ΣΕΛ11-13,[απόσπασμα]
Τριγυρίζω μέσα σ΄ένα σπίτι άδειο.Μόνη.Σέρνομαι από δωμάτιο σε δωμάτιο,ψηλαφίζοντας μνήμες.Κλείνω τα μάτια.Αφήνομαι στο σκοτάδι.Προσπαθώ ν΄αυτοσυγκεντρωθώ ,μήπως και ανακαλέσω λίγη χαρά από το παρελθόν.Δεν τα καταφέρνω.Φαίνεται πως τα κύταρρά μου έχουν πια νεκρωθεί.Ανεπανόρθωτα.Ο εγκέφαλός μου αχρηστεύθηκε ερήμην μου.Γερνάει και αυτός ,όπως και γω.Φθίνω,γιατί δεν μπορώ να νικήσω τον χρόνο που με υπερβαίνει.Το σώμα μου έχει αλλάξει σχήμα,έχει βαρύνει.Κι όμως,κοίτα που θα κατοικώ μέσα σ΄αυτό μέχρι το τέλος της ζωής μου!Είμαι σαράντα χρονών.Και θα συνεχίσω να υπάρχω και να συναναστρέφομαι φαντάσματα.Όποιος έχει γευτεί την ευτυχία και την ομορφιά,αρνείται μετά να συμβιβαστεί με την δυστυχία και την ασχήμια.Δεν έχω μάθει να συγκατατίθεμαι στη μιζέρια.Μα θα αναγκαστώ να πορευτώ όπως μπορώ,να μαζέψω τα κομμάτια μου,να βουλιάξω μέσα σε ένα αδιάφορο παρόν.Διαφορετικά θα χάσω εκείνη.Θα μου την πάρουν άνεμοι μακριά,θεριά θα την κατασπαράξουν ,αν την αφήσω...Είναι τόσο μικρή και ανέμελη,τόσο τρυφερή.Νοιώθω βρώμικη κάθε που την ακουμπώ,που κρατώ το χέρι της...Φοβάμαι,μήπως άθελά μου της μεταδώσω θλίψη.Δεν θέλω η κόρη μου να φέρει το στιγμα της λύπης.Δεν της αξίζει αυτή η μοίρα.Το χαμόγελό της κλείνει όλη την ουσία του κόσμου τούτου.Το κορμί της λιτό,άυλο σχεδόν,λικνίζεται σε μουσικές ουράνιες.Αβίαστα ζωγραφίζει αρμονικές κινήσεις και ξεχνιέται σε αέναους ρυθμούς.΄Εχει μέσα της μια περιουσία κλειδωμένη καλά σε κάθε της ίνα,σε κάθε ιστό...Φέρει το σπέρμα ενός ατέρμονου κάλλους.Μια άγια τράπεζα το σώμα της.'Ενα θησαυροφυλάκιο το είναι της.Τρομάζω στη σκέψη ότι εκείνη το αγνοεί.Ασυναίσθητα κάνω γκριμάτσες αποδοκιμασίας.Τα μάτια μου πρέπει να έχουν πάρει παράξενη έκφραση.Ψάχνω να βρω καθρέφτη.Μα είναι σκεπασμένοι όλοι με λευκά σεντόνια.΄Ασπρα υφάσματα καλύπτουν τα έπιπλα.Σα φαντάσματα κοιμισμένα ή σε νάρκη.Λες,να βγω γρήγορα έξω,μήπως και ξυπνήσουν και μ΄αρπάξπυν ,και δεν μ΄αφήσουν ν΄αποτινάξω το παρελθόν...Το κακό παρελθόν...Το καλό,ας το θυμάμαι...Αν δεν έχω μνήμη ,θα πεθάνω νωρίς.Εγώ είμαι η μνήμη μου...Η μνήμη μου παραπέμπει στην ύπαρξή μου...Της δίνει υπόσταση,της δίνει Λόγο.Η σκέψη μου είναι μπερδεμένη.Αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε μονοπάτια άγνωστα,σε μυστικές ροές και ξεχασμένα περάσματα.Η σκέψη μου νοσεί,το μυαλό μου πονάει.Μου΄ρχεται ν΄άνοίξω την πόρτα,να πάρω τους δρόμους,τα λιμάνια ,τους σταθμούς,να εξαφανιστώ,να αράξω κάπου στην ακρη του κόσμου,σε μια μικρή γωνιά ξεχασμένη,να κουρνιάσω ανάμεσα σε αγνώστους,να περιμένω τον θάνατο να΄ρθει.Και θα΄ρθει.Γιατί θα παρακαλώ μέρα νύχτα.Κι αν υπάρχει θεός,θα μου τον στείλει,για να με λυτρώσει,να με αδειάσει απ΄το βαρύ φορτίο,αυτό το μολύβι που εγκαταστάθηκε στη ψυχούλα μου.Θα κάνω φτερά,θ΄ανεβώ ίσως ως τον ουρανό,θα γίνω πανσέληνος και θα εμπνέω στους ποιητές στιχάκια για τον ειλικρινή και ατελείωτο έρωτα.Σαν ολόκληρο φεγγάρι που θα είμαι,όλοι θα με σέβονται και θα με υμνούν.΄Αλλοι θα ζηλεύουν ,γιατί θα είμαι αθάνατο:δεν θα ανήκω στην χορεία των ταπεινών και απλών και γήινων και ασήμαντων πραγμάτων...
Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω έξω.Από στιγμή σε στιγμή θα πεταχτώ στη μαύρη άσφαλτο και,καθώς ξημερώνει,θα με ρουφήξει η ανατολή και θα με στείλει πολύ μακριά.Μα δεν κουνιέμαι.Προσηλωμένη,βλεπω την ψυχή μου να πετά,ενώ το σώμα μου είναι καθηλωμένο στο ξύλινο πάτωμα του τεράστιου σπιτιού μου.Ακούω τις φωνές της μικρής στ΄αυτιά μου,τα τραγούδια,τις μουσικές,τους κύκνειους χορούς της.Βλέπω τα τεράστια μάτια,το λευκό της δέρμα,τα ρόζ χειλάκια που χαμογελούν.Δεν έχω περιθώρια.Θα μείνω.
Αυτός ο δρόμος είναι μονόδρομος.
Τριγυρίζω μέσα σ΄ένα σπίτι άδειο.Μόνη.Σέρνομαι από δωμάτιο σε δωμάτιο,ψηλαφίζοντας μνήμες.Κλείνω τα μάτια.Αφήνομαι στο σκοτάδι.Προσπαθώ ν΄αυτοσυγκεντρωθώ ,μήπως και ανακαλέσω λίγη χαρά από το παρελθόν.Δεν τα καταφέρνω.Φαίνεται πως τα κύταρρά μου έχουν πια νεκρωθεί.Ανεπανόρθωτα.Ο εγκέφαλός μου αχρηστεύθηκε ερήμην μου.Γερνάει και αυτός ,όπως και γω.Φθίνω,γιατί δεν μπορώ να νικήσω τον χρόνο που με υπερβαίνει.Το σώμα μου έχει αλλάξει σχήμα,έχει βαρύνει.Κι όμως,κοίτα που θα κατοικώ μέσα σ΄αυτό μέχρι το τέλος της ζωής μου!Είμαι σαράντα χρονών.Και θα συνεχίσω να υπάρχω και να συναναστρέφομαι φαντάσματα.Όποιος έχει γευτεί την ευτυχία και την ομορφιά,αρνείται μετά να συμβιβαστεί με την δυστυχία και την ασχήμια.Δεν έχω μάθει να συγκατατίθεμαι στη μιζέρια.Μα θα αναγκαστώ να πορευτώ όπως μπορώ,να μαζέψω τα κομμάτια μου,να βουλιάξω μέσα σε ένα αδιάφορο παρόν.Διαφορετικά θα χάσω εκείνη.Θα μου την πάρουν άνεμοι μακριά,θεριά θα την κατασπαράξουν ,αν την αφήσω...Είναι τόσο μικρή και ανέμελη,τόσο τρυφερή.Νοιώθω βρώμικη κάθε που την ακουμπώ,που κρατώ το χέρι της...Φοβάμαι,μήπως άθελά μου της μεταδώσω θλίψη.Δεν θέλω η κόρη μου να φέρει το στιγμα της λύπης.Δεν της αξίζει αυτή η μοίρα.Το χαμόγελό της κλείνει όλη την ουσία του κόσμου τούτου.Το κορμί της λιτό,άυλο σχεδόν,λικνίζεται σε μουσικές ουράνιες.Αβίαστα ζωγραφίζει αρμονικές κινήσεις και ξεχνιέται σε αέναους ρυθμούς.΄Εχει μέσα της μια περιουσία κλειδωμένη καλά σε κάθε της ίνα,σε κάθε ιστό...Φέρει το σπέρμα ενός ατέρμονου κάλλους.Μια άγια τράπεζα το σώμα της.'