Translate

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

ΕΙΡΗΝΗ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ///// Τα καπάκια από τις μπύρες.






 

                                







Ο Ιούλης στο Μπάφι δεν καψάλιζε ποτέ πολύ, γιατί είχε ολόγυρα τότε πρασινάδα και πάμπολλα νερά.  Από κάτι στραβές, χοντρές σωλήνες του δήμου , μπορούσες να ξεδιψάσεις με τόσο μπόλικο και κρυστάλλινο  βουνίσιο νερό , που σου πόναγε απρόσμενα το λαιμό η δύναμή του ,  σαν  να  καιγόσουν  από  το  πάγωμα.
‘Οταν κουραζόμασταν πια από τη βόλτα και είχαμε ιδρώσει, ο πατέρας μου μας έλεγε να κοντοσταθούμε λίγο στο μονοπάτι μέσα στο μικρό δάσος, εκεί που ήταν μια  γερτή κατασκευή  από  όπου   και  ανάβλυζε με χοντρή ροή το νερό,   ερχόμενο   από τα ψηλά  με ορμή και ασταμάτητα.  ’Εσκυβε πρώτος αυτός για να πιει,  και έμοιαζε σαν να απέδιδε τιμές και να προσκυνούσε τον κρουνό. ‘Υστερα, σαν να ακολουθούσε η οικογένεια μια ιεροτελεστία, μας έδειχνε η μάνα μου σε μένα και στον αδελφό μου πώς να δροσιστούμε   και  εμείς  με προσοχή, χωρίς να βρέξουμε τα ρούχα μας από τη φόρα του υγρού.
Τελευταία από όλους δροσιζόταν αυτή, με μικρές και σύντομες πάντα γουλίτσες, μετρημένη   καθώς  είναι σε όλα της, αφού πρώτα οι άλλοι τρεις είχαμε καλά ξεδιψάσει.

Αυτή η στάση – προσκύνημα γινόταν κάθε φορά που μας πηγαίναν οι γονείς μας εκδρομή και περίπατο στο Κρυονέρι. Η εκδρομή μας φαινόταν συναρπαστική μεταξύ άλλων και επειδή για να πάμε μπαίναμε σε πραγματικό τρένο, που το θωρούσαμε σαν γιγαντιαία απομίμηση των παιχνιδιών τρένων μπαταρίας που είχαμε σπίτι , και τρελαινόμαστε να παίζουμε μαζί τους,    επάνω  στην  τάβλα  με τις καρφωμένες ράγες. Εκείνα τα χρόνια, όχι   και τόσο πολύ μακρινά, δεν ήταν απαραίτητο όλες οι οικογένειες να έχουν αυτοκίνητο, έτσι  κι εμείς που δεν είχαμε, ήταν φυσιολογικό.
Μετά το περπάτημα και το ξεδίψασμα, καταλήγαμε σταθερά σε μια τοπική ταβέρνα. Παραδίπλα   είχε  και  μια   υποτυπώδη παιδική χαρά, από αυτές με τις δυο σανίδες με σκουριασμένες αλυσίδες που περνάγανε   παινεσιάρικα  για κούνιες, και μια εντελώς φαγωμένη από τη λύσσα του χρόνου τσουλήθρα,  με  τσίγκινες  ακίδες,  που εύκολα μπορούσε να σου ξεσκίσει τα πόδια. Αλλά για μας, έξη και επτά χρόνων τότε, η τσουλήθρα ήταν όμορφη, το ίδιο και οι  πρόχειρες  κούνιες.

Καθόμασταν λοιπόν να φάμε, εκεί στην ταβέρνα, και ο πατέρας , μερακλής   πάντα στο καλό φαγητό, παράγγελνε πολλά πιάτα και ορεκτικά.  Μέχρι να έρθουν οι παραγγελίες, καθόμουν χάμω , στο έδαφος με τα χαλίκια, πράγμα που πάντα εκνεύριζε πολύ την μητέρα μου.  ’Εχωνα τα χέρια μου μέσα στο παχύ στρώμα χαλικιού, και γδερνόντουσαν οι μικρές παλάμες μου, γδερνόντουσαν και τα εξάχρονα, αμάθητα ποδαράκια μου με τα αγύμναστα μαλακά,  βελουτέ  γόνατα του παιδιού της πόλης. ‘Ασπρες γινόντουσαν  εν  τέλει  οι παλάμες μου από το χαλίκι, και εξοργισμένη μου καθάριζε τα χέρια η μάνα μου μετά, με βρεγμένη χαρτοπετσέτα.

Αλλά εγώ είχα το θησαυρό μου. ‘Εψαχνα να βρω όλο και περισσότερα καπάκια μπύρας. Τρελαινόμουν για τα καπάκια από τις μπύρες. Μα πόσα πολλά ήτανε,  τα  άτιμα.  Πολύχρωμα, εκατοντάδες από αυτά, από όλες τις μάρκες μπύρας που υπήρχαν τότε .  Βγαλμένα, καρατομημένα από τα γυάλινα μπουκάλια με τις ζωηρές ετικέτες. Οι σερβιτόροι   άνοιγαν  τις μπύρες με άψογη επιδεξιότητα και τεχνική, με το ένα χέρι, ισορροπώντας τες ευέλικτα στο   ένα πόδι τους,  ενώ  με  το  άλλο χέρι  κρατούσαν δίσκο  και  με  το  άλλο  πόδι  στηριζόντουσαν,  και σε όλη την ατμόσφαιρα ακουγόταν διαρκώς ένα ‘πλοπ’ – ‘πλοπ’ -’πλοπ’.  Και γέμιζε το έδαφος κάτω καπάκια πολλά.  ’Αλλα λιωμένα, πατημένα από καιρό και ισοπεδωμένα, ένα  με  το  τσιμέντο,  σα σφραγιδούλες να  έχουν  γίνει.  ’Αλλα όμως φρέσκα, με τα δαντελένια δοντάκια τους  σαν γιρλάντα, ανώτερα   σε  αξία   κι από νομίσματα πειρατών. Και εγώ να τα μαζεύω, να τα χώνω το ένα μέσα στο άλλο,να φτιάχνω μασούρια, να τα μετράω,να νιώθω τόσο πλούσια σε χρήματα όσο δεν ένιωσα έκτοτε ποτέ στη ζωή μου. ‘Ηταν ο θησαυρός μου, και ήταν τόσο εύκολο, τόσο καθαρό, και ήταν μόνο για κάποιες Κυριακές.
Μια τέτοια Κυριακή, έφτιαχνα τα μασούρια μου, χωμένη κάτω από το τραπέζι, βλέποντας μόνο τα πόδια της μάνας μου, του πατέρα μου, του αδελφού μου, και των σερβιτόρων που πηγαινοέρχονταν γοργά. ‘Ακουγα και το μουρμουρητό από τις κουβέντες των υπολοίπων θαμώνων, από τις παραγγελίες και τις οδηγίες των γκαρσονιών για την κουζίνα, και τα τσιριχτά γέλια άλλων παιδιών στις κούνιες. Το φαί μας το είχαμε τελειώσει. Ως συνήθως, ο μπαμπάς θα μας έβαζε μετά αινίγματα και λογοπαίγνια, όπως για το φίδι που είναι ‘όφις’ στην καθαρεύουσα και ‘όφφις’ στα αγγλικά….
Κάποια στιγμή, απότομα, ενώ μετρούσα ‘νομίσματα’, η φασαρία ολόγυρα μειώθηκε πολύ.
Σαν να μείνανε από οξυγόνο και ανάσα οι πάντες.
Βγήκα από κάτω από το τραπέζι, ορθώθηκα, ίσιωσα τη φουστίτσα μου και κοίταξα να δω τί γίνεται. Τους είδα όλους να κοιτάνε προς το δρόμο που περνούσε μπρος από την ταβέρνα. ‘Αλλοι να κοιτάνε ευθεία όπως κάθονταν, και άλλοι να έχουν γυρίσει τον κορμό τους προς τα κει. Από κάπου μακρύτερα σαν να άκουγα μια καμπάνα να χτυπάει που και που, και ο ήχος της συνέπεσε με τον ήχο από το συριγμό των φρένων του τρένου που ερχόταν στο σταθμό ,και  από  το   φαλαινίσιο  ξεφούσκωμα του φουγάρου του.

Μια ομάδα ανθρώπων έρχονταν από το δρόμο προς εμάς. ‘Ητανε σιωπηλοί και με κατεβασμένα πρόσωπα. Οι πελάτες της ταβέρνας κοίταγαν την πομπή αμίλητοι για μερικά λεπτά ενώ οι περιπατητές δεν κοίταγαν πουθενά, απλά προχωράγανε. Μετά περάσανε από μπροστά μας. Είδα κάτι μεγάλα στρογγυλά πρωτομαγιάτικα στεφάνια ,   με  άρπες  σημαιούλες  μακρουλές,   και  γράμμτα  επάνω, να τα κρατάνε ψηλά με κάτι ξύλα, και   γυναίκες  με  μαύρα  να  προχωράνε  αγκαζέ,  και  άντρες  με  κοντομάνικα  άσπρα  πουκάμισα και  μαύρα  παντελόνια,  ιδρωμένοι   στο  στέρνο, χωρίς  γραβάτες.

Η πορεία παρέμενε αθόρυβη, μόνο κάτι γυναίκες που μου φαίνονταν γιαγιάδες ,πίσω από ένα ξύλινο κουτί που κάποιοι το κουβαλάγανε στα χέρια, κλαίγανε. Μερικοί θαμώνες   στην  ταβέρνα κάναν το σταυρό τους χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί, και δεν ήξερα αν έπρεπε να τον κάνω και γω.
Γύρισα προς τη μαμά μου, και, μέσα στη σχεδόν σιωπή, είπα δυνατά : “γιατί κλαίνε;”
Αλλά δεν πήρα απάντηση. Μόνο ο αδελφός μου, που ήταν επτά χρόνων αλλά τόσο σοβαρός, που έμοιαζε πιο πολύ με νάνο σαραντάχρονο, παρά για επτάχρονο, είχε πλέξει τα χέρια του μπροστά του,   είχε  κατεβάσει  το  κεφάλι,   και γύρισε θυμωμένα προς εμένα και μου είπε : “Σσσσσσ!!…σκάσε!!”

Ξανακοίταξα προς την ομάδα ντροπιασμένη, και συνάμα ένιωσα μια μελαγχολία να βαραίνει τα παιδικά σπλάχνα μου, αλλά δεν ήμουν σίγουρη γιατί. ‘Ηθελα να σκύψω και να κρυφτώ πάλι κάτω από το τραπέζι.
Η πορεία τώρα είχε προσπεράσει εμάς και σε λίγα λεπτά χάθηκαν στην καμπή του δρόμου.
Οι παρέες και οι οικογένειες γύρισαν πολύ γρήγορα στο φαί τους και το μουρμουρητό από τις κουβέντες και ο μεταλλικός θόρυβος από τα μαχαιροπήρουνα ξανάρχισε.

“Τί στεφάνια ήταν αυτά μαμά;”…..ρώτησα, αλλά πάλι δεν πήρα απάντηση. Μου σκούπισε τα χέρια με τη βρεγμένη χαρτοπετσέτα, και επέστρεψα στο φαγητό μου, που είχε κρυώσει.
Προς το παρόν,   η  θλίψη  είχε  περάσει απλά ξυστά από μπρος μας, και είχε χαθεί στη στροφή του δρόμου.