Translate

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

ΙΟΣ /ΔΥΣΤΟΠΙΑ /ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ : ANAZHTHΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Του Κυριάκου Γουνελά


TO VARELAKI ANAZHTEI KEIMENA [ΠΟΙΗΜΑΤΑ /ΠΕΖΑ /ΠΕΖΟΠΟΙΗΜΑΤΑ ] ΠΟΥ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΙΟ,ΣΤΗΝ ΔΥΣΤΟΠΙΑ ,ΣΤΟΝ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟ.


ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// Στέφανος Κωνσταντινίδης ΝΟΜΑΔΑΣ Γ΄ Μετά τα Εκβάτανα, μυθιστόρημα




ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Στέφανος Κωνσταντινίδης
ΝΟΜΑΔΑΣ
Γ΄ Μετά τα Εκβάτανα, μυθιστόρημα
Αθήνα,Εκδόσεις Βακχικόν, 2019


Της Αθηνάς Τέμβριου*


Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στην Πενταλιά της Κύπρου. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνιολογία και τις πολιτικές Επιστήμες στη Σορβόννη και στο Παρίσι (Docteur d’ Etat). Δίδαξε Πολιτικές Επιστήμες και Ιστορία στα Πανεπιστήμια του Λαβάλ, του Κεμπέκ και του Μόντρεαλ. Είναι διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά (ΚΕΕΚ).
Έχει εκδώσει επτά βιβλία Πολιτικής Επιστήμης, Κοινωνιολογίας κι Ιστορίας, ενώ δημοσίευσε δεκάδες επιστημονικά άρθρα κι είχε πολλαπλές συμμετοχές σε συλλογικούς τόμους. Έξι βιβλία δημοσιεύτηκαν, επίσης, κάτω από την εποπτεία και τη διεύθυνσή του. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, δύο συλλογές διηγημάτων και τρία μυθιστορήματα.
Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες της Κύπρου, της Ελλάδας και της διασποράς. Δημοσίευσε χρονογραφήματα, κριτική και δοκίμια. Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία κι είναι αρθρογράφος στον κυριακάτικο «Φιλελεύθερο» της Κύπρου.
Από το 1983 είναι εκδότης και διευθυντής του επιστημονικού περιοδικού “Etudes helléniques” / “Hellenic Studies”. Πολυσέλιδες εκδόσεις του περιοδικού αφιερώθηκαν στη λογοτεχνία της διασποράς, την κυπριακή λογοτεχνία, την ελληνική εκπαίδευση και σε θέματα διεθνών σχέσεων. Από το 1997 είναι επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο πρόγραμμα «Παιδεία
Ομογενών» για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στη διασπορά (έρευνα, επιμόρφωση εκπαιδευτικών και παραγωγή διδακτικού υλικού).
Από τις εκδόσεις Βακχικόν κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα Νομάδας Α’ Η έξοδος, Νομάδας Β’ Εκβάτανα, η ποιητική συλλογή Λεξήματα και φυσικά το μυθιστόρημα Νομάδας Γ’ Μετά τα Εκβάτανα, για το οποίο θα μιλήσουμε απόψε.
Στην εισαγωγή του μυθιστορήματος ο συγγραφέας, Στέφανος Κωνσταντινίδης αποτυπώνει από την Ομήρου Οδύσσεια, ως ένας νομάδας σκεπτικιστής, «Πολλῶν δ’ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω». Το ταξίδι δεν φαντάζει εύκολο· ίσως επειδή στην πορεία για να αποκτήσει κανείς αυτογνωσία, οφείλει να γνωρίσει και τον κόσμο μέχρι την επιστροφή στην Ιθάκη, στην Πενταλιά, όπου εκεί συμφιλιώνεται με την ίδια του την ύπαρξη κι όπου η μνήμη διατηρεί την αλήθεια, την οποία ο χρόνος δεν κατάφερε να αλλοιώσει.
Ίσως ο αναγνώστης προβληματιστεί για το είδος του μυθιστορήματος, καθότι είναι πολυδιάστατο όπως και η ψυχοσύνθεση του συγγραφέα. Εισχωρεί στον χωροχρόνο, καταπιάνεται με το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι και ιστορεί μέσα από αυτά τα πλαίσια, όχι μόνο τον βίο του αλλά και τις φιλοσοφικές και πνευματικές του αναζητήσεις. Ο ίδιος γράφει, «Ένα μυθιστόρημα είναι και φαντασία και κοινωνική πραγματικότητα και ιστορία» συμπληρώνοντας πως «πρέπει να ανοίγει νέα ορύγματα στη γραφή, να φέρνει κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι ήδη έχει ειπωθεί. Όχι με την έννοια της παρθενογένεσης που δεν υπάρχει βέβαια, αλλά με το να σπρώξει, έστω και ανεπαίσθητα, λίγο παραπάνω τα εσκαμμένα». Συμπεραίνει ορθώς πως « Στο μυθιστόρημα δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ούτε από το προσωπικό μας υποσυνείδητο, ούτε από το συλλογικό ιστορικό υποσυνείδητο». Θα έλεγα πως σε όλα τα είδη τέχνης, ο δημιουργός έχει μια θέση στη συλλογική νοημοσύνη της ιστορίας του ανθρώπου όταν υποσυνείδητα αλλά και συνειδητά ταυτίζεται με τον Άλλον, αποστασιοποιείται από τον μικρόκοσμο του και γίνεται οικουμενικός. Κι αυτό διαπιστώνει ο συγγραφέας, πως δηλαδή «έχει σημασία από το προσωπικό βιωματικό να φτάσουμε στο κοινό ανθρώπινο πεπρωμένο». (σελ. 59)
Αυτό που κάνει εντύπωση είναι η συγγραφική ευφυία με την οποία πετυχαίνει να προσαρμόσει δίχως χάσματα την ιστορία του κόσμου γύρω του με τα προσωπικά του βιώματα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα του. Κινείται ανάμεσα σε τόσα θέματα και διαστάσεις και επιτυχημένα κατευθύνει τον αναγνώστη από τον ένα χώρο στον άλλο. Συνεπώς ο αναγνώστης εύκολα ταυτίζεται μαζί του. Ο συγγραφέας άφοβα εκτίθεται, προσφέροντας και μεταγγίζοντας το κύτταρο του υποσυνείδητου του. Αυτό ξεχωρίζει έντονα στο ύφος και στη γραφή του και ολοκληρώνει το μυθιστόρημα λογοτεχνικά. Είναι αξιοσημείωτο το ότι δηλαδή δεν διηγείται απλά προσωπικά γεγονότα αλλά κινείται στον χώρο και στον χρόνο αριστοτεχνικά, ταξιδεύοντας τον αναγνώστη βήμα - βήμα μετά τα Εκβάτανα, στην αγαπημένη Πενταλιά.
Οι ρίζες του είναι βαθιές στη μητρώα γη, τόσο βαθιές όσο και η αγάπη προς τη μητέρα. Είναι πηγή ζωής, συναισθηματικής και πνευματικής ηρεμίας. Κάθε φορά που αναφέρεται στη μητέρα, η δύναμη και η αγάπη που αντλεί, είναι έντονες και συγκινούν. «Έγραψα στη μάνα μου» τονίζει, «να μην ανησυχεί. Να κρατά ένα κλαρί ανθισμένης αμυγδαλιάς στο χέρι όταν θα μου στέλνει την ευχή της. Και τα βράδια να κοιτά τ’ αστέρια μιλιούνια στον ουρανό της Πενταλιάς, όταν η σκέψη της θα είναι σε μένα. Μάνα, κράτα γερά. Όσο εσύ κρατάς γερά εκεί στην Πενταλιά, η αγάπη σου βράχος πάνω στον οποίο στέρεα πατώ». (σελ. 65).
Από την άλλη, η παρουσία του πατέρα, του φανερώνει τον αγώνα, τον δρόμο, αλλά και τη σύγκρουση. Αναγνωρίζει ο συγγραφέας την αρχέγονη σύγκρουση πατέρα –υιού, όχι με σκοπό την ταύτιση αλλά για να υπάρξουν οι έννοιες πατέρας και υιός στη συνείδηση του ἐν δυνάμει, καθότι ο υιός έχει χρέος να ξεπεράσει τον πατέρα για να εξελιχθεί. Κάτι που και ο ίδιος ο Καζαντζάκης αναφέρει στο βιβλίο του «Ασκητική». Θα έλεγα πως ο σοφός άνθρωπος κουβαλά τους προγόνους του στο DNA του, κρυμμένοι στο υποσυνείδητο του περιμένουν καρτερικά να ξεχωρίσουν, να φωτιστεί η μνήμη και να αγαπηθούν ξανά, κερδίζοντας έτσι στιγμές αιωνιότητας.
Στον επίλογο του βιβλίου ευχαριστεί επίσης τον πατέρα του που του είχε προσφέρει κάτι που ο ίδιος στερήθηκε, τη μόρφωση. Ομολογεί πως, «Αν είναι κάτι που λυπάμαι είναι που δεν σώθηκε το απολυτήριο μου του Δημοτικού σχολείου Πενταλιάς. Έχω όλα τα άλλα «χαρτιά» που πήρα από τα «μεγάλα σχολεία» όπως έλεγε η μάνα μου. Το μόνο που λείπει είναι αυτό. Την αξία του την συνειδητοποίησα πολύ αργότερα. Όταν πήρα το Doctorat d’ Etat στη Σορβόννη το θυμήθηκα. Είχα ένα συναίσθημα πως αυτό το χαρτί του δημοτικού σχολείου Πενταλιάς ήταν ακόμη πολυτιμότερο από αυτό της Σορβόννης! Ο άκρατος συναισθηματισμός μου; Ίσως». (σελ. 415) Ο συγγραφέας παραδέχεται σε διάφορα σημεία του μυθιστορήματος πως είναι συναισθηματικός και ότι επιτυγχάνει στο να ισορροπεί τον συναισθηματισμό του. Σημειωτέα είναι η στιγμή που τα πολιτικά παιχνίδια του προκαλούν αναστάτωση και προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του. «Να κρατήσω το αίμα μου ψυχρό…» γράφει, «αυτή είναι η ετυμολογία της λέξης! Στη ζωή υπάρχει πάντα ένα ρήγμα που τη χωρίζει σε ζώνες φωτός και σκότους. Νομίζω το ενδιάμεσο τους είναι αυτό που αποκαλούμε ψυχραιμία». (σελ. 180).
Στο μυθιστόρημα, ο συγγραφέας είναι αναζητητής του φωτός και η καθημερινότητα του εμπλουτίζεται από την ανάγκη του να φωτίσει το σκότος που τον απομακρύνει από τα βάθη του υποσυνειδήτου του. Άλλωστε δεν είναι αυτός ο δρόμος προς την αυτογνωσία; Ο τρόπος που στρέφει το βλέμμα στο παρελθόν, τον βοηθά να ανακαλύψει ποιος είναι. Για αυτό και διατηρεί επιλεκτικά στη μνήμη τον προπάππο του, τον οποίο χαρακτηρίζει «θρυλικό». Τον Χριστοφή Δημοσθένη Κατσιαβάνη, ο συγγραφέας τον περιγράφει ως λεβεντάνθρωπο και τον επαινεί. Γράφει, «όταν θα γίνω πλούσιος, θα στήσω ένα άγαλμα του Χριστοφή Κατσιαβάνη, κάπου εδώ στις όχθες του Αγίου Λαυρεντίου ή τις ανατολικές παρυφές των Λορεντσιανών βουνών. Το αξίζει. Πού να ήξερε πως ένας δισέγγονος του θα έφτανε ως εδώ»; (σελ. 159) Η αλχημιστική διάθεση στο μυθιστόρημα είναι έκδηλη, ιδιαίτερα όταν γίνονται υπερβάσεις γονιδιακές και ψυχικές. Αρκετές φορές βαδίζει στην εσωτερική οδό, συγκρούεται με τον ίδιο του τον εαυτό και διυλίζει τις αλήθειες της ύπαρξης του.
Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης σε μεταγγίζει με το φως του, κι όχι μόνο γνωσιολογικά ή μεταφυσικά, αλλά κυρίως ανθρώπινα. Ανθρωποκεντρικός με το βλέμμα στραμμένο στις αξίες που διατηρούν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, τοποθετείται πολιτικά, θεωρητικά και έμπρακτα. Ο χώρος της Αριστεράς ίσως δεν του προσέφερε πάντα το όραμα όπως ο ίδιος το θέλησε αλλά φρόντισε να τον υπηρετήσει όπως ο ίδιος πίστευε και ένιωθε. Τύχαινε αρκετές φορές στην πολιτική ζωή να αντιμετωπίζει και τις παρεμβάσεις της εκκλησίας που συνήθως καθόριζε την πορεία καταστάσεων. Σίγουρα αυτό είναι ένα θέμα που προβληματίζει σοβαρά τον σκεπτόμενο αναγνώστη. Ομολογουμένως η πολιτική αξίωση κι ο ακτιβισμός στη ζωή του συγγραφέα δεν είναι θέμα φιλοδοξίας αλλά προσφοράς. Όπως ο ίδιος αναφέρει στο μυθιστόρημα επιθυμούσε η δράση του και η ιδεαλιστική του τοποθέτηση να είναι παράδειγμα προς τα παιδιά του.
Όμως ομολογεί πως ήταν και ένα συναίσθημα μοναξιάς η αιτία της ανάμιξης του στη πολιτική ζωή. Γράφει, «οι φιλικές» παραινέσεις να γίνω μέλος του Κινήματος πολλές. Στο Παρίσι δεν μου είχε ποτέ περάσει κάτι τέτοιο από το μυαλό. Εδώ όμως το σκεφτόμουνα. Γιατί; Έβαζα το ερώτημα στον εαυτό μου. Το συζητούσα με την Ανδρομάχη. Ίσως γιατί ένιωθα τη μοναξιά εδώ πέρα. Μια μοναξιά που επέτεινε και η απόσταση από την Ελλάδα και την Κύπρο, η απόσταση από την Ευρώπη. Αυτή η αίσθηση πως βρισκόμουνα στον κάτω κόσμο…».
Παρόμοια συναισθήματα βιώνει όταν κάνει την πρώτη του εξερεύνηση στο Μόντρεαλ. Όταν φτάνει μέχρι τον σταθμό του μετρό Ανρί Μπουράσα, τον διακατέχει ένα κενό. Ίσως ο πολιτισμός της Ευρώπης όταν αγκαλιάζει μια ώριμη ψυχή, την ηρεμεί· οι μνήμες αποκτούν μια μεταφυσική διάσταση. Η «γοητεία του παλιού» όπως την αποκαλεί απουσιάζει από τον νέο κόσμο που συναντά. Αυτό τον ταράζει. Αποκαλύπτει απορημένος, «Έξω από το μετρό Ανρί Μπουράσα ένιωσα ένα παράξενο συναίσθημα. Διερωτήθηκα πού βρισκόμουν. Έστρεψα τα μάτια προς τον ουρανό και για μια στιγμή μου φάνηκε ότι βρισκόμουν στον κάτω κόσμο. Για μια στιγμή ο κόσμος αναποδογυρίστηκε σ’ ένα μικρό μεταφυσικό χάος». Παρόλο που ο συγγραφέας πραγματεύεται την έννοια «διαταραχής του χρόνου», η οποία προκαλείται από μια ξαφνική επιτάχυνση που συσκοτίζει τη συνείδηση και βυθίζει τον άνθρωπο «σε μια κατάσταση ασυνειδησίας», αναφέρει πως την εμπειρία αυτή είχε κι ο φιλόσοφος Λεύκιππος.
Θα έλεγα πως η δική μου υποκειμενική άποψη είναι πως ανάμεσα στις γραμμές αντικρύζω ένα Ορφέα που κατάφερνε να επιστρέφει από το σκοτάδι στο φως, από τον κάτω κόσμο στη ζωή ή ίσως απλά στην πραγματικότητα του ιδεατού του κόσμου. Εύλογα τοποθετείται ο συγγραφέας αμέσως μετά εκφράζοντας πως «μάλλον η γονιδιακή μετάλλαξη απέτυχε!» Ίσως αγαπητέ Στέφανε Κωνσταντινίδη, η επιστροφή στην Πενταλιά, αποδεικνύει πως σίγουρα η γονιδιακή μετάλλαξη απέτυχε.

