(πέτρες)
ΔΕΝ
ΒΡΙΣΚΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ την πέτρα που σκεπάζει το στόμιο. Όλες μοιάζουν μεταξύ
τους, αραδιάζονται στον τόπο. Αμέτρητες και στητές, πεισμωμένες στην
απέραντη δύναμη της φύσης τους.
Αναλόγως
την ώρα, φαίνονται τεράστιες ή πανάλαφρες, όμορφες σαν κορμιά σ'
ερωτική επίκληση, κάποτε τρομακτικές. Όταν γυαλίζουν είναι επικίνδυνες,
όταν είναι ξερές πονάνε, στα πέλματα.
Μόνον
με τη φουσκονεριά ακούγονται, για λίγα επιδραστικά δευτερόλεπτα, όσο
τρίβονται μεταξύ τους με την αλμύρα. Και μετά σιωπαίνουν πάλι, έως την
επόμενη παλίρροια ή τα ανοιξιάτικα κύματα.
«Μαγικό
ιντερλούδιο ή κατάδεσμος των στοιχείων, της νιότης...» είπε απότομα ο
περαστικός κύριος με το αυστηρό βλέμμα. Συστήθηκε ως Ζήτα Λάμδα. «Κάπου
εδώ γύρω βρίσκεται η είσοδος για έναν άλλον κόσμο, προτιμότερο», μου
έγνεψε με νόημα. Ξάφνου, σήκωσε μια μεγάλη πλακουτσή πέτρα εμπρός του,
κατέβηκε μέσα από το στόμιο, κατόπιν την απόθεσε προσεκτικά στη θέση
της, και χάθηκε. Δεν πρόλαβα όμως να τη σημαδεύσω, σαστισμένος καθώς
ήμουν, ανάμεσα στις άλλες σωριασμένες. Και μάλλον ποτέ δεν θα καταφέρω
να τον ακολουθήσω.
**********
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου