Translate

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

ΔΑΝΑΗ ΠΑΠΟΥΤΣΗ- ΣΤΑΘΜΟΣ

danpap22@yahoo.com

Σταθμός






Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια. Πάω εκεί. Στο ίδιο σημείο. Στο σιδηροδρομικό σταθμό. Όχι βουνά, όχι θάλασσες, μόνο τσιμέντο, ράγες, απόγευμα, βροχή, στάση. Το βλέμμα της, μία λέξη, το βήμα στον αέρα, η πτώση, το αποτύπωμα, η χειρονομία της, το πάγωμα, αιφνιδιασμός. Το τηλεφώνημα. Μου τηλεφωνεί η η μητέρα της. «Θα πας;» Η φωνή της ευάλωτη, ανατριχιαστική, ηττημένη. Η απώλεια, ο πόνος. Υπάρχει. Της θυμίζει. Εκείνη δεν μπορεί. Θέλει, δεν αντέχει. «Με περιμένει. Εσύ μείνε. Θα πάω εγώ» Διασχίζω τους δρόμους, Σόλωνος, Πατησίων, Αχαρνών. Είναι άδειοι.
Η Κατερίνα. Είναι εδώ. Θέλω να ρωτήσω. Γιατί δεν την κράτησα; Γιατί δεν πρόλαβα; Γιατί δεν κατάλαβα; Γιατί δεν με είχε προειδοποιήσει; Γιατί δεν μου μίλησε; Άντε γαμηθείτε όλοι σας. Με πιάνει φανάρι. Κόκκινο που παραμένει κόκκινο. Σωρός από διασταλμένα δευτερόλεπτα. Το κόκκινο, γίνεται πράσινο, απαίσιο πράσινο, μου κλείνει το μάτι, Φύγε! Τρέχα, μπορείς, φύγε μπροστά.. Μπορώ; Θέλω; Πότε θα φύγει εκείνο το τρένο; Γιατί δεν μπήκαμε μέσα; Γιατί δεν προλάβαμε; Γιατί δε με προειδοποίησες; Γιατί έρχεσαι στον ύπνο μου; Γιατί δεν κράτησες την υπόσχεσή σου;
Ήλιος. Μιλάμε. Δε μ’ αρέσει που έρχομαι με ήλιο. Δεν τον αγαπάς τον ήλιο. Έχεις μίσος για κάθε τι φωτεινό. Τον σιχαίνεσαι. Ένα παιδί σιχαίνεται τον ήλιο. Δε μπορώ να σε καταλάβω. Είσαι παιδί του χειμώνα, αυτό λες. Από μήτρα κρύα. Και το παλαβό παιχνίδι, ούτε αυτό το καταλαβαίνω. ‘’Οι πέντε εποχές’’. Αυτοσχεδιασμοί, χειρονομίες, μια υποτυπώδης βάση, παντομίμα. Ο καιρός αλλάζει, δεν υπάρχει καιρός, κρύο ή ζέστη μόνο. Μη θυμώνεις. Κρατάω ακόμα το τηλεχειριστήριο. Κλικ. Τα σύννεφα σκουραίνουν, κλικ κι ο ουρανός ζαρώνει, ένα σεντόνι είναι, σκούρο μπλε, μουντό, βρώμικο. Τώρα βρέχει. Ο δρόμος γυαλίζει, γλιστρά. Μία διάφανη κρούστα στην άσφαλτο. Στο κρεσέντο της βροχής θέλω να είμαστε μαζί, στον ίδιο σταθμό, τη στιγμή που θα πατήσω το πόδι μου στις γαμημένες ράγες. Τη στιγμή που δεν θ’ ακούγεται τίποτα. Μόνο εσύ.