Ενα θησαυροφυλάκιο το είναι της.Τρομάζω στη σκέψη ότι εκείνη το αγνοεί.Ασυναίσθητα κάνω γκριμάτσες αποδοκιμασίας.Τα μάτια μου πρέπει να έχουν πάρει παράξενη έκφραση.Ψάχνω να βρω καθρέφτη.Μα είναι σκεπασμένοι όλοι με λευκά σεντόνια.΄Ασπρα υφάσματα καλύπτουν τα έπιπλα.Σα φαντάσματα κοιμισμένα ή σε νάρκη.Λες,να βγω γρήγορα έξω,μήπως και ξυπνήσουν και μ΄αρπάξπυν ,και δεν μ΄αφήσουν ν΄αποτινάξω το παρελθόν...Το κακό παρελθόν...Το καλό,ας το θυμάμαι...Αν δεν έχω μνήμη ,θα πεθάνω νωρίς.Εγώ είμαι η μνήμη μου...Η μνήμη μου παραπέμπει στην ύπαρξή μου...Της δίνει υπόσταση,της δίνει Λόγο.Η σκέψη μου είναι μπερδεμένη.Αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε μονοπάτια άγνωστα,σε μυστικές ροές και ξεχασμένα περάσματα.Η σκέψη μου νοσεί,το μυαλό μου πονάει.Μου΄ρχεται ν΄άνοίξω την πόρτα,να πάρω τους δρόμους,τα λιμάνια ,τους σταθμούς,να εξαφανιστώ,να αράξω κάπου στην ακρη του κόσμου,σε μια μικρή γωνιά ξεχασμένη,να κουρνιάσω ανάμεσα σε αγνώστους,να περιμένω τον θάνατο να΄ρθει.Και θα΄ρθει.Γιατί θα παρακαλώ μέρα νύχτα.Κι αν υπάρχει θεός,θα μου τον στείλει,για να με λυτρώσει,να με αδειάσει απ΄το βαρύ φορτίο,αυτό το μολύβι που εγκαταστάθηκε στη ψυχούλα μου.Θα κάνω φτερά,θ΄ανεβώ ίσως ως τον ουρανό,θα γίνω πανσέληνος και θα εμπνέω στους ποιητές στιχάκια για τον ειλικρινή και ατελείωτο έρωτα.Σαν ολόκληρο φεγγάρι που θα είμαι,όλοι θα με σέβονται και θα με υμνούν.΄Αλλοι θα ζηλεύουν ,γιατί θα είμαι αθάνατο:δεν θα ανήκω στην χορεία των ταπεινών και απλών και γήινων και ασήμαντων πραγμάτων...
Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω έξω.Από στιγμή σε στιγμή θα πεταχτώ στη μαύρη άσφαλτο και,καθώς ξημερώνει,θα με ρουφήξει η ανατολή και θα με στείλει πολύ μακριά.Μα δεν κουνιέμαι.Προσηλωμένη,βλεπω την ψυχή μου να πετά,ενώ το σώμα μου είναι καθηλωμένο στο ξύλινο πάτωμα του τεράστιου σπιτιού μου.Ακούω τις φωνές της μικρής στ΄αυτιά μου,τα τραγούδια,τις μουσικές,τους κύκνειους χορούς της.Βλέπω τα τεράστια μάτια,το λευκό της δέρμα,τα ρόζ χειλάκια που χαμογελούν.Δεν έχω περιθώρια.Θα μείνω.
Αυτός ο δρόμος είναι μονόδρομος.