[apologia pro vita at arte mea]
εκδ.Πατάκης/Μάρτιος 2011
37
Τϊ ζητούσε ο αδιάκριτος Πολώνιος πίσω απ΄τις κουρτίνες;
O Έντγκαρ νόμιζε ότι θα την εβγαζε καθαρή παριστάνοντας τον τρελό ζητιάνο;
΄Οταν ο Ιάγος είπε:<Δεν είμαι αυτός που είμαι> εννοούσε ότι ήταν fucked up;
Ο Φάλσταφ τί περίμενε,να πέσει στα γόνατα ο Χαλ να τον ευχαριστήσει;
O Nτανκαν πήγε στο κάστρο του Μακμπέθ να δει πώς μαγειρεύει η κυρία του;
O Σάυλοκ έφταιγε που ήταν τοκογλύφος ή ο Αντώνιος που ήταν καθολικός;
(Ποιός λέρωσε τα χέρια των Εβραίων με χρήμα;To ερπετό ο Κλήμης μήπως;)
Δεν ήξερε ο Ερρίκος τί κουμάσι ήταν ο Γουόλσυ;To έμαθε μετά την Γ΄Πράξη;
Aφού η Ταμόρα γούσταρε τον Μαυριτανό,τί έμπλεξε με τον bloody Aνδρόνικο;
Kι ο μορφονιός ο Δούκας που τόσο αγαπούσε την ωραία Ολίβια
γιατί παντρεύτηκε τη Βιόλα;(Και γιατί όχι τον Σεμπάστιαν;)
Kαι ο βασιλιάς Χάρρυ έπρεπε να ποτίσει όλο το λιβάδι του Αζινκούρ
με φρέσκο γαλλικό αίμα για να πει στην Κατερίνα ;
Tελικά ο Βάρδος έχει γούστο.Δεν μας τα είπε καλά ο Μπεν(Τζόνσον).
******
20
Σου λείπει η κόρη σου.Τη σκέφτεσαι διαρκώς.
Θέλεις να της μιλήσεις.Ν ΄ακούσεις τη φωνή της.
Την καλείς στο κινητό της.Καμία απόκριση.Επιμένεις.
Δεύτερη ,τρίτη,τέταρτη φορά.Αφήνεις να περάσουν δέκα λεπτά.
Δοκιμάζεις πάλι.Ίσως κάνει μπάνιο και το έχει αφήσει στο δωμάτιό της.
Ίσως είναι στο μετρό και δεν πιάνει.΄Ισως ακούει μουσική στη διαπασών.
Κοιτάς τη φωτογραφία της στο ράφι της βιβλιοθήκης.Είναι μόλις έξι χρονών.
Κάθεται στα γονατά σου με τον Μόγλη στα χέρια.Τότε υπήρχες στη ζωή της.
Επιτέλους απαντάει:<΄Ελα μπαμπά,τί θέλεις;Eίμαι στα Εξάρχεια>.
Πας να πεις κάτι΄σε κόβει:<Δεν μπορώ αυτή τη στιγμή.Τα λέμε αργότερα>
και χωρίς να περιμένει την επόμενη φράση,μ΄ένα ξερό <γεια> σού το κλείνει.
Θα΄θελες να ήσουν εκεί τώρα ,να δεις το αγόρι που της κρατάει το χέρι,
να του πεις:<Πρόσεχε καλά!Όταν η κόρη μου δείχνει το φεγγάρι,
εσύ θα κοιτάς το δάχτυλο,όχι αυτό το κοινότοπο τίποτε.Ακούς τί σου λέω;>
******
67
Πλήττεις. Όλο και πιο πολύ . Ολο και συχνότερα.
Διαβάζεις ό,τι τύχει και πέσει στα χέρια σου μήπως και ξεχαστείς λιγάκι:
πιάνεις το De pictura sacra. Ούτε την εισαγωγή δεν μπορείς να ολοκληρώσεις.
Στα είκοσι μπορεί ο φανατισμός του Μπορρομέο να σε διασκέδαζε΄
τώρα όμως τον βρίσκεις αποκρουστικό.
Στην κατασταση που βρίσκεσαι,οι κανονες της ορθής αγιογραφίας σε μάραναν.