Μία γάτα. Μία γάτα μπουρδουκλώνεται στις ρόδες του αυτοκινήτου, δεν υπάρχει. Δεν πρόλαβα να κάνω κάτι, δεν έκανα τίποτα. Δεν θέλω να κοιτάξω πίσω. Η Κατερίνα αγαπάει τις γάτες. Εγώ τις φοβάμαι. Πράγματα που μας χωρίζουν. Και άλλα που μας ενώνουν, δε μιλάμε για αυτά. Ξεχνάω, θέλω να ξεχάσω το άδειο πρόσωπο, έρχεται κάθε βράδυ, δεν έχει χαρακτηριστικά, ούτε μάτια, ούτε μύτη, ούτε στόμα, τίποτα, μόνο το σχήμα, οβάλ και σγουρά πυρόξανθα μαλλιά. Η φωνή της σε ισοκράτημα, δεν έχει πόνο, χαρά, απορία, θαυμασμό, ένα ίσο, με διαλύει. Οι γονείς. Ναι, παίζαμε κρυφτό τότε. Αλλά εσείς είχατε πιο σημαντικά πράγματα να ασχοληθείτε. Κανείς ποτέ δε ρώτησε που πηγαίναμε κάθε απόγευμα. Κανένας. Κάνω μία στάση, την ίδια, στην καντίνα του κύριου Παναγιώτη. Είναι κλειστή. Με τον κύριο Παναγιώτη γνωριζόμαστε, λέμε λίγες κουβέντες. Η σοφία του δρόμου.
Παρκάρω δίπλα στην καντίνα, αφήνω τα αλάρμ ανοικτά. Ανάβω τσιγάρο, τεντώνομαι, να ξεμουδιάσω. Είναι νύχτα. Προσανατολίζομαι, σκοτάδι, ξέρω που είναι το σκοτάδι. Αυτή η φράση. Πάλι. Η Κατερίνα, έρχεται ξανά. Μαλλιά μοβ, μακριά. Σέρνονται στο έδαφος, μία ουρά. Κάνει κούνια, η κούνια πηγαινοέρχεται, ψηλά κι ύστερα πίσω, και ξανά ψηλά και πίσω. Δεν βλέπω το πρόσωπό της, ακούω τη φωνή της. Φεύγει.
Όλοι βιάζονται, ο χρόνος, η μέρα, εγώ. Κρατάω το μαντήλι της και το σκισμένο σημείωμα που βρήκαμε στην τσέπη του τζιν της. Σβήνω το τσιγάρο, ξαναβάζω το μαντήλι και το σημείωμα στην τσέπη μου, μπαίνω στο αυτοκίνητο.
Μουσική. Να βρεθώ εκεί. Βιάζομαι. Θα μου μιλήσει. Το υποσχέθηκε. Πλησιάζω στο σταθμό. Είμαι εκεί.

