Translate

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// «Σκοτεινό Φώς» του Γιώργου Πολυμενάκου /// Γράφει η Αθανασία Τσιοτινού




     Το «Σκοτεινό Φώς» (εκδόσεις ΓΡΑΦΗ) είναι το δεύτερο βιβλίο της «Τριλογίας των Φάρων». Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, το «Σημείο Εξόδου Ένα», επιλέχθηκε ως ένα από τα δέκα καλύτερα μυθιστορήματα του περιοδικού Αναγνώστης για τη χρονιά 2019. Και τα δύο βιβλία περιγράφουν δυστοπικά περιβάλλοντα με επίκεντρο ένα νησί. Στο Σημείο Εξόδου το νησί χρησιμοποιείται ως Καθαρτήριο και στο Σκοτεινό Φως ως Κέντρο Επισιτισμού και στρατόπεδο συγκέντρωσης. Σύμφωνα με όσα έχω διαβάσει, ο Γιώργος ετοιμάζει ήδη το τρίτο μέρος της τριλογίας.


Ο τίτλος του μυθιστορήματος είναι αποκαλυπτικός και της υπόθεσης του βιβλίου. Πόσο Σκοτεινό μπορεί να είναι το φως; Πόσο φως μπορούμε να βρούμε στο σκοτάδι; Πόσο εύκολα το σκοτάδι γίνεται φως και το φως σκοτάδι; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν είναι απλή, ωστόσο, διαβάζοντας το βιβλίο, είμαστε σε θέση να απαντήσουμε κατά κάποιο τρόπο στα ερωτήματα, μπορούμε να ελπίζουμε και να αισιοδοξούμε για ένα καλύτερο αύριο, γιατί όσο το κακό θριαμβεύει, άλλο τόσο το καλό ενδυναμώνεται, πολεμάει, παλεύει και κατακτάει το μέλλον  που του ανήκει.Είκοσι χρόνια μετά τη Μεγάλη Καταστροφή ή Μεγάλη Αρρώστια, -κάτι σαν μια παγκόσμια πανδημία που οδήγησε στην καταστροφή του μέχρι τότε γνωστού πολιτισμού-, επικρατεί ένα απολυταρχικό καθεστώς  σε πολλά μέρη της χώρας, η Νέα Τάξη. Όπου το νέο καθεστώς καταλαμβάνει την εξουσία αρχίζει ένα σχέδιο εξολόθρευσης-κάθαρσης των φυλετικά κατώτερων, των έγχρωμων, των μεταναστών, των ψυχικά ασθενών, των σωματικά ανάπηρων, οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως μολύνσεις που πρέπει να απομακρυνθούν και γι’ αυτό εγκλείονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.Η δράση εξελίσσεται σε ένα νησί χωρίς όνομα, σε ένα αγνωστο Χρονικό σημείο. Το Νησί, το οποίο είναι κάτι σαν μια σύγχρονη Σπιναλόγκα, έχει γίνει ο χώρος απομόνωσης των προσφύγων που ζουν στοιβαγμένοι πίσω από τα συρματοπλέγματα. Όχι μόνο έχουν καταργηθεί τα αυτονόητα δικαιώματα για τους πολίτες και για τους μετανάστες αλλά και ελέγχονται τα πάντα, οι μετακινήσεις, το φαγητό, οι επαφές, τα Μ.Μ.Ε., η ζωή και ο θάνατος του καθενός. Εκεί, στο νησί, ζει ο Άγις, φοιτητής της Ιατρικής που εγκατέλειψε τις σπουδές για να αναλάβει τη φροντίδα του μικρότερου αδερφού του, του Ορέστη που είναι ψυχικά ασθενής. Ο Άγις είναι ο  μόνος, οικειοθελώς, κάτοικος του νησιού που βρίσκεται μπροστά από την πόλη και μένει, με την ανοχή του νέου συστήματος, σε ένα μικρό σπίτι μπροστά από τον φάρο  που υπάρχει πάνω στο νησί. Στην πίσω πλευρά του σπιτιού υπάρχει το στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου βρίσκονται εκατοντάδες πρόσφυγες από χώρες της Αφρικής κυρίως, αναμένοντας την τελική τους μοίρα, για την οποία θα αποφασίσει το τοπικό Ύπατο Συμβούλιο της Νέας Τάξης. Ένας από τους εν δυνάμει μελλοθάνατους μετανάστες είναι η Λίγια, μια νέαγγυναίκα από την Αιθιοπία, με την οποία ο Άγις διατηρεί κρυφή ερωτική σχέση. Ο Άγις είναι ο μοναδικός οπλουργός της περιφέρειας και όπως έλεγε ο παππούς του που του δίδαξε την τέχνη, η ασχολία με τα όπλα είναι μια δουλειά που δεν θα εκλείψει ποτέ, γιατί, δυστυχώς, τα όπλα πάντα θα χρειάζονται και πάντα θα χρησιμοποιούνται και «Αυτός που κατέχει τηνέχνη να τα φτιάχνει δεν θα πεινάσει ποτέ». Η νέα τάξη έχει ανάγκη τον Άγι, γιατί επισκευάζει τα μεταχειρισμένα όπλα των Δυνάμεων Κρούσης που παρουσιάζουν συνεχώς προβλήματα, γι' αυτό και του έχει δώσει ελεύθερη είσοδο στο νησί που βρίσκεται το πατρικό και ο αδερφός του, ο οποίος βρέθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στο ψυχιατρείο «για την δική του πάντα ασφάλεια», μετά από το θάνατο των γονιών του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ένας άλλος κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο νεαρός Νέαρχος, γιος του Νάβι, του επικεφαλής των Δυνάμεων Κρούσης της Νέας Τάξης. Οι ήδη εχθρικές σχέσεις του Νέαρχου με τον βίαιο πατέρα του, μετά από κάποιο γεγονός στη διάρκεια της πλοκής, ενισχύουν την επιθυμία του για εκδίκηση. Σε αυτό το νοσηρό περιβάλλον, σε αυτό το καθεστώς τρόμου και βίας, κάποιοι προσπαθούν να επιβιώσουν, δηλώνοντας την υπακοή τους, κάποιοι άλλοι θα αγωνιστούν ενάντια στη νέα τάξη πραγμάτων, θα προσπαθήσουν να βρουν μια διέξοδο, μία οδό διαφυγής σε όλο αυτό πουβιώνουν. Αυτό το σκοτεινό φως είναι ο δρόμος που θα οδηγήσει κάποιους από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος να αγωνιστούν για την ελευθερία, την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά τους. Ακόμη και σ’ αυτόν τον ζοφερό κόσμο, μπορεί να υπάρξει μια ρωγμή στη σιωπή, μια ρωγμή στο σκοτάδι, γιατί απλά δεν γίνεται «Να σκέφτεσαι χωρίς σκέψεις, να κοιμάσαι χωρίς ύπνο, χωρίς ζωή;» Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι άνθρωποι καθημερινοί. Τα ονόματα των ηρώων κρύβουν συμβολισμούς και τα περισσότερα είναι εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία και αρχαιότητα (Άγις, βασιλιάς της Σπάρτης, Νάβις, τελευταίος βασιλιάς της Σπάρτης, Οδυσσέας, ο γνωστός πολυμήχανος βασιλιάς της Ιθάκης, Ιάσονας, αρχηγός της Αργοναυτικής εκστρατείας, Νέαρχος, επικεφαλής του στόλου του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ασία, Νεφέλη, γυναίκα του Αθάμαντος, μητέρα του Φρίξου και της Έλλης, Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, αδερφός της Ηλέκτρας και της Ιφιγένειας, Κάστωρ, αδερφός του Πολυδεύκη, της Ελένης και της Κλυταιμνήστρας) αλλά και από άλλες διάφορες παραμέτρους (ο Μάγιστρος των Αγροτικών Υποθέσεων, ο μικρός Νεγκάσι, η Λίγια κ.α.).

 

Σίγουρα το βιβλίο εμπεριέχει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία τα οποία βοηθούν στην αληθοφάνεια και την συναισθηματική ένταση της πλοκής. Ο χώρος δράσης του μυθιστορήματος, αν και δεν προσδιορίζεται ακριβώς, είναι ξεκάθαρος. Ο Γιώργος Πολυμενάκος γεννήθηκε στο νησάκι Κρανάη, σε ένα σπίτι δίπλα στον φάρο του Γυθείου, στη Λακωνία. Μεγάλωσε στο Πέραμα, απέναντι από τον φάρο της Ψυττάλειας, το οποίο διάλεξε ως χώρο δράσης του Σημείου Εξόδου. Η παρουσία του φάρου κυρίαρχη και στα δύο μυθιστορήματα της τριλογίας. Ένας φάρος βρίσκεται και στο υπέροχο εξώφυλλο του βιβλίου. Αν και πουθενά μέσα στο Σκοτεινό Φως δεν αναφέρεται η λέξη Λακωνία, ωστόσο, υπονοείται σε πολλά σημεία. Τα ανάπηρα παιδιά τα ρίχνουν σε γκρεμό, ο οποίος παραπέμπει στον Καιάδα της αρχαίας Σπάρτης. Το πρωταγωνιστικό ερωτευμένο ζευγάρι, η Λίγια και ο Άγις βρίσκονται στο νησί, από όπου, όπως λένε, πριν χιλιάδες χρόνια ο Πάρις και η ωραία Ελένη έφυγαν για την Τροία, αφού πρώτα βρήκαν εκεί ερωτικό καταφύγιο. Το νησάκι αυτό, σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν η Κρανάη, το νησάκι όπου γεννήθηκε ο Γιώργος Πολυμενάκος. Ο συγγραφέας πιστεύει ότι «οι τόποι μας σημαδεύουν ανεξίτηλα». Το να γράψει λοιπόν μια «Τριλογία των Φάρων» ήταν αναπόφευκτο γι’ αυτόν.


Το βιβλίο αποτελείται από επτά κεφάλαια τα οποία περιέχουν πολλά υποκεφάλαια μικρής έκτασης. Γρήγορη αφήγηση, όχι γραμμική, διαρκείς εναλλαγές σύντομων σκηνών γεμάτων ενάργεια και παραστατικότητα, απρόσμενες εκπλήξεις, πλοκή που κλιμακώνεται αναπάντεχα. Οι ρεαλιστικές περιγραφές και τα διεισδυτικά ψυχογραφήματα συγκροτούν έναν κόσμο γεμάτο σκοτάδι και χάος. Η πλοκή αλλάζει διαρκώς κέντρο αφήγησης, ώστε να φωτιστούν επαρκώς όλοι οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας δίνει σημασία στους χαρακτήρες του, αναλύοντάς τους σε βάθος, περιγράφοντας με λεπτομέρειες τα γεγονότα στα οποία εμπλέκεται ο καθένας. Η μη γραμμική αφήγηση -ο συγγραφέας δεν διστάζει να πηγαίνει ακόμη κι ένα χρόνο πριν από το σημείο εκκίνησης, τρεις μήνες πριν, δύο μήνες πριν ή οκτώ ώρες μετά, δέκα ώρες μετά-, βοηθάει στην αύξηση της αγωνίας και της έντασης. Ο Πολυμενάκος χρησιμοποιεί πλούσιο λεξιλόγιο, χωρίς επιτηδευμένες λέξεις. Ο λόγος του είναι απλός, αλλά άκρως διεισδυτικός. Το ύφος του, είναι γλαφυρό, δυνατό και γεμάτο ένταση. Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται στο βιβλίο του, όπως φάνηκε ήδη, είναι ο αγώνας για επιβίωση, η Νέα Τάξη πραγμάτων, η ζωή και ο θάνατος, οι οικογενειακοί δεσμοί, η επιβολή του πιο δυνατού, ο έρωτας, η προσφυγιά κλπ.


Σκοτεινό φως, φωτεινό σκοτάδι, δυστοπία, μελλοντική πραγματικότητα ή σκληρή σημερινή πραγματικότητα; Δεν υπάρχει και μεγάλη απόσταση από το σήμερα μέχρι μια μελλοντική, δύσκολη και δυστοπική, θα λέγαμε, κατάσταση. Σίγουρα, ο συγγραφέας επηρεάστηκε από την πανδημία και τις συνθήκες ζωής που διαμορφώθηκαν ως συνέπειά της, την απομόνωση και τον εγκλεισμό, την απαγόρευση και το φόβο ως αντάλλαγμα τη σωτηρία μας και την ασφάλειά μας. Επίσης, το βιβλίο  παραπέμπει σε μια άσχημη περίοδο της ιστορίας μας, το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και στα γεγονότα που προηγήθηκαν του πολέμου, το κραχ του 1929 στην Αμερική και του 1932 στην Ευρώπη με επακόλουθο την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Επίσης, μας ξυπνάει μνήμες δικτατορικών καθεστώτων. Επιπλέον, ξύπνησε μνήμες πρόσφατες, της ανόδου του φασισμού στην Ελλάδα με την είσοδο του μορφώματος της Χρυσής Αυγής στη Βουλή, τη βία, το θάνατο του Παύλου Φύσσα, τους Σπαρτιάτες, πρόσφατα, και μας σύστησε χαρακτήρες που άρχισαν να κυκλοφορούν ανάμεσά μας εδώ και κάποια χρόνια.


Το βιβλίο του Γ. Πολυμενάκου είναι και προφητικό. Αν η μεγάλη αρρώστια είναι η πανδημία, ή οι πανδημίες που πέρασε η ανθρωπότητα, δεν αποκλείεται να είναι και οι πανδημίες από εδώ και πέρα, η Μεγάλη καταστροφή αν δεν προέρχεται από τους πολέμους που προηγήθηκαν, θα μπορούσε να είναι η μεγάλη καταστροφή της Θεσσαλίας, το Σεπτέμβριο που μας πέρασε από τις πλημμύρες που δεν προκλήθηκαν μόνο από το χέρι του θεού αλλά και από χέρια ανθρώπων, από τη συνεχή αδιαφορία και αμέλειά τους, μια καταστροφή που μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα τάξη πραγμάτων με τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των λίγων και τη μετανάστευση των πολλών στο εξωτερικό ή σε άλλες περιοχές της χώρας μας για καλύτερη ζωή. Καλώς ή κακώς τέτοιες δυστοπικές κοινωνίες, που είναι γεμάτες παθογένειες δεν απέχουν πολύ από την δική μας. Μπορεί να μην έχουμε ακόμη φτάσει στους δύσκολους καιρούς που έζησαν οι ήρωές μας, αλλά η τρομοκρατία και ο πόλεμος ακόμα και σήμερα γίνονται υπόγεια, με κάθε δυνατό μέσο από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, οργανώσεις, σύγχρονες εν δυνάμει Νέες Τάξεις πραγμάτων. Με το βιβλίο του αυτό ο συγγραφέας σαφώς και παίρνει πολιτική θέση. 


Πρόκειται καθαρά για πολιτικό βιβλίο, ωστόσο ο έρωτας είναι πανταχού παρών, όπως και στη ζωή μας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μια σύγχρονη, ελληνική εκδοχή του 1984 του Όργουελ, το οποίο ενώ γράφτηκε τη δεκαετία του 1940, παραμένει διαχρονικό και σύγχρονο. Τέτοιες δυστοπικές κοινωνίες αν και φαντάζουν ως σενάρια επιστημονικής φαντασίας δεν είναι απίθανο να εμφανιστούν και στον σύγχρονο κόσμο. «-Ο φάρος θα συνεχίσει να φέγγει αλλά με σκοτεινό φως», προφητεύει από την αρχή ο νοητικά καθυστερημένος Ορέστης, ο αδερφός του Άγι. Κι αυτό το φως δείχνει τον δρόμο της εξαπάτησης, της λαχτάραςγια εξουσία, του θανάτου αλλά και το δρόμο της ελευθερίας.


KΡΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ /// ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΝΕΡΟ του Νικόλα Πουλιέζε

 


