ΦΩΤΟ Α.ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ
Η πυρκαγιά
Κάηκαν όλα στη μεγάλη πυρκαγιά. Όλο το σπίτι. Όλα στο σπίτι. Κάηκαν δύο μυθιστορήματα, μια ποιητική συλλογή και είκοσι διηγήματα. Ο υπολογιστής. Ο σκληρός δίσκος. Όλα τα χειρόγραφα. Και λοιπόν; Λοιπόν, η ζωή μου κάηκε. Μέσα σε λίγα λεπτά. Παρανάλωμα το σπίτι. Όλο το σπίτι. Με το περιεχόμενό του και τα γραπτά μαζί. Κάηκαν όλα τα ζωντανά. Τα χειρόγραφά μου, ο σκύλος, η γάτα, τα δυο καναρίνια. Τίποτα δεν μπόρεσα να σώσω. Έτρεξα να σώσω το δικό μου τομάρι πρώτα. Όλα αυτά που έγιναν στάχτη, έχουν αξία υποδεέστερη της ύπαρξής μου. Έτσι μας έμαθαν να πιστεύουμε. Έτσι και να λέμε. Θα σου έλεγα δε, κι ας μην το πιστεύεις, ότι και εγώ αν καιγόμουν ολόκληρος και μου ζητούσες μετά να κάνω αξιολογικά απολογισμό απωλειών -πού λέει ο λόγος δηλαδή, διότι ως καμένος τι απολογισμό να κάνω;- θα σου ανέφερα κατά σειρά: Τα γραφτά μου, εμένα, τον σκύλο, το καναρίνια και τέλος, τη γάτα. Αυτά, σε ό,τι αφορά τα καμένα ζωντανά. Μην ρωτάς γιατί τέτοια αξιολόγηση. Θεωρώ αυτονόητο, ότι από όλα αυτά, μετά το φυσικό τέλος των ζωντανών, μόνον τα χειρόγραφα θα υπάρχουν. Αυταπάτη αθανασίας; Ότι και να είναι, εγώ σου λέω τη δική μου αλήθεια. Αν είναι ή δεν είναι αλήθεια, δεν με αφορά τελικά. Πάντως, σου ξετυλίγω ειλικρινά κάθε μου σκέψη.
Αφού τη γλίτωσα και μπορώ τουλάχιστον το ύψιστο, να διηγούμαι, οφείλω να σου πω, ότι μαζί με το νοικοκυριό κάηκαν και όλα τα πιστοποιητικά. Τα χαρτιά που πιστοποιούν ότι είμαι εγώ και κανένας άλλος. Καταλαβαίνεις φαντάζομαι, πως μη υπαρχόντων των πιστοποιητικών είμαι ο κανένας. Χάθηκαν, στάχτες γκρίζες έγιναν αυτά τα χαρτιά που λένε ότι γεννήθηκα στην Αθήνα, ότι με λένε Νίκο Ηττόμαχο, ότι έχω τους τάδε γονείς και διάφορα προσωπικά δεδομένα τα οποία συνοδεύουν κάθε πολιτισμένο άνθρωπο με υπόσταση στην κοινωνία.
Μετά τη μεγάλη φωτιά, ως γνήσιος κανένας έχω γίνει και λίγο φλύαρος. Άκουσε τώρα το γελοίο του πράγματος. Με το που κάηκαν όλα τα χαρτιά, ταυτότητες, πιστοποιητικά γέννησης, διαβατήρια και άλλα, που έλεγαν ποιος είμαι, από τότε λοιπόν, ο μόνος στον κόσμο που ήξερε ή νόμιζε πως ξέρει ποιος είμαι, ήμουν εγώ. Και από αυτό το σημείο αρχίζουν τα μεγάλα διλήμματα. Τώρα είχα την ευκαιρία για πρώτη φορά στη ζωή μου, να ορίσω εγώ το ποιός είμαι, κατά βούληση και όχι όπως μου επέβαλαν οι άλλοι. Να ορίσω το αν υπάρχω για τους άλλους ή όχι. Είχα την ευκαιρία να εξαφανιστώ. Τη δυνατότητα όμως, την είχα;
Ξέρω ότι με ζηλεύεις. Διότι είναι φυσικό να ζηλεύουμε όποιον έχει ευκαιρίες. Η έννοια ευκαιρία εμπεριέχει το καλό, μια προοπτική, μια δυνατότητα επιλογής συνήθως κερδοφόρας ή τουλάχιστον απολαυστικής. Και καταλαβαίνεις βέβαια, ότι είναι μεγάλη ευκαιρία να μπορείς να ξεκινήσεις από το μηδέν. Όχι σαν νεογέννητο βρέφος, αλλά ως ώριμος άντρας με εμπειρία, με επιλογές ζωής, άρα με προϋποθέσεις επιτυχίας, πιθανότητες ευτυχίας, πολύ περισσότερες από όσες διαθέτει ένα νεογνό. Μπορείς να ζηλεύεις, δεν σε κακίζω για αυτό, σε καταλαβαίνω απόλυτα. Εντάξει, ξέρω ότι θα σκεφτείς τον ρόλο της τύχης. Ένα νεογνό μπορεί να είναι πιο άτυχο από μένα, αν γεννηθεί σε ένα πάμφτωχο χωριό της Αφρικής, πιο τυχερό αν γεννηθεί σε
ανάκτορο βασιλικής οικογένειας της Ευρώπης. Αλλά, μην μπούμε στην αδιέξοδη αυτή συζήτηση, διότι εδώ έχουμε ένα πραγματικό γεγονός, αυτό της δυνατότητας να επιλέξω αν θα παραμείνω ο εαυτός μου ή αν θα κατασκευάσω άλλον εαυτό. Και αυτή η σπάνια δυνατότητα, προκαλεί ένα υπέροχο χτυποκάρδι στο στήθος μου.
Μετά το ολοκαύτωμα του σπιτιού μου, δύο βασικές εκδοχές υπήρχαν: Η μία, να επανέλθω στα παλιά, να βεβαιώσουν γνωστοί μου ότι εγώ είμαι εγώ και να συνεχιστεί η μίζερη ζωή μου, χωρίς τη χαρά του απρόσμενου, της διερεύνησης του άγνωστου. Η δεύτερη εκδοχή, να εξαφανιστώ από κάθε γνωστό, από κάθε γνώριμη περιοχή, να φτιάξω τον νέο μου εαυτό και να γίνω από Νίκος Ηττόμαχος, Γιώργος Νικόμαχος. Και να ξεκινήσω μια νέα ζωή, με βουτιά στο άγνωστο, στο μη αναμενόμενο, στην έκπληξη, άρα στο απολύτως ενδιαφέρον. Μοναδική ευκαιρία για μια κυριολεκτικά νέα ζωή απαλλαγμένη από μύρια βαρίδια. Άσε που έτσι θα αναιρούσα και την περίφημη ρήση “μια και μοναδική ζωή έχουμε”.
Αν κατοικούσα στον ίδιο τόπο με τον γνωστό περίγυρο, θα έπρεπε να παραμείνω ο Ηττόμαχος και να πείσω τις Αρχές, με τη βοήθεια μαρτύρων φαντάζομαι, ότι διασώθηκα και εγώ είμαι εγώ. Χωρίς χαρτιά που να λένε ότι εγώ είμαι εγώ, δεν θα μπορούσα κατά κόσμον να είμαι εγώ. Έπρεπε να βρω τους γνωστούς ή ακριβέστερα όσους με γνώριζαν και να ζητήσω τη μαρτυρία τους, τη βεβαίωση, την κατάθεση ότι εγώ είμαι εγώ. Βέβαια, ως μάρτυρες θα απέφευγα να καλέσω σκεπτόμενους άνω του μετρίου. Διότι, είμαι βέβαιος, κανείς τους δεν θα τολμούσε τη σκέψη ότι πραγματικά γνωρίζει ποιος είμαι, ώστε να το βεβαιώσει κιόλας στις Αρχές. Με κίνδυνο, αν αποδεικνυόταν κάτι άλλο, να βρει τον μπελά του. Άλλωστε, βρίσκω πολύ δικαιολογημένη την πιθανότατη άρνησή τους να βεβαιώσουν ποιος είμαι. Διότι κάτι τέτοιο δεν θα το τολμούσα ούτε εγώ σε περίπτωση που μου το ζητούσαν. Πώς να βεβαιώσεις ότι γνωρίζεις κάποιον άλλο, πόσο περισσότερο τον ίδιο σου τον εαυτό; Εδώ, σκέπτομαι τους ηλίθιους που φωνάζουν προκλητικά, συνήθως σε αντιπαραθέσεις, το περίφημο: ”Ξέρεις ρε ποιός είμαι εγώ;” . Η σωστότερη απάντηση στον ανόητο που ρωτάει, είναι προφανώς: “Γιατί, εσύ ξέρεις ποιός είσαι ηλίθιε;”.
