Αντώνης Φωστιέρης
Ποιητής
Την ερώτηση, ελαφρά παραλλαγμένη και προκλητικότερη, την είχε ήδη
διατυπώσει από τις αρχές του 19ου αιώνα ο Χαίλντερλιν, εστιάζοντας τότε
στον ρόλο του ποιητή και όχι της ποίησης, πράγμα που εκ πρώτης όψεως
μοιάζει να είναι το ίδιο, στην πραγματικότητα όμως διαφέρει κατά πολύ.
Μάλιστα, η δική του ερώτηση ήταν σχεδόν ρητορική στη διατύπωσή της:
‘‘Και τι χρειάζονται οι ποιητές σε μικρόψυχους καιρούς;’’. Μια διατύπωση
που είναι προφανές ότι προοικονομεί και εκμαιεύει την αυθόρμητα
αρνητική απάντηση: ‘‘Μα, δεν χρειάζονται σε τίποτα’’. Και μάλλον έχει
δίκιο. Γιατί είναι αρκετά τα παραδείγματα του παρελθόντος όπου, είτε σε
ήρεμες είτε συχνότερα σε ταραγμένες εποχές, υπήρξαν ποιητές που
επιχείρησαν αυτοπροαιρέτως να αναλάβουν ρόλους προφήτη, πρωθιερέα,
ιδεολογικού ηγέτη και ΄΄μπροστάρη΄΄, δρασκελίζοντας τα όρια της τέχνης
τους και εισβάλλοντας, με σημαίες και με ταμπούρλα, στους χώρους της
πολιτικής πρακτικής.
Διαφορετικός, πολύ διαφορετικός, είναι ο ρόλος της ίδιας της ποίησης,
στις σοβαρότερες τουλάχιστον εκδοχές της. Που δεν άγεται ούτε φέρεται
από τους ανέμους του επικαιρικού και τη ζήτηση της αγοράς, δεν
περιγράφει επιφανειακά, δεν κραυγάζει ούτε μοιρολογεί, αλλά συγκεντρώνει
τα πιο στέρεα κομμάτια της πραγματικότητας, τα επεξεργάζεται, τα
αφομοιώνει και τα μετασχηματίζει σε έργα μιας συγκίνησης που διαρκεί και
μιας καινούργιας οπτικής των πραγμάτων. Ίσως αυτή η καινούργια οπτική,
που νομοτελειακά σε οδηγεί στον βαθύτερο εαυτό σου, να είναι το
σημαντικότερο όφελος που μπορείς να εισπράξεις, είτε γράφοντας είτε
διαβάζοντας ποίηση. Και που δεν σημαίνει, σε καμιά περίπτωση, απόδραση
από τον ενεστώτα χρόνο, όσο χαλεπός και αν είναι, αλλά το αντίθετο
ακριβώς: είναι ένας τρόπος να σταθείς απέναντί του, με τις δικές σου
εσωτερικές δυνάμεις σε εγρήγορση, και να τον αποτιμήσεις με άλλα μέτρα
και άλλα σταθμά, όχι μ’ εκείνα που αυτός τρομοκρατικά προσπαθεί να σου
επιβάλει.
Ντίνος Σιώτης
Ποιητής, εκδότης των περιοδικών (δε)κατα και Poetix
Ποίηση: πακέτο διάσωσης
Ας ξεκινήσουμε με την άποψη, σωστή κατά τη γνώμη μου, ότι ποιητής
είναι εκείνος που διακρίνει την αλήθεια απ’ το ψέμα, την υπερασπίζεται
και την υπηρετεί. Εδώ κρύβονται όλα τα στοιχεία που θα έπρεπε να
χαρακτηρίζουν ένα γνήσιο ποιητή, που δεν αναλώνεται στη μιζέρια, τη
γκρίνια και σε προσωπικά αδιέξοδα, δεν κρύβεται στον γυάλινο πύργο του,
δεν ματαιοπονεί φλερτάροντας με τις σειρήνες της ματαιοδοξίας και της
δημοσιότητας, δεν αφήνεται έρμαιο στο ψέμα και την καφρίλα των κολάκων.
Ζούμε σε μια χώρα όπου γεννήθηκε η ποίηση και η μελωδία.
Και το τραγούδι μάς συντροφεύει σε πολλά στάδια της ζωής μας. Όμως η
ίδια ζωή (και ο ποιητής) μάς υπενθυμίζει ότι δεν είμαστε πάντα σε
αρμονία με τον εαυτό μας και με τον περιβάλλοντα χώρο. Καμιά φορά ο
ποιητής είναι σε σύγκρουση και με το σύμπαν—αρκεί να μη γίνεται γρανάζι
του συστήματος, να μην παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του και να μην ξεχνά
το ρόλο του που δεν πρέπει να είναι άλλος από την ειλικρίνεια, την
αξιοπρέπεια και το συλλογικό όραμα, κόντρα στην αβεβαιότητα του αύριο,
κόντρα σε εγωκεντρικές εμμονές, κόντρα στην απαξίωση της ζωής και στην
αντίληψη που τον θέλει αιθεροβάμονα, υπερόπτη, αλαζόνα και αναλώσιμο της
εγωπάθειάς του. Την εποχή της κινητής τηλεφωνίας, ο ποιητής επιμένει
πεισματικά να είναι το μοναχικό τηλεγραφόξυλο που εκπέμπει Δελτία Τύπου
από το μέτωπο της Ανθρώπινης Συνθήκης. Εντέλει η ποίηση δεν είναι κάτι
άχρηστο και ανώφελο, όπως πολλοί πιστεύουν. Η ποίηση μας βοηθά να δούμε
τη ζωή με άλλα μάτια. Η ποίηση, μια σύντομη διακοπή της πραγματικότητας,
μας δείχνει το πραγματικό μέγεθος των πραγμάτων και των ανθρώπων και
μας ανοίγει ένα φεγγίτη από όπου μπορούμε και βλέπουμε τον κόσμο αλλιώς:
σε μια κοινωνία διάτρητη από την κρίση, την έλλειψη αξιών και
αποσαθρωμένη από την απληστία, την πλεονεξία και την αρπακτικότητα, οι
ποιητές προσφέρουν τις αλληγορίες και τις παραβολές τους ως αντίδοτο στο
φόβο, την αποξένωση, την κατήφεια. Ας βρούμε και ας κρατήσουμε ένα
ποίημα που μας αρέσει, μας χαράζει και μας χαρακτηρίζει και μ’ αυτό θα
βρούμε τον προορισμό μας, το δρόμο για τη ζωή και για το σπίτι. Σε
τελευταία ανάλυση, η ποίηση είναι ένα πακέτο διάσωσης από τους φόβους
και τα δεινά της διαταραγμένης πραγματικότητας.
Αγγελική Ασπρογέρακα
Μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Μανδραγόρας»
Tο γιατί της ποίησης δεν είναι κάτι καινούριο και αναμφίβολα δεν θα
παλιώσει ως ερώτημα και δεν θα ξεπεραστεί στο μέλλον. Θα μπορούσε να
θεωρηθεί απλώς φιλολογικό, αυθύπαρκτο, μπάσταρδο-ερώτημα που καλούνται
μονομερώς, ποικιλοτρόπως και αυθαιρέτως να απαντούν οι ποιητές στα
ποιήματα ποιητικής τους, μολονότι κανείς δεν τους ρώτησε, ουδέποτε τους
το απηύθυνε.
Το ερώτημα εντούτοις για τη χρηστικότητα –ή επί το μαρξιστικότερο για
«την αξία χρήσης της ποίησης» διαφοροποιείται ανάλογα με το υποκείμενό
της: γίνεται διθυραμβικό «διότι» στον Μιχάλη Κατσαρό, νεκρικό «επειδή»
στον Τάκη Σινόπουλο, φοβισμένο «εγώ;» στον Σαχτούρη, απεγνωσμένο «οι
άλλοι» στον Βύρωνα Λεοντάρη, πικραμένο «εμείς» στον Μανόλη Αναγνωστάκη,
ψυχαναλυτική θαλπωρή ξεχασμένου «σπιτιού» στον Θανάση Τζούλη, θανατερή
μοναξιά στον Νίκο Ασλάνογλου…
Η ζωντανή ποίηση προϋποθέτει έναν τουλάχιστον ακόμη σύντροφο/συμπότη
συνομιλητή-ακροατή-αναγνώστη, έναν ακριβοδίκαιο μετρονόμο που θα μπορεί
να αποκωδικοποιεί τα σήματα μορς, να υποδεικνύει συντεταγμένες κι
ενδεχομένως να ερμηνεύει όσα ανερμήνευτα πασχίζει ο ποιητής να πάρει
μαζί του στον τάφο.
Προϋποθέτει συντεχνίτες ικανούς να μοιράζονται το τίποτα και τον παν
της ποιήσεως, όχι ως περσόνες που αλληλογρονθοκοπούνται στην
καλλιτεχνική πασαρέλα, αλλά ως συμπαίκτες που θα αλλάζουν μπαλιές με
στόχο το γκολ. Που δε θα σημάνει αναγκαστικά νίκη, αλλά μπορεί να
προκαλέσει και θάνατο. Ας μη ξεχνάμε ότι οι Μάγιας μετά από αγώνα
ποδοσφαίρου θυσίαζαν τον νικητή –όχι τον ηττημένο.
Στην εποχή μας δεν ισχύει καμία από τις τρεις προϋποθέσεις, εξ ου και η
αμηχανία που κυριαρχεί στον ποιητικό χώρο –συνέχεια μιας αντίστοιχης
πολιτικής και κοινωνικής υποχώρησης. Η ποίηση περιθωριοποιείται και
ξεχνιέται στα πολλά που απασχολούν την τρέχουσα «επικαιρότητα». Μόνος
ρόλος της να τσοντάρει με δυο σκόρπιους αναφομοίωτους στίχους τις
πολιτικές αψιμαχίες από του βήματος της Βουλής.
Τι της μένει λοιπόν; Ένα πραγματικό ερώτημα που θα αποζητά απάντηση στο διηνεκές…
Ανθούλα Δανιήλ
Δρ Φιλολογίας, Κριτικός Λογοτεχνίας, μέλος της συντακτικής ομάδας του diastixo.gr
Μέρα Ποίησης 2015
Κάθε που το φέρνει η περίσταση, πάλι και πάλι, επανέρχομαι σ’ εκείνον
τον στίχο του Φρίντριχ Χέλντερλιν Wozu dichter in dürftiger Zeit?" που ο
Γιώργος Σεφέρης, προσπαθώντας να δείξει ότι δεν είναι ιππόγρυπας,
απέδωσε στα Ελληνικά «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο
καιρό;». Μικρόψυχος λοιπόν ο καιρός, καιρός ένδειας ή απουσίας
ιεροφάνειας ή ακατάλληλης ψυχικής και πνευματικής περιρρέουσας
ατμόσφαιρας, ήταν ο καιρός του Χέλντερλιν αλλά καθώς δείχνουν τα βιβλία
και τα γραπτά τέτοιοι ήταν οι καιροί πάντα. Και ίσως γι’ αυτό πάντα
ήταν απαραίτητοι και οι ποιητές· για να δίνουν την ανάσα στους ανθρώπους
που συμπιέζονταν στις συμπληγάδες της ζωής. Και είχε η ζωή πολλές
ευκαιρίες για να κάνει έναν ευαίσθητο άνθρωπο να μελαγχολήσει και να
θέσει εις εαυτόν το ερώτημα που ο Χέλντερλιν διατύπωσε μεν για την εποχή
του, αλλά αναδρομικά για όλες τις προηγούμενες και προδρομικά για όλες
τις επόμενες. Μέσα όμως στο ερώτημα χαμογελά η απάντηση. Ακριβώς
επειδή οι καιροί δεν συναινούν, οι Ποιητές είναι εκεί, στην άλλη άκρη
της ζυγαριάς για να ισορροπούν τα βαριά υλικά της ζωής με την αγάπη για
την πατρίδα, τον έρωτα για τη γυναίκα, το στοχασμό πάνω στο αίνιγμα της
ζωής, την κοινωνική ευαισθησία. Και οι γενιές διαδέχονται η μία την
άλλη, χωρίς να δίνουν απάντηση στο αρχικό ερώτημα γιατί μάλλον το έχουν
ακυρώσει. Γιατί όταν η Μαρία Νεφέλη ρωτά τον Αντιφωνητή, Οδυσσέα Ελύτη,
«Τι να σας κάνω μάτια μου κι εσάς τους Ποιητές / που χρόνια μου
καμώνεστε τις ψυχές τις αήττητες», καταλογίζοντάς του ότι διεκδικούν την
ουτοπία, εκείνος –Αντιφωνητής– απαντά: «Παρακαλώ προσέξτε τα χείλη
μου: απ’ αυτά εξαρτάται ο κόσμος». Να γιατί χρειάζονται οι ποιητές· για
να υπάρχει αυτός ο άλλος κόσμος και ο μικρός και ο μέγας, και ο
αληθινός και ο ονειρικός, εκείνος στον οποίο ευδοκιμεί το θαύμα και
φυσάει ούριος ο άνεμος.
Κώστας Γκοβόστης
Εκδότης των ομώνυμων εκδόσεων και του περιοδικού «Θέματα Λογοτεχνίας»
Είναι σίγουρο ότι η ποίηση δεν θα μας λύσει όλα μας τα προβλήματα,
ίσως και κανένα. Θα μας βοηθήσει όμως να μην χάσουμε την ανθρωπιά μας.
Και όσο διατηρούμε τη δυνατότητα να διαλεγόμαστε ειλικρινά και de
profundis μέσω της ποίησης, διατηρούμε και την ελπίδα πώς έστω κι αν δεν μπορέσουμε να κάμουμε τη ζωή μας όπως τη θέλουμε, ίσως καταφέρουμε να μην την κάμουμε μια ξένη φορτική.
Ασημίνα Ξηρογιάννη
Ποιήτρια, υπεύθυνη του varelaki. blogspot (ένθετο λογοτεχνικό notationes)
Η ποίηση, όπως και η τέχνη στο σύνολό της, έχει κοινωνικό πρόσωπο.
Απευθύνεται στους άλλους ανθρώπους. Γράφουμε για να διαβαστούμε. Επίσης,
ο ποιητής, και ο κάθε καλλιτέχνης, δεν ζει μόνος του. Είναι μέλος μια
κοινωνίας, με την οποία συχνά βρίσκεται σε διάλογο, ακόμα και μέσω του
έργου του. Ο ποιητής ζυμώνεται συχνά με την εποχή του, και αντλεί υλικό
μέσα από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζει, καθώς και
από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Πάντα στην ποίηση έχει σημασία να
εξετάζουμε πώς φιλτράρει αυτό το υλικό που του προσφέρεται και αν τελικά
το μετουσιώνει σε αληθινή τέχνη. Τις προάλλες ξαναδιάβαζα κάπου τους
ηχηρούς στίχους του Εγγονόπουλου: «Προπαντός στα χρόνια τα δικά μας, τα
σακάτικα, είθισται να δολοφονούν τους ποιητές». Κάνοντας λοιπόν τις
συνδέσεις με το σήμερα, είναι πασιφανές ότι και τα χρόνια που ζούμε τώρα
εμείς θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηριστούν «σακάτικα» και αυτός θα ήταν
ένα επιεικής χαρακτηρισμός, όσο κι αν αυτό πονάει. Από την άλλη, ναι,
είναι γεγονός ότι υπάρχει μια πολεμική απέναντι στο πνεύμα και ό,τι αυτό
συνεπάγεται. Το να είσαι πνευματικός άνθρωπος σήμερα από μερικούς
θεωρείται ντεμοντέ. Η κυριαρχία της ύλης, των αριθμών, του συρμού και
του διασυρμού! Κι όμως...κοιτώντας πιο προσεκτικά, θα δεις ότι η Ποίηση
επιμένει πεισματικά. Οι ποιητές δεν σιωπούν, υψώνουν το ανάστημά τους,
γράφουν ανελλιπώς, εκδίδουν ανελλιπώς και δραστηριοποιούνται απίστευτα.
Οι ποιητές ''ΜΙΛΟΥΝ για όλα αυτά '' που θα έλεγε και ο Αναγνωστάκης.
''Σε δύσκολους καιρούς δεν αναζητούμε τη μεγάλη ποίηση, αλλά την επείγουσα".
Σε δύσκολους καιρούς απαιτείται μια ποίηση λειτουργική που να αφορά
και να αγγίζει τον σύγχρονο άνθρωπο. Να έχει κάτι να του πει. Να τον
κινητοποιεί με κάποιον τρόπο. ''Σε τέτοιους καιρούς /αναζητάς μια άλλη
ποίηση/πιο δυνατή/που να μπήγει το μαχαίρι σε σκληρές καρδιές/που να
γίνεται η ίδια μαχαίρι/και να κόβει κομματάκια τη διαφθορά.'' Ακόμα,
νομίζω ότι περισσότερο από κάθε άλλη φορά έχουμε ανάγκη τη διαύγεια και
την καθαρότητα που θα νικήσουν το χάος και τον άσκοπο βερμπαλισμό.
Γιώργος Χουλιάρας
Ποιητής
Η ποίηση, όταν & όσο μπορεί, είναι η πιο πυκνή μορφή λόγου. Η
ποίηση είναι ο τρόπος να προβάλλουμε ή να προλάβουμε, σε χωριστές
σειρές, λέξεις & έλξεις – τους ήχους & τις σημασίες τους –
καταγράφοντας τον διάλογο του ανθρώπου με τον κόσμο, με άλλους & με
τον εαυτό του. Η ποίηση είναι φωταγωγός όπου συγκεντρώνονται &
χάνονται οι κουβέντες της πολυκατοικίας του σύμπαντος. Η ποίηση είναι
φωλιά φυλαγμένη με λόγια εκείνου που μιλά ενώ πορεύεται στο σκοτάδι
& το φως, ενώ πραγματεύεται την αδικία κάθε δικής του καταδίκης. Η
ποίηση είναι η τάξη και η αταξία, η ταξική σχέση και η αταξική υπόσχεση.
Η ποίηση είναι τρόπος με τον οποίο η αφορμή γίνεται αιτία. Αν κανείς
λόγος δεν σώζει, αυτός δεν είναι λόγος περί μη σωτηρίας. Η ποίηση είναι
το χιούμορ της μελαγχολίας. Άρα είναι κατάρα. Και χαρά. Δεν είναι τώρα,
ας είναι ώρα. Ας μην ήταν πάντοτε, αν το παν ήταν τότε. Σε δυσκαιρίες
αποτελεί ευκαιρία να θυμηθούμε όλα αυτά.
…Θυμήθηκα ένα παλιότερο περιστατικό σχετικά με τη χρησιμότητα της
ποίησης, που στην περίπτωση εκείνη αποκάλυπτε προορισμούς που νομίζαμε
ότι γνωρίζουμε. ≪ Πού θα πάτε το καλοκαίρι; ≫ ρώτησε ο ποιητής, που μας
είχε χαρίσει τη φιλία του. ≪ Έχουμε τον καλύτερο οδηγό ≫, απάντησα, τους
καταλόγους νησιών δηλαδή σε κορυφαίο ποίημά του. Γέλασε πολύ. Βέβαια,
αν δεν είχε χιούμορ, τα υπόλοιπα θα αποδεικνύονταν άχρηστα.
Αυτά σκεφτόμουν οδηγώντας με μεγάλη ταχύτητα στην εθνική οδό, όταν με
σταμάτησε η τροχαία. ≪ Πού πάτε έτσι; ≫ ρώτησαν. ≪ Στην Κυπαρισσία ≫,
είπα. ≪ Με προσκάλεσαν να μιλήσω για τον Ελύτη ≫. Οι αστυνομικοί
κοιτάχθηκαν. ≪Μην το ξανακάνετε ≫, είπαν, επιστρέφοντας το δίπλωμα
οδήγησης. Και πράγματι από τότε έχω να μιλήσω για τον Ελύτη.
Νέστορας Πουλάκος
Υπεύθυνος περιοδικού/εκδόσεων Vakxikon.gr
Άποψη για την ποίηση
Η ποίηση δεν γνωρίζει χαλεπούς καιρούς και δυσκολίες –το αντίθετο
μάλιστα. Αποδεδειγμένα και ιστορικά η καλή ποίηση γράφτηκε στα «σκληρά»
χρόνια της αστάθειας, της πείνας, της πολιτικής «ανωμαλίας» και των
κακώς κειμένων στην κοινωνία ευρύτερα. Στους «εύκολους» καιρούς τα, όχι
απαραιτήτως προς αποφυγή, στιχάκια για τον έρωτα και τις καλοκαιρινές
ακρογιαλιές ευδοκίμησαν, αναδεικνύοντας όχι μόνο τη διάθεση του ποιητή
αλλά και την αλλαγή πλεύσης μιας κοινωνίας ολόκληρης.
Οφείλουμε όλοι όσοι ασχολούμαστε με την ποίηση, από όποιο μετερίζι κι
αν στεκόμαστε, να τη στηρίζουμε με ότι μέσα διαθέτουμε. Εν προκειμένω
το περιοδικό, το ραδιόφωνο και οι εκδόσεις μας είναι προσηλωμένα σε
αυτόν τον στόχο και έχουν βάλει σκοπό να φιλοξενούν ποιητές και να
δημοσιεύουν ποίηση μακριά από ελιτισμούς, ομαδούλες, παρέες και εστέτ
συμπεριφορές. Καθότι, όταν θέλουμε να μιλάμε ειδικά για «ποίηση σε
χαλεπούς καιρούς», όλα αυτά τα «κακά και ελληνικά» θα πρέπει να τα
«σκοτώνουμε» επί τόπου.
