Translate

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

NOTATIONES(Φεβρουάριος 2013)///XAΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ///ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Το μυστικό των ποιητών


Ρώτα όποιον ποιητή θες και θα σ’ τ’ ομολογήσει:
ορισμένα ποιήματα γράφονται μόνο και μόνο
για να χρησιμοποιήσει ο ποιητής μια συγκεκριμένη λέξη.

Σελίδες ολόκληρες έχουν γραφτεί – το ξέρω –
για μια συγκεκριμένη λέξη: Σεμίραμις, κουκούτσι,
Λίβανος, ανεμιστήρας, μουνάκι, αντικαταβολή,
πυρετώδης, σέρτικα, ανανήφω, εννιά και τέταρτο,
μαντολίνο, φέιγ βολάν, ρημάδι, ευλογητός, σεβντάς,
ροδόνερο, τερέβινθος, δισάκι, λείπεις, Βεατρίκη.

Άλλα ποιήματα βέβαια γράφονται
για εντελώς άλλους λόγους, ανεξιχνίαστους.



***

Αυτούς τους ποιητές σκέφτομαι
Τους ποιητές σκέφτομαι απόψε που φύσηξε λιγάκι
τ’ αεράκι και βγήκα στη δροσιά να περπατήσω,

όχι τους μεγάλους και τους γνωστούς,
που τους ξέρουν όλοι με το επίθετο
και την ημερομηνία της γέννησής τους
ούτε τους άσημους και ξεχασμένους,
τον Αναστάσιο Δρίβα φερ’ ειπείν ή τον Δημήτριο Κόρσο,
που τ’ όνομά τους το θυμούνται πέντε-έξι μελετητές
και άλλοι δέκα αναγνώστες (ή το αντίθετο),

τους άλλους σκέφτομαι εγώ, εκείνους
που στα σχολικά βιβλία της λογοτεχνίας
βρίσκονται ένα-δυο ποιήματά τους,
μα μένουν πάντα εκτός της διδακτέας ύλης
(εξήντα-εβδομήντα κείμενα μες στο βιβλίο,
πόσα να προλάβει να διδάξει ο διδάσκων;)

και ευκαιρία τους μοναδική να διαβάσει κάποιος
δύο στίχους τους είναι οι μέρες των εξετάσεων,
τότε που, όσο γράφουνε οι μαθητές,
βαριούνται οι δάσκαλοι που τους επιτηρούν
και πιάνουνε να ξεφυλλίσουνε κάνα βιβλίο
απ’ τα παρατημένα πάνω στα θρανία,

μα, εδώ που τα λέμε, ποιος κάθεται πρωινιάτικα
να διαβάσει ποιήματα ενός Βαφόπουλου ή μιας Ζωής Καρέλλη;
Καλύτερα κάνα διήγημα ή, ακόμα καλύτερα,
τη γεωγραφία της β΄ γυμνασίου, που μαθαίνεις και κάτι.

Αυτούς τους ποιητές σκέφτομαι.


***

If winter comes…

Το δέντρο μας των Χριστουγέννων
με τις χρυσές του μπάλες και τ’ αστέρι στην κορφή
γέμισε άξαφνα πουλιά δεκάδες,

αληθινά πουλιά,
που τιτιβίζανε -σταματημό δεν είχαν-
και τινάζαν τα φτερά τους, σκορπώντας
πούπουλα και χνούδια γύρω-γύρω

κι ένα αεράκι που φύσηξε, μία στιγμή, από την πόρτα
σκόρπισε σ’ όλο το σπίτι
άρωμα ξύλου και ρετσίνης, που λέω:

«αν ήρθαν τα Χριστούγεννα και πέρασαν,
μπορεί η άνοιξη να είναι μακριά;» 


Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

ΝΟΤΑΤΙΟΝΕS(Φεβρουάριος 2013)//ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

Αγαπητοί φίλοι, το varelaki ανοίγει μια νέα σελίδα ,η οποία θα αφορά μια ανθολογία σε εξέλιξη με θέμα <ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ>.Συλλέγουμε ποιήματα που έχουν ως θεματική τους το θέατρο,τη μάσκα,το δράμα,τη δραματουργία ή αναφέρονται σε θεατρικά έργα και δημιουργούς,καθώς και  άλλα  που σχετίζονται  γενικά με τη θεατρική διαδικασία και  το γίγνεσθαι της τέχνης του θεάτρου.Ακόμα θα συμπεριληφθούν  ποιήματα που ΔΕΝ έχουν μετωπική αναφορά στο θέατρο και σε όσα προαναφέρθηκαν ,αλλά διαθέτουν μια θεατρικότητα στη γραφή τους!Θα υπάρχουν πιθανότατα και σχετικά συνοδευτικά κείμενα.Εχει  συγκεντρωθεί ήδη κάποιο υλικό ,αλλά η αναζήτηση συνεχίζεται  με σθένος.Οπότε η σελίδα θα εμπλουτίζεται  με νέο υλικό σε βάθος χρόνου.Θα περιλαμβάνει ποιήματα  ελλήνων και ξένων δημιουργών,παλαιότερων,κλασικών,συγχρόνων .Επειδή αγαπάμε και τις δύο τέχνες,διερευνούμε  τον έντεχνο συσχετισμό τους,το <πάντρεμά> τους ,μέσα  στα πλαίσια της ποιητικής διαδικασίας.Η συλλογή του υλικού  δεν είναι πάντα εύκολη διαδικασία.Αντίθετα ,είναι σκληρή και χρονοβόρα,αλλά πιστεύουμε ότι αξίζει τον κόπο. 





Επιμέλεια :Aσημίνα Ξηρογιάννη
                  Θεατρολόγος -Συγγραφέας


*********


Κ.Π.ΚΑΦΑΒΗΣ


ΣΤΟ   ΘΕΑΤΡΟ


Βαρέθηκα να βλέπω την σκηνή,
και σήκωσα τα μάτια μου στα θεωρεία.
Και μέσα σ΄ενα θεωρείο είδα σένα
με την παράξενη εμορφιά σου και τα διεφθαρμένα νιάτα.
Κι αμέσως γύρισαν στο νου μου πίσω
όσα με είπανε το απόγευμα για σένα,
κι η σκέψις και το σώμα μου συγκινηθήκαν.
Κι ενώ κοίταζα γοητευμένος
την κουρασμένη σου εμορφιά,τα κουρασμένα νιάτα,
το ντύσιμό σου το εκλεκτικό,
σε φανταζόμουν και σε εικόνιζα,
καθώς με είπανε το απόγευμα για σένα.

