο (στο λάπτοπ) το πράγμα γίνεται σχεδόν μηχανικά. Συμβουλεύομαι τις περιλήψεις, και, συνήθως, τελειώνω το κείμενο πολύ σύντομα – λίγες βδομάδες, σπανίως 1-2 μήνες. Όταν γίνω πλούσιος, θα βρω μια αίθουσα 100 τετραγωνικών, και θα γίνει χαμός. Για την ώρα, όμως, δεν έχω παράπονο. Καλά είναι κι έτσι. 


 Διαβάζεις κριτικές για τα έργα σου; 

Δεν υπάρχουν και πολλά για να διαβάσω – το δικό σου, για τα Κορίτσια μου, ήταν ωραίο δώρο, και ευχαριστώ! Γενικώς, σκέψου ότι το Ρέκβιεμ για τους απόντες θεωρήθηκε ως πρώτο μου μυθιστόρημα, ενώ είχε προηγηθεί το Τσίρκο. Πάντως, ναι, πριν από 4-5 χρόνια με ενδιέφερε το θέμα, ήθελα να δω ότι κάποιος ασχολείται. Μια φορά, σε ένα μπλογκ (στο «Βιβλιοκαφέ») μπήκα στον κόπο να απαντήσω κιόλας, σε μια κριτική. Τις κάνω κάτι τέτοιες ανοησίες. Πλέον, δεν με νοιάζει – αλλά ας μην παρεξηγηθώ: υπάρχουν εκλεκτοί κριτικοί, και τους /σας σέβομαι απεριόριστα, και εύχομαι να διαβάσουν όσα ετοιμάζω. Κατά τα άλλα, όμως, έχω την εντύπωση ότι το άθλημα της κριτικής υπηρετείται όλο και πιο πολύ από έναν αστοιχείωτο κόσμο. Δεν με αφορά αυτός ο κόσμος. 


 Πιστεύεις στα βραβεία; 

Θα είμαι σαφής: όχι. Είχα το προνόμιο να πάρω αρκετά βραβεία, και στον τόπο μου, και εδώ, και σε επίπεδο εκδομένων έργων, και σε διαγωνισμούς για ανέκδοτες δουλειές. Είμαι ευγνώμων για όλα, κυρίως για τους διαγωνισμούς, οι οποίοι με βοήθησαν να βρω εκδότη, κάτι που δεν ήταν ποτέ (ούτε τώρα) εύκολο για μένα. Πρακτικά, λοιπόν, ίσως είναι χρήσιμα. Σε επίπεδο λογοτεχνικής αξίας, όμως, και χωρίς καμιά διάθεση να κάνω τον έξυπνο ή, πολύ λιγότερο, τον αιρετικό, θεωρώ ότι είναι αστείο και να το συζητάμε. Ας ευχηθούμε να δίνονται σε άξιους ανθρώπους, και ας το αφήσουμε εκεί. 


Σύγχρονοι Έλληνες λογοτέχνες που αγαπάς. 

Δυστυχώς, δεν παρακολουθώ τη σημερινή (τρομερά πλούσια) βιβλιοπαραγωγή όσο θα ήθελα. Θα αρκεστώ σε περιπτώσεις καθοριστικές, όπως του Ευγένιου Αρανίτση, και του Κωστή Παπαγιώργη. Υπάρχει πάντα ο Λάγιος, στην ποίηση. Αγαπώ βαθιά το έργο του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, και του Θάνου Σταθόπουλου. Γιορτάζω την ποίηση της Γλυκερίας Μπασδέκη. Υπογραμμίζω την ειδική περίπτωση του Χρήστου Βακαλόπουλου: Η γραμμή του ορίζοντος υπήρξε, για μένα, έργο σημαδιακό. Τέλος, οφείλω μιαν εμφατική αναφορά σε ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα των τελευταίων 30 ετών (τουλάχιστον), δια χειρός Γαβριήλ Νικολάου 
Πεντζίκη, υπό τον τίτλο Το Βυζάντιο έχει ρεπό. Αυτό το αριστούργημα κυκλοφόρησε πρόπερσι, και, προσώρας, η κριτική που λέγαμε δεν του έχει αφιερώσει ούτε μια αράδα. Το βρίσκω εξωφρενικό, αλλά τι να κάνουμε. 

Ένα σχόλιο για τη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα.
 