Η Α.Τέμβριου είναι φιλόλογος.

KΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// Για την ποιητική συλλογή του Νεκτάριου Δανούση, Έρωτας και Σήψη: Ένα ταξίδι στο όνειρο και την ερωτική ομορφιά




Tης Αθηνάς Ν. Μαλαπάνη, Φιλολόγου-Συγγραφέα


Η ποιητική συλλογή του Νεκτάριου Δανούση, Έρωτας και Σήψη, αποτελεί μία νέα είσοδο στον χώρο της νεοελληνικής ποίησης από έναν νέο και πολλά υποσχόμενο καλλιτέχνη. Τα ποιήματα αυτά αποτελούν ένα ταξίδι του ποιητικού υποκειμένου στον κόσμο του έρωτα και του ονείρου.
Ο ποιητής επιλέγει να βάλει τον αφηγητή του να μιλήσει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση και να αφηγηθεί σε ένα προσωπικό και άκρως εξομολογητικό τόνο όλα του τα βιώματα. Το όνειρο του ποιητικού υποκειμένου, του ενδοδιηγητικού-ομοδιηγητικού αφηγητή, του δίνει σώμα και πνοή, λόγο ύπαρξης, έμπνευσης και δημιουργίας. Άλλωστε, η τελευταία στροφή του πρώτου ποιήματος αποδεικνύει αυτό ακριβώς, την ταυτότητα του ποιητικού υποκειμένου και πρωταγωνιστή: Δεν υπάρχω,/ όμως το σώμα μου είναι εδώ./ Βοήθεια./ Χρειάζομαι ένα όνειρο. Το όνειρο και η ποιητική δημιουργία τον μετουσιώνει σε ποιητή (Ζω σε κάθε παλιό χαρτί,/ σε μια ιδέα που δεν ξέρει αν θα ζήσει ποτέ,/ αν θα πεθάνει,/ αν χαθεί πετώντας πάνω σε ένα φύλλο προς τη θάλασσα).
Ο έρωτας και η απογοήτευση που προκαλεί όταν δεν συνεχιστεί αποτελεί τη σπίθα που πυροδοτεί την ποιητική έμπνευση του δημιουργού. Ο έρωτας συνδυάζεται με μυρωδιές, αρώματα και αγγίγματα, με όμορφες μελωδίες και μοναδικά ακούσματα [το άρωμά σου έχει φύγει,/ από τις ατέλειωτες τριβές των σωμάτων (…), Ένα απαλό φιλί, κατατρεγμένο, φυλακισμένο από τη βαρβαρότητα (…), το καρύκευμα της μέθης (…), δοσμένα αχάριστα μέσα σε άγνωστες μελωδίες (…), ξεχασμένες από την ανελέητη αγνή ομορφιά τους, (...) χαϊδεύω τις εικόνες του έρωτα].
Το ποιητικό υποκείμενο ταξιδεύει μέσα σε παραμύθια και όνειρα, χρησιμοποιώντας την ποίηση για να αποφορτίζεται συναισθηματικά και να προσπαθήσει να ξεπεράσει την ερωτική απογοήτευση. Η ποίηση λειτουργεί με μια ιαματική δύναμη γι’ αυτόν και την χρησιμοποιεί για να υπερβεί τη θλίψη του και τη μοναξιά του, ώστε να προσπαθήσει να γιατρευτεί κάποια στιγμή από τι ερωτικές πληγές [Αναρωτιέμαι/ για πόσο μέσα στη χαρά θα βλέπω θλίψη/ κα
μέσα στη θλίψη την καρδιά μου, (…) δολοφόνησα τη γνώση μου/ και τη μαύρη καρδιά μου(…), (…) Η μοναξιά το πλήθος χαιρετά,/ ξενυχτά].
Η μοναξιά και ο πεσιμισμός κυριαρχούν στον ποιητικό λόγο, όπως φαίνεται από την κυριαρχία του μαύρου χρώματος [Ένας μαύρος μανδύας (…), Μαύρο το μυαλό μου(…), Η θάλασσα, μαύρη θάλασσα (…), Μαύρα τριαντάφυλλα κλαίνε (…)]. Εντούτοις, το ποιητικό υποκείμενο βρίσκει σταδιακά την ισορροπία του, Ένας φάρος μάχεται τα κύματα επιβλητικός,/ ένας πιστός ιππότης,/ που ξεπηδά από ξεχασμένα παραμύθια (…) και τελικά, καταφέρνει μέσα από τον θάνατο να βρει τη λύτρωση και την αγαπημένη του, ενωμένοι σε έναν αιώνιο έρωτα (Στην Οδύσσεια του πόνου/ μαυροφορεμένη τη μνηστή του βρήκε,/ του φώναξε «Έλα να πεθάνεις!»)

Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

ΜΑΡΤΙΟΣ / ΜΗΝΑΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ 2020 / ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗ ΜΝΗΜΗ





Επιμέλεια αφιερώματος:Aσημίνα Ξηρογιάννη

Εις μνήμην Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ

Παυλίνα Παμπούδη

(…)

-Απόκρυφους σχηματισμούς
Προβάλλαν μια στιγμή στο υποδιάστημα
Ανάποδα κινώντας οι κινήσεις σου.
Εκεί για πάντα τώρα
Ταξινομημένες σώζονται κι ανεξιχνίαστες.
Ποτέ, ποτέ ξανά
Μην ονομάσεις τον Συλλέκτη-

-Τι είδα; Τίποτα δεν μπορώ να δω.
Δεν ήμουνα εγώ, ήταν η μύγα, ο κατάσκοπος.
Φτάνουνε φήμες
Σα να’ χω κιόλας λείψει από καιρό.

-Το μάτι της μύγας, φυλάξου,
Συνθέτει αλλιώς τον εδώδιμο κόσμο-

-Τυφλώνομαι. Η άλλη όραση με απατά
Με τ’ αρνητικά των πραγμάτων στον φακό
Κι ανεστραμμένα.
Η αθέατη όψη της λέξης με έλκει
Κι έλκεται
Την βαρύτητα της μόνη μηδενίζοντας. Μα πώς;

-Κι ο ουρανός
Είναι μια προστασία αδιαπέραστη
Για ένα τίποτα διαμπερές.
Και το πλέγμα των λέξεων.

-Δεν επιδιώκεις τίποτα.
Κανένα αποτέλεσμα.
Τυχαίες είναι οι αναλογίες
Και τα λόγια
Σαν τα χαλίκια: Μια πιθανότητα μονάχα
Να ηχήσει το σωστό
Σ’ αυτή τη ζωή, μες στις μυριάδες-

-Μα δεν προφταίνω
Είναι κοντά
Πολύπειρες αρρώστιες μαύρες και λευκές.
Θα ερωτευτούν το σώμα που θ’ αλλάξει
Μορφή και σχήμα. Τις πληρώνω
Θα μ’ εξοντώσουν. Γιατί πολύ τις πόθησα.
Όσο για σένα, πρώτος θα χαθείς.
Πτητική ουσία η ψυχή
Και τ’ άζωτό της.

-Ασεβείς.
Αυτό το μυστήριο σε περιέχει
Κι ας το προσβάλλεις
Απ’ την αφύλαχτη μεριά που δεν υπάρχω.

-Από το άβατο του ύπνου, από
Τον ίλιγγο της έλικας
Στις συμφύσεις της μνήμης.
Της συμπαντικής μνήμης-

-Τι θυμάσαι και πού;

-Θυμάμαι. Όταν λείπω στον ύπνο
Αντικαθιστώ
Κάποιον απ’ τους προγόνους.
Μια αμοιβάδα, ένα τριλοβίτη
Ένα σφυγμό ρηχό στον όγκο των νερών.
Κάτι αδρανές και πολυμερισμένο
Που ονειρεύεται
Χημικούς έρωτες ανομολόγητους.

Ξεχνώ. Όλο και πιο πολύ μ’ απορροφούν
Αυτά τα μαύρα στο χαρτί
Που πολλαπλασιάζονται.
Μαστιγοφόρα, βλεφαριδωτά
Ουρές και κεραίες εκτοξεύοντας
Μακρόβια. Εργατικά και εκδικητικά.
Κι η φύση μου, μου διαφεύγει.

Επειδή
Έχω ήδη φύγει πολλές φορές
Απ’ αυτόν τον τόπο.
Χωρίς έρωτα και χωρίς
Την απλή επιθυμία για τον εαυτό μου.
Ανεβαίνοντας την κυλιόμενη
Που κατεβαίνει. Επειδή
Στο ίδιο σημείο ο νους μου
Τον χώρο σβήνει κι ανάβει
Σε άλλο μαγνητικό πεδίο παγιδευμένος-

-Μ’ αγνωμοσύνη τις Σκοτεινές Τέχνες ασκείς
Και τιμωρείσαι
Σ’ ένα δοσμένο βίο όπου μόνο
Προβολές και δοκιμές κι αντανακλάσεις
Στης ύπαρξης και στης ανυπαρξίας
Τ’ αντιμέτωπα τα κάτοπτρα.

-Και τιμωρούμαι
Καπνίζοντας την φύση, την φαρμακερή μου ρίζα.
Βίαια εισδύοντας
Στις παραισθήσεις της πόλης, στα κενά
Των ανιστόρητων μικρών ζωών
Στον εφιάλτη των εντόμων-  

-Τα έντομα περιμένοντας, ναι.
Στρατιές στιγμών
Μιας άλλης, νοητής υποδιαίρεσης του χρόνου.

-Ο χρόνος ανήκει στο σπίτι.
Εδώ ο γεωμετρικός ο τόπος
Της παραβολής που θα υπάρξω.
Να οι συντεταγμένες του σημείου
Που κάτω του, το ηφαίστειο
Κι η πτύχωση από βασάλτη
Και τα υπόγεια ρεύματα. Και κατεβαίνοντας
Τα οστά. Και η ακραία γνώση η παλεύοντας
Ν’ ανέβει
Μες απ’ την λάσπη ακτινωτών και διατόμων-

Και ανεβαίνοντας,
Ξανά το σπίτι, το μνημείο μου.
Ίδρυμα, φυλακή, νοσοκομείο
Χάνι στεγάζοντας θίασο μίμων άθλιο
Διαχρονικό. Μα πότε υψώθηκε;

Πριν από μένα ήταν. Και μετά.
Μια εγκατάσταση ελέγχου
Για να μετρά μ’ ακρίβεια
Την περιεκτικότητα του χρόνου
Σε ψυχές κι άλλα ιχνοστοιχεία.
Για να μην προσπαθώ
Να μετατοπιστώ στο μέλλον
Για να’ ναι πάντα σήμερα
Και τρόμος
Ιονίζοντας των νεκρών τον αέρα.

