Translate

Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

ΣΤΗΛΗ :THE ARTMANIACS /// NIKOΣ XΡΥΣΟΣ



Συνέντευξη στην Ασημίνα Ξηρογιάννη
 Πηγή:https://www.vakxikon.gr/nikos-xrysos-interview/Συνομιλήσαμε με τον συγγραφέα Νίκο Χρυσό, με αφορμή την έκδοση του μυθιστορήματός του "Καινούργια μέρα" (εκδόσεις Καστανιώτη 2018).

Πώς βλέπετε και βιώνετε τη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα; Σας αρέσουν πράγματα, σας ενοχλούν κάποια άλλα;
Μικρός διάβαζα θαμπωμένος για τα καφενεία της «Δεξαμενής», για τον «Μαύρο Γάτο», για το ουζερί του Απότσου και για το Πατάρι του Λουμίδη. Μεγαλώνοντας κατάλαβα πως μέρος της γοητείας τους οφείλεται στην μυθική αχλή του χρόνου. Σήμερα συναντιόμαστε συχνότερα στα κοινωνικά δίκτυα και σπανιότερα στον φυσικό δημόσιο χώρο, αναπτύσσονται συνάφειες και αλληλεπιδράσεις μεταξύ μας, αλλά νιώθω πως έχει ατονήσει η ανάγκη για συμπόρευση και συλλογικότητα. Αν και η συγγραφή είναι πράξη μοναχική, αυτό καθόλου δεν δικαιολογεί μια περίκλειστη ιδιωτική ζωή, γιατί η λογοτεχνία είναι καταβάθος μια κοινωνική πράξη. Κυκλοφορούν πάντως πολλά καλά βιβλία στη χώρα μας και μεταφράζονται σπουδαία έργα που έμεναν χρόνια αμετάφραστα. Εκδίδονται βέβαια μέτρια ή αδιάφορα βιβλία, αυτό όμως συνέβαινε πάντα.
Το νέο σας βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε. Μιλήστε μου λίγο για το πώς ξεκίνησε η ιστορία αυτή... Τι είχατε στο μυαλό σας;
Υπάρχει μια διαρκής, μια ισόβια σχέση με τη γραφή. Ξεκίνησε, νομίζω, με τις πρώτες αναγνωστικές εμπειρίες μου, με την ζωντανή, υπερκόσμια και πολύχρωμη φαντασμαγορία που ζωντάνευε η ανάγνωση των ιστοριών του Βερν, του Ουγκό και του Δουμά ή τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και του Βιζυηνού. Η αποκάλυψη των απροσμέτρητων δυνατοτήτων της γλώσσας, που είναι ταυτόχρονα πεπερασμένη και απέραντη, ήταν νομίζω η αφορμή να αρχίσω να γράφω τις δικές μου ιστορίες. Χωρίς την γραφή και την ανάγνωση η πραγματικότητα θα ήταν αφόρητη. Ίσως όχι για όλους, αλλά πάντως για πολλούς και σίγουρα για μένα. Έπειτα από λίγο συνειδητοποίησα πως κάθε ιστορία είναι αποτέλεσμα μιας επίπονης κι ωστόσο λυτρωτικής εξόρυξης. Ένας ήρωας στο καινούργιο μου μυθιστόρημα, δοκιμάζοντας να χαρτογραφήσει τις τεχνικές συγγραφής του μικροδιηγήματος, λέει: «Οι ιστορίες μεταβάλλονται διαρκώς αν τις αφήσεις ανεξέλεγκτες. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος η ανάπτυξη να ξεφύγει και το μπονσάι να καταλήξει μπαομπάμπ. […] Κατανοείς, λοιπόν, πως ο δημιουργός των μπονσάι δεν είναι παρά ένας υπομονετικός κηπουρός. Πρέπει να είναι κανείς αφελής για να πιστεύει πως υπάρχουν περιθώρια δημιουργίας. Ένας υπομονετικός κηπουρός· τίποτε παραπάνω». Ο κηπουρός, βέβαια, οφείλει να δείχνει την ίδια αφοσίωση είτε περιποιείται ένα μπονσάι είτε τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας.
Πώς αλιεύσατε το θέμα σας;
Η ιδέα για την «Καινούργια μέρα» προέκυψε πολλά χρόνια πριν, διαβάζοντας ένα άρθρο για τη δολοφονία ενός κλοσάρ στο Παρίσι. Μια διετία μετά κι ενώ σπούδαζα σκηνοθεσία αποφάσισα να φτιάξω μια μικρού μήκους ταινία με αυτό το θέμα, δεν είχα όμως το πείσμα ούτε τα μέσα και το σκαρίφημα του σεναρίου κατέληξε σ’ ένα συρτάρι. Έπειτα από μια δεκαετία κι ενώ είχε ήδη εκδοθεί το πρώτο μυθιστόρημά μου διάβασα μια παρόμοια είδηση για τον φόνο ενός άστεγου στη Μόσχα – και οι δυο είχαν πυρποληθεί ζωντανοί. Η εικόνα του καιόμενου σώματος στην έρημη αλάνα αποτέλεσε τον καμβά για το μυθιστόρημα. Στον πυρήνα ωστόσο του βιβλίου υπάρχει μια συνθήκη που με απασχολεί πολλά περισσότερα χρόνια: η ανθρώπινη δίψα για ιστορίες. Το βιβλίο αφηγείται μια ιστορία για τη ζωή και τον θάνατο, για το έγκλημα και την τιμωρία, για την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα, αλλά αποτελεί καταβάθος μια αλληγορία για τη φυσική και τη μεταφυσική της αφήγησης.
Πόσον καρό σας πήρε να το γράψετε. Βάλτε μας μέσα στο εργαστήρι σας το λογοτεχνικό.
Χρειάστηκαν οκτώ χρόνια για να φτάσω από την πρώτη έως την τελευταία αράδα. Σε αυτό το διάστημα το βιβλίο αυξομειωνόταν αφού δούλευα παράλληλα διαφορετικά κεφάλαια και επέστρεφα συχνά διορθώνοντας και ξαναγράφοντας ήδη ολοκληρωμένα επεισόδια. Είναι ένα πολυφωνικό και πολυπρισματικό μυθιστόρημα που καταγράφει τις περιπέτειες μιας συντροφιάς άστεγων που ζουν και πεθαίνουν σε κάποιο λιμάνι του ευρωπαϊκού νότου. Ο βίαιος φόνος του Σεβαστιανού, του κεντρικού προσώπου του δράματος, παρακινεί τους τέσσερις συντρόφους του να αναζητήσουν την αλήθεια –ή μάλλον τη βαθύτερη ουσία– της ζωής και του θανάτου του. Αναδιφώντας στη μνήμη τους τις στιγμές που έχουν μοιραστεί και τις διηγήσεις του, που αποτελούν για αυτούς πολύτιμη κληρονομιά, ξαναζωντανεύουν την ιστορία. Σταδιακά κι ασυναίσθητα μεταλλάσσονται σε παραμυθάδες και δεινούς αφηγητές πιστεύοντας πως έτσι θα ξαναζωντανέψουν τον Σεβαστιανό. Η πίστη τους αυτή δεν έχει μεταφυσικό, αλλά μάλλον «μετακειμενικό» χαρακτήρα, αφού διαβλέπουν υπερβατικές δυνατότητες στις ίδιες τις αφηγήσεις σαν να είναι σώματα άσαρκα, άφθαρτα και αειφανή.

Αν σας ζητούσα τρεις μόνο συγγραφείς να μου αναφέρετε, που όμως με το έργο τους άλλαξαν το βλέμμα σας για τον κόσμο, ποιοι θα ήταν αυτοί;
Κάθε συγγραφέας που με συγκινεί αφήνει πάνω μου το αποτύπωμά του. Μου είναι αδύνατον να διαλέξω τρεις συγγραφείς, κάτι τέτοιο θα ήταν οδυνηρά οριστικό. Άλλωστε η επίδρασή τους είναι διαρκής και καταλυτική έτσι όπως συχνά αμφισβητούν ο ένας τον τρόπο ή την οπτική του άλλου, αλλάζοντας διαρκώς το βάθος, την προοπτική και τη γωνία των φακών μέσα από τους οποίους βλέπω τον κόσμο.

Ποιο το μέλλον της ελληνικής λογοτεχνίας εν τέλει;
Μ’ ενδιαφέρει πολύ περισσότερο το παρόν απ’ ότι το μέλλον. Το μέλλον άλλωστε σε βρίσκει εκεί που δεν το περιμένεις. Εύχομαι πάντως τα σημερινά βρέφη να εξελιχθούν σε τολμηρούς και απερίσκεπτους πιονιέρους και να προσφέρουν στην ελληνική λογοτεχνία ένα συναρπαστικό μέλλον.

Διαβάζετε ποίηση, θέατρο;
Αγαπώ το θέατρο και την ποίηση. Με γοητεύουν η εγγύτητα και η αμεσότητα του θεατρικού κώδικα και η επαναστατικότητα του ποιητικού λόγου που τολμά να αναιρεί διαρκώς φόρμες και σχήματα, δοκιμάζοντας τις αντοχές της γλώσσας. Ενθουσιάζομαι όταν συναντώ στην πεζογραφία την ίδια αυθάδεια.