[Α55,1904]

Κρυμμένα ποιήματα[1877;-1923],
φιλολογική επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδη,Εκδόσεις ΄Ικαρος.


ΘΕΑΤΡΟΝ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ(400μ.χ)

Πολίτου εντίμου υιός-προ πάντων ,ευειδής
έφηβος του θεάτρου ,ποικίλος αρεστός,
ενίοτε συνθέτω εν γλώσσα ελληνική
λίαν ευτόλμους στίχους,που τους κυκλοφορώ
πολύ κρυφά,εννοείται-θεοί!να μην τους δουν
οι τα φαιά φορούντες,περί ηθικής λαλούντες-
στίχους της ηδονής της εκλεκτής,που πιαίνει
προς άγονην αγάπη κι αποδοκιμασμένη.


ΘΕΑΤΗΣ ΔΥΣΑΡΕΣΤΗΜΕΝΟΣ

<Απέρχομαι,απέρχομαι.Μη κράτει με.
  της αηδίας και ανίας είμαι θύμα>.
<Πλην μειν΄ολίγον χάριν του Μενάνδρου.Κρίμα τόσον να στερηθείς>.
<Υβρίζεις,άτιμε.

>Μένανδρος είναι ταύτα τα λογίδια,
άξεστοι στίχοι και παιδαριώδες ρήμα;
 ΄Αφες ν΄απέλθω του θεάτρου παραχρήμα
  και λυτρωθείς να στρέψω εις τα ίδια.

>Της Ρώμης ο αήρ σ΄έφθειρεν εντελώς.
 Αντί να κατακρίνεις επαινείς δειλώς
  κι επευφημείς τον βάρβαρον-πώς λέγεται;

>Γαβρέντιος,Τερέντιος;-όστις απλώς
  δια Λατίνων ατελλάνας ων καλός,
  την δόξαν του Μενάνδρου μας ορέγεται>.


      NEOI THΣ ΣΙΔΩΝΟΣ(400 Μ.Χ.)

  Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
  απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.

  Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω
  κι είχε μια ελαφρά αυωδία ανθέων
  που ενώνονταν με τα μυρωδικά
  των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

  Διαβάστηκαν  Μελέαγρος και Κριναγόρας και Ριανός.
  Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
  <<Αισχύλος Ευφορίωνος  Αθηναίον τόδε κεύθει->>
  (τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
  το <<αλκήν δ΄ευδόκιμον>>,το <<Μαραθώνιον άλσος>>),
 πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
  φανατικό για γράμματα και φώναξε.

  <<Α δεν μ΄αρέσει το τετράστιχον αυτό.
   Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν σαν λιποψυχίες.
   Δώσε-κηρύττω-στο έργον σου  όλην την δύναμί σου,
   όλην την μέριμνα,και πάλι το έργον σου θυμήσου
   μές στη δοκιμασίαν,ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
   Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
   Κι όχι άπ΄ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
   της Τραγωδίας  τον Λόγο τον  λαμπρό_-
   τί Αγαμέμνονα,τί Προμηθέα θαυμαστό,
   τί Ορέστου,τί Κασσάνδρας παρουσίες,
   τί Επτά επί Θήβας-και για μνήμη σου να βάλεις
   μ ό ν ο που μες στων ουρανών τες τάξεις,τον σωρό
   πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη.>>

 

Ο Oιδίπους

Εγράφη έπειτα από ανάγνωσιν περιγραφής της ζωγραφιάς


«Ο Οιδίπους και η Σφιγξ» του Γουστάβου Μορώ.)

 



Επάνω του η Σφιγξ είναι πεσμένη

με δόντια και με νύχια τεντωμένα

και μ’ όλην της ζωής την αγριάδα.

Ο Οιδίπους έπεσε στην πρώτη ορμή της,

τον τρόμαξεν η πρώτη εμφάνισή της —

τέτοια μορφή και τέτοιαν ομιλία

δεν είχε φαντασθή ποτέ έως τότε.

Μα μ’ όλο που ακκουμπά τα δυο του πόδια

το τέρας στου Οιδίποδος το στήθος,

συνήλθε εκείνος γρήγορα — και διόλου

τώρα δεν την φοβάται πια, γιατί έχει

την λύσιν έτοιμη και θα νικήση.

Κι’ όμως δεν χαίρεται γι’ αυτήν την νίκη.

Το βλέμμα του μελαγχολία γεμάτο

την Σφίγγα δεν κυττάζει, βλέπει πέρα

τον δρόμο τον στενό που πάει στας Θήβας,

και που στον Κολωνό θ’ αποτελειώση.

Και καθαρά προαισθάνεται η ψυχή του

που η Σφιγξ εκεί θα τον μιλήση πάλι

με δυσκολώτερα και πιο μεγάλα

αινίγματα που απάντησι δεν έχουν.

(Πηγή: Κ. Π. Καβάφης, Άπαντα ποιητικά, εκδ. ύψιλον/βιβλία)

Aκολουθεί ένα ακόμα ποίημα που Καβάφη που χαρακτηρίζεται από μεγάλη θεατρικότητα:



«Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον»

Σάν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεί
ἀόρατος θίασος νά περνᾶ
μέ μουσικές ἐξαίσιες, μέ φωνές –
τήν τύχη σου πού ἐνδίδει πιά, τά ἔργα σου
πού ἀπέτυχαν, τά σχέδια τῆς ζωῆς σου
πού βγῆκαν ὅλα πλάνες, μή ἀνωφέλετα θρηνήσεις.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού φεύγει.
Προ πάντων νά μή γελασθεῖς, μήν πεῖς πως ἦταν
ἕνα ὄνειρο, πώς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου∙
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μήν καταδεχθεῖς.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
σάν που ταιριάζει σε πού ἀξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά πρός τό παράθυρο,
κι ἄκουσε μέ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι
με τῶν δειλῶν τά παρακάλια και παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τούς ἤχους,
τά ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού χάνεις.




[1911]


Γιώργος Σεφέρης

Θεατρίνοι, Μ. Α.

