«Μάνα, αύριο νωρίς να με ξυπνήσεις
προτού τη λάμπα του σπιτιού μας σβήσεις.
Κι αν μάθεις πως ποιητής ήταν ο γιος σου
σβήσε το φως, και κάνε τον σταυρό σου».
Δημήτρης Ελευθεράκης, 1978 – 10/11/2020
Ψηλά η αττικώτατη σελήνη
και κάτω η Αθήνα που σφαδάζει
από τα γέλια, μα κι απ' την οδύνη:
άλλους κλωτσά, κι άλλους τους αγκαλιάζει.
Π.χ. τους γάτους: άκουσα για έναν
σ' υπνοδωμάτια μόνο πως συχνάζει.
Κι ένας άλλος; Σκουπίδια πεταμένα
μαζεύει για να φάει. Κι ακόμη ξέρω
κάποιον που μου ‘πε τα εξής: “Εμένα
φίλε που με βλέπεις, με λένε γέρο.
Μα όταν προβάλλει ξαφνικά εμπρός μου
γατούλα χαϊδεμένη, της προσφέρω
φύλλο βασιλικού - ή μάλλον δυόσμου”.
Eγχειρίδιο νέας ποιητικής,εκλογή 15 νέων ποιητών
Εισαγωγή -Ανθολόγηση Σωτήριος Παστάκας, εκδόσεις Ρώμη
Φωτό Αναστασία Γκίτση
Ευχή
Άλλοι φεύγουν γλιστρώντας απ’ το κατάστρωμα ενός καραβιού
κι άλλοι με τα μάτια στο ταβάνι ένα ξημέρωμα μόνοι,
άλλοι την ώρα του ύπνου κι άλλοι με μια σφαίρα στο στήθος.
Όλοι γνωρίζουν πού πηγαίνουν μα όχι γιατί
δεν αναχωρήσαν νωρίτερα ή δεν στάθηκαν λίγο παραπάνω
να σκαλίζουν με το τακούνι τους τα ξερά φύλλα
ή να σχεδιάζουν αδέξιους χάρτες μ’ ένα μολύβι
σε κιτρινισμένο τετράδιο. Και τι παίρνουν μαζί τους;
Σίγουρα αυτό το σώμα που δεν θέλει να κοιτάζει κανείς
κι όλα του τα υπάρχοντα: παλιές ανάσες, ελπίδες,
δείγματα της φθοράς, δέρμα και δόντια.
Όσοι έμειναν πίσω φαντάζονται το δικό τους σενάριο
που έχει κύματα λύπης κι έναν μακρύ αποχαιρετισμό
ίσως κι έναν μισοτελειωμένο καμβά που θα ολοκληρώσει
κάποιος άλλος που ενδέχεται να κάτσει στο ίδιο παράθυρο.
Όλοι πάντως μένουν μόνοι: σε μια φωτισμένη παγόδα
ή σ’ ένα κρεβάτι που τυλίγουν οι φλόγες
κ’ ύστερα γίνεται βάρκα σ’ αμίλητα σκοτεινά νερά.
Είθε αυτή η μοναξιά να διαρκέσει μόνο για λίγο.
************
Κανένας δεν μαρτυρεί για το τέλος. Για την ακροτελεύτια σκέψη.
Κανείς δεν την αφηγείται. Γνωρίζουμε τι έγινε πριν
και πού πάμε μετά. Ότι μεγαλώνουμε μαζί με τα παιδιά
ότι το δέρμα μας πεθαίνει χωρίς το αίμα, ότι θα ζήσουμε
μέσα στη λήθη των άλλων. Ποια θα είναι η τελική εικόνα
όμως κανείς δε γνωρίζει, ποιες λέξεις θα παντρευτούν
για να δώσουν μια σκέψη σ’ ένα μυαλό με αγγεία που σκάνε.
Είναι μια συμφωνία ανάμεσα στον ουρανό και το σώμα:
για ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού η σκέψη μας γίνεται
γραφή στο εσωτερικό μιας πέτρας του φεγγαριού,
τα πνευματικά δικαιώματα περνούν στο σύμπαν.
Δημήτρης Ελευθεράκης, Φρέαρ, 16/9/19
Από το βιβλίο : «Εγκώμια», εκδόσεις Πατάκη
Με Παλαμά και Λαπαθιώτη
το ένα βράδυ πίσω απ’ τ’ άλλο·
ας έφτανε η νύχτα πρώτη
κι ας σιωπούσε – τίποτ’ άλλο.
Απ’ τα μεσάνυχτα απόψι
φιλώ τα μάτια της καλής μου
π’ αποκοιμιέται – κι έχει όψη
γλυκιά στον πόνο της ψυχής μου.
Ένα σημείο που βυθίζει
εκεί που τότε μεσουράνει!
Κάποιο βαπόρι θα σφυρίζει,
κάποιο θα δένει στο λιμάνι.
Κάτι σαν ποίημα, μεγάλο,
κάτι σαν κόσμος – τίποτ’ άλλο.
Δημήτρης Ελευθεράκης
Νέα Εστία, τχ. 1723, Μάιος 2000
Ο Δημήτρης Ελευθεράκης γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα. Σπούδασε ελληνική και ξένη φιλολογία στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και το Εδιμβούργο. Ποιήματά του πρωτοδημοσιεύθηκαν το 1998 στο περιοδικό Νέα Εστία. Επιμελήθηκε τις εκδόσεις των ποιημάτων του Κ. Γ. Καρυωτάκη (2010) και του Κ. Π. Καβάφη (2011) και δημοσίευσε, μαζί με τους ποιητές Δημήτρη Αγγελή και Σταμάτη Πολενάκη, το βιβλίο “Με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι: μία συζήτηση για την ποίηση” (2010). Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές.
ΠΗΓΗ:Βιβλιονέτ ,φίλοι , βιβλία του ποιητή και αναρτήσεις στο facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου