Translate

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

notationes /// IOYΛΙΟΣ -ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2014 /// ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗΣ /// ΟΔΟΣ ΑΝΘΕΩΝ

 
         
                                                                





                      ***********






                                              ΓΡΙΦΟΣ είναι η ζωή. Ξέρει ότι δεν έχει να περιμένει τίποτα από τη ζωή κι έτσι αφήνει τη ζωή να περιμένει. Είναι ένας νάνος οκτακοσίων κιλών, με πρησμένες αιμορροίδες, σα λαστιχένια βαρέλια. Κουβαλάει τριακόσια κιλά έντερα, διακόσια κιλά συκώτι, εκατό κιλά νεφρά και μια υπέρβαρη κύστη σα δεξαμενή νερού. Τα βήματά του είναι βαριά. Θυμίζουν  τετράπαχο Αγιοβασίλη που ιδρωκοπά με τον τεράστιο σάκο στον ώμο να προλάβει να μοιράσει τα δώρα του στα διαβολάκια που τον περιμένουν με ξάγρυπνο μάτι να ξεπροβάλει από την καμινάδα, αλλά αυτός αργεί ακόμα να εμφανιστεί γιατί είναι γέρος και μονάχος, σαν άστεγος αλήτης.  Το κρύο είναι τσουχτερό, το χιόνι έχει παγώσει. Βαδίζει στην οδό Ανθέων, αλλά τα άνθη μες στις σκοτεινές βιτρίνες εκπέμπουν φόβο κι οδύνη, είναι καταθλιπτικά. Η νύχτα αυτή είναι ένας άλυτος γρίφος, σα τη ζωή. Βρίσκει μπροστά του την πόρτα ενός καταστήματος GOODYS και τρυπώνει μέσα. Παραγγέλλει ένα κλαμπ σάντουιτς και μια κόκα κόλα σε μια άσχημη υπάλληλο και περιμένει. Κάθεται στο τραπέζι κι αρχίζει να κλαίει χωρίς λυγμούς. Δεν τον πειράζει που τον παρακολουθούν, είναι ένα θωρηκτό λύπης που έχει αγκυροβολήσει σε μια καρέκλα των GOODYS. Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς. Βυθίζεται σε σκέψεις και γράφει ένα νοερό γράμμα στον Αγιοβασίλη.
            << Σεβαστέ Αγιοβασίλη, λυπάμαι που το εξομολογούμαι αλλά περιμένω με λαχτάρα το απροσδόκητο κι αυτό μ΄ έχει σμπαραλιάσει. Τρέμω επίσης την άλλη όψη του απροσδόκητου κι αυτό μ΄ έχει σακατέψει. Δεν είμαι μικρό παιδί, είμαι σαράντα χρονών, αλλά μέσα μου δεν έχω ακόμα ωριμάσει. Διατηρώ κάποιες παιδικές ευαισθησίες που λογικά έπρεπε να τις είχα αποβάλλει εδώ και πολύ καιρό γιατί η ζωή είναι σκληρή, αλλά εγώ είμαι μαλθακός τύπος, ένα βουτυρένιο ανθρωπάκι. ΄Οταν ήμουν παιδί δεν τολμούσα να σου ζητήσω τίποτα γιατί ήξερα ότι τον λογαριασμό των δώρων που θα μου έφερνες θα τον χρέωνες τελικά στους γονείς μου, κι αυτοί οι καημένοι ήταν τόσο φτωχοί, αν και τόσο εργατικοί, κι έτσι έμαθα με τον καιρό να μην λαχταρώ μποναμάδες. Κατά βάθος, πάντα μου έλπιζα ότι όταν τελικά μεγαλώσω θα με είχες ανταμείψει γι΄ αυτήν μου την εγκράτεια, χαρίζοντας μου αυτά που δεν μου χάρισες παιδί. Βέβαια διαψεύσθηκα οικτρά, αλλά αυτό ήταν κάτι που το ήξερα. Εκείνο που δεν ήξερα είναι ότι έπρεπε να μου χρεωθεί τόση κακοτυχία, που ακόμη κι αν νοίκιαζα τις Γενικές Αποθήκες του Κράτους δεν θα χωρούσε μέσα. Δεν θέλω να με λυπηθείς μ΄ αυτό μου το γράμμα, καλέ μου ΄Αγιε Βασίλη, ούτε να μου χαρίσεις τίποτα. Θέλω από κει ψηλά που είσαι να φτύσεις με δύναμη τις φάτσες κάποιων ηλίθιων που χασκογελούν γύρω μου και να τους στείλεις σπίτι τους να τρίψουν το πάτωμα.>>
            Τον πλησιάζει μια άλλη άσχημη υπάλληλος με μια πατσαβούρα στο χέρι και τον ρωτάει: << Μπορώ να πάρω τον δίσκο σας; >>.  Εντάξει, πάρτον, απαντάει και νιώθει μια τρελή επιθυμία να της χώσει την πατσαβούρα στο στόμα. Παρολαυτά είναι ευγενής και δεν κάνει τίποτα. Ξέρει ότι είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλοι βιάζονται να βρεθούν στα σπίτια τους. Αυτός δεν έχει να κάνει τίποτα κι αυτό το μίγμα του τίποτα με το τίποτα τον παραλύει. ΄Η μάλλον πρέπει να γυρίσει πίσω στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της κλινικής και να περιμένει μ΄ αγωνία τη μοιραία έκβαση, την έκβαση ενός εκτυφλωτικού τίποτα. Ο θυρωρός στην πόρτα τον αφήνει να μπει, μετά κλειδώνει. Γλιστράει στον σκοτεινό θάλαμο και τον βρίσκει να κοιμάται βαρειά. Κοιτάζει τον ορό αν είναι εντάξει και μετά κάθεται σε μια καρέκλα και περιμένει άγρυπνος. ΄Εξω σκάνε τα πρώτα βεγγαλικά. Στον θάλαμο κανείς άρρωστος δεν νοιάζεται.  Σεβαστέ Αγιοβασίλη, αν πετάξεις πάνω απ΄ αυτόν τον ουρανό στείλε μια νοερή ευχή έστω κι αν εγώ δεν την ακούσω. Δεν θέλω τίποτα άλλο. Η ζωή ούτως ή άλλως είναι ένας άλυτος γρίφος.