Όμως, το σπίτι ακόμα με χρειάζεται.
Επειδή δεν θυμάμαι, επειδή
Είναι μαζί μου ειρηνικά κι αυτοί
Που μ’ ονειρεύτηκαν.
Διαλυμένοι μες στ’ αλκαλικά του μύθου
Ακριβείς στης μνήμης την εγκαυστική.
Επειδή, ο φόβος του σκοταδιού διημερεύει.
Και θα’ ναι κάποτε το πολλαπλάσιο
Αυτού που υπαινίχτηκε-

-Μη με θυμάσαι, μη με θυμίζεις.
Είμαι
Είσαι ακόμα εδώ. 

Δαίμονας κατοικίδιος
Γάτος πολύποδας και κατεβαίνω στον καιρό μου
Σαν έμπνευση κακή, ή σαν συνείδηση.
Πατώντας πάνω στην σκιά μου

Κι η σκιά μου  
Σαν παντοτινή-


(Από το ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΜΥΓΑΣ, Κέδρος, 1983)

*** 


Αντώνης Δ.Σκιαθάς


Σεπτέμβρης τότε,ένας Σεπτέμβρης τώρα



Θυμάμαι το Βιετνάμ,

γεμάτο άρρωστα παιδιά
στους χάρτες των ανταρτών
με τις μισοσκότεινες
σήραγγες στα μπαμπού ανθισμένες.
Θυμάμαι τη μητέρα
στην εσωτερική αυλή να
καθαρίζει βύσσινο με τη φουρκέτα
Θυμάμαι τον πατέρα
να κρύβεται στο πλυσταριό
του γείτονα τα μεσημέρια
εκείνου του έτους των χωροφυλάκων
Θυμάμαι
που αφήναμε τον γλόμπο
αναμμένο όλη τη νύχτα στο
τετράγωνο στηθαίο,πάνω
από την πόρτα της μονοκατοικίας
για να βλέπουν ποιος μπαίνει και
ποιος βγαίνει
Θυμάμαι
τη σκάφη γεμάτη νερό να
γκρεμίζει  ήχους και κλάματα
στο σαπουνισμένο σώμα μας
Θυμάμαι
ότι όλη η γειτονιά έβλεπε
μαυρόασπρα τα γεγονότα
στην τηλεόραση-με σήμα το λιοντάρι-
ζώντας στην ασπρόμαυρη
πραγματικότητα των καταπιεσμένων
Οι λιακάδες τότε ζάρωναν τα
πρωινά και μούχλιαζαν
τ΄απογεύματά μας στον κήπο
με ολόνθιστα τα χρυσάνθεμα
του Αγίου Δημητρίου
Θυμάμαι
όμως τις νύχτες μας που 
είχαν πολύ φως γιατί όλο το
βράδυ τύπωνε στον πολύγραφο
προκηρύξεις ο πατέρας.

Aναρριχητικά της μνήμης,Πικραμένος 2019
***

Ζαχαρίας Σώκος


Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥ I


Τις ρουφιανιές της μνήμης

στο παρόν
τις υποκλέπτει ο άγγελός μου,
καταδότης είναι ή τρελλός

Μου λέει, για παράδειγμα,

για σχήματα,
το ίχνος και τον κύκλο,
αυτά, λέει, είναι

Μιλάει για βάλτους

στη γενετήσια χώρα
εδώ, λέει, είναι η αρχή, εδώ

Και τι να κάνω

με τούτους τους αγγέλους
τι τους θέλω,
προφήτες ή ψευδοπροφήτες
τι με μέλλει;

Έτσι κι αλλιώς,

τις νύχτες σηκώνεται
το αύριο και κλαίει

***


Γιώργος Δελιόπουλος

σαν σημαία ερειπίων

Πόσους χορούς ακόμη πόσα πανηγύρια
πριν τ’ αγκωνάρια γίνουνε τσιμέντο
θα στέκεις όρθιο στη μέση της γιορτής
με την παλιά στολή σιδερωμένη
να κουδουνίζουν μουσικές οι λαμαρίνες σου
για να γλεντάς τη μοναξιά στην πληγωμένη πέτρα

και με κλειστά παντζούρια θα μετράς
σοβάδες σκόνη σάπια ξύλα τα θρανία
μπουκάλια μπύρας άδεια στο πλακόστρωτο
χελιδονοφωλιές κι αντίλαλους στον τοίχο
-μα τα βιβλία και το γέλιο ποιος τα πήρε;-

ενώ τεντώνεσαι με τις σκιές τινάζοντας τη σκόνη
μήπως προλάβεις στα μετόπισθεν τον χρόνο
δεν έχεις ρόδες κι επιστρέφεις στην πλατεία

εκεί, παρέα με τ’ αδέσποτα, ερείπιο.
***

Bίκυ Δερμάνη


Εις μνήμην

Μέσα στο σπίτι οι νεκροί
σε άδεια πεθαμένων δωμάτια
σε πήλινο σπίτι-τεφροδόχο
ψαροκόκαλα στο τραπέζι της σιωπής
δείπνο νεκρό από οστά και χώμα
ένα φως ανεμπόδιστο
πάνω σε κάτι ρούχα πέφτει
καινούργια άλλα κι άλλα φθαρμένα
ζωής οφθαλμαπάτη πτερόεσσα σιωπή

στων πεθαμένων τα δωμάτια
τρυγήθηκε των άγρυπνων το μέλι
στο σπίτι-τεφροδόχο
στο δίχως τοίχους έπιπλα σκεπή
στο δίχως ζωή κι ανάσα
κάτι ξερόκλαδα μονάχα στην αυλή
που πάνω τους ξεχάστηκαν
παλτά σακάκια και λίγα σωθικά αλεξιβρόχια
ως τύμβοι στον άνεμο μοναχικοί
σπάνε τους κύκλους του αγέρα
μέσα βαθιά τερμίτες σκάβουν
αφήνοντάς μας κούφιους
όπως το ξύλο το σαράκι

στο χώμα
πρόσωπα και πρόσωπα με χέρια δεμένα
με μάτια κλειστά
ομίχλη
μέσα στο σπίτι οι νεκροί
σιωπή
χώμα και χώμα