Είναι σκοτεινά. Προχωράω, τα παπούτσια τρίζουν κάτω απ’ τα χαλίκια. Τώρα μικρές, περπατάμε ξιπόλητες, τα χαλίκια μας γαργαλάνε, μας πληγώνουν τις πατούσες. Γυρίζουμε σπίτι, η μαμά στην πόρτα, δεν μας ρωτάει κάτι. Δεν κοιτάζει τα πέλματα.
Οι ράγες ένα φίδι χωρίς ουρά. Δεν υπάρχει άκρη. Ούτε τρένο, ούτε χρόνος. Ησυχία. Σαν τάφος. Το τσιμεντένιο κουτί. Η ίδια πένθιμη υπενθύμιση. Με κεριά, τη φωτογραφία, λίγα ξεραμένα λουλούδια. Με αηδιάζει. Βλέμμα απέναντι. Το σκουριασμένο παγκάκι. Μία γάτα σκαρφαλωμένη πάνω του, με κοιτάζει ακίνητη. Τα μάτια δύο χρυσές τρύπες. Νιαουρίζει, βραχνά. Πως μπορεί να κλείσει η φωνή μιας γάτας;
Απλώνω το πόδι στην αποβάθρα, αιωρείται, έχω την αίσθηση του κενού. Η γάτα τινάζεται απότομα, χάνεται στο σκοτάδι. Χαλίκια, ράγες, στάση, παγκάκι, κρύο. Η διαχωριστική γραμμή. Έτσι μου είπε: Θα συναντηθούμε στη διαχωριστική γραμμή. Δε φοβάμαι. Συνεχίζω .
Περπατάω αργά στην τσιμεντένια αποβάθρα. Στο βάθος μια νάιλον σακούλα. Πλησιάζω. Ένα άδειο μπουκάλι νερό. Κάποιος είναι εδώ. Όχι. Εδώ είναι η κρυψώνα μας. Το μαύρο πουλί είναι εδώ. Μια νυχτερίδα, παλιός κάτοικος. Φτερουγίζει. Κάνει τρεις κύκλους στον αέρα και χάνεται στο σκοτάδι. Ανόητο, άσχημο πουλί.
Αιφνίδιο σφύριγμα του αέρα. Κλείνω τ’ αυτιά. Ένας θόρυβος, ένας απαίσιος θόρυβος. Μετά; Τίποτα μετά. Βλέπω το κτίριο, στο βάθος, τριώροφο. Πλησιάζω. Δεν τους βλέπω. Εκείνους που ζούσαν εκεί, μια παράξενη οικογένεια με μωρά. Τρία μωρά. Γυρίζω. Νάτους, περπατούν στην αποβάθρα με τα μωρά αγκαλιά. Το κλάμα τους είναι έντονο, ρυθμικό. Κρυβόμαστε πίσω απ’ το μεγάλο πεύκο και τους παρακολουθούμε μέχρι να ξαναμπούν στο κτίριο. Η διαδρομή τους είναι η ίδια. Κάνουν στάση στο παγκάκι. Δε μιλούν. Ποτέ. Περπατούν αργά κοιτάζουν ευθεία. Μόλις κάτσουν στο παγκάκι, τα μωρά σταματούν το κλάμα. Μένουν εκεί για λίγο, πέντε λεπτά, ακίνητοι, αμίλητοι, κοιτάζουν ευθεία μπροστά. Τώρα σηκώνονται κι επιστρέφουν στο κτίριο.
Σ’ όλη τη διαδρομή τα μωρά κλαίνε. Εμείς πίσω από το πεύκο, κρυμμένες. Η Κατερίνα βαριέται να τους κοιτάζει, γκρινιάζει. Μπαίνουν στο κτίριο, τα φώτα κλείνουν. «Τώρα θα κοιμηθούν, μπορούμε να παίξουμε ανενόχλητοι, πάμε!» μου λέει. Με τραβάει απ’ το μανίκι. Τώρα. Τώρα δεν τους βλέπω όμως, κανέναν. Το κτίριο είναι κλειστό. Μία φορά προσπάθησα να μπω. Δεν τα κατάφερα.
Είμαι μπροστά στην πόρτα. Είναι μισάνοιχτη. Χτυπάει το κινητό, δεν το σηκώνω. Δεν θέλω να δω ποιος είναι. Θέλω τσιγάρο. Το ανάβω. Κάθομαι στο σκαλοπάτι, φυσάω τον καπνό. Πετάω το τσιγάρο μακριά. Οι ράγες είναι ατελείωτες.

τι έπαθα τι μου συμβαίνει η Κατερίνα έρχεται θα έρθει όλα καλά θα μάθεις θα ξέρεις επιτέλους πότε θα φύγει αυτό το τρένο γιατί δε μου είπες τίποτα γιατί δεν σε κράτησα γιατί δεν κράτησες την υπόσχεση σου γιατί χαμογελάς τα μωρά τρία παιδια περιπατάνε ανάποδα οι γονείς είναι σκύλοι γαβγίζουν ανάποδα πως είναι να γαβγίζεις ανάποδα τα μωρά είναι γέροι με μπαστούνι είναι νάνοι χωρίς μαλλιά περπατούν στις ράγες ανάποδα με τα μπαστούνια τους χτυπούν τις ράγες κι ένας αλλόκοτος θόρυβος καλύπτει τα πάντα οι γονείς γαβγίζουν έχουν πέντε ποδιά οι ράγες διαλύονται οι νάνοι χαμογελάνε τα τεράστια στόματά τους μένουν ανοικτά από εκεί βγαίνουν λέξεις αλλόκοτες μισές μια δυο τρεις τέσσερις πέντε έξι επτά λέξεις διασταυρώνονται στον αέρα ενώνονται και πέφτουν στο τσιμέντο οι σκύλοι γλείφουν τις λέξεις απ’ το στόμα τους τρέχει αίμα οι λέξεις γεμίζουν κόκκινο τα σκυλιά καταπίνουν τις λέξεις γίνονται άνθρωποι ψηλοί πιο ψηλοί είναι όμορφοι ξανθοί με καταγάλανα μάτια οι νάνοι σκαρφαλώνουν στην αποβάθρα πετάνε τα μπαστούνια μπουσουλάνε και φτάνουν τους ψηλούς ανθρώπους πολύ δουλειά αυτή είναι η συμβουλή ο δάσκαλος μπάχαλο όλα ανάκατα το φουστάνι της Κατερίνας σέρνεται στο δρόμο εγώ γερνάω κάτι λύπη ένα παιδί με κρατάει απ’ το χέρι δικό μου παιδί δεν υπάρχει άντρας λείπει κόσμος γεμάτο το θέατρο είμαι στη μέση δε μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό λυπάμαι ένα μικρόφωνο μπροστά μου τα χεριά μου σπρώχνουν τον κόσμο η Κατερίνα το παιδί οι νάνοι ράγες ράγες ενων