Στήνουμε θέατρα καὶ τὰ χαλνοῦμε
ὅπου σταθοῦμε κι ὅπου βρεθοῦμε
στήνουμε θέατρα καὶ σκηνικά,
ὅμως ἡ μοίρα μας πάντα νικᾶ.
Καὶ τὰ σαρώνει καὶ μᾶς σαρώνει
καὶ τοὺς θεατρίνους καὶ τὸ θεατρώνη
ὑποβολέα καὶ μουσικοὺς
στοὺς πέντε ἀνέμους τοὺς βιαστικούς.
Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες αἰσθήματα, πέπλα στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι καὶ κραυγὲς
κι ἐπιφωνήματα καὶ χαραυγὲς
ριγμένα ἀνάκατα μαζὶ μ᾿ ἐμᾶς
(πές μου ποῦ πᾶμε; πές μου ποῦ πᾶς;)
Πάνω ἀπ᾿ τὸ δέρμα μας γυμνὰ τὰ νεῦρα
σὰν τὶς λουρίδες ὀνάγρου ἢ ζέβρα
γυμνὰ κι ἀνάερα, στεγνὰ στὴν κάψα
(πότε μᾶς γέννησαν; πότε μᾶς θάψαν!)
Καὶ τεντωμένα σὰν τὶς χορδὲς
μιᾶς λύρας ποὺ ὁλοένα βουίζει. Δὲς
καὶ τὴν καρδιά μας ἕνα σφουγγάρι,
στὸ δρόμο σέρνεται καὶ στὸ παζάρι
πίνοντας τὸ αἷμα καὶ τὴ χολὴ
καὶ τοῦ τετράρχη καὶ τοῦ ληστῆ.



*************



Λάμπρος Πορφύρας




ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ


Δεν ξέρω πως να σου το πω.Μα ο δρόμος χθες το βράδυ
μες στη σταχτιά τη συννεφιά σα θέατρο είχε γίνει΄
μόλις φαινόταν η σκηνή στ΄ανάριο το σκοτάδι
και σα σκηνές φαινότανε μακριά μου οι θεατρίνοι.




Τα σπίτια πέρα,κι οι αυλές και τα κλωνάρια αντάμα
έλεγες κι ήταν σκηνικά παλιά κια ξεβαμμένα,
κι εκείνοι εβγαίναν κι έπαιζαν τ΄αλλόκοτό τους δρόμα
κι άκουγες βόγγους κι άκουγες και γέλια ευτυχισμένα.




Εγώ δεν ξέρω.Εβγαίνανε κι εσμίγαν κι επαγαίναν,
κι ήταν μια παρασταση και θλιβερή κι ωραία,
κι εβγαινε- θε μου!κι η νυχτιά ,καθώς επαρασταίναν
έβγαινε-θέ μου !κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία.



                        Ποιητική ανθολογία,Εκδόσεις Πάπυρος

***********
********




ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ 







 Ποίηση υπό μορφή (θεατρικού) μονολόγου




Η σονάτα του σεληνόφωτος

(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.)
Aφησέ με να 'ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου.
Οταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.
Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ώς εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι αϋλη,
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του.
Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου.
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου.
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία -
λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
- μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα
δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει
ή να κρατήσει ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου
είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς
με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε
οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.
Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64 -
κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια - κακή συνήθεια) - 32, 64 -
κ' οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σου 'λεγα για την πολυθρόνα -
ξεκοιλιασμένη - φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα -
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση - τι να πρωτοδιορθώσεις; -
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ' το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ' τη βροχή ή το φεγγάρι.
Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου.
Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ' Αϊ Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
απ' το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ' το φεγγάρι
που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων -
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ' τ' αδηφάγα μάτια των αντρών
κι απ' τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα 'βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα 'βλεπα)
- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,
σου φθάνει ο θαυμασμός σου, -
θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ' έξω κι από μέσα,
άλλος δε μου 'μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. -
Οχι, δε φτάνει.
Αφησέ με να 'ρθω μαζί σου.



Γιάννης Ρίτσος, Η σονάτα του σεληνόφωτος, Αθήνα, Κέδρος, 1997





Μάριος  Μαρκίδης 



ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΤΡΕΛΟΥ


                          Καημένε μου Γιόρικ



Κάπως λοξός,ουχ ήττον όμως και δεινός στοχαστής
-έτσι σε εκλαμβάνουν οι σημερινοί αγιογράφοι-
Κλειστός άνθρωπος ο Αμλετ.Πνευματικά ασταθής.
Μιλάει για να ζει και ζει μόνο για να γράφει.



Προνόμια δικά μου καταχράται αυτός ο ποιητής.
Ονειρεύεται,μας λέει,διαρκώς τα όνειρά του
της φθηνής πραγματικότητας δήθεν αρνητής:
Ψέματα.Απλώς παρακμάζει η μπογιά του.

(Βαποράκια,Νεφέλη)


O Oιδίποδας στον Κολωνό

Θέλεις από νοσταλγία,θέλεις από πλήξη θα προτιμήσω
να ξαναπάρω το δρόμο προς τα πίσω.
Ζητιάνος έστω,γύφτος,με τσιμπλιασμένα μάτια
παρά βαπόρι στην αθηναίικη πραμάτεια.


Έγραψα μέτρια,ίσως δυσάρεστα ποιήματα.
Κλείσαμε πάντως τώρα το ταμείο
η Αντιγ'ονη μου θα φροντίσει και τους δύο
-ιδίως πώς θ΄απαντηθούν τα ερωτήματα.

Πολιτική συνείδηση μηδέν,έργο κοινωφελές καθόλου
κουρελιάστηκε στα μήντια το όνομά μου.
Σκανδάλισε τους χρηστούς πολίτες το αμάρτημά μου
"Τί κτήνος γείτονα!Τέρας,φύτρα του διαόλου

Πατροκτόνος ,σου λέω,αιμομίχτης!Καθίκι"
Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω.
-Πίνω τον πρωινό καφέ μου σκέτο
και προτιμώ να νοσηλεύομαι οίκοι .

(Παρά Ταύτα,Νεφέλη)


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ


«Να με φωνάζεις Ισμαήλ», είπε το ελάφι
στον κυνηγό. Ένα δέντρο· και το φως:
μικρά κρυστάλλινα πουλιά στη φυλλωσιά.
Βαθιά στη γη, μαρμάρινες παρθένες
περίμεναν τον πρίγκιπα
ασπάλακα στο υπερώο του Άδη.
Στην εύοσμη καρδιά του πρωινού,
το μυρμήγκι θησαύριζε τον χειμώνα του
κι ο τζίτζικας διάβαζε αρχαίους τραγικούς,
αποστηθίζοντας την ένδοξη πενία του.

Μια δύσκολη σκιά που προσπαθούσε
να κρύψει τα φτερά της στην σκιά της.
Φτερά! Ξυράφια, πες,
που άνοιγαν τις φλέβες των βράχων
να τρέξει ήμερος χαλκός
σαν ψυχή ή άλλο κάτι
αίθριο σε ζωντανό βυθό.
Ο κυνηγός:
«Επειδή άκουγα φωνές μέσα στη νύχτα, από παιδί,
πιστεύω πως ο η θάλασσα ξέρει πώς θα τελειώσουμε
πάνω σ’ αυτήν την πέτρα. Μα δεν μιλάει σ’ αυτούς
που δεν ακούν φωνές μέσα στη νύχτα
κι εγώ είμαι πια ένα δέντρο στην άκρη του γκρεμού:
ερείπιο της σιωπής εκείνου του παιδιού
που άκουγε φωνές μέσα στη νύχτα.
Κι όλο νομίζω πως φυσάει. Ασάλευτα όλα·
κι όμως φυσάει. Σίγουρα: αυτή η ακινησία
είναι ένα ψέμα τέλεια... σκοτωμένο.
Εκτός αν ονειρεύομαι. Μα πάλι
τι όνειρο είναι αυτό που μοιάζει
τόσο εύκαιρα με όνειρο;»
Το ελάφι:
«Μα δεν συμβαίνει τίποτα.
Απλά είναι η ζωή σου».
«Ω, Ισμαήλ,
πάψε· δεν είναι όλα
αφηγήσεις. Υπάρχουν τραύματα, πληγές,
φιλιά, χεριά που τρέμουν σε άλλα χέρια.
Δεν λέγονται όλα, Ισμαήλ.
Ό,τι δεν είπε ο Οδυσσέας, δεν θα το πει
ούτε στον πιο τρελό Ιρλανδό.
Στέκομαι εδώ.
Δεν φεύγω ούτε καν
όταν στο βάθος η βροχή γυμνώνει
τα στήθη της. Δεν σκέφτομαι να φύγω
ούτε καν όταν η νύχτα
με προκαλεί γυμνή μες στο νερό.

NOTATIONES(Φεβρουάριος 2013)//AΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ///ΡΑΝΤΕΒΟΥ//ΔΙΗΓΗΜΑ




Ειχε φτάσει πρώτος και περίμενε.Το μπαρ ήταν σχεδόν άδειο-ήταν νωρίς ακόμα,άλλωστε.Παρήγγειλε μαρτίνι με λεμόνι και κοιτούσε διαρκώς νευρικά το ρολόι του.

Τόσο νευρικά,που ο μπάρμαν-συμμαθητής του από το Γυμνάσιο που δεν πήγε ποτέ Λύκειο-τον ρώτησε με ύφος όλο νόημα:
-Περιμένεις <<πρόσωπο>>;
O Πέτρος δεν έχασε την ευκαιρία και άρχισε να εξηγεί.Επειδή ήθελε τόσο να μιλήσει σε κάποιον εκείνη την ώρα...!Επειδή είχε άμεση ανάγκη να διοχετεύσει κάπου τη νευρικότητά του(είχε πρόσφατα κόψει το κάπνισμα).Εξηγούσε λοιπόν στον μπάρμαν πως περίμενε <<πρόσωπο>> που είχε γνωρίσει μέσω του φατσοβιβλίου,κοινώς
facebook.Eπρόκειτο για μια εντυπωσιακή κοπέλα με πολλά like στις  φωτό και στις  ελκυστικές αναρτήσεις της.Ολα της τα status ήταν εξαιρετικά και είχαν πάντα κάτι ιδιαίτερο να πουν στον κόσμο.΄Ηταν μια κοπέλα αποκάλυψη  που πιθανότητα θα είχε πολλές προτάσεις για έξοδο.Εκεί ο Πέτρος αναρωτήθηκε αν η κοπέλα συνήθιζε να βγαινει ραντεβού με facebookfriends.Ενιωσε ομως να τον στεναχωρεί αυτη η σκέψη οπότε δεν την προχωρούσε .Σημασια ειχε οτι ειχαν οι δυο τους κλείσει ραντεβού και σε λιγα λεπτα -επιτέλους-θα συναντούσαν ο ένας τον άλλο από κοντά.Μιλούσαν για μηνες στο chat,σχεδόν κάθε μέρα,αντάλλασσαν τρυφερούς χαιρετισμούς και ήδη την ενιωθε πολύ κοντά του σε βαθμό που θα΄λεγε ότι είχε αρχίσει να την ερωτεύεται.Για να μην πει ότι αυτό είχε συμβεί ήδη,απλά αδυνατούσε να το παραδεχτεί και στον ίδιο του τον εαυτό.Aν μια μέρα δεν επικοινωνούσαν,ένιωθε θλίψη.Ναι θλίψη!Τόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα.Η Δανάη-αυτό ήταν το όνομά της-λάτρευε τη γραφή του και,οπως του΄χε πει,είχε αγοράσει και διαβάσει  και τα τέσσερα ποιητικά του βιβλία.(Ο Πέτρος ήταν ανερχόμενος ποιητής με ένα Κρατικό βραβείο στο ενεργητικό του.Η ίδια είχε σπουδάσει  Ιστορία της Τέχνης και καταγόταν από μια εύπορη  οικογένεια νομικών).Ο μπάρμαν άκουγε την ιστορία του φίλου του με ενδιαφέρον.Ακόμα το μαγαζί δεν είχε γεμίσει και η ατμόσφαιρα ήταν χαλαρή.Κάπου κάπου διέκοπτε την αφήγηση του Πέτρου κάνοντάς του ερωτήσεις-αστείες καμιά φορά -αλλά ο Πέτρος έδειχνε κατανόηση στην αφέλεια του παλιού του φίλου.Αναρωτήθηκε γιατι του εκανε βαθιές εξομολογήσεις...αλλά η απάντηση ήταν προφανής...Δεν μπορούσε να διαχειριστεί το άγχος του και η κουβέντα με κάποιον τετοιες φορτισμένες στιγμές ήταν γι΄αυτόν βάλσαμο.Είχε τελειώσει και το δεύτερο μαρτίνι όταν κοίταξε για δεύτερη φορά το ρολόι του.<<Λες να μην έρθει;>>,αναρωτήθηκε.Μα όταν σήκωσε το κεφάλι του την είδε μπροστά του.Ήταν όλη πρόσωπο.Ναι,ήταν αυτή,η Δανάη ,θα  αναγνώριζε το πρόσωπό της αναμεσα σε χιλιάδες πρόσωπα γυναικών.Η Δανάη που είχε κιολας ερωτευθεί-μόλις την αντίκρυσε σιγουρεύτητηκε πια!Ετρεξε προς το μέρος της.Πάντα εκείνος θα έτρεχε προς το μέρος της.Βρέθηκε σε αποσταση αναπνοής.Μπροστά της.Εσκυψε λίγο.Εσκυψε για να δει τα μάτια της.Μπηκε μέσα στα μάτια της.Εγινε κόρη του ματιού της.Εκείνη άλλωστε,δεν μπορούσε να σηκωθεί.Πιθανότατα δεν ένιωθε καν τα πόδια της.Ήταν κολλημένη σε  αναπηρικό καροτσάκι.