σε μνήμης σιωπή


****


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ


Υπαρξιακές ερωταποκρίσεις


Τι ωραίος που ήταν ο έρωτας!
Πολιορκούσε χωρίς ενοχές
πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες.
Λιοπύρι τα μεσάνυχτα
καλοκαιριά στον πάγο
έρωτας, το αντίθετο του αληθινού
έδινε στο πραγματικό ουσία.
Ήταν ωραία η ευωδιά του ιδρώτα
σοφά τα συμπεράσματα της σάρκας τότε
της σάρκας, της πιο παραμελημένης θεάς.
Τη ζωή μου βλέπω τώρα
σαν ένα ντοκιμαντέρ
που δείχνει σπάνια της φύσης πουλιά
ξεχασμένες του κόσμου ακτές
απλησίαστες κορφές.
Τις κινήσεις της ψυχής μου
παρακολουθώ στην οθόνη.
Ποια μέθοδο ακολουθεί άραγε η ψυχή
για να επιζήσει για λίγο ακόμη χωρίς μέλλον;
Το ψέμα; Την αλήθεια;
Ή αφήνεται στη φυσικότητα του είναι;
Ποιανού «είναι»;
Πώς μπορεί να υπάρξει «είναι» χωρίς μέλλον;
Όταν πια μόνο μια κάποια ιδέα οδηγεί στο σώμα
μόνο τ’ όνειρο φέρνει το πάθος;
Όσο για τον έρωτα τον τελευταίο
είναι σαν τον πρώτο:
βλασταίνει στο χωράφι του Πλάτωνα.


***



Χάρης Βλαβιανός
Manifest Destiny
                                                            Στη μνήμη του Αλέκου Βλαβιανού

Οι νεκροί φεύγουν γρήγορα
και οι ζωντανοί κοιτούν με απορημένα μάτια
το κενό που αφήνουν πίσω τους,
επαναλαμβάνοντας τις γνωστές κοινοτυπίες.
Όμως η ζωή
απεχθάνεται τα «δυσαναπλήρωτα κενά»
και προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα
με αξιοζήλευτη ετοιμότητα
κλείνοντας γρήγορα
τους λογαριασμούς της με τον θάνατο.

Καθώς ο Καλιγούλας ψυχορραγεί
μες στα αίματα στο αυτοκρατορικό κρεβάτι,
ο Κλαύδιος κάθεται ήδη στον θρόνο του.
Δεν έχουν ακόμη προλάβει
να στεγνώσουν τα δάκρυα για τον Παλαμά
και οι κριτικοί βιάζονται
να βρουν νέο εθνικό ποιητή.

Οι βιογράφοι και οι μελετητές
σπεύδουν ασφαλώς
να κάνουν το καθήκον τους
–να αποδείξουν την αντοχή της μνήμης–
όμως και αυτοί θα διασχίσουν
σε λίγο το ποτάμι
και θα έρθουν άλλοι βιογράφοι και μελετητές
να προσθέσουν με τη σειρά τους
λίγες ακόμη προβλέψιμες αράδες
στο Μέγα Απουσιολόγιο.

Οι νεκροί φεύγουν γρήγορα.
Σωστά -
και η ζωή συνεχίζεται.
***
Ασημίνα Ξηρογιάννη

Μοιραία συνάντηση



Τίποτα δεν ήταν το ίδιο
μετά από κείνο το φθινοπωρινό απόγευμα.
Τότε που έζησα στο παρόν μου
σε μια ευτυχισμένη ουδετερότητα
Μαζί σου.
Τότε που βυθίστηκα για τα καλά στην πραγματικότητα
-έστω για λίγο-
Κι ούτε μια τόση δα μικρή παράπλευρη σκέψη
(για το ενδεχόμενο κάποιας χαμένης ευτυχίας, ας πούμε)
δεν με απέσπασε από το να κοιτώ μέσα στα μάτια σου
και να νιώθω πως έχω νικήσει τη σιωπή.
Λέξεις και συνδέσεις έκτοτε
-ακατάπαυστα σχεδόν-
συρρέουν εντός μου.
Ήταν αναπόφευκτο, το ένιωθα:
Κάποτε
Θα έγραφα
Ωραία ποιήματα.
Λίγη φθορά για γούρι ,Γαβριηλίδης 2017
***

Εύη Μαυρομμάτη
Πρώτη νύχτα γάμου*

Το στρώμα απορροφά τους τελευταίους σπασμούς τους
και ο Οιδίποδας,
παραδομένος στην ηδονική του μέθη,
κλείνει τα μάτια του κι αποκοιμιέται.

Η Ιοκάστη,
σηκώνεται να φορέσει το νυχτικό της.

(Το βλέμμα της στα πόδια του)

Σκύβει και πιάνει μιαν άκρη του υφάσματος
που είχε απλώσει σαν λευκή κηλίδα στο πάτωμα.

(Το βλέμμα της στα πόδια του)

Προσπαθεί να το γυρίσει απ’ την καλή.
Οι πλούσιες πτυχώσεις του τη δυσκολεύουν.

(Το βλέμμα της στα πόδια του)

Τα καταφέρνει.
Το φοράει.

Κάθεται στο κρεβάτι.

(Το βλέμμα της στα πόδια του)

Σηκώνεται.

(Το βλέμμα της στα πόδια του)

Πιάνει την κάτω άκρη του σεντονιού.
Κλείνει τα μάτια, χαμηλώνει το κεφάλι.

Παίρνει βαθιά αναπνοή.

Τραβάει απότομα το σεντόνι.
Ανοίγει τα μάτια της.
Σηκώνει το κεφάλι της
διστακτικά.

(Το βλέμμα της στα πόδια του)


Το άλλο πρωί πάσχιζε να θυμηθεί
αν τις ουλές στα πόδια του τις είδε
στην πραγματικότητα ή σε εφιάλτη.

Όπως και να ’χε,
το βλέμμα της στα πόδια του
ποτέ, έκτοτε, ξανά.




*Από το υπό διαμόρφωση έργο Το όνειρο του Οιδίποδα.

***

Ελενη Τζατζιμάκη

Εναλλάξ 


Ο τοίχος ήταν σχεδόν μπεζ.
 Καφέ που διαλύθηκε στο άσπρο
 η κόρη των ματιών απειλούμενη 
απ’ τα αναπόσπαστα χείλη 


Όταν ειδωθήκαμε, είπε.