Ο <Ερμαφρόδιτος> του Μπεκαντέλλι έχει όντως κάποιο ενδιαφέρον,
αλλά ο Μαρτιάλης ειναι πιο ευφάνταστος απ΄αυτό το <διαμάντι του βούρκου>.
Αρχίζεις να ξεφυλλίζεις το βιβλίο του Florentius Musicus.
Eξυπνα τα σχόλια, ωραίες οι εικονογραφήσεις,άξιος ο καρδινάλιος Σφόρτσα
αλλά σήμερα είναι Τρίτη,10 Αυγούστου του 2010,κι εσύ βρίσκεσαι στην Τήνο,
όχι στο Μιλάνο του Quattrocento,κι η καρδιά σου είναι βαριά σαν πέτρα
και θα΄θελες κάποιος να την πιάσει στα χέρια του και να την πετάξει
στην θάλασσα ,να πάει κατευθείαν στον πάτο.Τώρα.
******
9
Αυτό περίμεναν. Να γλιστρήσεις.
Κι εσύ γλιστρησες με τον πιο παιδαριώδη τρόπο.
Τώρα φτύνουν στο πηγάδι σου
που είκοσι χρόνια το έσκαβες για να βγάλεις λίγο καθαρό νερό.
Οικειοποιήθηκες; Διασκεύασες ;Δεν ανέφερες την πηγή
(από βαθιά περιφρόνηση για άξεστους ΄΄συνοδοιπόρους΄΄);Eχει σημασία;
<Θα είσαι σημαδεμένος για πάντα>,όπως έγραψε ο Χάρντυ στο <Τζούντ>.
Είχες κλάψει τότε,στην τελευταία σκηνή του αποχωρισμού.
Κλάψε πάλι,γιατί άφεση δεν πρόκειται να βρεις.
Σαίξπηρ,Τσέλαν,Μπρέχτ,τόσοι και τόσοι θα πεις΄
όμως αυτά είναι προφάσεις.Το είπαμε:<σημαδεμένος για πάντα>.
Με την άκρη του ματιού σου βλέπεις το σπουργίτι
να ισορροπεί σ΄ένα ετοιμόρροπο κλαδί.
Ο,τι ζει,ζει εν τέλει μόνο του.Δέξου το.
******
75
<΄Ολες οι προτάσεις στο βιβλίο της ζωής,
αν διαβαστούν μέχρι το τέλος,
καταλήγουν σ ένα ερωτηματικό>.
Σωστά.Κι εσύ τώρα έχεις μείνει με εβδομήντα τόσα σονέτα,
δηλαδή εβδομήντα τόσα ερωτηματικά,
να σε κοιτούν στα μάτια και ν΄αναρωτιούνται
ως πότε θα αντέξεις να ζεις μέσα σ΄αυτήν τη συνθήκη.
Απομένουν άλλοι έξι στίχοι για να κλείσει κι αυτό το ποίημα.
Δεν είναι λίγοι αν το σκεφτείς.
Δυο ολόκληρα χαικού.
Ή μάλλον ένα πλέον:
Πέντε συλλαβές για αρχή
που να συμπυκνώνουν το φλέγον θέμα:
Ο Βλαβιανός.Ποιός;
******
58
Ολες οι λέξεις που ισχυρίζονται
ότι εξημερώνουν τον θάνατο λένε ψέμματα.
Τα χέρια σου όμως που τώρα κρατάνε
την τεφροδόχο με τις στάχτες της είναι αληθινά.
Όλες οι λέξεις που ισχυρίζονται
ότι παγιδεύουν τηv ομορφιά λένε ψέματα.
Τα χείλη σου όμως που τώρα γεύονται
μές στο σκοτάδι τα δικά της είναι αληθινά.
Ολες οι λέξεις που ισχυρίζονται
ότι αλώνουν τη σιωπή λένε ψέματα.
Το ποίημα όμως που τώρα έρχεται στο φως
καταλύοντας τη λευκότητα είναι αληθινό.
Κρατιέσαι από τις λέξεις,λες και η θάλασσα έχει κλαδιά.
Όμως βουλιάζεις διαρκώς.Το στόμα σου είναι ήδη κάτω από το νερό.