Τ' αηδόνια ξέρουν να σωπαίνουν
Σε άκουσα, βγήκα τραυματισμένη
έξω απ' το άσπρο μου δωμάτιο
μου φίλησες τις πέτρες
που είχα ξεχασμένες στο λαιμό.
Κοιτούσα την ερημιά στο δρόμο,
κι ουρλιάζανε τ' αηδόνια
γι' αυτό πιστεύω πως σε άφηνα:
για να μάθεις το καλύτερο.
Είπα,
θα φύγω νωρίς τ' απόγευμα
να μην κουράζονται τα χέρια και η αναπνοή σου
αλλά στον εαυτό μου βλέπω φαντάσματα.
Μου' φερνες –τί νύχτα ήταν στ' αλήθεια-
καινούργια λόγια,
και εκεί που κοιμόσουν
ως συνήθως κοντά στην απουσία,
έφυγα,
γι' αυτό πιστεύω πως σε άφηνα:
για να μάθεις το καλύτερο.
Θυσία είναι να μην διανοείσαι,
ν' αφήνεσαι ολόκληρος
ενώ ήδη υπάρχεις ματωμένος.
Με τις τύψεις εμείς τελειώσαμε.
Ούτε η κραυγή σου δεν έχει
την χαραυγή που θέλησες.
Τα μάτια δεν βλέπουν
ότι πρωτίστως έχουν αισθανθεί.
Ρε ηλίθιοι,
η επιστροφή στον κόσμο θέλει όραμα:
να έχεις εντρυφήσεις το αίνιγμα
χιλιάδες φορές
και να μοιάζει καινούριο.
Μέχρι τότε καλά θα τα λέμε.
Θα τ' αρνιόμαστε όλα.
Μέχρι να ζήσουμε το τραύμα
στην σπουδαιότητά του.
Τώρα που φωτίζει κάτι
εκεί πέρα
το νιώθω σαν χειρότερο.
Φαίνεται
δεν βοηθάμε κανέναν.
[τη σκιά του μόνο να τη θυμηθεί]
Δεν λυπήθηκες.
****
Ύμνος στην παιδική ηλικία
Αόρατο παιδί
προσπερνάει τους τοίχους του νηπιαγωγείου
βγάζει ως ήχο το σχήμα του ελαφιού
που κατασπαράζει τη μητέρα.
ύποπτος άνεμος
που καταφεύγει στην ιδέα για τη λύτρωση.
Αόρατο παιδί
σκαρφαλώνει το λίθο του Σύσιφου
φυτρώνει ένα όπλο σκοτώνοντας τις ανώτερες εντολές.
Κουνάει το σώμα νωχελικά,
και είναι πρηνής εμπρός τους.
Κοιτάζει την κορυφή του βουνού,
τον ουρανό της μελλοντικής του ανακάλυψης.
Εφιάλτης αιωνίως αγεφύρωτος.
Και είμαι ο υπαίτιος.
Και είσαι ο υπαίτιος.
Επιμελείς στην υπαιτιότητα.
Υπ' όψιν: είμαστε τρομοκρατημένοι
πως θα ζήσουμε -δίχως λόγο-
μέσα στην ησυχία τους
και δεν θα έχουμε προλάβει να σώσουμε κανέναν.
Το αυλακώνει η μέρα το παιδί.
Απελπιστικό.
Απώλειες, Θράκα, 2019