Αυτή, η πρώτη εκδοχή, να συνεχίσω να υπάρχω όπως πριν, δεν με προκαλούσε ώστε να προχωρήσω στην υλοποίησή της. Άσε που έπρεπε να παρακαλάω τον καθένα και χαμηλής, όπως προείπα, νοημοσύνης να βεβαιώνει ότι εγώ είμαι εγώ και τρέχα-γύρευε. Η πρώτη εκδοχή λοιπόν να επιζητήσω την όποια βεβαίωση τρίτου προσώπου περί της ταυτότητάς μου, κρίνεται υβριστική, άκρως προσβλητική. Οπότε, για μύριους άλλους λόγους, αρχικώς αλλά και εις το διηνεκές, απορρίπτεται. Κι έπειτα, όλη αυτή η φασαρία προς τι έγινε; Γιατί έγινε το παρανάλωμα;
Η άλλη εκδοχή: Να βυθιστώ στο άγνωστο. Περιβεβλημένος το άγνωστο, για λόγους καθημερινότητας και στοιχειώδους συναλλαγής με το περιβάλλον που θα επιλέξω, θα πρέπει να υποδυθώ τον νέο μου εαυτό. Να υποδυθώ ελεύθερα όποιον εαυτό ήθελα, τον οποίο θα κατασκεύαζα εξ υπαρχής. Αυτό θα απαιτούσε και μια εξολοκλήρου νέα εμφάνιση, τουλάχιστον για το πρόσωπό μου. Με μια πλαστική επέμβαση στο πρόσωπο όλα
λύνονται. Κάτι σαν να φοράω μια μόνιμη μάσκα, ώστε να μην με αναγνωρίζει κανείς από το παρελθόν. Με δύο μάρτυρες, θα αποκτούσα υπόσταση, όνομα, ταυτότητα και τα λοιπά. Με δύο μάρτυρες, μπορείς να εμφανίσεις κάποιον ως υπαρκτό πρόσωπο. Τους παίρνεις μαζί σου στο ληξιαρχείο, δηλώνουν ότι ένα δικό σου παιδί γεννήθηκε και αυτομάτως το παιδί υπάρχει κι ας μην γεννήθηκε ποτέ. Κάπως έτσι.
Ένα πρόβλημα θα είναι το όνομα που πρέπει να επιλέξω. Πιστεύω ότι το “Γιώργος Νικόμαχος” ταιριάζει στην νέα μου εκδοχή προσωπικότητας. Αλλά ακόμα σοβαρότερο πρόβλημα που απαιτεί ιδιαίτερα μεγάλη φαντασία, είναι ότι θα έπρεπε να επινοήσω, να κατασκευάσω ένα ολόκληρο παρελθόν. Διότι για να είσαι κάποιος στην ηλικία μου, των σαράντα, θα πρέπει να έχεις εκτός από όνομα και ένα παρελθόν. Μπορεί να είσαι κάποιος και να μην έχεις παρελθόν; Εύκολο το έχεις; Βέβαια με τη δική μου φαντασία θα μπορούσε να κατασκευαστούν δέκα παρελθόντα, όχι ένα, αλλά σαν λαβυρινθώδη μου φαίνονται όλα αυτά. Ίσως γι αυτό μου φαίνεται πολύπλοκη η δεύτερη εκδοχή. Προϋποθέτει την παντελή άρνηση του παρελθόντος μου, του εγώ μου, με όλα τα σημερινά συστατικά του. Μνήμες, συνήθειες, ασθένειες, έρωτες, εξαρτήσεις, πάθη, συγγενείς, φίλους και πολλά άλλα δικά μου γνωρίσματα. Άρνηση, ναι. Σβήσιμο παρελθόντος όμως; Πώς να σβήσω ολόκληρη ζωή σαράντα χρόνων διαμιάς; Κι αν μετανιώσω και θελήσω να δω τη Μαρία με την οποία είμαι ερωτευμένος, θελήσω να δω τον κολλητό μου φίλο τον Γιάννη, θελήσω να ακούσω τη ζεστή φωνή της αδελφής της μάνας μου, που ζει ακόμα; Με φαντάζομαι να πηγαίνω στον τάφο των γονιών μου, να φέρω άλλο όνομα και στον τάφο να βλέπω άλλο και τρελαίνομαι.
“Εσύ δεν ήθελες μωρέ να φύγεις από αυτό που ζούσες μια ζωή και σε πλάκωνε κι έλεγες ότι δεν το αντέχεις; Να η ευκαιρία. Την αρνείσαι δειλέ; Ήδη έκανες το πρώτο βήμα” λέει η φωνή μέσα μου. Ναι ήθελα, δεν λέω, αλλά όταν μπαίνει έτσι ως δίλημμα, να αποφασίσω εδώ και τώρα, αλλάζουν τα πράγματα. Κι αν δεν τα καταφέρω; Κι αν δεν απαλλαγώ από το παρελθόν μου και διχαστώ και ζω με δυο εαυτούς και απόλυτα διχασμένος τρελαθώ στο τέλος; “Εσύ δεν έλεγες ότι ζεις παλιοζωή κι αν μπορούσες θα τα άλλαζες όλα; Δεν έλεγες ότι πήρες λάθος δρόμο, έζησες με λάθος ανθρώπους και ότι σου άξιζαν άλλα;” συνεχίζει τον αντίλογο η φωνή. Ναι, έλεγα λάθος δρόμο κι ανθρώπους, αλλά δεν έλεγα ποιοι είναι οι σωστοί. Κι αν κάνω τη μεγάλη αλλαγή και είναι λάθος, πώς, πότε και με τίνος βοήθεια θα επανορθώσω; Θα κάνω πλαστική στο πρόσωπο για να με επαναφέρουν; Πώς θα ξεκολλούσε η μόνιμη μάσκα μου; Η μεγάλη ευκαιρία βρίσκεται μπροστά μου και εγώ τρέμω. Μήπως δεν είναι παρά ευκαιρία θανάτου, καταστροφής, εκμηδενισμού όλων των εαυτών μου πραγματικών και κατασκευασμένων και χωρίς δυνατότητα επανόρθωσης; Μήπως... Τρελαίνομαι.
Δυο μέρες μετά, άυπνος, καταπτοημένος, ηττημένος και σερνάμενος, βρέθηκα στο Αστυνομικό Τμήμα.
-Καλημέρα σας κύριε, θέλω να κάνω μια αλλαγή ονόματος και να βγάλω νέα ταυτότητα, διότι η παλιά κάηκε με όλα μου τα υπάρχοντα. Ξέρετε, στην πυρκαγιά της οδού Δεκελείας προχθές.
-Και βέβαια σας γνωρίζω κύριε Ηττόμαχε. Επιζήσατε. Δεν σας κρύβω πως πίστευα ότι είχατε καεί και εσείς. Τα συλλυπητήριά μου για την συμφορά, αλλά ευτυχώς εσείς γλιτώσατε.
-Γλίτωσα. Γλίτωσα γι αυτό είμαι εδώ. Και παράκληση, στη νέα μου ταυτότητα θέλω να γράφει το ονοματεπώνυμο Γιώργος Νικόμαχος.
-Δηλαδή αλλάζετε όνομα;
-Ε, ναι. Αν είχατε στην ταυτότητα και ημερομηνία ανα-γέννησης θα την συμπληρώναμε κι αυτήν, δεν λέω... Γλίτωσα πάντως, σωστά το είπατε. Γλίτωσα.
Για να μην μου πεις ότι δεν σου τα είπα όλα, θυμήσου: Σε παρόμοιες περιπτώσεις, επειδή μπορεί και να μετανιώσεις, μην τα κάψεις όλα. Βρες τρόπο να εξαφανιστείς προσωρινά μέχρι την τελική απόφαση. Η οποία, το πιθανότερο, να μην υπάρξει ποτέ. Και θα σώσεις και το σπίτι.
Να μωρέ, σκέφτεσαι ότι πας εσύ να αλλάξεις τη ζωή σου και ξεχνάς ότι αυτή τρέχει πιο γρήγορα από το μυαλό σου και αλλάζει μόνη της. Την άλλη φορά, θα πάρω μια χθεσινή φωτογραφία μου, θα στηθώ μπροστά στον καθρέφτη και θα μετράω τις στιγμές βλεφαρίζοντας από τη μια εικόνα στην άλλη. Βέβαια το ξέρω, ότι η ματιά θα κολλήσει στη φωτογραφία, διότι ενίοτε αποστρέφομαι τους ηλικιωμένους. Πάντως εγώ, για την ώρα γλίτωσα. Άλλωστε, το είπε και ο αστυνόμος.
_______________________________________________________
Η σερβιτόρα
«Καφέ ή τσάι παρακαλώ;». Αυτή η φράση έγινε ο εφιάλτης μου. Γιατί με κοιτάζεις έτσι; Δεν μου φτάνει που περιφέρομαι από τραπέζι σε τραπέζι με δυο κανάτες στα χέρια, ενάμισι κιλό η καθεμιά, έχω κι εσένα να με κοιτάζεις στα χέρια. Βέβαια, δεν είσαι υποχρεωμένος να ξέρεις πόσο και γιατί έχω ανάγκη να είναι υγιή, γυμνασμένα, ευκίνητα τα δύο μου χέρια. Βλέπεις τα χέρια μου και τα ταυτίζεις μόνο με το σερβίρισμα καφέ και τσαγιού σε αυτό το ανήλιαγο μόνιμα ηλεκτροφωτισμένο τάχα πολυτελές υπόγειο εστιατόριο του τάχα πολυτελούς γεμάτου κατσαρίδες και ποντίκια ξενοδοχείου.
Ξύπνησες και έσπευσες σαν υπνωτισμένος να κατέβεις στην αίθουσα του πρωινού. Το μυαλό σου τώρα δα αρχίζει να δουλεύει. Χρειάζεται λίγη καφεΐνη και το πλέον χρήσιμο πρόσωπο στην αρχή της ημέρας σου, είμαι εγώ. Ο όποιος ή όποια εγώ, που περιφέρεται με δύο κανάτες καφέ ή τσάι στα χέρια. Θα έλεγε κάποιος ότι δεν σε ενδιαφέρει αν είμαι άντρας, γυναίκα ή ακόμα και ρομπότ, αρκεί να επιτελώ το έργο μου, να σερβίρω πρωί - πρωί το πολύτιμο υγρό, που θα σε αφυπνίσει σταδιακά για να αρχίσει η μέρα σου. Δεν πάει η σκέψη σου, δεν σε ενδιαφέρει, αν έχω ξυπνήσει από τις πέντε το πρωί για να φτάσω ως εδώ από τα προάστια του Λονδίνου - πού θα κατοικούσα δηλαδή με τα άθλια οικονομικά της οικογενείας μου; - και είμαι ήδη κουρασμένη τώρα που πλησιάζει η ώρα εννιά.
Πολλοί σαν κι εσένα δεν μπορούν να μιλήσουν, δεν θέλουν πολλές κουβέντες πρωϊνιάτικα. Συχνά με καλούν με ένα νεύμα λέγοντας μονολεκτικά “τσάι” ή “καφέ”, κάποιες φορές προσθέτουν κι ένα “παρακαλώ”, έτσι για τα μάτια. Ελάχιστοι θα πουν μια καλημέρα. Αρκετοί από αυτούς χωρίς να με κοιτάξουν, γνέφουν θετικά ή αρνητικά όταν ρωτάω αν προτιμούν καφέ ή τσάι. Αντιμετωπίζομαι αναλόγως με τον χώρο και τον ρόλο που καλούμαι να παίξω για να επιβιώσω. Αν με δεις εκτός ξενοδοχείου, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα με αναγνωρίσεις. Και κυρίως, δεν θα φερθείς με αδιαφορία στα όρια της απαξίας, όπως μου φέρεσαι όταν υποδύομαι την σερβιτόρα.
Βλέπεις, οι ρόλοι είναι σαν τις μάσκες. Κολλούν στο πρόσωπο. Μερικές φορές, δεν ξεκολλούν έως θανάτου. Και το απίστευτο είναι, ότι και να αλλάξεις ρόλο εκείνοι επιμένουν να σε κοιτάζουν με το προσωπείο του προηγούμενου ρόλου και απαιτούν μάλιστα συνέπεια στον αρχικό της γνωριμίας σας ρόλο. Έχουν ανάγκη να αγκιστρωθούν σε στερεότυπα. Φοβισμένοι μην αλλάξει η θέα στο φανταστικό παράθυρο, που στεγάζει τα όνειρα ολόκληρης ζωής. Ένα σημαντικό στοιχείο στη μνήμη των ανθρώπων, είναι ότι σχεδόν πάντοτε, συσχετίζουν τα πρόσωπα με τον χώρο όπου τα συναντούν και με τον ρόλο που παίζουν. Στον συγκεκριμένο χώρο του άθλιου υπόγειου εστιατορίου του Λονδρέζικου ξενοδοχείου όπου σερβίρω πρωινό, κρατάω τον ρόλο της σερβιτόρας. Φροντίζω και την εικόνα μου: Όρθια στητή πλάτη λόγω συνεχούς άσκησης. Μαλλιά πιασμένα σε αλογοουρά για λόγους υγιεινής. Περπάτημα νευρώδες, ζωντανό για να δείχνω υγιής. Μόνιμο χαμόγελο για να δείχνω ευγενής.
Δεν καταλαβαίνω γιατί σε βολεύει να παραμείνω στον ρόλο της σερβιτόρας. Για να μην διαταραχτούν τα ήπια νερά των στερεοτύπων σου; Με
θέλεις αγέραστη. Ακόμα και αν με δεις μετά δέκα - είκοσι χρόνια, θα απαιτείς να μην έχω γεράσει. Φαντάζομαι, διότι έτσι νιώθεις κι εσύ αναλλοίωτος στον χρόνο. Θέλεις να είμαι ίδια κι απαράλλαχτη, ακριβώς όπως με πρωτοσυνάντησες, να έχω το ίδιο χαμόγελο, το ίδιο χρώμα μαλλιών και ακριβώς το ίδιο πρόσωπο, με τις ελάχιστες ρυτίδες και τη φρεσκάδα της νεότητας. Με θέλεις ίδια κι ας μην με παρατήρησες ποτέ... Διότι, πώς μπορείς κυρία σερβιτόρα, με την εμφάνισή σου να θυμίζεις το πέρασμα του χρόνου, δηλαδή τη δική μου γήρανση; Δεν είναι ό,τι το καλύτερο να μου θυμίζεις το αμείλικτο γήρας, να μου λες με την εμφάνισή σου, ότι γεράσαμε και προφανώς, εγώ χειρότερα από σένα. Είναι αυτή η καταραμένη άλεκτη επικοινωνία των ανθρώπων, που πολλές φορές είναι ισχυρότερη από τον εντονότερο, τον πλέον εύστοχο λόγο. Ίσως για αυτό νομίζεις ότι βλέπεις πάντοτε την ίδια σερβιτόρα. Διότι όλες οι σερβιτόρες επιλέγονται με τα ίδια κριτήρια. Γερνούν; Τις αλλάζουν. Κάτι σαν παλιό ψυγείο, πλυντήριο, χρηστική συσκευή τέλος πάντων.
Σερβιτόρα: Λέξη που προέρχεται από το λατινόφερτο “υπηρετώ”, ήτοι υπηρέτρια. Δεν διανοείσαι ότι είναι δυνατόν να αλλάξω ρόλο στη ζωή μου. Ούτε λόγος φυσικά για πιθανότητα κοινωνικής, ταξικής αναβάθμισης. Οι περισσότεροι, όπως εσύ, φτιάχνουν στο μυαλό τους σενάρια. Θέλουν να νιώθουν ότι γνωρίζουν εσένα, τη ζωή σου, τις σκέψεις σου. Και η κατασκευή μιας ιστορίας, ενός σεναρίου, υπονοεί γνώση. Η γνώση σου δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας. Τι κι αν η ιστορία σου είναι κατασκευασμένη; Χρειάζεσαι την ιστορία. Δεν την έχεις; Την κατασκευάζεις.
Σενάριο πρώτο: Με φαντάζεσαι να πετάω βαριεστημένα την ποδιά σερβιρίσματος με το τέλος της βάρδιας. Να βγαίνω στον δρόμο με βήμα κουρασμένο. Να κατευθύνομαι προς τη στάση του λεωφορείου ή να κατεβαίνω τα σκαλιά προς τον υπόγειο, παραπατώντας από την κούραση. Να φτάνω στο φτωχικό μου σπίτι στα προάστια της πόλης. Να πέφτω για ύπνο, άδεια από όνειρα κι ελπίδες. Κατά το σενάριό σου στο σπίτι μου δεν υπάρχουν βιβλία. Μόνον φτηνά περιοδικά φωτοραμάντζων υπάρχουν. Δεν υπάρχει βιβλιοθήκη, ούτε μουσικό όργανο. Μόνο μια τηλεόραση υπάρχει για να παρακολουθώ γλυκερές ερωτικές ιστορίες και εκπομπές με κουτσομπολιά κοσμικών. Διότι χωρίς γεγονότα ζωής εγώ, πρέπει να ζήσω γεγονότα μέσα από τις ζωές των άλλων. Η προέλευσή μου, από μακρινό ορεινό χωριό με πάμπτωχους κατοίκους. Πάντα κατά τα σενάριά σου, ονειρεύομαι τον πρίγκιπα των παραμυθιών, που θα μου αλλάξει την ζωή. Ο πρίγκιπας ως πάμπλουτος θα διαθέτει πανάκριβο σπορ αυτοκίνητο και κατοικία στο κέντρο της πόλης. Διότι αλλιώς, τι σόι πρίγκιπας θα ήταν;
Σενάριο δεύτερο: Με φαντάζεσαι να τελειώνω τη βάρδια σαν σερβιτόρα, εργασία-προκάλυμμα του άλλου μου επαγγέλματος. Να μεταμορφώνομαι αμέσως σε πόρνη. Να ντύνομαι προκλητικά. Να γίνομαι αγνώριστη. Να βγαίνω στο πεζοδρόμιο προς άγραν πελατών. Να κερδίζω, με το ρόλο της προκλητικότατης πουτάνας, δεκαπλάσια από όσα βγάζω σερβίροντας καφέ. Δεν φαντάζεται τη μεταμόρφωση κανείς ένοικος του ξενοδοχείου που πίνει καφέ από τα χέρια μου. Ίσως μόνον εσύ, με την οργιώδη φαντασία και το σεξουαλικά πεινασμένο βλέμμα. Κατά το σενάριό
σου είμαι πρόθυμη να σε ακολουθήσω στο δωμάτιο, έτοιμη για κάθε διαστροφική σεξουαλική ανάγκη σου. Ως γνήσια δούλα.
Γελάστηκες. Θα σου γκρεμίσω τις κατασκευές. Θα τραυματίσω την ασφάλειά σου. Πολύ γελάστηκες. Για την υποτιθέμενη προέλευσή μου. Για τον υποτιθέμενο προορισμό μου. Για το υποτιθέμενο παρόν μου. Για το μέλλον μου που δεν το υπέθεσες, θεωρώντας το επανάληψη του παρόντος μου. Καταρρέουν τα κάθε λογής σενάριά σου. Διότι σου διαφεύγει, ότι διαθέτω ευαισθησίες, γνώση και πάνω από όλα αποφασιστικότητα για το επόμενο βήμα ζωής. Σου είναι αδύνατο να σκεφτείς αν τα χέρια μου πονάνε από την κούραση. Αν είναι υγιή, όσο χρειάζεται για να υπηρετήσουν τις δικές μου ανάγκες, τις βαθύτερες επιθυμίες μου. Τι επιθυμίες μπορεί να έχει μια σερβιτόρα; Άντε, να κερδίσει το λαχείο, να βρει τον πρίγκιπα, να γίνει πόρνη πολυτελείας. Δεν εκλαμβάνεις ως αξιοπρεπές το επάγγελμά μου, αλλά σαν απόδειξη υποταγής. Κι εγώ, ένα δείγμα ανθρώπου χωρίς όνειρα, παραδομένου στη φθορά της επανάληψης. Θα μπορούσε να σε υπηρετεί κάποιος ίσος με σένα; Αν ήσουν επί της ουσίας σημαντικός, θα ήσουν σεμνός, απλός, υγιής ψυχικά. Από το βλέμμα σου, από τη γλώσσα του σώματός σου, το βλέπω καθαρά: Εσύ μπορείς να δεις μόνο μέσα από τους πρισματικούς φακούς των συμπλεγμάτων σου.
Πολύ γελάστηκες. Δεν διανοήθηκες ότι τα χέρια μου, τα δικά μου χέρια μπορούν να σε κάνουν να συγκινηθείς, να πετάξεις, να χαρείς, να κλάψεις, να πονέσεις, να... Αδιανόητος ο καλπασμός της φαντασίας σου. Είδες; Είναι τα στερεότυπα και οι εμμονές. Κολλάς εκεί και νιώθεις ασφαλής. Τρέμεις τις αλλαγές. Τα δικά μου χέρια, μπορούν να σε κάνουν να βυθιστείς, να φύγεις σε άλλους κόσμους. Με τα δυο μου χέρια, μπορώ να σε κάνω να πετάξεις στον ουρανό ή να προσγειωθείς ανώμαλα ως και κάτω από την γη. Και όλα αυτά, χωρίς να σε αγγίξω. Σε τρόμαξα με όσα λέω; Μπορείς να καταλάβεις ότι τα δυο μου χέρια ίσως είναι πιο πολύτιμα από τα δικά σου; Αν κρίνω από τα ορθάνοιχτα απορημένα μάτια σου, δεν μπορείς να καταλάβεις. Δεν μπορείς, αλλά απαιτείς να σε υπηρετώ, να σε σερβίρω. Έχεις κλειστεί, έτσι σε έμαθαν, στις ασφυκτικά μικρές διαστάσεις μιας ελλειμματικής φαντασίας. Έτσι σε θέλουν, για να μην είσαι επικίνδυνος. Όμως, χάνεις απόλαυση, νέες εμπειρίες, ομορφιές, λύπες, χαρές. Ζωή χάνεις.
Αν έρθεις πάλι αύριο να απολαύσεις τον καφέ ή το τσάι του πρωινού σου, θα δεις τη σερβιτόρα σου για τελευταία μέρα στον ρόλο της. Θα βγάλω με μια απαλή κίνηση το προσωπείο που κόλλησες στο πρόσωπό μου. Δεν θα φέρω στα δυο μου χέρια τις κανάτες της πρωινής απόλαυσής σου. Θα σου επιδώσω μια πρόσκληση με ήπιες κινήσεις, σαν να σερβίρω καφέ. Το Άλμπερτ Χωλ και η Φιλαρμονική του Λονδίνου, σε καλούν στο ρεσιτάλ πιάνου της Μαρίας Αθανασίου. Σκόπιμα επέμενα να μπει στην πρόσκληση φωτογραφία μου με μαλλιά τραβηγμένα, όπως υποχρεωτικά τα έχω χτενισμένα στον ρόλο της σερβιτόρας, για να καταλάβεις ότι η σολίστ είμαι εγώ. Θα σερβίρω Λιστ, Σοπέν, Ραχμάνινωφ. Και στο δεύτερο μέρος ελεύθερη τζαζ. Αυτοσχεδιαστική, αποκλειστικά δικής μου έμπνευσης. Η σερβιτόρα - σολίστ πιάνου. Αυτή, με τα πονεμένα χέρια και τη χρόνια τενοντίτιδα. Με τις δυο βαριές κανάτες, που βάραιναν όλο και περισσότερο όσο περνούσαν οι ώρες της βάρδιας.
Τώρα κατάλαβες. Κατάλαβες γιατί αυτά τα χέρια μπορούν να σε πετάξουν στα ύψη ή στα Τάρταρα. Προκαλώντας μόνο μια αίσθηση. Την ακοή. Χωρίς μυρωδιές και αγγίγματα. Θα κάθομαι εκεί μακριά σου, απρόσιτη και με τα δυο καταπονημένα χέρια μου θα στέλνω θείες μελωδίες, που θα επεμβαίνουν στον ψυχισμό σου, θα κατευθύνουν τη φαντασία σου, θα προκαλούν τα συναισθήματά σου. Τα χέρια της σερβιτόρας που πονούσαν αφόρητα κι έπρεπε αμέσως μετά τη βάρδια να ασκηθούν πάνω σε ένα πιάνο, το οποίο έδινε τη μοναδική δικαιολογία ύπαρξης. Θα υπάρχω, αλλά με έναν άλλο τρόπο δοσίματος. Με δόσιμο στιγμών ευτυχίας, ευεξίας, άκρως ευαίσθητων. Χωρίς να περιστραφώ γύρω σου, χωρίς να γευτείς τον άθλιο ξενοδοχειακό καφέ σου. Θα κάθομαι μακριά. Απρόσιτη. Και σκέπτομαι ότι με δυσκολία θα κρατηθώ να μην κάνω αυτό που μου τριβελίζει το μυαλό. Με το τέλος τους κοντσέρτου υποκλινόμενη στο κοινό που θα χειροκροτεί, να φωνάξω με όλη τη δύναμή μου, ένα αποχαιρετιστήριο, ένα καθαρτήριο: «Καφέ ή τσάι παρακαλώ;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου