Translate

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

TO ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΕΓΙΝΕ ΣΚΙΑ

Αποσπάσματα από τη νουβέλα της Ασημίνας Ξηρογιάννη

σελ 34-35

[...]Τελευταία η επικοινωνία μας έχει χαθεί.Δεν κοιταζόμαστε στα μάτια...Μετρημένα τα φιλιά και τα αγγίγματα...Περιορισμένες οι βόλτες στη θάλασσα...Τη φωνή του έχω καιρό να την ακούσω.Παίρνω συχνά τη μικρή και φεύγω για να του αφήνω χώρο.Ξέρω πως κάτι απασχολεί το μυαλό του...΄Εχει σκοτεινιάσει παράξενα το βλέμμα του...Φοβάμαι πως κάποια άλλη γυναίκα έχει αρχίσει να τον συγκινεί...Τον έρωτα στα πρώτα του σκιρτήματα δεν μπορείς να τον νικήσεις.Φέρνει τα πάνω κάτω απότομα και αποφασιστικά.Οι καθημερινές απουσίες μας φαίνεται ότι τον βολεύουν...ή και τον ανακουφίζουν,ίσως...Κάποιες φορές που συναντιόμαστε μου χαιδεύει το μάγουλο με συγκατάβαση,γελάει κουρασμένα κι είναι σαν να μου λέει<ευχαριστώ που είσαι διακριτική!΄Ολα περνάνε...>΄Ωρες βυθισμένος στον εαυτό του, σε σκέψεις μυστικές ,δεν μου αφήνει περιθώρια για διάλογο.Σέβομαι τούτες τις ώρες.Μού΄χει μάθει να σέβομαι τις επιθυμίες του ,όσο εγωιστικό κι αν είναι.Πνίγω μέσα μου λέξεις,απορίες,παίζω σκληρό παιχνίδι με τα νεύρα και τις αντοχές μου.Κατά καιρούς αφαιρείται,συνήθως όταν τον απασχολεί η νέα παράσταση.Πρόκειται για δημιουργική απομόνωση.΄Ομως τώρα δεν είναι το ίδιο,το αισθάνομαι...Ο νους μου πάει στο κακό,μια αλλιώτικη θλίψη που δεν θα ταίριαζε με ένα νέο έρωτα...Όχι,όχι...
Τα μαθήματα με την Ιφιγένεια συνεχίζονται σ΄αμείωτους ρυθμούς.Η κορούλα μου είναι ξετρελαμένη.Το γεγονός αυτό είναι το μόνο που μου δίνει χαρά και με καθησυχάζει κάπως,αλλά μονάχα παροδικά.Ο δαίμων της ανησυχίας έχει χτίσει φωλιά μέσα μου και τα βράδυα δεν μ΄αφήνει να κλείσω μάτι.Τριγυρίζω σα σκιά στο μισοφωτισμένο μας σπίτι,διαβάζω λίγο,γράφω λίγο,μέχρι να νυστάξω.Μια δυο φορές είδα τον ΄Αγγελο καθισμένο στο σαλόνι πλάι στο τζάκι ,να περιστοχάζεται με βλέμμα απλανές.Δεν του μίλησα.Βλέποντάς τον να φέρνει το ποτό στο στόμα του είπα να πάω να πιω και εγώ μαζί του.Το είχα ανάγκη.Είχα ανάγκη τη συντροφιά του,την αγκαλιά του.Μου΄χε πραγματικά λέιψει...Ζούσε στο σπίτι μας,μα ήταν απών.Δεν τον διέκοψα.Τον άφησα στη μοναξιά του.Τώρα έχω τύψεις...και γι΄αυτό.


***
σελ:56-57

Μια μέρα ,στα ξαφνικά,μια ιδέα αστραπή μ΄εβαλε σε κίνηση.Πήρα την οικογενειακή μας κάμερα και εισέβαλα στο μικρό studio του Άγγελου στα Εξάρχεια.Εκείνος αρχικά,ήταν τόσο απορροφημένος με την μικρή μπαλαρινούλα του που δεν με αντιλήφθηκε διόλου.Μα δεν πειράχτηκα,ήταν αναμενόμενο.Βρήκα ευκαιρία να <κλέψω> λίγες ευτυχισμένες στιγμές του,ν΄απαθανατίσω στιγμές πάθους.΄Ημουν περήφανη για το εύρημά μου,ένιωθα ανακούφιση και ψυχική ανάταση,συναισθήματα σχεδόν ξεχασμένα από καιρό.΄Ηταν ίσως οι τελευταίες στιγμές του Αγγελου όπως τον γνώριζα και με γοήτευε.Η μικρή κρεμόταν από τα χείλη του,με στωικότητα επαναλάμβανε τις ασκήσεις και ,με εμπιστοσύνη στον γλυκό της δάσκαλο,επεδείκνυε μια απίστευτη αυτοσυγκέντρωση.Ως θεατής,εξωτερικός παρατηρητής,είδα μια κοινή σύνδεση ανάμεσά τους.Ο μεταξύ τους κρίκος τελικά δεν ήμουν εγώ,αλλά ό χορός.Το συναίσθημα της ζήλιας άρχισε να ξυπνά μέσα μου,αλλά στάθηκα ανόητη,αναφορικά με ό,τι ακολούθησε και μας απέδειξε μικρούς.
Κάποια ανύποπτη στιγμή το βλέμμα του Άγγελου καρφώθηκε πάνω μου.Διασταυρώθηκε με τη δική μου ανίσχυρη ματιά,στάθηκε διφορούμενο,αποφάνθηκε αθωότητα και σιωπηλή συγκατάβαση.Το παιδί έτρεξε και με φίλησε.
-Κοίτα,μανούλα,κοίτα!
Έκανε μια κομψή πιρουετίτσα.Τη χειροκρότησα και η καρδιά μου ξεχείλιζε από περηφάνια.Επεξεργαζόμουν τα δύο λαμπερά πλάσματα και αισθανόμουν ότι πρόδιδα εκείνο που είχα πονέσει για να το φέρω στο φως.Το αδικούσα.Ο έρωτάς μου για τον ΄Αγγελο ήταν πιο δυνατός.' Ημουν αυτάρκης να τον αγαπώ και δεν άντεχα άλλο εκείνο το σκηνικό και την απόμακρη στάση του.Μάζεψα την κάμερα,βγήκα έξω.Πνιγόμουν από τις ίδιες μου τις βασανιστικές σκέψεις.΄Εγινα ένα με το πλήθος,ένας κοινός διαβάτης.Μια λαική μουσική μίλησε μέσα μου:

<Πες μου για δε μ΄αφήνεις με δύο φιλιά να πάρω
άπ΄τα θολά σου μάτια τη μαύρη συννεφιά...>>

***

σελ :66-67

Επιστρέφοντας από τη μικρή μου απόδραση βρέθηκα αντιμέτωπη με ένα φρικτό θέαμα:o Aγγελος σε άθλια κατασταση,μισοξαπλωμένος στο χαλί,μισόγυμνος,πιωμένος,με φευγάτο βλέμμα,μισοχαμογελούσε κι έβριζε,λουσμένος στον ιδρώτα και αναδύοντας μια απαίσια μυρωδιά.<Ξόφλησα,ξόφλησα...> επαναλάμβανε ρυθμικά,βρισκόμενος μάλλον σε παραλήρημα.Βλέποντάς με σταμάτησε λιγάκι,με κοίταξε ευθέως μέσα στα μάτια-σιωπώντας και συλλογιζόμενος-...ώσπου ξαφνικά,με μια αδέξια κίνηση,ρίχνει κάτω το μπουκάλι με τι ουίσκυ και το κάνει κομμάτια.Ναι,είχε πιει...για άλλη μια φορά.Τα γυαλιά,μικρά λεπτα θρύψαλα με φόβησαν.Τον πήρα από το χέρι.
-΄Ελα σήκω...
Σαν παιδί υπάκουσε,κουνώντας το κεφάλι,μα τα μάτια του είχαν πλημμυρίσει δάκρυα.Το βίντεο έπαιζε παλιές καλές παραστάσεις.Αποφασιστικά άρπαξα το τηλεκοντρόλ και το έκλεισα.<Πρέπει να φανώ γενναία>,σκέφτηκα.
<Όλα εντάξει>,του ψιθύρισα στ΄αυτί.
Τον άκουγα να βαριανασαίνει...Λυγμοί και ανάσες είχαν γίνει ένα.<΄Ολα καλά>,επανέλαβα...Με δυσκολία ανεβηκαμε τη γυριστή σκάλα.
Σ΄αυτήν τη περ'ιπτωση,αν δεν ήταν τα περιττά μου κιλά,το σώμα μου δεν θα΄χε αντέξει το φορτίο να <κουβαλήσει> ένα δυνατό καλογυμνασμένο σώμα.
<Λίγο ακόμα...>
Το κορμί του σωριάστηκε βαρύ στα λευκά σεντόνια΄ σε δευτερόλεπτα τον άκουσα να ροχαλίζει.΄Εμεινα και τον κοίταζα ενώ κοιμόταν.Δεν ήταν γαλήνιος ύπνος αυτός,αλλά φουρτουνιασμένος ,αγριεμένος και τρομαγμένος μαζί.΄Ηταν περίεργο,μα δεν έκλαψα.