Στττ..Σηκώνομαι, κοιτάζω απ΄ τη μικρή χαραμάδα της μισάνοιχτης πόρτας- υπάρχει μια σκάλα, ξύλινη. Σπρώχνω ελαφρά την πόρτα και μπαίνω. Ένας μικρός κυκλικός χώρος, προθάλαμος, ένα τραπέζι στην άκρη του τοίχου. Το συρτάρι τραβηγμένο προς τα έξω. Δεν υπάρχει τίποτα μέσα, ένα κουμπί μόνο, ένα μαύρο τετράγωνο κουμπί. Ανεβαίνω τα σκαλιά, η σκάλα παλιά, τρίζει, η κουπαστή κουνιέται. Μετράω, ένα δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά, οχτώ, εννέα, δέκα, έντεκα, δώδεκα, δεκατρία. Δεκατρία σκαλοπάτια. Στο τέρμα ένας στενός μακρύς διάδρομος κι ένα παράθυρο. Κάτω απ’ το παράθυρο ένα παγκάκι, ίδιο με του σταθμού. Ολόιδιο, σιδερένιο, δεν έχει χρώμα, είναι παλιό. Δεξιά αλλά και αριστερά πόρτες, χρωματιστές, κόκκινη, κίτρινη, πράσινη, μοβ, μπλε, γκρι, ροζ, είναι οι μόνες που έχουν χρώμα, όλα τα υπόλοιπα είναι μουντά, γκρι. Είναι φρεσκοβαμμένες, κάποιος ήρθε, ποιος; Δεν μένει κανείς εδώ. Ποιος; Η Κατερίνα; Πρέπει να τη βρω, δεν την βλέπω, μπορεί να με βλέπει, να είναι εδώ, η διαχωριστική γραμμή που είναι;
Διασχίζω το διάδρομο, στέκομαι στο παράθυρο. Από κάτω ο σταθμός, το παγκάκι, οι γραμμές, τα δέντρα. Μια σκιά. Κάποιος παίζει κουτσό στις ράγες. Κολλάω το πρόσωπό μου στο παράθυρο. Ναι, βλέπω καθαρά. Ένα παιδί. Είναι παιδί, εκείνη, είναι η Κατερίνα. Θέλω να ανοίξω το παράθυρο, προσπαθώ, δεν ανοίγει. Είναι εκείνη. Φοράει τα ίδια ρούχα, όπως εκείνη τη νύχτα, λευκά. Κατεβαίνω. Όχι. Θα μείνω. Λίγο ακόμα. Γιατί δεν ήρθες πιο νωρίς, πριν ανέβω στο κτίριο, γιατί τώρα; Πίσω μου, οι πόρτες είναι ανοικτές. Η Κατερίνα είναι μπροστά μου, στη μέση του διαδρόμου, παίζει κουτσό. Είμαστε απέναντι. Γελάει, το κεφάλι κάτω, παίζει κουτσό και μετράει. Ένα δύο τρία πέντε. Ένα δύο τρία πέντε. Κατερίνα; Με άκουσε, με κοιτάζει. Δεν παίζει κουτσό. Είναι ακίνητη. Το κινητό μου, χτυπάει ξανά το κινητό, η Κατερίνα κλείνει τα αυτιά της, την ενοχλεί, ουρλιάζει. Δεν κουνιέμαι τώρα. Δεν κάνω τίποτα. Ηρεμεί. Δε χαμογελά. Με κοιτάζει. Ένα μοβ πηχτό υγρό κυλάει απ’ τα μάτια της και δεύτερο, τρίτο. Το δάκρυ των... Η Κατερίνα σιγομουρμουρίζει λέξεις, δεν καταλαβαίνω, σε άλλη γλώσσα.