 Τα υπόλοιπα δεν ακούστηκαν παρά στις ουλές των βράχων 
αλμυρισμένοι χρυσοί ίσκιοι και μια λαμπρή κραυγή από 
άμμο 

κύρτωναν τη σκιά ωσότου κλείσει το πλάνο στο βλέμμα ή
 το βλέμμα στο πλάνο. Μετά άλλαξε η γωνία εστίασης
 και γίναμε μικροί.
 Ακόμη μικρότεροι.
 Στην τήξη του αθόρυβου προσώπου ακκίζεται τώρα η μνήμη και η θέληση, εναλλάξ.


 … 


[μέχρι να πάρουν το σχήμα της καρδιάς]

(από τη συλλογή "Μετά την ενηλικίωση",Μελάνι,2012)

***

Χρήστος Λιάνος


ΜΝΗΜΗ


Ο τυφλός πρίγκιπας δίπλα μας,

συνέχιζε το τραγούδι του σταθερά,
εκείνο το τραγούδι της παλιάς συμφοράς.
Κανείς όμως δεν τον άκουγε τότε.
Κρατούσαμε τα όνειρα θαμμένα μέσα μας βαθιά,
κι εκείνα προχωρούσαν μόνα τους, πάντα μόνα.
Στα όνειρα μας, είχε βασιλέψει ένας ορίζοντας
κάτω από το βάθος της θάλασσας.
Στα όνειρά μας είχαν κρυφτεί ελεύθερες οι φάλαινες
κι ανάποδα σαλπάρανε στον δικό τους κατήφορο.
Κι όμως τα κλωνάρια μας, πάντα υψώνονταν ψηλά!
Φρέσκα, άγρια κι αδυσώπητα.

****


Αθανασία Δανέλη




Η χαμένη αθωότητα της μνήμης

Μνημοσύνη, ω αμείλικτη μητέρα των μουσών,
να ΄ρχεσαι μόνο για το ποίημα
μετά να χάνεσαι, καθώς η μέρα πίσω απ΄τα βουνά.

Νύχτα, μόνο η νύχτα θα μας σώσει.
Κι αυτή να μας τυλίγει από παντού μόνο με μαύρο.

Πονάνε τα αστέρια. Και το φεγγάρι πάντα κάτι ζητάει.
Φοράει χίλια δυο, τρυφερά προσωπεία
ως να σου πάρει ένα δάκρυ.

Φωτίζει δίχως έλεος το χρόνο στο δωμάτιο
τις γειτονιές των ονείρων που περιπλανηθήκαμε
τα ρήγματα που εντός τους 
καταποντιστήκαμε.

Στάχτη και σκουριά 
και σε χάνω
μέσα στην ομίχλη του δάσους.

Και με το φεγγάρι σε βρίσκω
στο ξέφωτο ανάμνησης πικρής.

Βλέπεις, είναι μάνα η μνήμη
και δεν το μπορεί
τ΄ άσχημα παιδιά της ν΄αφαλοκόψει.
Οι θηλές της στάζουν αίμα
από τόσα δαγκώματα
παλιών ημερών.

Δεν έρχεται ποτέ αθώα η μνήμη.

***


Δέσποινα Καϊτατζή- Χουλιούμη


ΕΠΙΓΟΝΟΙ

Να θυμηθούμε τις ραψωδίες του παππού
στις λέξεις να προσδώσουμε τ' αρχαίο νόημα
Να τραγουδήσουμε για την αγάπη
να ορθώσουμε τ' ανάστημα
Τ' ακόντιο στην παλάμη να ζυγίσουμε καλά
πατώντας στη ρίζα σταθερά να εστιάσουμε
Σε πέντε θάλασσες σχεδίες καλοτάξιδες
ν' αναζητήσουμε Ιθάκες να ονειρευτούμε
να τις επινοήσουμε αν χρειαστεί
Δέσποινα Καϊτατζή- Χουλιούμη, Λιγοστεύουν οι λέξεις, Μελάνι 2017

η μνήμη λίμνη
νούφαρα φαναράκια
οσμές κι εικόνες
(ανέκδοτο)

***


Τούμας Τρανστρέμερ

ΤΟ ΟΝΟΜΑ

Μετάφραση: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη

Ενώ οδηγώ νυστάζω και σταματώ στην άκρη του δρόμου κάτω
απ' τα δέντρα. Κουλουριάζομαι στο πίσω κάθισμα και κοιμάμαι. Πόσο
διάστημα; Ώρες. Πρόλαβε να πέσει σκοτάδι.
Ξυπνώ ξαφνικά και δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Εντελώς ξύπνιος,
μα δε βοηθά. Ποιός είμαι; ΠΟΙΟΣ είμαι; Είμαι κάτι
που ξυπνά στο πίσω κάθισμα, στριφογυρίζει πανικόβλητο σαν μια γάτα
σε σακί. Ποιός;
Επιτέλους η ζωή μου επιστρέφει. Το όνομά μου έρχεται σαν
άγγελος. Έξω απ' τα τείχη ηχεί το σύνθημα τρομπέτας ( όπως στην
Leonore Overture) και τα λυτρωτικά βήματα κατεβαίνουν γοργά
γοργά την πολύ μακριά σκάλα. Εγώ είμαι! Εγώ είμαι!
Μα αδύνατον να ξεχάσω τον αγώνα των δεκαπέντε δευτερολέπτων στην
κόλαση της λήθης, μερικά μέτρα μακρυά από τον μεγάλο δρόμο εκεί όπου
η κυκλοφορία γλιστρά μπρος στ' αναμμένα φώτα.

( Βλέποντας στο σκοτάδι (1970)

***


Μάρκ Στράντ


ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ


Μετάφραση Ασημίνα Ξηρογιάννη



                                                            Δώσε μου έξι γραμμές 

                                                            γραμμένες από τον πιο τιμημένο
                                                            από τους ανθρώπους,
                                                            και θa βρω μέσα σε αυτές
                                                            έναν λόγο να τον κρεμάσω
                                                                (Richelie)


Ποτέ δε βρήκαμε τις τελευταίες γραμμές που αυτός έγραψε

ή πού ο ίδιος βρισκόταν όταν τον βρήκαν.
Για την τιμή του οι άνθρωποι φαίνεται πως τίποτα δεν ξέρουν.
Και μάλιστα πολλοί αμφισβητούν το ότι κάποτε υπήρξε.
Δεν πειράζει.Το γεγονός ότι πέθανε
είναι αρκετός λόγος για να πιστέψει κανείς πως υπήρχαν λόγοι.

