Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη «Ημέρες καλοσύνης», εκδ. Πόλις
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΡΑΚΤΑΛ
Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση είχα την ανάγκη να αναφερθώ στις μέρες καλοσύνης της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Ακολούθησαν πολλές αναγνώσεις βέβαια και τώρα έρχεται το κείμενο.
Το βιβλίο αποτελείται από πέντε ενότητες: «Εισαγωγή: Η Ελλάς των Ελλήνων» με οκτώ ποιήματα, «Πράξη 1η: Ημέρες τρυφερότητας», με πέντε ποιήματα, «Πράξη 2η: Ημέρες σιωπής» με οκτώ ποιήματα «Πράξη 3η: Ημέρες καλοσύνης» με τέσσερα ποιήματα. To τελευταίο ποίημα της ενότητας αυτής με τίτλο «MISTAL GAGNANT» λειτουργεί σαν γέφυρα με την τελευταία ενότητα [Ορατόριο/Μαζική Κλίμακα (Mια εκτενής σύνθεση)]
Το εκλαμβάνω όμως το βιβλίο σαν μια ενιαία ποιητική σύνθεση που θίγει ποιητικώ τω τρόπω το δίπολο «καλό-κακό». Η ποιήτρια αφορμάται συχνά από την ιστορία, αλλά έχει τον τρόπο και τη μεταπλάθει μέσω της τέχνης της ώστε να ενδιαφέρει τον σύγχρονο απαιτητικό αναγνώστη. Έτσι από το μερικό, το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, περνάμε εύγλωττα στο καθολικό. Διαβάζουμε σαν ρεφρέν στίχους-κλειδιά που συνεισφέρουν στην ερμηνεία της ποίησης, αλλά και φωτίζουν την ποιητική της Γλυνιαδάκη:
«Ξέρουμε πώς μοιάζει το Κακό. Σκέψου./ Σκέψου πώς θα ‘ταν το Καλό·/ το Καλό σκέψου πώς θα ‘ταν/ σε κλίμακα μαζική».
Ποιήματα -αφηγήσεις που έρχονται να μας πουν πως τίποτα δεν τελείωσε και πως εκτός από το μίσος και την κακία στον κόσμο υπάρχει η πίστη, ο έρωτας, η αγάπη, η καλοσύνη. Που διαδηλώνουν πως υπάρχει η άλλη πλευρά, αρκεί να μην σταματάμε να την αναζητούμε ή να την… «δημιουργούμε». Να μην παύουμε να ελπίζουμε πως τα σκοτάδια μπορούν να γίνουν φως.
Μπορεί το Κακό να έχει στιγματίσει την ιστορία (στην ενότητα με τίτλο Ορατόριο το Κακό μέσω ιστορικών παραδειγμάτων κάνει αισθητή την παρουσία του), αλλά η ποιήτρια έχει τη δύναμη να οραματίζεται έναν κόσμο που το Καλό μπορεί να υπάρχει σε κλίμακα μαζική. Κι αυτό γιατί η τέχνη μπορεί να κάνει τις ανατροπές και να μυεί σε εμπειρίες ανοίκειες σε έναν κόσμο πλουραλιστικό που τα θετικά και τα αρνητικά συνυπάρχουν, όχι πάντοτε αθόρυβα.
Στην Πράξη Δεύτερη -ημέρες σιωπής συναντάμε πρώτα το ποίημα «Αγόρι και γάτα» που είναι σε διάλογο με τη χαρακτηριστική φωτογραφία που το συνοδεύει. Μια φωτογραφία, όπως οτιδήποτε εξάλλου μπορεί να δώσει την αφορμή για ποίηση. Στο πρώτο πλάνο το αγόρι, πίσω του η γάτα. Διαβάζω στη σελίδα 39: «Στη γωνία της φωτογραφίας/ ένα αγόρι˙ δεν θα ‘ναι πάνω από δεκατριών ετών/ Ας πούμε γεννημένο το 1900, εκατόν είκοσι χρόνια πριν. Πίσω του μια γάτα/ ασπρόμαυρη σαν γελάδα. Το αγόρι/κοιτάζει το φακό βαριεστημένα. Η γάτα/ κάτι ψάχνει στο περβάζι όπου στέκεται./Το αγόρι βαριέται γιατί παίρνει ώρα/ να τραβηχτεί η στερεοσκοπική φωτογραφία/να στηθεί το τρίποδο, να είναι όλα έτοιμα˙/ Με κοιτάζει μ’ ένα βλέμμα εκατόν είκοσι ετών[…]/
Το εν λόγω ποίημα τελειώνει με τους εξής αυτοαναφορικούς (σχετικά με τη λειτουργία της ποίησης) στίχους:
Τι να την κάνεις/ την ποίηση όταν πια τίποτα/ δεν σε γλιτώνει από τον θάνατο (σελ. 40)
Δεν είναι όντως βέβαιο ότι οι στίχοι βάζουν φωτιά, πάντως έχουν την δύναμη να διεισδύουν σε συνειδήσεις, να δίνουν ισχυρά ερεθίσματα, να εξελίσσουν τη σκέψη και το συναίσθημα με έναν τρόπο μοναδικό.
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Επιπροσθέτως, μπορεί κανείς να σημειώσει πως ενώ η ποιήτρια ανιχνεύει, ευθαρσώς χαρτογραφεί το Κακό, δεν στέκεται μελοδραματικά στο να συνθέσει απλά αρνητικές εικόνες ή να δημιουργήσει ένα απόλυτα δυστοπικό τοπίο. Στη σελίδα 66 γράφει χαρακτηριστικά:
Ξέρουμε πώς μοιάζει το Κακό
χωρίς Θεό, στην εποχή μετά το θάνατό Του.
Μοιάζει με άρρωστο φωτάκι
που ξεκινά σ’ ένα σοκάκι σκοτεινό
σαν κουδουνάκι στον αστράγαλο του νεκροθάφτη
στις πόλεις της πανούκλας.
Κανείς μην πλησιάσει.
Μα νά, δειλά, όλοι ανοίγουν τα παράθυρα
να δουν, περίεργοι, τι σέρνεται στον δρόμο
κι αφήνουν να περάσει εντός,
με ένα χάδι στις κουρτίνες,
το μοχθηρό ετούτο φως
που λαμπαδιάζει τα δωμάτια
ανάβει τα καντήλια
κάνει τα κτίρια να φωσφορίζουνε σκληρά
και σκάβει στις εξώπορτες χάσκοντες τάφους.
Το Κακό μετά το τέλος του Θεού
μοιάζει με θάνατο ανούσιο
σε κλίμακα μαζική,
γενοκτονίες εθνοκαθάρσεις διακρίσεις
ανθρωποβόρες μάχες για την κατάκτηση
μιας νέας πηγής νοήματος και ηθικής
το μέτρο όλων το άτομο
το μέτρο όλων η κοινωνία
το μέτρο όλων η ιδεοληψία
το μέτρο όλων ποτέ το μέτρο –
Ξέρουμε πώς μοιάζει το Κακό. Σκέψου. Σκέψου πώς θα ’ταν το Καλό· το Καλό σκέψου πως θα ’ταν σε κλίμακα μαζική.
Ενώ λοιπόν εντοπίζει τη δυστοπία, έχει την δύναμη ταυτόχρονα να ονειρεύεται την καλοσύνη. Αποδομεί έτσι τη δυστοπία. Την παραμερίζει. Τη διαλύει. Την νικά.
«Η αγάπη έχει έναν θόρυβο/ κι ο θάνατος κρότο κούφιο» (σελ.89)
«[…] σ’ ακούω τις ακούω σας ακούω όλους μαζί/ καρδιές συντονισμένες, καρδιές διεγερμένες/για κάτι νέο, μια νέα ήπειρο, μια νέα ζωή/ νέο σώμα/ νέο δέρμα, ένα νέο φιλί/ μια αρχή και ένα τέλος, μια αρχή/ ένα φως, ένας διάπλους δύσκολος/ μα λυτρωτικός, μια νέα ζωή […]» (σελ.90)
«και με αναγκάζετε να σταθώ απέναντί σας/για να σας πω τα πράγματα δεν έχουν πάντα έτσι/ο άνθρωπος φάσκει και αντιφάσκει/ κι αυτή είναι η ομορφιά του[…]» (σελ.73)
Κλείνοντας, πρόκειται για μια σύνθεση γενναιόδωρη, γεμάτη παρρησία, που εξυμνεί τον έρωτα, την αγάπη, την κατάφαση της ζωής. Στίχοι που διαδηλώνουν, που χορεύουν, που ονειρεύονται, που σε κάνουν να χαμογελάς, να σαστίζεις, να διευρύνεσαι. Που μαρτυρούν πως το φως της ποίησης μπορεί να είναι ευεργετικό και να γεννά ό,τι πιο όμορφο, λαμπερό και ουσιαστικό. Να στέκεται απέναντι σε κάθε πουριτανισμό ή στενομυαλιά. Να ζητάει τα αδύνατα.