Translate

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

KΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ //// ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗΣ, Οι σκιερές γωνίες του μυαλού, βακχικόν, 2018 Γράφει η Αγγελική Δημουλή




             



ΓΡΑΦΕΙ  Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΗ




Το βιβλίο του Γιώργου Αναστασάκη είναι ένα «έντιμο» βιβλίο. Ήδη από το εξώφυλλο δηλώνει την πρόθεσή του να αποτίσει φόρο τιμής στους αγαπημένους του ποιητές, στους ποιητές του Μεσοπολέμου. Δεσπόζουσα μορφή στο εξώφυλλο αλλά και σε όλη την οργάνωση του βιβλίου είναι εκείνη του Κώστα Καρυωτάκη. Η συλλογή, επίσης, με σαφή ξανά αναφορά στον Καρυωτάκη, χωρίζεται σε τρια μέρη: ΕΛΕΓΕΙΑ-ΣΑΤΙΡΕΣ-ΝΗΠΕΝΘΗ.
Ο Καρυωτάκης εξέδοσε τρεις ποιητικές συλλογές: Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων (1919), Νηπενθή (1921), Ελεγεία και Σάτιρες (1927), στα οποία περιλαμβάνονται και οι 18 μεταφράσεις του ποιητή.
Βασικά θέματα της συλλογής είναι η ζωή, ο θάνατος και ο πόνος γενικά του ανθρώπου, θέματα υπαρξιακά αλλά και κοινωνικά. Τον προβληματίζει η κοινωνική αδικία και την κατακρίνει. Εξασκώντας και ο ίδιος ένα κοινωνικό επάγγελμα , εκείνο του πυροσβέστη των ΕΜΑΚ, καταγγέλει την ανισότητα. Γράφει για παράδειγμα στο Σονέτο της δυστυχίας και της απόγνωσης:
Αχρείοι, Ξενομπάτηδες
αιμοδιψείς σκυλεύουν
τη Χώρα μου ανεμπόδιστα
από τους αιρετούς

Απτόητοι όσοι θα ‘πρεπε
να την διαφεντεύουν
δωσίλογοι πολιτικοί
στερούμενοι αιδούς.

Κ’οι μάζες πάλι τους ψηφούν υπνωτισμένες
την χείρα τείνοντες για να ανταμειφθούν
ψυχές γεννιούνται καταδικασμένες...

Απελπισμένοι οδηγούνται στις κρεμάλες
στο ψευτοκούτι δεν το παίρνουνε γραμμή
στα χέρια όλων απ’ το αίμα τους οι στάλες...

Ο Αναστασάκης χρησιμοποιεί μια γνήσια ελληνική γλώσσα διανθισμένη με κρητικές λέξεις αλλά βαθιά επηρρεασμένη από τη γλώσσα του Φιλύρα, της Πολυδούρη, του Ουράνη αλλά και άλλων ποιητών του Μεσοπολέμου.
Διαβάζοντας τη συλλογή του Αναστασάκη, μας έρχονται στο μυαλό τα λόγια του Γιάννη Δάλλα από την εισαγωγή του στον Φιλύρα. Γράφει: « Πώς εκφράζεται και πώς αποτιμάται η ουτοπία; Η ουτοπία μιας ατομικής ψυχής και φαντασίας, που βλασταίνει μακριά από την επίσημη βουή της ιστορίας και από τη μονοτονία του συρμού της καθιερωμένης ποίησης; Που φυτρώνει και βλασταίνει χαμηλά μέσα στα πράγματα και υπερβαίνοντας την εμπλοκή μαζί τους στήνει με τα ίδια μια άλλη, ωραιοποιημένη κοινωνία και εκεί επιχειρεί με τα «είδωλά» του μια φανταστική επικοινωνία. Πώς τιμάται και λαβαίνει σάρκα και οστά μια τέτοια ουτοπία; Με τη φαντασίωση και με την υλοποίηση της φαντασίωσης ισόβια με την ποίηση.»[1]
Και ακριβώς η ουσία της ποίησης είναι ο στόχος αυτής της συλλογής.
Οι τίτλοι των ποιημάτων άλλοτε δηλωτικοί και άλλοτε συνηποδηλωτικοί του περιεχομένου είναι γραμμένοι με αυθεντικότητα και ορμή αλλά και μια απαισιοδοξία που θυμίζει τον Καρυωτάκη και πάλι. Για παράδειγμα το ποίημα Δημόσιοι Λειτουργοί αποτελεί αποτελεί διττή αφιέρωση στον Καρυωτάκη, και ως τίτλο (σαφής αναφορά στην επαγγελματική ιδιότητα του ποιητή) αλλά και στην πεισιθανάτια ατμόσφαιρα που υποβάλλεται. Διαβάζω:

Στο ιερό καθήκον τους ταγμένοι
άραγ’η μέρα τι κυοφορεί;
Σαρδόνια θα γελά η ειμαρμένη;
Ή νήνεμη βραδιά στη θαλπωρή;

Θα μείνουν σιωπηλοί οι ασυρμάτοι;
Και οι σειρήνες άλαλες-βουβές;
Ή κάποιον θα ταράξουνε διαβάτη
Και θα πετάξει τις αποσκευές;

Νιώθουν ικανοποίηση γυρνώντας
Φέραν εις πέρας την αποστολή
Ρωτούν οι συνεδέλφοι τους κοιτώντας
Την σκούρα λερωμένη τους στολή

Έπειτα κατ’ ανάγκη συμπληρώνουν
Αναίτια κι αχρείαστα χαρτιά
Και οι βραχίονες τους μουτζουρώνουν
Την μάταιη σελίδα την πλατιά.

Η δημοσιοϋπαλληλική του σταδιοδρομία ήταν η βαριά πρέσσα που συνέθλιβε το στήθος του, και τον γέμιζε πίκρες. Ξένος από τον κόσμο, έγραφε σε ένα πεζό του ποίημα:
Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς περισσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα…»
Με τον τρόπο αυτό ο Πάνος Καραβίας θέλησε να σχηματοποιήσει το λήθαργο των ζωτικών ενστίκτων του Καρυωτάκη, για το μελετητή η καρυωτακική απαισιοδοξία κορυφώθηκε σε απόγνωση για ξεκάθαρα υπαρξιακούς λόγους, αλλά η προέλευσή της είναι σχεδόν αποκλειστικά ιστορικοκοινωνική. Η αδυναμία του Καρυωτάκη να σταθεί ανώτερος των περιστάσεων δεν ήταν αποτέλεσμα έλλειψης ψυχικού σθένους ή δειλίας, αλλά μάλλον μια ατυχής συγκυρία, την οποία επέτεινε ‒μάλλον ακούσια‒ η συσσώρευση ενός φάσματος προσωπικών εμποδίων και ρήξεων σε διαπροσωπικό επίπεδο.[2] ‘Ετσι και ο Αναστασάκης, καταπιεζόμενος από έναν κόσμο που δε μπορεί να πολεμήσει καθώς είναι η υπερδομή της κοινωνίας ενάντια στην ατομικότητα, γράφει, για να μπορέσει να αντέξει.
Και ολοκληρώνοντας τη συσχέτιση του Αναστασάκη με τον Καρυωτάκη δε μπορούμε να μην αναφέρουμε το ποίημα Προς επίρρωση και υπερθεματισμό στον Κ. Γ. Καρυωτάκη στο οποιο ο ποιητής διαλέγει να συνδιαλεγεί με τον αγαπημένο του ποιητή εν είδει καθυστερημένηςαπάντησης. Γράφει λοιπόν:
Είμαστε φίλε θλιβερές
Κιθάρες δίχως τάστα,
Και με συρμάτινες χορδές
Μπλεγμένες σαν κλωστές

Και άδολοι μικροαστοί
Από μιαν άλλη κάστα
Που μας αρπάζουν τη χαρά
Σεμνότυφοι ληστές.

Άδοξα είμαστε που λες
Και πορφυρά δοξάρια
Που ψάχνουν κολοφώνιο
Που πέφτει τους λειψό
Κι αντί απ’ άλογα ουρές,
Ψαρές από μουλάια
Μας γέλασαν και τέντωσαν
Στο τόξο το κομψό.

Είμαστε άκαμπτες, βουβές
Και ξύλινες  γκριμάτσες,
Της δυστυχίας του ντουνιά
Τ΄ αλλόκοτα τοτέμ

Κλείνοντας θα λέγαμε ότι Οι σκιερές γωνίες του μυαλού είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί πολλές φορές, τόσο για τις εξωκειμενικές αναφορές του αλλά και για τις ενδοκειμενικές αναφορές του. Είναι μια πρώτη συλλογή που επιδέχεται συνέχειας, γραμμένη με ορμή, σεβασμό και αγάπη για μια «χαμηλόφωνη» όπως λένε γενιά ποιητών. Μόνο που το βιβλίο ετούτο δεν είναι καθόλου χαμηλόφωνο, αντίθετα βρέθηκε μοναδικό στο είδος του ανάμεσα σε μετανεωτερικά κείμενα και ξεχώρισε με το ήθος και τη συνέπειά του.



[1] Ρώμος Φιλύρας, μια παρουσίαση από τον Γιάννη Δάλλα, εκδ. Γαβριηλίδης, σελ,9
[2] http://frear.gr/?p=15368

***

Φάνης Κακριδής

Ο Φάνης Κακριδής γεννήθηκε το 1933 στην Αθήνα.



Φάνης Κακριδής: Η ομηρική ποίηση

από ΕρανιστήςΟ φιλόλογος Φάνης Κακριδής έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 86 ετών, κατέχοντας θέσηομότιμου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων· ο Φάνης Κακριδής ήταν γιος του επίσης σπουδαίου 

κλασικιστή Ιωάννη Κακριδή.

Γεννήθηκε το 1933 στην Αθήνα. Προερχόταν από μία επιστημονική οικογένεια, φιλολογική για την ακρίβεια. Ο πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Κακριδής, η μητέρα του Όλγα επίσης φιλόλογος, η αδελφή του Ελένη και ο παππούς του, Θεοφάνης Κακριδής επίσης, φιλόλογοι.
Ο Φάνης Κακριδής γεννήθηκε το 1933 στην Αθήνα.
Σπούδασε αρχικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και εν συνεχεία στο Πανεπιστήμιο της Μαγεντίας και Τυβίγγης, όπου και υπηρέτησε ως λέκτορας για την αρχαία και νέα ελληνική γλώσσα (1959-1964).
Το 1964, εκλέχτηκε καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, όπου και υπηρέτησε ως το 1982, με μια διακοπή στα χρόνια της δικτατορίας, όταν απολύθηκε. Ακολουθούν θητείες στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, και τελικά πάλι στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων ως το 2000.
Επιστημονικά, ο Κακριδής ασχολήθηκε με την επική ποίηση, και με το Αττικό δράμα, λιγότερο με την Τραγωδία, περισσότερο με την Κωμωδία του Αριστοφάνη .
Ο Φάνης Κακριδής δεν περιορίστηκε στην ακαδημαϊκή διδασκαλία και έρευνα. Ενδιαφέρθηκε για θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής, ιδιαίτερα για το πρόβλημα των αναλυτικών προγραμμάτων και της ειδικής διδακτικής του αρχαίου κόσμου.
Πίστευε, ότι το χρέος του ακαδημαϊκού δασκάλου απέναντι στους φοιτητές του δεν τελειώνει την ημέρα που αποφοιτούν, αλλά συνεχίζεται και μετά το διορισμό τους. Έτσι, μεταφράζει ξένα βιβλία χρήσιμα στους εκπαιδευτικούς, κάνει ομιλίες και μαθήματα, και αρθρογραφεί.
Από το τελευταίο του έργο  με τίτλο «Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία», που προορίζεται για καθηγητές και μαθητές της Μέσης Εκπαίδευσης, αναδημοσιεύουμε το επόμενο κείμενο με θέμα την ποίηση του Ομήρου.
Φάνης Ι. Κακριδής. Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία. Εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Θεσσαλονίκη 2005.
Η ομηρική ποίηση
Την Ελλάδα πεπαίδευκεν ούτος ο ποιητής.
Πλάτων, Πολιτεία 606e
Κείμενο: Φάνης Ι. Κακριδής
Η διάδοση της γραφής είχε μεγάλο αντίχτυπο στον ελληνικό λόγο, ιδιαίτερα στον ποιητικό, που πια δεν ήταν μόνο προφορικός, αλλά μπορούσε και να καταγραφεί. Ως τότε οι αοιδοί ήξεραν ότι τα τραγούδια τους χάνονταν στον αέρα και πως, όταν σταματούσαν να τραγουδούν, δεν έμενε παρά η ανάμνηση της επιτυχίας ή της αποτυχίας τους στον νου των ακροατών τους. Τώρα όμως, με τη γραφή, σκέφτονταν ότι καταγραμμένα τα τραγούδια τους μπορούσαν να μείνουν αιώνια, να διαβαστούν και να τραγουδηθούν από πολλούς άλλους, να διατηρήσουν τη φήμη τους ζωντανή, ακόμα και μετά τον θάνατο τους. Για να χρησιμοποιήσουμε μιαν έκφραση του Θουκυδίδη, ο κάθε αοιδός είχε τώρα την αίσθηση ότι το έργο του δεν ήταν μόνο αγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν, «μια προσπάθεια για να ακουστεί εδώ και τώρα», αλλά μπορούσε να αποτελέσει και κτῆμά τε ἐς ἀεὶ, «απόκτημα για πάντα» – και φυσικά έβαζε τα δυνατά του.
Δεν ξέρουμε ακριβώς πότε άρχισε να χρησιμοποιείται το νέο αλφάβητο. Σίγουρο είναι μόνο ότι η γραφή είχε ήδη διαδοθεί στην Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα (750-700 π.Χ.), τότε που πιστεύουμε ότι έζησε ο ποιητής, ή οι ποιητές, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας – και λέμε «ο ποιητής ή οι ποιητές», γιατί από τη μια είναι πολύ πιθανό ο ποιητής της Ιλιάδας να είναι ο ίδιος με τον ποιητή της Οδύσσειας, από την άλλη δεν αποκλείεται άλλος να είναι ο ποιητής της Οδύσσειας και άλλος ο ποιητής της Ιλιάδας.[1] Εδώ θα ακολουθήσουμε την συνηθέστερη εκδοχή, ονομάζοντας Όμηρο τον ένα ποιητή που συνέθεσε πρώτα την Ιλιάδα (γύρω στα 740 π.Χ.) και αργότερα (γύρω στα 710 π.Χ.) την Οδύσσεια.
Φαίνεται πολύ πιθανό, αλλά πάλι δεν είναι σίγουρο, ότι ο Όμηρος χρησιμοποίησε τις ευκολίες της γραφής για να συνθέσει τα έπη του· και πάλι δεν ξέρουμε αν έγραφε ο ίδιος, ή αν υπαγόρευε σε κάποιον άλλον. Βέβαιο είναι μόνο ότι συνθέτοντας την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ο Όμηρος ήξερε ότι δε συνθέτει απλά ηρωικά τραγούδια αλλά κάτι ξεχωριστό, ένα μνημείο της τέχνης του, έργα που θα μείνουν να τον δοξάζουν – όπως κι έγινε. Απόδειξη το ιδιότυπο σχέδιο και η μαστορική επεξεργασία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.
Τυπικά, στους 15.693 στίχους της η Ιλιάδα αφηγείται ένα μόνο επεισόδιο από τον δέκατο χρόνο του Τρωικού πολέμου: τον θυμό του Αχιλλέα. Ωστόσο, μέσα στις πενήντα μία μέρες της διήγησης συμβαίνουν και περιγράφονται γεγονότα που επαναλαμβάνουν πολλά απ’ όσα είχαν συμβεί στα πρώτα εννιά χρόνια της πολιορκίας και προαναγγέλλουν πολλά που θα συνέβαιναν αργότερα, ως και την άλωση. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ακριβώς αυτό θέλησε και πέτυχε ο ποιητής: μέσα στο ένα επεισόδιο που αφηγείται να κατοπτρίζεται η εικόνα του πολέμου ολόκληρου.
Παρόμοια, στους 12.110 στίχους της η Οδύσσεια αφηγείται μόνο το τέλος του ταξιδιού του Οδυσσέα, από το νησί της Καλυψώς στο νησί των Φαιάκων και από κει στην Ιθάκη, όπου γρήγορα κατατροπώνει τους μνηστήρες και ξαναγίνεται κύριος στο σπιτικό του – σαράντα μία μέρες όλες κι όλες, ενώ η περιπλάνηση είχε διαρκέσει δέκα χρόνια. Ωστόσο, μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής βρίσκει τρόπους να διηγηθεί όχι μόνο τις προηγούμενες περιπέτειες του Οδυσσέα αλλά και τις τύχες άλλων σημαντικών ηρώων του πολέμου – του Αγαμέμνονα, του Μενέλαου, του Νέστορα κ.ά. Είναι πάλι φανερό ότι σχεδιάζοντας και συνθέτοντας την Οδύσσεια ο ποιητής θέλησε, και μπόρεσε, στον βασικό θεματικό του ιστό να συνυφάνει πολλούς ακόμα νόστους[2].
Ο Όμηρος, ελληνικό γραμματόσημο
Εύκολα διαπιστώνουμε ότι στον συνδυασμό τους Ιλιάδα και Οδύσσεια αλληλοσυμπληρώνονται για να καλύψουν ολόκληρο τον τρωικό μυθολογικό κύκλο, από την αρχή ως το τέλος. Αν μάλιστα προσέξουμε ότι όσα στοιχεία μνημονεύονται στην Ιλιάδα δεν επαναλαμβάνονται στην Οδύσσεια, τότε έχουμε έναν παραπάνω λόγο να πιστέψουμε ότι τόσο ο σχεδιασμός της Ιλιάδας όσο και ο σχεδιασμός της Οδύσσειας εντάσσονται σε μια μεγάλη ενιαία ποιητική σύλληψη.
Παρατηρήσεις στα ομηρικά έπη:
(α) Από τα λαϊκά αφηγηματικά τραγούδια της πρώιμης αρχαιότητας δε μας έχει σωθεί ούτε ένα. Όταν όμως στα έπη του Ομήρου συναντούμε στοιχεία γνωστά από μεσαιωνικά και νεότερα δημοτικά τραγούδια,[3] τότε βεβαιωνόμαστε ότι ο Όμηρος, όπως και οι προκάτοχοι του, είχε δεχτεί λαϊκές επιδράσεις, ή, καλύτερα, ότι στο πλαίσιο της προφορικής παράδοσης τα σύνορα ανάμεσα στην ανώνυμη λαϊκή ποίηση και στα τραγούδια των αοιδών ήταν ανοιχτά.
(β) Μορφολογικό στοιχείο συνηθισμένο στον λαϊκό λόγο και στα ομηρικά έπη είναι και η παρομοίωση, εικονιστικό εκφραστικό μέσο που βοηθά τον ποιητή να ενεργοποιήσει την οπτική φαντασία των ακροατών. Έτσι, κάποια στιγμή στην Ιλιάδα (Ε 87-91) ο Αχιλλέας ορμά, και οι Τρώες:
πώς τ’ άλλα ψάρια, σύντας δέλφινας τρανός τα κυνηγήσει, σε κόρφο τρέχουν καλολίμανο και στις γωνιές σμαριάζουν ολότρομα, τι τρώει αχόρταγος όσα βρεθούν μπροστά του, όμοια κι οι Τρώες μες στου Σκάμαντρου το ρέμα στριμώχνονταν κάτω απ’ τους όχτους…
(Μετάφρ. Ν. Καζαντζάκη – I. Κακριδή)
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα η παρομοίωση τονίζει και εικονοποιεί τον πανικό των Τρώων και παράλληλα ποικίλλει τη διήγηση, καθώς στην περιγραφή της μάχης εισάγονται αναπάντεχα εικόνες από τον κόσμο της φύσης.
(γ) Ο Όμηρος από τη μια συνεχίζει την προφορική παράδοση των αοιδών, από την άλλη την παραλλάζει σύμφωνα με τις νέες συνθήκες και το ποιητικό του σχέδιο. Έχει σημασία να διαπιστώσουμε ποια στοιχεία στην ποίηση του είναι παραδοσιακά και ποια αποτελούν δικές του επινοήσεις και νεωτερισμούς.
(1) Οι γλωσσικοί, όπως και οι μετρικοί, νεωτερισμοί δεν είναι εύκολο να ανιχνευτούν, όταν όλα τα προγενέστερα κείμενα είναι χαμένα. Μπορούμε μόνο να υποψιαστούμε ότι ο Όμηρος χρησιμοποιεί συχνά τους παραδοσιακούς λογότυπους παραλλαγμένους με τρόπο που να τους προσθέτει κάποιο ιδιαίτερο νόημα.
(2) Πιο εύκολα ανιχνεύονται οι ομηρικές παρεμβάσεις στο περιεχόμενο της διήγησης. Τόσο ο Τρωικός πόλεμος όσο και ο νόστος του Οδυσσέα ήταν παραδοσιακά μυθολογήματα, γνωστά και πολυτραγουδισμένα· ωστόσο, πολλά μικρά και μεγάλα επεισόδια και θέματα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας πιστεύουμε ότι αποτελούν ομηρικές επινοήσεις. Ομηρική επινόηση φαίνεται π.χ. πως είναι στην Οδύσσεια το ταξίδι του Τηλέμαχου στην Πύλο και στη Σπάρτη, ομηρική επινόηση στην Ιλιάδα ο δανεισμός των όπλων του Αχιλλέα, ίσως και ολόκληρο το επεισόδιο του θυμού.
(3) Νεωτερισμούς δεν αποτελούν μόνο οι προσθήκες αλλά και οι παραλείψεις, που δεν είναι βέβαια τυχαίες, αλλά πάλι εκφράζουν τις προτιμήσεις του ποιητή και υπηρετούν το ποιητικό του σχέδιο. Έτσι, στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια παραλείπονται παραδοσιακά στοιχεία που, αν μνημονεύονταν, θα δυσφήμιζαν τον ένα ή τον άλλο ήρωα. Παράδειγμα: πουθενά ο Όμηρος δε μνημονεύει τον βιασμό της Κασσάνδρας από τον Αίαντα τον Λοκρό, ούτε την απροθυμία του Οδυσσέα να συστρατευτεί εναντίον της Τροίας[4], ούτε τον Παλαμήδη από το Άργος, σημαντικό ήρωα, αδικοσκοτωμένο από τον Οδυσσέα και τον Διομήδη.
Έκτωρ, Ανδρομάχη και ο γιος Αστυάναξ. Στον Έκτορα αποδίδεται η περίφημη ρήση «Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης» (Ιλιάδα, Μ, 243).
Ιλιάδα και Οδύσσεια παρουσιάζουν πολλές μεταξύ τους ομοιότητες αλλά και κάποιες καθόλου ασήμαντες διαφορές:
(α) Οι θεοί, με πρώτο τον Δία, είναι στην Ιλιάδα πιο αυθαίρετοι, λιγότερο δίκαιοι απ’ όσο στην Οδύσσεια, όπου παρουσιάζονται να ανταμείβουν τις αρετές και να τιμωρούν μόνο συγκεκριμένα σφάλματα.
(β) Αντίστοιχα, οι άνθρωποι είναι στην Οδύσσεια περισσότερο υπεύθυνοι και κύριοι της τύχης τους απ’ όσο στην Ιλιάδα, όπου οι ατομικές και συλλογικές τύχες είναι λίγο πολύ προαποφασισμένες.
(γ) Στην Ιλιάδα οι πρωταγωνιστές είναι επώνυμοι ευγενείς και βασιλιάδες, που τηρούν απαρέγκλιτα τους κανόνες της ηρωικής συμπεριφοράς. Ο απλός λαός κινείται στο περιθώριο, δρα και αντιδρά μόνο ως σύνολο. Στην Οδύσσεια σημαντικό ρόλο δεν έχουν μόνο ευγενείς και βασιλιάδες αλλά και άνθρωποι απλοί, σαν τον Εύμαιο, τον Φιλοίτιο, την Ευρύκλεια, ακόμα και τον Μελάνθιο. Όσο για τον ίδιο τον Οδυσσέα, η συμπεριφορά του σίγουρα δε συμβιβάζεται πάντα με τον ηρωικό κώδικα.
Οι παραπάνω διαφορές μπορούν να εξηγηθούν είτε από τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και προτιμήσεις των ποιητών (αν δεχτούμε ότι ο ποιητής της Οδύσσειας ήταν άλλος από τον ποιητή της Ιλιάδας), είτε από την εσωτερική εξέλιξη ενός μόνο ποιητή, του Ομήρου, που έγραψε νέος την Ιλιάδα και αργότερα, στην ωριμότητα του, την Οδύσσεια. Δύσκολο να αποφασίσουμε. Αν όμως παραμερίσουμε το δίλημμα του ενός ή δύο ποιητών, τότε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι τουλάχιστον ένα μέρος από τις διαφορές που διαπιστώσαμε ανάμεσα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια μπορεί να εξηγηθεί από το διαφορετικό θέμα και από τις ιστορικές εξελίξεις στα τριάντα τουλάχιστο χρόνια που χωρίζουν το ένα έπος από το άλλο. Μέσα στον 8ο π.Χ. αιώνα το πολίτευμα της αυταρχικής θεόδοτης βασιλείας κλονίζεται και τείνει να αντικατασταθεί από άλλες, πιο υπεύθυνες, μορφές διακυβέρνησης, όπου ο ρόλος του πλήθους των κοινών ανθρώπων είναι μεγαλύτερος.
Η αποθέωση του Ομήρου. Στα πόδια του η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Jean Auguste Dominique Ingres, 1827
ΟΜΗΡΟΣ
Βίοι του Ομήρου μάς σώζονται αρκετοί- μόνο που οι περισσότερες πληροφορίες τους ανήκουν στον χώρο του θρύλου. Μιλούν για τον γιο του Μαίονα και της Κριθηίδας, που κανείς δεν ξέρει πού γεννήθηκε αλλά τον διεκδικούν επτά πόλεις, με επικρατέστερες τη Σμύρνη και τη Χίο.
Το πραγματικό του όνομα ήταν, λέει, Μελησιγένης, γιατί γεννήθηκε κοντά στον ποταμό Μέλητα της Σμύρνης, αλλά αργότερα τον είπαν Όμηρο, είτε γιατί έχασε το φως του (ὅμηρος = τυφλός) είτε γιατί οι Σμυρνιοί τον παραδώσαν όμηρο στον πόλεμο με τους Κολοφωνίους.
Έζησε περιοδεύοντας με τα τραγούδια του τις ελληνικές χώρες και δοξάστηκε όσο κανένας άλλος. Μόνο στη Χαλκίδα, όταν αγωνίστηκε με αντίπαλο τον Ησίοδο, δεν πήρε το βραβείο. Το πλήθος τον έκρινε νικητή, αλλά ο βασιλιάς Πανήδης στεφάνωσε τον Ησίοδο, γιατί, όπως είπε, «δίκαιο είναι να νικά όποιος με τα τραγούδια του οδηγεί στη γεωργία και την ειρήνη, και όχι αυτός που περιγράφει πολέμους και σφαγές» (Αγών Ομήρου και Ησιόδου 207-10).
Στους βίους διαβάζουμε ότι πέθανε σε ένα μικρό νησί, την Ίο, από στενοχώρια, όταν δε μπόρεσε να καταλάβει έναν αινιγματικό λόγο που του είπαν νέοι ψαράδες.
Απ’ όλα αυτά μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο Όμηρος καταγόταν από την Ιωνία, ότι ήταν ονομαστός ταξιδευτής αοιδός, ίσως και ότι ο θάνατος τον βρήκε στην Ίο.
Η επιτυχία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας ήταν άμεση και η διάδοση τους μεγάλη. Γρήγορα τα δύο έπη καθιερώθηκαν ως πανελλήνιος ποιητικός θησαυρός, άξιος όχι μόνο να τραγουδιέται περιστασιακά αλλά και να αποτελεί σταθερό μέρος του επίσημου προγράμματος σε εορτασμούς όπως τα Παναθήναια, όπου κάθε τέσσερα χρόνια οι ραψωδοί, σε αδιάκοπη διαδοχή, παρουσίαζαν ολόκληρα τα ομηρικά έπη. Παράλληλα, από πολύ νωρίς η Ιλιάδα και η Οδύσσεια διδάσκονταν στα σχολεία, και είναι χαρακτηριστικό ότι από τον 5ο π.Χ. αιώνα ως σήμερα, για είκοσι πέντε και παραπάνω αιώνες, τα ομηρικά έπη δεν έλειψαν ποτέ από το σχολικό πρόγραμμα.
Υποσημειώσεις
[1] Αυτή η άποψη, που και στα αρχαία χρόνια υποστηρίχτηκε από ορισμένους φιλολόγους της Αλεξανδρινής εποχής, τους χωρίζοντες όπως ονομάστηκαν, έχει και σήμερα πολλούς υποστηρικτές.
[2] Ο νόστος είναι αρχαία λέξη που σημαίνει «ταξίδι επιστροφής».
[3] Ως λαϊκά στοιχεία έχουν αναγνωριστεί ο τυπικός αριθμός τρία, το τρίτο και καλύτερο, το θέμα του αδύνατου, το θέμα των άστοχων ερωτημάτων, οι αιτιολογικοί μύθοι και άλλα πολλά.
[4] Έναν υπαινιγμό μόνο συναντούμε στην Οδύσσεια (ω 119), όπου όμως δε λέγεται ότι για να αποφύγει τη στράτευση ο Οδυσσέας έκανε τον τρελό, ούτε κατονομάζεται ο Παλαμήδης, που τον ξεσκέπασε