Γιώργος Βέης
Ποιητής
Για την ποίηση πάντα
Η πανάρχαια και βέβαια αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής ποίησης
εγγυάται μεταξύ άλλων, ότι πέρα από την εμπειρία των αισθήσεων, θα
παρέχεται, την ευτυχή στιγμή, ακέραιη και ακαινοτόμητη η εμπειρία του
Ποιητικού Νου. Εκείνου δηλαδή, ο οποίος έχει το χάρισμα να καταργεί
είδωλα και απάτες φαινομένων, ό,τι δηλαδή είθισται να αποκαλείται με τον
πλέον επιπόλαιο τρόπο «αξιωματικός ρεαλισμός». Στο αναμφισβήτητο χάος
που είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να ανοίξει μπροστά μας, χάος που
υπονοούν και επαπειλούν μεταξύ άλλων οι πυρηνικοί εξοπλισμοί, με
αφοπλιστική μάλιστα ειλικρίνεια, προοιωνίζοντας το βιολογικό μας τέλος,
έρχεται η ποίηση αυτών των καιρών να μας βοηθήσει να δούμε με καθαρότερα
μάτια την τάξη στη θέση της αταξίας, το ρυθμό στη θέση της αναρχίας και
της αρρυθμίας.
Είθισται η καλύτερη ποίηση να γράφεται σε καιρούς δύσκολους. Και
είναι προνόμιο της αγωνιζόμενης κάθε φορά Ύπαρξης. Ανήκω σε εκείνους που
φρονούν ότι η ποίηση θα συνεχίσει και στα χρόνια που έρχονται να
εκλύει οραματική σοφία, ανατέμνοντας και αναδιανέμοντας τη σκληρή ύλη
της πραγματικότητας που μας περιβάλλει ενίοτε τόσο ασφυκτικά. Η ποιητική
γραφή θα εξακολουθήσει να ασκεί το θεμελιώδες, σύμφυτο με τον εαυτό της
προνόμιο, δηλαδή να προπορεύεται και να προβλέπει ή να προσβλέπει στα
νέα τοπία του ανθρώπου. Στην εξαιρετικά δίσημη αυτή χρονική συγκυρία,
όπου ο κόσμος, ηλεκτρονικά τουλάχιστον συρρικνώνεται, γίνεται ένα
δυναμικό χωριό επικοινωνίας, η ποίηση αναλαμβάνει, ως εκ των πραγμάτων,
το πρόσθετο βάρος να μεγαλώσει αντίθετα τον κόσμο, να τον διευρύνει
εννοιολογικά, να του δώσει εντέλει την ορθή του διάσταση, δρώντας ως το
κατ' εξοχήν αντίβαρο στη μονοδιάστατη αγωγή των προσώπων ή των
α-προσώπων.
Οφείλουμε «μέσα από την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών»,
όπως ορίζει ο περίφημος καβαφικός στίχος, να διασφαλίσουμε την ποιητική
διάσταση του κόσμου. Η ελευθερία της λεκτικής δράσης, η ρηματική
συναλληλία προκαθορίζουν με τον τρόπο τους τη συναντίληψη των όντων.
Γιώργος Μπλάνας
Ποιητής
Σήμερα (σε «χαλεπούς καιρούς», κατά το κοινά λεγόμενο) η «ποίηση»
(κατά το κοινά λεγόμενο) έχει να παίξει τους δύο ρόλους που έπαιζε και
στους μη χαλεπούς καιρούς.
Ήτοι: 1) Ως «λογοτεχνία», ως τέχνη του στίχου, να αρωματίσει την
ατμόσφαιρα, απαλλάσσοντάς την από τις δυσάρεστες οσμές, που αναδίνει το
αποχετευτικό σύστημα του «Δυτικού Πολιτισμού» (κατά το κοινά λεγόμενο)
και ή 2) Ως ποίηση να συνεχίσει να μας διδάσκει πώς κατοικείται ποιητικά
ο κόσμος, να «ανακρίνει» το υπάρχον, προκειμένου να αποκαλύψει την
συγκρότησή του, να δημιουργεί ρωγμές στο σύμπαν των επικυρωμένων
συμβόλων, να προβάλλει συνεχώς αναπάντεχες όψεις του κόσμου, να αίρει το
υποκείμενο στον τόπο της αυτονομίας του.
Φυσικά, ο πρώτος (και ευρύτερα διαδεδομένος) ρόλος της «ποίησης» (κατά
το κοινά λεγόμενο) δεν με αφορά, όπως δεν με αφορούν οι διαφημίσεις
Telemarketing. Ο ποιητής είτε είναι οραματιστής και δάσκαλος και οδηγός
του αναγνώστη του, είτε είναι λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένος
στιχοπλόκος. Εδώ που φτάσαμε, ή όλα ή τίποτα. Τι νόημα έχει να κρεμάμε
καδράκια με εύγλωττα ευφυολογήματα στο χάος;
Αριστέα Παπαλεξάνδρου
Ποιήτρια
Η ποίηση της ζωής μας
Η λογοτεχνία, όπως κάθε τέχνη, είναι μία εξομολόγηση τού ότι η
ζωή δεν επαρκεί. Το να κόβεις το λογοτεχνικό έργο πάνω στο πατρόν αυτού
που δεν επαρκεί σημαίνει την αδυναμία σου να υπερβείς τη ζωή. -ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ
Λοιπόν όχι, η ζωή δεν επαρκεί. Και ναι, κατά μίαν έννοια, με το
ανεκπλήρωτο της ίδιας της ζωής μας καταπιανόμαστε, κάθε φορά που
επιχειρούμε να γράψουμε έστω και μισό στίχο. Εις εαυτόν λοιπόν
συντίθενται τα μονόπρακτά μας και αυτοβιογραφική, κατά κάποιον τρόπο,
είναι όλη η ποίηση, τουλάχιστον — για να μην πούμε όλη η λογοτεχνία. Ο
ποιητής πολλαπλασιάζει το είδωλό του (ή την αυτοβιογραφία του),
σπέρνοντάς το σε μικρά κομμάτια στον κόσμο, στη γλώσσα.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι το αυτοβιογραφικό στοιχείο ή
«περιεχόμενο», ή υπόστρωμα του ποιήματος, αλλά το κατά πόσο αυτό
κοινωνείται μέσω της ποιητικής γλώσσας, το κατά πόσο αυτά τα κομμάτια
του ειδώλου, τα σπαρμένα στον κόσμο: ο έρωτας, η απώλεια, το
ανεκπλήρωτο, μετασχηματίζονται όλα σε ποίηση. Γιατί η λογοτεχνία είναι
πρωτίστως «τρόπος» και ο ποιητής ένας ακούραστος αποδέκτης των μηνυμάτων
του κόσμου που τα μετουσιώνει σε τέχνη. Κατ’ αυτήν την έννοια, η ποίηση
είναι τρόπος ζωής· ελευθέρωμα της συγκίνησης, αλλά και απόδραση από τη
συγκίνηση, κατά την ελιοτική άποψη.
Και βεβαίως η γόησσα αυτή παγίδα της γραφής ενέχει και κάποιον κίνδυνο, για να θυμηθούμε τον στίχο της Ελένης Βακαλό ο τρόπος να κινδυνεύομε είναι ο τρόπος μας σαν ποιητές.
Ίσως λοιπόν στο μέρισμα του αναίμακτου αυτού κινδύνου της γραφής
ενδέχεται να κρύβεται το αναπάντητο μυστήριο, που τόσα χρόνια πριν,
διατύπωσε εν είδει ερωτήματος, ο Χέλντερλιν: Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;
Τολμούν να κινδυνεύουν. Κι όπως γράφει η Σιμπόρσκα, Οι ποιητές, φαίνεται, θα έχουν πάντοτε πολλή δουλειά…
Λευτέρης Ξανθόπουλος
Ποιητής, σκηνοθέτης
Του λόγου το αληθές
Όταν το σπίτι επρόκειτο να ζυμώσει, μ' έστελνε η γιαγιά στο φούρνο
του Μπέτσου ν' αγοράσω μαγιά. Η κυρία Κοραλία από το ταμείο, φώναζε
κάποιον από το ζυμωτήριο να φέρει έξω ένα πενηνταράκι μαγιά.
Συνήθως έβγαινε ο Ευάγγελος με άσπρο σκουφί στο κεφάλι και κάτασπρη
ολόσωμη ποδιά, τυλιγμένος στο αλεύρι. "Πάλι ζυμώνει η μάνα σου, θα μας
τρελάνει με τις μυρουδιές της".
Ο Βαγγέλης, αγράμματος αρτεργάτης, πρόσφυγας από την Ιωνία, ο
καλλίτερος ψάλτης στην εκκλησία της ενορίας και εν τούτοις φανατικός
κομμουνιστής, μιλούσε με παραβολές και συχνά χρησιμοποιούσε τη γλώσσα
της Ευαγγελίων ή αποσπάσματα από πατερικά κείμενα και ψαλμούς, κάποτε
ακατάστατα, που είχε φέρει μαζί του από τις χαμένες πατρίδες.
Την τελευταία φορά, καθώς μου έδινε μια πρέζα μαγιά τυλιγμένη σε
κομματάκι χαρτί, μου λέει: "Η μαγιά είναι το ποίημα του σύμπαντος
κόσμου".
Καθώς μεγάλωνα και με είχε ήδη τραβήξει η ποίηση στα βαθιά και
ανεξερεύνητα, σκέφτηκα κάποια στιγμή τα λόγια του καλλίφωνου αρτεργάτη
και έκανα τότε την τράμπα σχηματίζοντας την εξής φράση, που έκτοτε την
κουβαλάω και με ακολουθεί:
"Το ποίημα είναι η μαγιά του σύμπαντος κόσμου."
Αυτή είναι η πιο πρόσφορη απάντηση στο τρέχον και αγοραίο ερώτημα
σήμερα και για να αποδείξω του λόγου το αληθές, ιδού σχετικό ποίημα με
ημερομηνία γραφής την 09.12.2012.
ΚΟΥΡΣΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Πόσες φορές να κλίνω το γόνυ να κλίνω την
κεφαλή για να 'ρθεις κοντά μου ποίημα;
Πόσες φορές δαρμένο σκυλί στα πόδια σου
για να σ' ακούσω τη φωνή σου ποίημα;
Πόσες φορές μέσα στου κόσμου τη συνάφεια
για να περάσεις να σταθείς να μείνεις για λίγο
δίπλα μου ποίημα;
Πόσες φορές ικέτης με τάμα εμένα τον ελάχιστο
για να σηκώσεις τα μάτια σου πάνω μου ποίημα;
Πόσες φορές διψασμένος πεινασμένος γυμνός
για ν’ ανοίξεις τα στήθη σου μπροστά μου
και με ρύγχος μικρού παιδιού που θηλάζει
να πιω να πιω να πιω να ξεδιψάσω ποίημα;
Γιάννης Δούκας
Ποιητής, φιλόλογος
Αναζητώντας το προσωπικό ιδίωμα
Για τους «ρόλους» της ποίησης σε «χαλεπούς καιρούς», θα είχε νόημα,
νομίζω, ν’ απαντήσει κανείς κυρίως από την πλευρά του αναγνώστη,
εξετάζοντας τους όρους της πρόσληψής της. Η γραφή εμπεριέχει τις αιτίες
της, την αυταπόδεικτη ανάγκη της, και το ζητούμενο δεν είναι πώς θα
επιβιώσει σε μια ορισμένη συγκυρία, αλλά πώς θα την υπερβεί – εύκολες
εποχές, εξάλλου, δεν υπάρχουν.
Όταν κοιτάζει κανείς τα γεγονότα, άλλοτε βλέπει τραγωδίες κι άλλοτε
ευκαιρίες φωτογράφισης. Αντ’ αυτού, θα ήταν ίσως σωστότερο να
οπισθοχωρούμε, κρατώντας ωστόσο το βλέμμα μας στραμμένο προς την
πραγματικότητα, ωσότου γίνει μικροσκοπική και δυσδιάκριτη, και μόνο
τότε, αν είναι ανάγκη, να μιλήσουμε γι’αυτήν. Πέρα από την ευκαιριακή
δημοφιλία της 21ης Μαρτίου και με το δεδομένο ενός εξαιρετικά
περιορισμένου, ιδιότυπου κοινού, η ποίηση δικαιούται και οφείλει να
επικαλείται μόνο την αναζήτηση της αισθητικής της τελείωσης.
Αυτές τις μέρες, τυχαίνει να διαβάζω την, ξεχασμένη έως πρόσφατα,
Αγγλίδα ποιήτρια Ρόζμαρι Τονκς (1928-2014), που δημοσίευσε το σύνολο του
έργου της, δύο ποιητικές συλλογές και έξι μυθιστορήματα, σε διάστημα
εννέα χρόνων, από το 1963 έως το 1972, προτού αποσυρθεί από τη δημόσια
ζωή και αποκηρύξει τα βιβλία της. Πριν από λίγους μήνες, τα ποιήματά της
επανεκδόθηκαν με τον γενικό τίτλο Bedouin of the London Evening
(Bloodaxe Books). Σε αυτήν ανατρέχοντας, τη βρήκα να προδιορίζει ως
έγνοια της την αναζήτηση για «ένα ιδίωμα που να ’ναι προσωπικό, σύγχρονο
και αρμονικό» (“an idiom which is individual, contemporary and
musical”).
Αυτό, λοιπόν, το προσωπικό ιδίωμα ψάχνει κανείς, γράφοντας ή
διαβάζοντας: την παρηγοριά, τη μαρτυρία και την ευθύνη της καταγραφής
μέσα από τη μικροκλίμακα του ατομικού βλέμματος, τη διάσωση μιας
εικόνας, μιας υποκειμενικής αίσθησης. Και από αυτήν εκπορευόμενες, την
αυτογνωσία, την αυτοπραγμάτωση, την αναγνώριση του εαυτού και του άλλου.
Χριστίνα Κόλλια
Συγγραφέας, ποιήτρια
Η ποίηση που αγάπησα
Αντιθετικός ο κόσμος, πλεονάζει σε ομορφιά και ασχήμια, έρωτα και
προδοσία, ζωή και θάνατο. Με μέτρα και ρυθμούς αναπάντεχα ποιητικούς, τα
αντιθετικά του ζεύγη, δρουν πάντα από κοινού, αναπαράγοντας το
εύθραυστο εκμαγείο της ανθρώπινης ύπαρξης ως τη συντέλεια του αιώνα, του
κάθε αιώνα.
Αρένα η ιστορία, σημερινή και χθεσινή, ακόρεστη σε πολιτειακά
ανομήματα κι ενίοτε έπη, αδίστακτα επαναλαμβάνει ένα κακέκτυπο
περίγραμμα της ζωής και «φθονεί το καταφύγιο της ποίησης».
Φθονεί η ιστορία την ποίηση, που αγάπησα, γιατί κυοφορεί το μέλλον.
Γιατί διασώζει, όχι το περίγραμμα , αλλά το κέντρο του ανθρώπου - την
ψυχή. Τον επανασυνδέει με τον πυρήνα της αλήθειας του σε καιρούς
αφορεσμένους. Η ποίηση, που αγάπησα, ανασύρει από δυσθεώρητα έγκατα την
υπέρβαση και την ορθώνει απέναντι στο φόβο. Καταδιώκει το σκοτάδι.
Περιθάλπει το φως.
Ίσως,
γιατί «η ποίηση είναι εγγύτερα στη ζωτική αλήθεια απ’ ό,τι η ιστορία»
θα επισημάνει μια φιλοσοφική ρήση.