Ομερτά – αστειεύομαι: μια χαρά είναι, καίτοι προσωπικά αισθάνομαι λίγο έξω από τα νερά μου. Αλλά αυτό είναι δικό μου πρόβλημα. 


 Πολιτικοί και πολιτική. 

Κοίτα, αυτή την υπόθεση την έλυσε ο Χριστός πριν από δυο χιλιετίες, διαφεύγοντας του πλαστού διλήμματος των Φαρισαίων. Εννοώ: τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, και τα του Θεού τω Θεώ. Εγώ πιστεύω στον Θεό, και πληρώνω φόρους στο κράτος, για να μην με ενοχλεί. Θέλω οι Καίσαρες, κάθε λογής, να με αφήσουν να κάνω τη δουλειά μου. Συνεπώς, με ενδιαφέρει να υπάρχει η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, που είναι η λιγότερο χυδαία συνθήκη – δεν την πιστεύω: την ανέχομαι, και αυτό είναι αρκετό. Στο δικό της πλαίσιο, μπορώ να επιβιώσω βιολογικά (έστω δύσκολα) και να μεγαλουργήσω πνευματικά, αν έχω τα κότσια. Δεν περιμένω από την πολιτική να με σώσει. Δεν πιστεύω στις επαναστάσεις, ούτε στα καθεστώτα. Ο επί γης παράδεισος είναι πάντα ένας ολοκληρωτισμός. Δεν τον θέλω. Απαιτώ από την πολιτική (και τους πολιτικούς) να με αφήσουν να σώσω ό,τι μπορώ, με τον τρόπο μου. 


 Τι ονειρεύεσαι; 

Τον έναν και μοναδικό μου πόθο, που είναι η ανάσταση των νεκρών. 


Γράφεις κάτι τώρα; 

Τα τελευταία δύο χρόνια υπήρξαν εξόχως παραγωγικά. Ολοκληρώθηκε το μυθιστόρημα Κρόνακα, πρώτο μέρος του ομώνυμου εγχειρήματος, καθώς και η άτυπη συνέχειά του, υπό τον τίτλο Μινώταυρος. Στο μεσοδιάστημα, ετοίμασα μια πληθώρα από άλλα κείμενα, με διάφορες αφορμές. Τώρα μελετώ, σημειώνω, και, γενικώς, στήνω το τρίτο μέρος του εγχειρήματός μου, υπό τον τίτλο Εκδικητές. 


 Μια βιβλιοπρόταση για τους αναγνώστες του varelaki. 


Εκατοντάδες προτάσεις, αλλά, μιας και, πρόσφατα, η εκλεκτή Μικέλα Χαρτουλάρη μου ζήτησε ένα σημείωμα για τον Τζέημς Ελλρόυ, παρακαλώ όσους
δεν το έχουν ήδη κάνει,να προμηθευτούν την 

Τριλογία του Αμερικανικού Υπόκοσμου, από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση του χαλκέντερου Ανδρέα Αποστολίδη.


 Σχέδια για το μέλλον. 
 
Εμβάθυνση στο παρόν: γραφή, ανάγνωση, ταινίες, μουσική, ταξίδια, περίπατοι, και κουβέντες. Αν ανοίξει και καμιά επαγγελματική πόρτα με το διδακτορικό, έχουμε κι ένα γάμο στα σκαριά, και, με μεράκι & κέφι, ένα παιδί, ή περισσότερα, για λόγους υστεροφημίας. Κοντολογίς, καληνύχτα, και καλή τύχη. 


http://www.biblionet.gr/author/35281/%CE%9A%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ/// ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ /// ΤΑ ΤΡΥΠΙΑ ΤΕΙΧΗ [Ψυχογιός, 2011]




                                         




Τα τρύπια τείχη



Κυριάκος Μαργαρίτης

Ψυχογιός, 2011
221 σελ.

****

 Γράφει ο Κυριάκος Μαργαρίτης



Μου ζήτησαν να γράψω δυο λόγια για κάποιο βιβλίο μου, είπα στη γυναίκα μου, και την ρώτησα ποιο θα πρότεινε εκείνη. Το Ρέκβιεμ, ή το Τσίρκο, απάντησε, αλλά το ερώτημα ήτο ρητορικό. 

     Θα γράψω για τα Τρύπια τείχη, της είπα, και απόρησε, γιατί να γράψω για ένα παιδικό βιβλίο. Έτσι, είπα εγώ, και εξηγούμαι αμέσως. 

    Τα Τρύπια τείχη είναι, για εμένα, ένα ιδιαίτερο κείμενο, και δεν εννοώ μόνο σε σχέση με τα παιδικά / εφηβικά που έχω γράψει. Πρόκειται, πιστεύω, για το πιο άρτιο από τα εκδομένα μου κείμενα, και, απ’ όσο ξέρω, για το λιγότερο διαβασμένο. 

     Τα Τρύπια τείχη προέκυψαν με έναν εξωφρενικό ρυθμό, έτσι όπως δεν έχει συμβεί ποτέ στον τρόπο δουλειάς μου – και έτσι όπως δεν πρόκειται να επαναληφθεί. 

    Το έγραψα μέσα σε τέσσερις ημέρες, χωρίς κανένα προσχέδιο, το καλοκαίρι του 2009, με μιαν αίσθηση χαρμολύπης, για ένα επικείμενο κακό. 

    Το κακό ήρθε, πλην: το κείμενο ήταν ήδη έτοιμο, έτσι η χαρμολύπη, η μόνη αρμονία που ξέρω, κατόρθωσε να επιβιώσει. 

   Τα Τρύπια τείχη αφηγούνται την ιστορία ενός αγοριού, του Ραφαήλ, που ζει στη μοιρασμένη Λευκωσία – καίτοι εγώ κατάγομαι από την Πάφο, η Λευκωσία είναι ένα τοπίο που το φορτίζει διαρκώς η γενεαλογία του (υπαρξιακού) διχασμού μας. 

   Η αφήγηση επιχειρεί μιαν ταύτιση ανάμεσα στο κοίταγμα, και στην έγνοια, ή το νοιάξιμο, αυτό που μας καθιστά υπεύθυνους, και μας υπενθυμίζει ότι χρειάζεται να φροντίσουμε για όλα αυτά. 


   Όλα αυτά: ο τόπος, η ιστορία, η μνήμη, η κοινότητα, οι φίλοι, οι συγγενείς, τα κορίτσια. Μ’ ένα λόγο: τα χαμένα αγαπημένα μας πρόσωπα. 

   Ως motto (και είμαι πολύ περήφανος για τα motto στα βιβλία μου) είχα διαλέξει μερικούς στίχους από το Μονόγραμμα του Ελύτη, και την αγέρωχη απελπισία του Μπέκετ, από τον Ακατονόμαστο. 

   Εννοώ: Δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω. 

  Νομίζω ότι αυτή η αγωνία για τη συνέχεια συνοψίζει ολόκληρη την ιστορία, που είναι, όπως είπα, γραμμένη με πολύ κέφι, με γοερό γέλιο, και με βαθιά λύπη. 

  Ίσως έτσι μπορούμε να αντισταθούμε ενάντια σε όλους τους καιρούς, και τις εποχές του ολοκληρωτισμού, που έχει, πάντα, πολλά πρόσωπα, και χρώματα. 

  Ο Ραφαήλ, ο Τουρκοκύπριος κολλητός του, και το κορίτσι με το μαγικό όνομα Παντοφίλη (πρόσωπο, και όνομα, όπως όλα, υπαρκτό) κατορθώνουν αυτή την υπέρβαση της μεταφυσικής, και της τελεολογίας, επειδή ορκίζονται στη συνέχεια. 

   Με μια ιστορία κόμικς, και μια γιορτή στη μεσαιωνική τάφρο της Λευκωσίας, τα τείχη (της πόλης, του εαυτού, όλα) διαρρηγνύονται, για να ρίξουμε μια ματιά (να κοιτάξουμε, και να νοιαστούμε) στην άλλη πλευρά.
 
   Ο Ραφαήλ το ονομάζει περίπατο. 

   Μετά από έξι χρόνια, χαίρομαι που συμφωνώ (ακόμα) μαζί του, και, με ευγνωμοσύνη, καμαρώνω σαν κυπριακό σκεπάρνι, που έγραψα τα Τρύπια τείχη, εκείνο το λυπημένο καλοκαίρι του 2009, σε τέσσερις απίθανες μέρες. 

   Ήταν, και το ήξερα από τότε, το τελευταίο παιδικό βιβλίο που θα έγραφα. Φυσικά, συνεχίζω, με άλλους τρόπους, όπως όλος, ή ο περισσότερος κόσμος. 

   Δεν γίνεται αλλιώς. 



                                                         
Κυριάκος  Μαργαρίτης