Ανεσε αλεθη αν ωξιρ ςιτσ ςεγαρ.

Προσπαθώ, δεν. Δεν προλαβαίνω.

Ανεσε αλεθη αν ωξιρ ςιτσ ςεγαρ.
Ανεσε αλεθη αν ωξιρ ςιτσ ςεγαρ.

Της μιλάω. Δεν σε καταλαβαίνω, πες το ξανά, αργά.

Ι α κ α σ η ρ τ σ ι λ γ ω γ ε
Ιακ ασηρτσιλγ ωγε
Ανεσε αλεθη αν ωξιρ ςιτσ ςεγαρ ιακ ασηρτσιλγ ωγε

Βγάζω χαρτί, σημειώνω. Την βλέπω. Περπατάει προς τα πίσω αργά. Να διαβάσω μια μία τις λέξεις, κωδικός; Ανάποδα, μία μία γραμμικά.

Φοβάμαι. Χλομιάζω, γιατί; Σηκώνω το κεφάλι μου, δεν την βλέπω, πάλι έφυγε, ένα χέρι χάνεται πίσω απ’ τον τοίχο. Κατερίνα, θέλω να κινηθώ, δε μπορώ, ακούω γέλια απ’ τα δωμάτια. Το κλάμα των μωρών, περπατάω αργά, δύσκολα. Στο ένα δωμάτιο η μάνα κουλουριασμένη στο πάτωμα σιγομουρμουρίζει ένα τραγούδι, πένθιμο τραγούδι, μοιρολόι σε άγνωστη γλώσσα, στο διπλανό δωμάτιο ο πατέρας γυμνός, ο ίδιος πατέρας. Ξύνει με τα νύχια του τον τοίχο, πάω πίσω, ξανά στο παράθυρο. Δεν υπάρχει τίποτα, δε βλέπω τίποτα, ούτε σταθμός, ούτε ράγες, ούτε δέντρα, το παγκάκι πουθενά, γυρίζω μπροστά, τα μωρά μπουσουλάνε στο διάδρομο, κλαίνε με κλάμα αηδιαστικό, τα μάτια τους είναι μεγάλα, τα μάτια της Κατερίνας, οι γονείς βγαίνουν στο διάδρομο, το σώμα του πατέρα είναι το σώμα της Κατερίνας, φοράει τα ρούχα της, είναι λευκά, το πρόσωπο της μάνας έχει τη μορφή της, τα μαλλιά της, οι μορφές οπισθοχωρούν, με κοιτάζουν, γέλιο κλάμα, γέλιο, κλάμα, ένα, να τους φτάσω, δε μπορώ να προχωρήσω, προσπαθώ, δε μπορώ να τους φτάσω, δε μπορώ να κινηθώ, δεν τους φτάνω, φεύγουν…

Είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα. Η ανάσα μου γρήγορη, εκείνος δεν έχει αλλάξει θέση. Κάθεται δίπλα μου, κοιτάζοντας απέναντι. Στο γραφείο ένα μικρό κασετοφωνάκι κι απέναντί μου ένας ηλίθιος πίνακας μ’ ένα ρομαντικό θαλάσσιο τοπίο.

«Το επόμενο ραντεβού μας είναι την Πέμπτη, στις επτά».

Κλείνω πίσω μου την πόρτα.