ΝΟΤΑΤΙΟΝΕS(Φεβρουάριος 2013)///ENA ΔΙΗΓΗΜΑ του Γιάννη Φαρσάρη

Οκτώ παρά τέταρτο

του Γιάννη Φαρσάρη *



Ακριβώς απέναντι από την πολυκατοικία της έχει ένα ημιυπόγειο καφενείο. Όταν δεν είχα δουλειά, πήγαινα τα πρωινά να χαζέψω τα πέντε δευτερόλεπτα της οπτικής επαφής μας. Στις οκτώ παρά τέταρτο ακριβώς έσερνε το αγουροξυπνημένο πιτσιρίκι της, φορώντας πάντα εκείνα τα τεράστια πεταλουδένια γυαλιά ηλίου. Δεν είχα καταφέρει ποτέ να δω τα μάτια της και μου είχαν λείψει.

Ο άνδρας της έφευγε πάντα στις επτά και τέταρτο με γοργό βήμα και φρεσκοσιδερωμένο κοστούμι. Δικηγόρος πετυχημένος, με γυαλιά χωρίς σκελετό και αύρα νικητή. Εντάξει το παραδέχομαι, δεν με χώρισε για κανέναν τυχαίο.

Στο μισάωρο που μεσολαβούσε, είχα σκεφτεί μυριάδες φορές να της χτυπήσω το κουδούνι, αλλά ήταν το πιτσιρίκι που με κώλωνε. Δεν έφταιγε σε τίποτα, έπρεπε όμως να πληρώσει για ότι μου είχε κάνει κι έψαχνα τον τρόπο.

Ώσπου ένα πρωινό, παράγγειλα ελληνικό καφέ αντί για εσπρέσσο και μου ήρθε η ιδέα που έψαχνα. Εκδίκηση κοφτερή σαν κινέζικη σταγόνα, χωρίς αίματα και μικροπρέπειες και κυρίως χωρίς να με πάρει κανείς χαμπάρι. Έγλειψα το καϊμάκι του καφέ από το αξύριστο πάνω χείλος και γέλασα πνιχτά.

Το επόμενο ξημέρωμα, τράβηξα μια ηχηρή ρουφηξιά μόλις την είδα να ανοίγει τη τζαμένια εξώπορτα και στριφογύρισα στην ψάθινη καρέκλα. Φορούσε πάντα τα ίδια τεράστια γυαλιά και ένα παλτό ακριβένιο που δεν είχα ξαναδεί. Μετά από τρία στιβαρά βήματα, το αριστερό πόδι έμεινε μετέωρο στον αέρα και τράβηξε σαν χειρόφρενο το χέρι του παιδιού να σταματήσει. Έσκυψε με αργές κινήσεις και μάζεψε από την είσοδο της πολυκατοικίας έναν φάκελο. Ήταν ανοιγμένος, ημιτσαλακωμένος και χωρίς περιεχόμενο, όπως διαπίστωσε χώνοντας μέσα δυο νύχια και δυο δάχτυλα.

Ήμουν μακριά για να δω τα μάγουλά της να χλωμιάζουν, ήταν και παχύ το μέικ-απ, αλλά ήμουν βέβαιος πως το αίμα κατηφόρισε όλο πηχτό προς τα μεγάλα δάχτυλα των καλογυμνασμένων ποδιών της. Στάθηκε εκεί αποσβολωμένη με το φάκελο στα χέρια για αρκετά δευτερόλεπτα, μέχρι που ο πιτσιρικάς της τράβηξε το φουστάνι γκρινιάζοντας. Δίπλωσε το φάκελο στην τσάντα της και ξεκίνησε να τρεκλίζει. Δεν την πείραξε που ο φάκελος έγραφε το ονοματεπώνυμο το άνδρα της κάτω δεξιά και το όνομα “Μαίρη” χωρίς επίθετο πάνω αριστερά. Την σκότωσε η μικροσκοπική καρδιά που ήταν ζωγραφισμένη πάνω από το γράμμα γιώτα αντί για τόνο.

Ήπια την τελευταία γουλιά καφέ με μπόλικο κατακάθι και σηκώθηκα. Το σώμα μου είχε αυτό το γαργαλητό του μουδιάσματος της ευδαιμονίας. Περπάτησα στο πεζοδρόμιο χαλαρός και ήρεμος, έχοντας επιτύχει το στόχο μου: Της είχα μόλις καταστρέψει την ονειρεμένη οικογενειακή ζωή. Της φύτεψα τον φόβο της απιστίας, τον πιο δαιμονισμένο φόβο. Είχε πλέον δύο επιλογές: Είτε να του κουνήσει τον φάκελο στα μούτρα ζητώντας εξηγήσεις και διαζύγιο. Είτε να καταπιεί τον φάκελο και να συνεχίσει τη ζωή της προσποιούμενη ότι δεν είδε και δεν ξέρει. Δεν ήξερα ποιο από τα δύο ήταν πιο ταπεινωτικό.

Την άλλη μέρα βγήκε κανονικά στις οκτώ παρά τέταρτο και στράφηκε κατευθείαν προς το γραμματοκιβώτιο, κοιτώντας το εξονυχιστικά. Σήκωσε κατόπιν τα γυαλιά να κοιτάξει μπροστά στο χώρο της εισόδου και είδα επιτέλους το βλέμμα της. Είχε δυο μαύρες τρύπες αντί για μάτια και φοβήθηκα.

Είχε κάνει γαργάρα τον άδειο φάκελο για να παραμείνει η κυρία του κυρίου. Δεν μπορείς να κάνεις χειρότερη ζημιά σε μια εγωίστρια από το να την βάλεις να κατουρήσει το εγώ της και μετά να στεγνώσει βιαστικά το κάτουρο με σεσουάρ γιατί έχει να πάει σε δεξίωση.

* Ο Γιάννης Φαρσάρης είναι δημιουργός της ανοικτής βιβλιοθήκης www.openbook.gr

ΝΟΤΑΤΙΟΝΕS (Φεβρουάριος 2013)///Σωτήρης Παστάκας////ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ



Ω!
(ωδές και πορδές)

Ω! Κάνε ό,τι κάνω!
Δίχως θέρμανση πια!
Τρίψε μου τα πόδια!
Φίλα μου τον αστράγαλο!

***

Ω! Γυναίκα! Ραδιενεργά
Ισότοπα μοιράστηκες μαζί μου!
Μια αγκαλιά από φώσφορο
Τα δυο μας στο σκοτάδι!

***

Ω! Όμορφη αγκαλιά
Ακόμη κι ο Θάνατος!
Ο νέος τελευταίος έρωτας
Σαν μου κρατεί το χέρι!




***


Ω! Σ' ευχαριστώ
Σ' ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ
Ζωή! Για όσα μου κρατούσες
Κρυμμένα σ' ευχαριστώ!

***
Ω! Η κούραση της πρώτης
Κυριακής του Δεκεμβρίου!
Ανάψαμε τα φωτάκια του δέντρου!
Φιληθήκαμε στο σκοτάδι!

***
Ω! Τυρόπιτα στριφτή
Ο Όλυμπος να λάμπει
Απ' το πρώτο χιόνι
Στη φευγαλέα λιακάδα!

***

Ω! Κάθε πρωί μαζεύω
Τα φιλιά σου! Δεν τα μετρώ!
Αμέτρητη σε παραδίδω
Κάθε καινούρια μέρα!



***

Ω! Αλκοόλη! Θάλλιο!
Ιώδιο! Νικοτίνη!
Τελευταίος ο Φόβος
Να παγώνει τις φλέβες!

***

Ω! Η γιαγιά κι ο παππούς!
Τα εγγόνια! Η στάμπα
του Ιακωβίδη στον τοίχο!
Η γαλοπούλα για όλους μας!

***

Ω! Οι λευκές ομπρέλες
Του μανάβη! Γάζες για ανοιχτές
Πληγές και μανταρίνια υπό βροχή
Στη Λαϊκή της Τετάρτης!

NOTATIONES(Φεβρουάριος 2013)///ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΜΠΑΣΔΕΚΗ///ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ





ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΕΛΑΒΕ ΧΩΡΑ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ  ΤΗΞΗΣ


έτρωγα παγωτό χωνάκι
πιο συγκεκριμένα
έσταζε,έλυωνε,καμμιά
χαρτοπετσέτα εκεί γύρω,
τίποτε
να σώσει τον λεκέ
τον άτιμο
έκλαιγε,έσκουζε το τιραντάκι το
καλό,το μπένετον,
το απ’ αλλού
φερμένο
και να’σου Αυτός-ο
Πρίγκηψ ο Ευρύστερνος
ρολλά κουζίνας,μωρομάντηλα,
τα διαβολάκια του λεκέ παραταγμένα-
και τι δεν είχε ο Ακριβός
ο Αντιπρόσωπος,
ο απ’ αλλού σταλμένος,ο
Σωτήρας
με το βαλιτσάκι θαύμα

ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΜΠΑΣΔΕΚΗ

NOTATIONES (Φεβρουάριος 2013)/////ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΕΞΗ ΣΤΑΜΑΤΗ

 συνεντευξη στην Ασημίνα Ξηρογιάννη




Σε γυρνάω πίσω στο χρόνο... Πώς έμπλεξες με τη γραφή; Μίλησέ μου για το πρώτο βιβλίο που εξέδωσες.
Καποια στιγμη, μετά από μια προσωπική περιπέτεια, εγκατέλειψα τη δουλειά μου, την αρχιτεκτονική, και αποφάσισα να ασχοληθώ μ' εκείνο που αγαπούσα περισσότερο: τη συγγραφή. Το πρώτο μου βιβλίο βγήκε.. σχεδόν μονο του. Σχεδίαζα ένα ποίημα , το οποίο θα είχε μεγάλη έκταση, που, όμως, στην πορεία, «έπαθε» πλοκή και «εξέβαλλε» ως μυθιστόρημα.

Κάνε μου ένα σχόλιο για τη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα.

Στην Ελλάδα έχουμε πολύ καλη λογοτεχνία και είναι κρίμα που δεν έχουμε περισσότερες μεταφράσεις έξω. Φυσικά αυτό θα χειροτερέψει μια που κάθε χώρα που σέβεται τον εαυτό της ασχολείται με την εικονα της λογοτεχνίας της εκτός των συνόρων της, ενώ, όπως δείχνουν τα πράγματα, εδώ το κράτος αδιαφορεί παντελώς για τέτοια «ευτελή» ζητήματα.

Λογοτεχνία και Διαδίκτυο.
Συνδυάζονται με πολύ ενδιαφέρον. Όχι μόνον λόγω της σταδιακής διάδοσης των ηλεκτρονικών βιβλίων αλλα και των νέων δυνατοτήτων που πιστεύω ότι θα δώσει το Διαδύκτιο σε συγγραφείς ως προς την προώθηση και δημοσιοποίηση των έργων τους. Φυσικά το Διαδίκτυο βοηθά πολλαπλώς: είναι μια ανοιχτή, παγκοσμία βιβλιοθήκη όπου μπορείς να βρεις τα πάντα όταν τα χρειάζεσαι. Αρκεί να το πίνεις, να μην σε πίνει.

Πέρα από την Τέχνη του λόγου, ποιά άλλη τέχνη σε συγκινεί;

Εκείνη του θεάτρου και της μουσικής.

Θεός;
Δεν τον είδα ακόμη.

Ποιο από τα δικά σου βιβλία αγαπάς πιο πολύ;

Πάντοτε το τελευταίο, άρα, στην περίπτωση, αυτό που γράφω τώρα.