Προσωρινή Αιωνιότητα ,Βακχικόν,2019


***



Αντώνης Τσόκος

ΔΕΝ  ΕΡΧΕΣΑΙ ΠΙΑ
                                                                  μνήμη Στέφανου Γουσέτη

Αγνοείται η τύχη όλων των πεθαμένων.
Μαζί και η δική σου.
Ο Ζήσης,
ο τελευταίος άνθρωπος που μίλησε μαζί σου,
ξέχασε από αφηρημάδα να σε ρωτήσει αν ζεις.
Κάποιοι είπαν
πως σε είδαν στο κατόπι του Ουλιάνοφ.
Άλλοι πως έψηνες καφέδες στο μνημόσυνό σου.
Ικανό σ’ έχω να πέθανες μόνο για την αλητεία.
Σ’ τα γράφω σκόρπια.
Στο μπλοκάκι που σημείωνες υλικά οικοδομών.
Μη με παρεξηγείς.
Με έχει πιάσει το παράπονο.
Δεν έρχεσαι πια.
Από ζωντανό έχω να σε δω.

 Ένα ποτήρι ακόμη, Τσαρλς – Γαβριηλίδης 2015


***

Γιώργος Σαραντάρης

ΞΕΧΝΩΝΤΑΣ …

Ξέχασε κάθε όνομα γυναίκας
Κάθε ενθουσιασμό
Κάθε ψευδαίσθηση
Φτάσε στις διάφορες μνήμες
Τη μνήμη των παιδικών σου χρόνων
Που ούτε τα φαντάζεσαι πια
Κι άφησε στον χρόνο το ταξίδι…
                                                                               Τήνος, 8 Σεπτέμβρη 1931



[Γιώργος Σαραντάρης – Τα Ιταλικά ποιήματα – Γαβριηλίδης, 2015
Μετάφραση: Τηλέμαχος Χυτήρης]


***


 Φροσούλα Κολοσιάτου

ΦΡΟΥΡΟΙ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ



Μεγάλωσα σε σπίτια εκατό
Στις γειτονιές του ελάσσονος
Γι’ αυτό τρομάζω στους θυμούς
Μισώ να πιέζω τους ανθρώπους
Κάθε που έρχεται η άνοιξη
Μοσχοβολούσαν τα κρινάκια
Κρασί
Γλυκά
Κεντήματα
Τότε που τα παιδιά
Επινοούσαν ακόμα παιχνίδια
Ο συλλαβισμός της ομορφιάς
Να σκαλίζει μικρά αλλόκοτα είδωλα
Έρχονται από τον κόσμο του ονείρου
Τρυφερές διαφάνειες
Ακριβές
Της παιδικής ηλικίας

(ΟΤΑΝ ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΑ ΦΛΑΜΙΓΚΟΣ (2005)


***


Ελευθερία Θάνογλου



Κερδισμένες εποχές




Έχτισε σπίτια,

αγόρασε κι άλλη γη

έσπειρε καρπούς και φύτεψε σταυρούς

σε τρεις ηπείρους.


Έκανε δυο γάμους

πέντε παιδιά το σύνολο,

με δυο τρεις ερωμένες σταθερές

σ’ επιπλωμένα διαμερίσματα.

Κινητά κι ακίνητα
όλα δοσμένα με διαθήκη.
Προσπάθησε να περισώσει τις μνήμες του
σε πολιτείες μεταναστών
σ΄ όσους ήταν πρόθυμοι ν΄ ακούσουν.
Απεβίωσε πλήρης ημερών.
Της κάσας το καλούπι
ίδιο κι απαράλλαχτο με τόσων άλλων
κι η μνήμη κόκαλο ∙
παιχνίδι για σκύλους.

( ανέκδοτο)

***


Παναγιώτης Βούζης

Η δομή των πραγμάτων

Αφού δώσουν τα δώρα
χαιρετούν τους δικούς τους
που θα μείνουν για πάντα
σφραγισμένοι στον τοίχο.
Συναντάς όταν μπαίνεις
μες στο κύτος του ήλιου
τους χαμένους αθώους
που δεν ψάχνει κανένας.
Μην περνάτε τη ζέστη
από σώμα σε σώμα
και στο σεξ να προσέχεις
να μη βγάζεις τη μάσκα.
Διαγράφω τη μνήμη
από όσους θυμούνται
τη ζωή πριν ξεσπάσει
ο ιός της σελήνης.

***


Xριστίνα Γεωργιάδου

Μνήμη


Γράφει η αυγή

τα απομνημονεύματά της
στο κορμί μου΄
      λαγγεμένη η μνήμη
τους λοβούς μου σημαδεύει

Κατοικώ μέσα μου'

απόκληρος
   ξεστρατίζει ο νους
-τρεμίζει η αποκοτιά

Χιλίομετρα περνούν κάτω απ΄τα πόδια μου

     λίθινα μνημεία
παρελθόντων ταξιδιών
-ταινία ασπρόμαυρη ,βουβή

σταλάξεις φθινοπώρου

με άρωμα κέδρου
σε φόντο χρυσοκάστανο
νοτίζουν τα χνώτα μου
πριν εκπνεύσω
κι άλλοτε ροδόχροοι παλιμοί ευτυχίας
ραπίζουν την αύρα μου

Πλουμίδια και μαλάματα

σε 'ανευρο γκρίζο τόπο 
λιμνάζουν 
οι μνήμες.

 Γόος ,Δωδώνη 2019


***


Λένα Σαμαρά


'Αστεγη μνήμη


Αρχίζω φαίνεται 

να χωρώ τα κομμάτια μου
στα ρούχα του άστεγου
που λυπάται τη μνήμη μου που τίποτα
δεν ανταποδίδει
σ΄ένα τόσο συγκινητικό βλέμμα
σε μια τόσο συγγενική νυχτα.

«Επιμένω να είμαι το σκοινί που λύνει το πλοίο στο λιμάνι»,Γαβριηλίδης 2019




***

Ευσταθία Δήμου
ΜΙΑ ΜΝΗΜΗ

Θυμάμαι – η νύχτα ήταν στενή.
Κάμαρα για μια σελήνη ασθενή,
χλομή, που έφθινε διαρκώς.
Ήθελα το φως σου διακαώς.
Κι ας σε τύλιγε σκοτάδι πίσσα.
Κι ας σβήναν τ’ άστρα τα γατίσια.
Σ’ αγκάλιασα και σου ’δωσα το σχήμα
που αρνιόσουν όταν πλανιόσουν χύμα
στην ημέρα, στη σκόνη, στον αέρα.
Έγινες δικό μου ποίημα πέρα ως πέρα.
***


Βασίλης Φαϊτάς

Απουσία


Έφυγε έτσι, ξαφνικά
και δεν ήξερες αν
αλήθεια είχε έρθει ποτέ.
Η φωνή του ερχόταν απ’ το χθες
τα μάτια του απ’ το αύριο
και το σώμα του ήταν
μια βαλίτσα
κι είχε κλεισμένο μέσα
ένα φεγγάρι.
Από τη συλλογή Γράμματα στον κόσμο (1980)
-------------