H γνώμη σας για τα λογοτεχνικά βραβεία.
Υπάρχει μια ανάγκη στον άνθρωπο να ταξινομεί τα πράγματα, να τα ιεραρχεί, να τα τακτοποιεί. Τα λογοτεχνικά βραβεία προκύπτουν ίσως από αυτή την κατατακτική παρόρμηση. Ευτυχώς, ο καλλιτεχνικός στίβος δεν έχει ρητές προδιαγραφές ούτε καθορισμένο σχήμα κι έτσι παρά το πλήθος των επιτροπών και των βραβείων η λογοτεχνία διατηρεί την αναίδεια και την αυθορμησία της.

Διαβάζει σήμερα ο κόσμος; Οι νέοι;
Συγκινούμαι όποτε βλέπω τον ενθουσιασμό που νιώθουν τα πολύ μικρά παιδιά για τα βιβλία. Μεγαλώνοντας τα περισσότερα απομακρύνονται από την ανάγνωση. Ωστόσο, νομίζω πως το κλάσμα αναγνωστών/μη αναγνωστών, μεταξύ των ενηλίκων, παραμένει σταθερό, τουλάχιστον τα τελευταία τριάντα χρόνια. Οι νέοι πάντα θα διαβάζουν, οι αφηγήσεις και οι ιστορίες παραμένουν το καλύτερο εργαλείο για να αντιμετωπίσουν το χάος.

Το ηλεκτρονικό βιβλίο έχει εκτοπίσει το έντυπο;
Αν και είμαι λάτρης των έντυπων βιβλίων, δεν με τρομάζει η επικράτηση του ηλεκτρονικού βιβλίου, αφού δεν είναι παρά ένα άλλο δοχείο που φιλοξενεί το ίδιο σώμα. Νομίζω πάντως πως, τουλάχιστον στην χώρα μας, το έντυπο βιβλίο κρατά ακόμα τα σκήπτρα.

Τι θα λέγατε σε έναν νέο λογοτέχνη που κάνει τώρα τα πρώτα του βήματα... και θα ήθελε να εκδώσει ένα βιβλίο.
Να διαβάζει, να διαβάζει ποίηση και πεζογραφία, ιστορικές πραγματείες, δοκίμια, επιστημονικά εγχειρίδια, να παρακολουθεί θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες, να έχει ανοιχτές τις αντένες, να παρατηρεί όσα γίνονται γύρω του, να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει τα βιβλία, τις πόλεις, τους ανθρώπους, να δοκιμάζει τρόπους και τεχνικές, να γράφει και να σβήνει με τον ίδιο ενθουσιασμό. Καμιά χαρά από όσες θα λάβει μετά την έκδοση του βιβλίου του δεν συγκρίνεται με τη χαρά της ίδιας της περιπέτειας της γραφής.

Παρακολουθείτε τα πολιτικά πράγματα; Πιστεύετε ότι η όποια κρίση στην πολιτική έχει όντως αντίκτυπο στην λογοτεχνία;
Με απασχολεί κάθε έκφανση και κάθε διάσταση της ανθρώπινης ζωής. Είμαστε άλλωστε πολιτικά ζώα και κουβαλάμε τα προπατορικά αμαρτήματα της σκέψης και του λόγου. Υπό αυτή την έννοια θα ήταν αδύνατον να μην παρεισφρήσουν στα κείμενα εντυπώσεις της πραγματικότητας. Εξάλλου η ίδια η λογοτεχνία είναι ένα ζωντανό σώμα κι επομένως αντιδρά σε κάθε μεταβολή που συμβαίνει στο σύστημα. Δεν εννοώ μια «προκάτ» λογοτεχνία της Κρίσης ή της Ευμάρειας, αλλά την ανίχνευση, στο λογοτεχνικό σώμα κάθε εποχής, τεκμηρίων που την ανασυνθέτουν.
Η κριτική σας αφορά;

Αν και κάθε δημοσιευμένο έργο ακολουθεί την δική του διαδρομή, ελεύθερο από τις προσδοκίες και τις προθέσεις του δημιουργού του, η κριτική είναι ένα πολύτιμο εργαλείο αφού αποκαλύπτει αδυναμίες ή επιτεύγματα, η επισήμανση των οποίων ίσως αποδειχθεί ευεργετική για την δημιουργική πράξη. Κάθε βιβλίο είναι εντέλει ένα πεδίο διάδρασης μεταξύ αναγνώστη και συγγραφέα κι επομένως τόσο η γραφή όσο και η ανάγνωσή του προϋποθέτουν ενθουσιασμό, εμπειρία, κατάρτιση και ωριμότητα.
 Τι ελπίζετε, τι ονειρεύεστε;

Ελπίζω το νέο βιβλίο που σχεδιάζω να γράψω να ολοκληρωθεί επιτυχώς. Εύχομαι η εξόρυξή του να είναι μια αποκαλυπτική, μια σαρωτική εμπειρία