Ενίοτε υπάρχει μια αυτόματη γραφή, θα έλεγα καλύτερα μια μηχανική καταγραφή στίχων που λες και υπαγορεύονται. Σαν μια αναπόφευκτη και βίαιη εξαγωγή πρώτης ύλης, που μπορεί να δώσει το ποίημα, μπορεί και να μην δώσει τίποτε. Μπορεί να δώσει στίχους ή θραύσματα στίχων, μπορεί και μόνον μια λέξη, που αργότερα θα γίνει ποίημα. Ουσιαστικά το ποίημα εκδηλώνεται ή ακριβέστερα εκδηλώνει την κυοφορία του. Ακόμη κι αν η πρώτη απόπειρα εγγράφεται με ήρεμο και προμελετημένο χέρι, δεν παύει να είναι ή πρώτη, όσο κι αν η τελική βρίσκεται κάποτε σε απόσταση αναπνοής. Γι' αυτό, κι ας με γοήτευε ο υπερρεαλισμός, ίσως κι επειδή οι ζωγραφικές καταβολές μου ανακάλυψαν σε αυτόν ψήγματα μιας ανεξέλεγκτης εικονογραφίας, η αυτόματη γραφή του δεν μου αρκούσε ως λογική τελικού προϊόντος. Μάλλον βρίσκομαι κοντύτερα στη ρήση του Βαλερύ, πώς το ποίημα δεν τελειώνει ποτέ. Η όποια ορμητική καταρροή στίχων στο χαρτί μπορεί να είναι αποτέλεσμα εκλάμψεων, αλλά μπορεί και να είναι αντανακλαστική αντίδραση, ενδεικτική ενός ψυχισμού, όπως ενός άλλου η αντίδραση, στον εκνευρισμό ας πούμε, είναι να γρονθοκοπήσει τον τοίχο.
Νομίζω πως ανακάλυψα την ποίηση, ως αναγνώστης, μέσα από μια κάπως παρωχημένη ρομαντική αντίληψη γι' αυτήν: η ποίηση ως αποκάλυψη του κόσμου, και οι ποιητές ως πρεσβευτές αλήθειας πάνω από τον γκρεμό των μυστηρίων. Αλλά ό,τι σε γοητεύει γίνεται οδηγός σου, και δεν άργησα να διασταυρωθώ με τον ανανεωτή Μπωντλαίρ, που στράγγιξε την παρατήρηση, με τον πυροτεχνουργό Ρεμπώ και, φυσικά, τον Μαλλαρμέ, ο οποίος και παρέδωσε καθαρή την ποίηση στον Βαλερύ. Κάθε ανάγνωση, ακόμη και του ίδιου έργου, είναι και μια διαφορετική γωνία θέασης-πρόσληψης του κειμένου. Κι αν στη ζωή ισχύει το κατά Ρίλκε «μαθαίνω να βλέπω», η τέχνη, ως ο καλύτερος μαθητής της (Όσκαρ Ουάιλντ), συγκατανεύει. Τελικά, ρομαντικότητα είναι δεν παρά η αίσθηση μιας τραυματισμένης ομορφιάς που νοσταλγεί το αύριο της. Μια αίσθηση που ενυπάρχει τόσο σε ένα ποίημα αγγλικού ή γερμανικού ρομαντισμού, όσο στο He wishes for the Clothes of Heaven του Γέητς ή στο La belle dame sans merci του Μοντάλε ή στο Μονόγραμμα του Ελύτη. Όπως λυρικό μπορεί να είναι εξίσου ένα σονέτο του Καβαλκάντι, οι Τρεις αναμνήσεις από τον ουρανό του Ραφαέλ Αλμπέρτι και οι Επιθυμίες του Καβάφη, ασχέτως αν ο παραδοσιακός λυρισμός μεταλλάσσεται ή και γειώνεται, όπως συμβαίνει στον Έλληνα δημιουργό ή στον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό. Και, μια και γίνεται λόγος, περισσότερο από τον Έλιοτ προτιμώ τον Πάουντ, τον Στήβενς, τον κάμμινγκς. Επί τροχάδην και άρα ελλιπώς, διακρίνω επίσης τη δική μας γενιά του '30, τον Καρούζο (επιλεκτικά), τον Παπαδίτσα της πρώτης περιόδου, την πρώτη Δημουλά, τον Ασλάνογλου. Τη μεγάλη ιταλική ποίηση του εικοστού αιώνα ως τον Βαλέριο Μαγκρέλλι. Τον Ζαμπές, παρά τα ελάχιστα μεταφράσματα στη γλώσσα μας, τη διάτρητη γραφή ακριβείας του Τσέλαν. Το Βιβλίο της ανησυχίας του Μπερνάρντο Σοάρες, αλλά και τους υπόλοιπους ετερώνυμους του Πεσσόα [...]