Τίτλος: Σκοτεινό νερό

Συγγραφέας: Νικόλα Πουλιέζε

Μετάφραση: Ευαγγελία Γιάννου

Εκδ. Loggia Αθήνα 2020

Σελ. 186


Γράφει ο Χρυσόστομος Μπομπαρίδης


Η φυσική καταστροφή ως πηγή έμπνευσης



Σε ποιο βαθμό ακραία φυσικά φαινόμενα επηρεάζουν την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου; Η απάντηση είναι βαθύτατα υποκειμενική. Είναι βέβαιο πως οι αντιδράσεις ποικίλουν ανάλογα με τον χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου. Μπροστά στη δύναμη της φύσης ο φόβος που πηγάζει στην αδυναμία εκδηλώνεται είτε μέσω καταγγελιών για την ανυπαρξία και την έλλειψη διορατικότητας των κρατούντων είτε βουβά μετατρέπεται σε πόνος λόγω της απώλειας μιας ζωής. Σε όσους δεν υφίστανται άμεσα τις επιπτώσεις μιας φυσικής καταστροφής, κυριαρχεί μια αίσθηση ενδόμυχη, κρυφή που παραπέμπει στο Αριστοτελικό Έλεος και Δέος, προϋποθέσεις της Κάθαρσης της Τραγικής Ποίησης. Απλούστερα συμπονούν τα θύματα, φοβούνται από τη δυναμική της καταστροφής και αισθάνονται ανακουφισμένοι που δεν υπήρξαν θύματα της.
Οι παραπάνω σκέψεις χαρακτηρίζουν το πρόσωπο του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος του Νικόλα Πουλιέζε, Σκοτεινό Νερό. Με αφορμή μια νεροποντή διάρκειας τεσσάρων ημερών στην Νάπολι στα τέλη της δεκαετίας του 60, ο συγγραφέας προσφέρει ένα ιδιότυπο κολάζ μικρών ιστοριών με θέμα τις επιπτώσεις της. Η δράση κινείται από τους τόπους των καταστροφών, τις αντιδράσεις του κρατικού μηχανισμού και ολοκληρώνεται στη συνειδητοποίηση της ανθρώπινης αδυναμίας και μηδενικότητας. Ο συνεκτικός κρίκος που μετατρέπει τις σύντομες ιστορίες σε ένα ιδιότυπο και ξεχωριστό μυθιστόρημα είναι ο Κάρλο Αντρεόλι, δημοσιογράφος, ο κεντρικός ήρωας. Ο ιδιότυπος χαρακτήρας του μυθιστορήματος έγκειται στο γεγονός πως ο Κάρλο Αντρεόλι δεν διαμορφώνει ούτε συμμετέχει ενεργά στις εξελίξεις αλλά τις παρακολουθεί όπως όλοι οι Ναπολιτάνοι. Η παρουσία του κυμαίνεται από την παθητικότητα γεμάτη από ένα πνεύμα στωικότητας σε μια καταγραφή σκηνών με έντονη συναισθηματική φόρτιση και ενεργητική προσέγγιση προς βοήθεια. Την ίδια στιγμή το μυθιστόρημα διανθίζεται από μια διάθεση κριτική, βαθύτατα ειρωνική, απέναντι σε κάθε είδους μεγαλοστομία ιθυνόντων στην οποία δεν λείπει και μια μεταφυσικού χαρακτήρα οπτική. Χαρακτηριστικά, ο ήχος των   απόκοσμων φωνών και οι παιδικές κούκλες στο εμβληματικό μνημείο της πόλης, το Μάσκιο Αντζοΐνο προσφέρει την ευκαιρία στο συγγραφέα να αποτυπώσει την ουσιαστική ανεπάρκεια των αρχών. Ως εκφραστικό μέσο χρησιμοποιεί με λεπτή ειρωνεία την κλισέ ειδησεογραφική  φρασεολογία. Στο «Σκοτεινό Νερό» το λεπτό αυτό πέρασμα από την φαιδρότητα στη δεισιδαιμονία με προεκτάσεις Αποκάλυψης πραγματοποιείται γρήγορα άμεσα και επηρεάζεται από τις εξωτερικές εξελίξεις. Η συγκεκριμένη ταχύτητα συνιστά και μια εκ των αρετών του βιβλίου.
Ο Πουλιέζε, υιοθετημένο παιδί της Νάπολι, κατορθώνει να αποτυπώσει την αντιφατική ιδιαιτερότητα της ψυχής αυτής της πόλης, όπου το μεγαλείο και η μιζέρια συνυπάρχουν. Κατορθώνει και αναδεικνύει την εντονότερη εκδήλωση της, όταν η φύση εκδικείται τις θνητές παραλείψεις και αδυναμίες. Στη συγκεκριμένη συγγραφική αρετή θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως οι λόγοι που το συγκεκριμένο μυθιστόρημα παρά την μια έκδοση μετατράπηκε σε αστικό μύθο. Εκεί συνεπώς οφείλεται η σύγχρονη «δεύτερη ζωή» του σε Ιταλία και εξωτερικό. Η ιδιαίτερα καλαίσθητη μέσα από την λιτότητα της Ελληνικής έκδοσης συνηγορεί στην εξοικείωση του αναγνωστικού κοινού της χώρας με το ξεχωριστό αυτό μυθιστόρημα. Ιδιαιτέρως όταν νωπές είναι οι εικόνες φυσικών καταστροφών που έπληξαν την Ελλάδα.