Μίλησέ μου για το βιβλίο που κυκλοφόρησε τελευταίο

Λέγεται «Μπορείς να κλάψεις μες στο νερο;» και σε δυο παραγράφους μπορει να περιγραφεί ως έξης:
Ο Ορέστης Πολίτης είναι ένας επιτυχημένος προγραμματιστής, που περνά μια ήσυχη ζωή με τη γυναίκα και την κόρη του σ' ένα σπίτι στο κέντρο της πόλης. Κάποια στιγμή δέχεται μια αναπάντεχη πρόσκληση από τα παλιά. Ένα σκοτεινό παρελθόν αρχίζει να ξετυλίγεται, με απωθημένες μνήμες, τραυματισμένους έρωτες, θαμμένες υποθέσεις και γεγονότα δραματικά, για τα οποία κανείς στην οικογένειά του δεν γνωρίζει το παραμικρό.
Τα πρόσωπα που ζουν και κινούνται γύρω του έχουν και εκείνα τον δικό τους επτασφράγιστο κόσμο. Φίλοι, γείτονες και συγγενείς, όλοι τους κρύβουν κάτι, ενώ τα μυστικά τους δημιουργούν σταδιακά ένα μείγμα έτοιμο να εκραγεί. Όταν κάποτε συμβαίνει αυτή η έκρηξη, οι μάσκες πέφτουν και μια σειρά από «υπόγειες» πραγματικότητες βγαίνουν στο φως: ιστορίες πάθους, έρωτα, τρομοκρατίας, βίας, εκδίκησης, ενοχών και προδοσίας, που κανείς δεν θα υποψιαζόταν ότι θα μπορούσαν να κρύβονται σε ένα «αθώο» διαμέρισμα. Γιατί πίσω από τέσσερις τοίχους τίποτα δεν είναι εκείνο που φαίνεται. Ή εκείνο που οι άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας αφήνουν να φανεί.

Τί δεν θα συγχωρούσες ποτέ στον εαυτό σου;
Την οκνηρία και την αυτουποτίμηση.

Tι διαβάζεις τώρα;
Πολλα και διάφορα. Τουλάχιστον τέσσερα βιβλία μαζί.

Γράφεις κάτι τώρα;
Ναι , γράφω ένα μυθιστόρημα πολύ ιδιαίτερο. Μια από τις «πρακτικές» ιδιαιτερότητες του είναι ότι ένα 80% γράφτηκε μεταξύ 4 και 8 το πρωί...

H γνώμη σου για τα λογοτεχνικά βραβεία.
Χρήσιμα, αρκεί να δίδονται με αντικειμενικότητα. Και να μην οδηγούν τον βραβευόμενο σε εφησυχασμό που είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για κάθε καλλιτέχνη.

Ως θεατρολόγος δεν θα μπορούσα να μην σου κάνω αυτήν την ερώτηση. Παρακολουθείς θέατρο;

Φυσικά, από παιδί, αφού γράφω θέατρο (έχουν ανεβεί 5 έργα μου σε κεντρικές σκηνές) και προέρχομαι από θεατρική οικογενεια. Σχεδόν μπορώ να πω πως εχω ζήσει μέσα στο θέατρο.

Πιστεύεις στην κριτική
;

Εάν εννοείς το κατά πόσο η κριτική είναι αναγκαία, είναι. Υπάρχει για αιώνες και θα εξακολουθήσει να υφίσταται. Αλλά πιστεύω στην ανιδιοτελή κριτική, στην όσο πιο αντικειμενική , εκείνη που δεν επηρεάζεται από προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες. Μια αρνητική κριτική γραμμένη ουσιαστικά και τεκμηριωμένα μπορεί να είναι έως και βοηθητική για έναν καλλιτέχνη. Εχω όμως και θλιβερή εμπειρία από κάποιους (ευτυχώς ελάχιστους) των οποίων τα κίνητρα ηταν εμφανώς μη λογοτεχνικά, αφορούσαν μέχρι και στην προσωπική μου ζωη. Με χαρά βλέπω και καποια νέα σοβαρά μπλογκ λογοτεχνικής κριτικής που εχουν πολύ ενδιαφέρον.
Aπό τα διαβάσματά σου... αν σε ρωτούσα να μου επισημάνεις 3 βιβλία που διάβασες και σε σημάδεψαν τόσο που σου άλλαξαν το βλέμμα για τα πράγματα, τι θα απαντούσες;
Άλλαξαν όχι, διαμόρφωσαν το βλέμμα μου, ναι: οι Αδελφοί Κραμαζόφ του Ντοστογιέφσκι, ο Οδυσσέας του Τζόις, ο Ανθρωπος χωρίς ιδιότητες του Μούζιλ.

Γίνονται πολλές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια για την υποστήριξη του ψηφιακού βιβλίου...
Και καλώς γίνονται, γιατί κανείς δεν μπορει να εμποδίσει το μέλλον.

Διαβάζουν οι σύγχρονοι νέοι; Ποια αναγνώσματα προτιμούν;
Νομίζω πως είναι πολύ επηρεασμένοι από το Διαδίκτυο το όποιο προκρίνει ένα γρήγορο ρυθμό αφομοίωσης, όποτε στρέφονται σε "fast" αναγνώσεις/αφηγήσεις.

Περνάει κρίση η γλώσσα μας;

Η γλώσσα ποτέ δεν περνάει κρίση. Οι άνθρωποι, η κοινωνία, ναι. Αλλά η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση. Σε κίνηση προς τα μπρος.

Εσυ και η ποίηση.
Μεγάλη αγάπη, την οποια τα τελευταία χρόνια εχω αφήσει λίγο πίσω. Δεν ξέρω πότε θα επιστρέψει αλλά θα επιστρέψει.

ΝΟΤΑΤΙΟΝΕS//(Φεβρουάριος 2013)ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΛΗΓΕΣ[Γαβριηλίδης 2011]/// //γράφει η ποιήτρια Φροσούλα Κολοσιάτου

 γράφει η ποιήτρια Φροσούλα Κολοσιάτου


Μέσα από τον πόνο  μιας απώλειας η ποίηση της Μίνας Ξηρογιάννη δημιουργεί ένα πραγματικά ανθρώπινο τοπίο.Ενα τοπίο διακριτικό που αποκαλύπτει βαθιές αλήθειες  και που ταυτόχρονα είναι ένα τοπίο φωτεινό!Με  λόγο καθαρό καταργεί το περιττό και τα φτασίδια ,καθώς με μικρή και λιτή φόρμα αφήνει τον αναγνώστη ελεύθερο να προεκτείνει.Η ποιήτρια συνθέτει  την δική της φωνή.Συγκινεί  με την απλότητα της αλήθειας της που μοιάζει με τρυφερό βλαστό  μιας εσωτερικής δύναμης.Πίσω από έναν έρωτα που μοιάζει ανολοκλήρωτος διακρίνεται μια αισιόδοξη διάθεση.Επιμένει να βλέπει ό,τι ξετυλίγεται μπροστά της με καινούργια δίψα..Δίψα για φως!,αποκαλύπτοντάς μας  μια γνήσια ποιητική φωνή ,βαθιά ανθρώπινη ,που μας παρασύρει σε μια ατμόσφαιρα μαγείας!!!

http://www.biblionet.gr/author/48424/%CE%A6%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B1_%CE%9A%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%85

ΤΑ ΑΠΑΛΑ ΑΓΓΙΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ,της Ασημίνας Ξηρογιάννη




                                              


[Δημήτρης Αθηνάκης,Δωμάτιο μικρών διακοπών,Κέδρος2012]


Με τη νέα του ποιητική συλλογή "Δωμάτιο μικρών διακοπών ,ένα ποίημα μικρού μήκους κι άλλα πλάνα" ο Δημήτρης Αθηνάκης  μπαινοβγαίνει στα δωμάτια των αναμνήσεών του,ρίχνοντας το βλέμμα του σε πρόσωπα ,πράγματα και καταστάσεις που κάποτε κυριαρχούσαν στη ζωή του.Η νύχτα,τα σώματα,η θάλασσα,η  γλώσσα,οι λέξεις,οι εικόνες αποτελούν τον μικρόκοσμο του ποιητή.Οποιητής που έχει εφεύρει πολλούς συγγενικούς ρόλους για τον εαυτό του-σκηνοθέτης,καμεραμάν,φωτογράφος,σεναριογράφος,φωτιστής,ηχολήπτης-προκεμένου να επαναπροσδιορίσει μέσα του τα πράγματα.Στην ουσία δεν μιλά .Στην ουσία σιωπά ποιητικώ τω τρόπω. Ειναι σαν απαλά να τα αγγίζει όλα με τη γραφίδα του για να τα τοποθετησει σε κουτάκια περισσότερο,να τους βρει χωρο  και να τα ταξινομήσει μέσα στην ψυχή του ώστε να κλείσει  δια παντός παλιούς λογαρισμούς και κύκλους παρά για να κάνει αποκαλύψεις γύρω από την ζωή του.Για παράδειγμα,ο ''μπαμπάς'' που τον αποκαλεί ''μπαμπά '' και όχι '' πατέρα '' είναι φιγούρα κυρίαρχη μέσα στο ποιητικό σύμπαν του Αθηνάκη.Τα παιδικά "γιατί" λειτουργούν ως ρυθμικά ρεφρέν...

-Μα πού πάνε όλοι αυτοί οι νεκροί;
 Πού πάνε οι νεκροί όταν πεθαίνουν,μπαμπά;


Tα μάτια του με κοιτάζουν.
          'Ομορφα μάτια.
Καμιά φορά θέλω κάτι γι΄αυτά να γράψω
να τα ρωτήσω γιατί δε μ΄αφήνει αυτός ακόμα να καπνίσω.

-Γιατί δεν μ΄αφήνεις; ακόμα να καπνίσω;


Kάπου αλλού γράφει:''
Ο  '' μπαμπάς '' ξαναμπαίνει ως εικόνα στη ζωή του ποιητή,γίνεται στίχος,φιλτράρεται εντέχνως και αθωώνεται εν τέλει.Ο ''μπαμπάς'' δεν μπορεί να πληγώσει πια.Το παρελθόν δεν μπορεί να πληγώσει πια.Εχουν άλλη δυναμική και άλλη λειτουργικότητα .

Επίσης...οι λέξεις μνημονεύονται ουκ ολίγες φορές μέσα στα ποιήματα του Αθηνάκη.Τον παιδεύουν οι  λέξεις,αλλά τις αγαπάει κιόλας...Σαν να χει μαζί τους ανοιχτους λογαριασμούς...


Ζητώ τις λέξεις μου
να τις κρατώ άπ΄το χέρι
και να τους δίνω ένα φιλί


****




ας είναι αυτές που σκέφτεται
ο μαραθωνοδρόμος
όταν τον χαιρετά η μάνα του






****
 

...να υποδύονται πως κομματιάζουν λέξεις







****

...Με λέξεις μόνος γονατίζω
-μια θάλασσα λέξεις γυρω μου-
τα μάτια μου τα χάνω
μέρες οχτώ


****

 
Αλλοτε διακρίνεται ενας ελαφρύς σουρρεαλισμός στα σημεία ...''τότε βγαίνουν τα φαντάσματα που έχουν αυπνία '' Άλλοτε ο ποιητής μας δείχνει εύγλωττα πόσο αγαπά τη σιωπή...Ν΄ακούγονται μόνο ανάσες ...να κυριαρχουν οι αισθήσεις...


...καλύτερα σκοτώνοντας τις λέξεις
μία μία
να μένουν δύο μονάχα
να σωπαίνει πιο εύκολα(πιο γρήγορα)η νύχτα



Κομματιάζοντας τις μνήμες του σε μικρά ποιητικά πλάνα ,ο Δημήτρης Αθηνάκης   τις ανασυνθέτει .Επιλέκτικά αλλοιώνει τα γεγονότα για να τα αναπλάσει έπειτα δημιουργικά και να πετύχει μια ολοκληρωτική αναδόμηση του παρελθόντος. καταδεικνύοντας συνάμα την τρομαχτική  δύναμη της ποιητικής δημιουργίας.Καταφεύγοντας στην αναδιάρθρωση και ανασημασιοδότηση  μέσα του των εμπειριών  που τον στιγμάτισαν,τελικά συμφιλιώνεται με αυτές  και γενναιόδωρα τις μοιράζεται με τον αναγνώστη.


Eτοιμάζομαι για τις καινούριες μέρες.
Φορώ ο,τι βρω μπροστά μου και πάω στο ταχυδρομείο συχνά.
Μ΄αρέσουν τα γραμματόσημα'


έχω  πάντα κάπου ν΄ακουμπώ τη γλώσσα μου-


Απαλά χαιδεύει τις μνήμες του,επιστρέφοντας στον τόπο του εγκλήματος και αναμετρούμενος με τον ανελέητο χρόνο.Ο Αθηνάκης μάς δείχνει ότι είναι καλό να αγαπάμε τις μνήμες μας.Και κάτι πιο πολύ.Να είμαστε τυχεροί που έχουμε μνήμες και  μπορούμε ανα πάσα στιγμή να τις ανακαλούμε!



Ασημίνα Ξηρογιάννη