Αντιθετικός κι ο κόσμος της παρούσας κρίσης. Το ένα του πρόσωπο,
απάνθρωπο. Θαμπό και υστερόβουλο. Γερασμένο. Με σπίλους από κατήγορους
και θύματα. Διχαστικό και βίαιο, το ένα πρόσωπο της κρίσης, αναμασά με
θόρυβο την ιστορία της εκ-ποίησης.
Το άλλο πρόσωπο του κόσμου της κρίσης, ανθρώπινο. Φωτεινό κι
αλληλέγγυο. Παιδικό. Με ενσυναίσθηση στις «χαρακιές της μοίρας».
Γενναίο και φιλειρηνικό, πράττει αθόρυβα την ιστορία της ποίησης.
«Από μας θα εξαρτηθεί το τελικό αποτέλεσμα. Από μας θα εξαρτηθεί ο
παράδεισος ή η κόλαση που θα χτίσουμε. Η μοίρα μας βρίσκεται στα χέρια
μας» λέει ένας από τους ποιητές που αγάπησα.
Και, ναι, με ποίηση γράφεται η ιστορία που αγάπησα. Γιατί με λόγο
και έργο - ανόθευτα, επαναπατρίζει στον ιερό σκοπό της ύπαρξης,
ολόκληρο αυτό τον κόσμο - τον αντιθετικό, τον ελάχιστο, τον μέγα.
Γιώργος Μαρκόπουλος
Ποιητής
Βεβαίως, όπως πολύ σοφά και πολύ έγκαιρα ο Τίτος Πατρίκιος μάς
ειδοποιεί με τους στίχους του «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις
μάζες /Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα», παρά ταύτα, η
ποίηση, εξακολουθεί - και θα εξακολουθεί για πάντα - στους «χαλεπούς
καιρούς», να παίζει το ρόλο της.
Επί παραδείγματι σε καιρούς θεοποίησης της ύλης και του χρήματος η
ποίηση μας κάνει πολύ «πλούσιους», διότι αυτή δεν είναι παρά ένας σωρός
από άμμο θαλασσινό, όπου τον ψάχνουνε με καρτερία και επιμονή τα αιώνια
παιδιά και βρίσκουνε μέσα του πολύτιμα πετράδια.
Ακόμη η ποίηση μέσα στις εποχές των ακραίων ταξικών διακρίσεων φιλοξενεί
στο βασίλειό της και αφήνει να την κατοικεί ένας κόσμος «ταπεινών»,
ένας κόσμος ανθρώπων διακατεχόμενων από μια συγκινητική δίψα για ζωή,
ανθρώπων ονειροπόλων αλλά και τρυφερότατα υπερβατικών.
Επίσης, η ποίηση μέσα στο χειμώνα μας, μετατρέπει τη «χρυσαλίδα σε
πεταλούδα», μετατρέπει την πίκρα και τη νύχτα μας σε ασημόχαρτο
σοκολάτας, ενώ για να μην ξεχνάμε και τον Τάσο Λειβαδίτη, αυτή, η ποίηση
δηλαδή, μέσα στην πεζότητα της καθημερινότητάς μας «είναι σα ν’
ανεβαίνεις μια /φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό».
Τασούλα Καραγεωργίου
Ποιήτρια, φιλόλογος και μεταφράστρια αρχαίας ελληνικής ποίησης
Ένα δραστικό αντίδοτο σε χαλεπούς καιρούς
Η ποίηση ήταν πάντοτε, είναι και σήμερα, ένα δραστικό αντίδοτο σε
χαλεπούς καιρούς. Ακόμα κι όταν τη διαποτίζει η θλίψη της σύγχρονης
κρίσης, ο λόγος της λειτουργεί αποτροπαϊκά -σαν ένα ξόρκι, μια μαγική
επωδή που καλεί το κακό για να το εξορίσει. Το ποίημα είναι ένα σπάνιο
δώρο που προσφέρεται χωρίς φειδώ σ’ αυτόν που το δημιουργεί και σ’ αυτόν
που το διαβάζει. Και οι ποιητές, οι ερμηνῆς των θεῶν σύμφωνα με τον
πλατωνικό Ίωνα, ακόμα κι όταν κυκλοφορούν ανάμεσά μας με σπασμένα
φτερά, επιχειρούν μονίμως μια πτήση πάνω από τη σκληρή πραγματικότητα,
ενωτιζόμενοι τη βαθύτατα ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό.
Εξάλλου μέσα στη γενική κατήφεια που προκαλεί σήμερα η πρωτοφανής
κρίση, είναι μεγάλη παρηγοριά η αίσθηση πως στον χώρο της ποιητικής
δημιουργίας θάλλει ανεξάντλητος ένας ανεκτίμητος πλούτος, γλωσσικός και
πολιτισμικός, ένας ποιητικός βιότοπος που δεν απαλλοτριώνεται ούτε
υποθηκεύεται. Το αίτημα για διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας στο
φυσικό περιβάλλον οφείλει, νομίζω, να περιλαμβάνει επίσης τη μέριμνα για
διατήρηση του ποιητικού γλωσσικού οικοσυστήματος που απειλείται συχνά
απ’ τους θηρευτές των ποικιλώνυμων πουλιών .
Το πνευματικό τοπίο της σύγχρονης πραγματικότητας επιβάλλει λόγω
της προϊούσας ερήμωσης υπεράσπιση της ποίησης με την ίδια ευαισθησία
που ταιριάζει στα σπάνια είδη των πτηνών και στα δάση.
Επιμέλεια αφιερώματος στην Αthens voice Δημήτρης Φύσσας d.fyssas@gmail.com