Η ποίηση είναι, πάνω από όλα, μια υψηλή απόλαυση. Στις μέρες μας, βέβαια, σπανιότατα αναζητά κανείς στην ποίηση τη συγκίνηση. Το ρόλο αυτό φαίνεται να τον έχει αναλάβει εξολοκλήρου το μυθιστόρημα, αλλά ένα μυθιστόρημα ως υποκατάστατο τηλεοπτικού σίριαλ. Κανείς δεν διατείνεται ότι η ποίηση μπορεί να έχει την αποδοχή ενός reality, ούτε και αποτελεί επιδίωξή της, αλλά η μοναξιά της είναι πρωτοφανής. Εκδίδεις βιβλίο και είναι σαν να μην συμβαίνει τίποτα, και για σένα, αφότου συνέλθεις όντας δαφνοστεφής, και για τους κριτικούς, που λες και προχωρούν σε ναρκοπέδιο. Οι αναγνώστες φυσικά υπάρχουν, αλλά μοιάζουν αποστασιοποιημένοι ή κρυμμένοι πίσω από κατακτημένα λογοτεχνικά γούστα. Καμιά φορά έχω την αίσθηση πως το εκδοτικό σύστημα δεν είναι παρά μια απέραντη γραφειοκρατία θυρωρών και οι θιασώτες της ποίησης ένα γκέτο μετριότατων παραγωγών κειμένων μέσα στην ούτως ή άλλως απαξίωση του πνευματικού γίγνεσθαι. Ίσως το μοναδικό κοινό της σύγχρονης ποίησης να είναι οι δημιουργοί και μελετητές της, οι οποίοι έχοντας εξασφαλισμένο ένα κάποιο πολιτιστικό status symbol, στρογγυλοκάθονται αναμοχλεύοντας στάσιμα νερά. Πώς τότε να αδικήσεις τους αναγνώστες; Υπάρχουν φυσικά εξαιρέσεις και από την πλευρά της δημιουργίας και από την πλευρά της προώθησης, άνθρωποι που πιστεύουν στη λογοτεχνία. Πίστη: μια λέξη-κλειδί στην μεταμοντέρνα απουσία των πάντων;
Δεν είμαι ούτε θεωρητικός της λογοτεχνίας ούτε δόκιμος δοκιμιογράφος. Με την ανασφάλεια της έκθεσής τους, καταχωρίζω ορισμένες σκέψεις μου γύρω από την ποιητική δημιουργία, όπως την αντιλαμβάνομαι λίγο πριν κλείσω τα είκοσι οχτώ μου χρόνια. Σκέφτομαι πως η σύγχρονη ποίηση, ίσως επειδή εξήντλησε τον όρο δυσνόητη, ίσως επειδή παιδεία πλέον νοείται η προσαρμοστικότητα στις ραγδαίας απήχησης τεχνολογίες επικοινωνίας, έχασε την αμεσότητα της. Έπειτα, όλες αυτές θεωρίες έγιναν τόσο αδηφάγες, που τελικά την κατατρόπωσαν. Όταν η ποίηση ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της ακαδημίας, θυμίζει νύφη που εγκαταλείπει για πάντα το δωμάτιό της προς χάριν του συζυγικού με το διπλό κρεβάτι και τα κομοδίνα. Αυτό είναι και καλό και κακό. Εγώ θα σταθώ σε αυτό που χάνεται, γιατί ποίηση σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι αυτό που χάνεται. Μπορεί πράγματι να μην έχουμε πια τίποτα άλλο, παρά μονάχα την απουσία του Θεού (Τζώρτζ Στάινερ)[5], αλλά ακόμη και σήμερα «στον θεό αρέσουν τα κοριτσάκια και το αύριο και η γη»[6], επειδή έτσι το θέλησε ο κάμμινγκς το 1958, και επειδή η μεγάλη ποίηση κάνει θρύψαλα κάθε προγραμματική δήλωση, κάθε επιτηδευμένη βεβαιότητα. Μέσα από το βίωμα της καθολικής απώλειας, φαίνεται πως η ποίηση θα ξανανιώσει υπερβατικά, αφού ο κόσμος είναι ένα mysterium tremendum, στο βαθμό που τα πράγματα παραμένουν ακαταμέτρητα, ανερμήνευτα. Τι χρώμα έχει η ελπίδα; Πώς αγγίζει η νοσταλγία; Μπορείς να ονειρευτείς μια ποίηση που επιτέλους θα ανακαινίσει τις αισθήσεις; Που θα σε μαθαίνει να βλέπεις, να ακούς, να μυρίζεις, να αγγίζεις; Να διασώζεις το σώμα σου; Αν ναι, αυτός θα είναι ο ρόλος της. Γιατί η ποίηση είναι αποστολή. Έτσι ήταν και έτσι θα είναι.
[1] Το καταγράφω από μνήμης, δεν θυμάμαι τον μεταφραστή.
[2] Όπως παραπάνω.
[3] Alfonso Berardinelli, «Ποίηση: δεν πρόκειται, ακριβώς, για παιδικό σταθμό», μτφρ. Σωτήρης Παστάκας, Ποίηση, τχ. 7, άνοιξη-καλοκαίρι 1996.
[4] Μτφρ. Γιώργος Μπλάνας.
[5] George Steiner, «Πραγματικές παρουσίες», μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Ποίηση, τχ. 17, άνοιξη-καλοκαίρ 2001.
[6] e.e.cummings, 33x3x33, μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, Νεφέλη, Αθήνα 2004.
(Πρώτη δημοσιεύση: «Αφιέρωμα στη Νεότερη Ελληνική Ποίηση», Ποίηση, τχ. 25, άνοιξη-καλοκαίρι 2005, σ.174-178)