Οκτώ παρά τέταρτο
του Γιάννη
Φαρσάρη *
Ακριβώς απέναντι από την πολυκατοικία της έχει ένα ημιυπόγειο καφενείο. Όταν
δεν είχα δουλειά, πήγαινα τα πρωινά να χαζέψω τα πέντε δευτερόλεπτα της οπτικής
επαφής μας. Στις οκτώ παρά τέταρτο ακριβώς έσερνε το αγουροξυπνημένο πιτσιρίκι
της, φορώντας πάντα εκείνα τα τεράστια πεταλουδένια γυαλιά ηλίου. Δεν είχα
καταφέρει ποτέ να δω τα μάτια της και μου είχαν λείψει.
Ο άνδρας της έφευγε πάντα στις επτά και τέταρτο με γοργό βήμα και φρεσκοσιδερωμένο
κοστούμι. Δικηγόρος πετυχημένος, με γυαλιά χωρίς σκελετό και αύρα νικητή. Εντάξει
το παραδέχομαι, δεν με χώρισε για κανέναν τυχαίο.
Στο μισάωρο που μεσολαβούσε, είχα σκεφτεί μυριάδες φορές να της χτυπήσω το
κουδούνι, αλλά ήταν το πιτσιρίκι που με κώλωνε. Δεν έφταιγε σε τίποτα, έπρεπε
όμως να πληρώσει για ότι μου είχε κάνει κι έψαχνα τον τρόπο.
Ώσπου ένα πρωινό, παράγγειλα ελληνικό καφέ αντί για εσπρέσσο και μου ήρθε
η ιδέα που έψαχνα. Εκδίκηση κοφτερή σαν κινέζικη σταγόνα, χωρίς αίματα και μικροπρέπειες
και κυρίως χωρίς να με πάρει κανείς χαμπάρι. Έγλειψα το καϊμάκι του καφέ από το
αξύριστο πάνω χείλος και γέλασα πνιχτά.
Το επόμενο ξημέρωμα, τράβηξα μια ηχηρή ρουφηξιά μόλις την είδα να ανοίγει
τη τζαμένια εξώπορτα και στριφογύρισα στην ψάθινη καρέκλα. Φορούσε πάντα τα ίδια
τεράστια γυαλιά και ένα παλτό ακριβένιο που δεν είχα ξαναδεί. Μετά από τρία στιβαρά
βήματα, το αριστερό πόδι έμεινε μετέωρο στον αέρα και τράβηξε σαν χειρόφρενο το
χέρι του παιδιού να σταματήσει. Έσκυψε με αργές κινήσεις και μάζεψε από την
είσοδο της πολυκατοικίας έναν φάκελο. Ήταν ανοιγμένος, ημιτσαλακωμένος και
χωρίς περιεχόμενο, όπως διαπίστωσε χώνοντας μέσα δυο νύχια και δυο δάχτυλα.
Ήμουν μακριά για να δω τα μάγουλά της να χλωμιάζουν, ήταν και παχύ το
μέικ-απ, αλλά ήμουν βέβαιος πως το αίμα κατηφόρισε όλο πηχτό προς τα μεγάλα δάχτυλα
των καλογυμνασμένων ποδιών της. Στάθηκε εκεί αποσβολωμένη με το φάκελο στα
χέρια για αρκετά δευτερόλεπτα, μέχρι που ο πιτσιρικάς της τράβηξε το φουστάνι γκρινιάζοντας.
Δίπλωσε το φάκελο στην τσάντα της και ξεκίνησε να τρεκλίζει. Δεν την πείραξε
που ο φάκελος έγραφε το ονοματεπώνυμο το άνδρα της κάτω δεξιά και το όνομα “Μαίρη”
χωρίς επίθετο πάνω αριστερά. Την σκότωσε η μικροσκοπική καρδιά που ήταν
ζωγραφισμένη πάνω από το γράμμα γιώτα αντί για τόνο.
Ήπια την τελευταία γουλιά καφέ με μπόλικο κατακάθι και σηκώθηκα. Το σώμα
μου είχε αυτό το γαργαλητό του μουδιάσματος της ευδαιμονίας. Περπάτησα στο
πεζοδρόμιο χαλαρός και ήρεμος, έχοντας επιτύχει το στόχο μου: Της είχα μόλις καταστρέψει
την ονειρεμένη οικογενειακή ζωή. Της φύτεψα τον φόβο της απιστίας, τον πιο
δαιμονισμένο φόβο. Είχε πλέον δύο επιλογές: Είτε να του κουνήσει τον φάκελο στα
μούτρα ζητώντας εξηγήσεις και διαζύγιο. Είτε να καταπιεί τον φάκελο και να
συνεχίσει τη ζωή της προσποιούμενη ότι δεν είδε και δεν ξέρει. Δεν ήξερα ποιο από
τα δύο ήταν πιο ταπεινωτικό.
Την άλλη μέρα βγήκε κανονικά στις οκτώ παρά τέταρτο και στράφηκε κατευθείαν
προς το γραμματοκιβώτιο, κοιτώντας το εξονυχιστικά. Σήκωσε κατόπιν τα γυαλιά να
κοιτάξει μπροστά στο χώρο της εισόδου και είδα επιτέλους το βλέμμα της. Είχε
δυο μαύρες τρύπες αντί για μάτια και φοβήθηκα.
Είχε κάνει γαργάρα τον άδειο φάκελο για να παραμείνει η κυρία του κυρίου.
Δεν μπορείς να κάνεις χειρότερη ζημιά σε μια εγωίστρια από το να την βάλεις να
κατουρήσει το εγώ της και μετά να στεγνώσει βιαστικά το κάτουρο με σεσουάρ
γιατί έχει να πάει σε δεξίωση.
* Ο Γιάννης Φαρσάρης είναι δημιουργός της ανοικτής βιβλιοθήκης www.openbook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου