Ασημίνα Ξηρογιάννη
Το σώμα του έγινε σκιά
Ανατολικός, 2010
Ἕνα σπιτάκι ἀπόμερο, στὸ δείλι, στὸν ἐλαιῶνα,
μιὰ καμαρούλα φτωχική, μιὰ βαθιὰ πολυθρόνα,
μιὰ κόρη ποὺ στοχαστικὰ τὸν οὐρανὸ κοιτάει,
ὤ, μιὰ ζωὴ ποὺ χάνεται καὶ μὲ τὸν ἥλιο πάει!
Κ. Καρυωτάκης, Ελεγεία και Σάτιρες
Η Ασημίνα Ξηρογιάννη πρωτοεμφανίστηκε εκδοτικά το 2009 με την ποιητική συλλογή Η Προφητεία του Ανέμου (εκδ. Δωδώνη). Ακολούθησαν άλλες δύο, οι Πληγές το 2011 και το πρόσφατο Εποχή μου είναι η Ποίηση το 2013 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το –βραβευμένο- Σώμα του έγινε Σκιά, το πρώτο της πεζογράφημα, εκδόθηκε το 2010.
Το θέμα του καλλιτέχνη που αδυνατεί να επιβιώσει στο συμβατικό κόσμο επανέρχεται σταθερά στη λογοτεχνία. Ανθολογώντας πρόχειρα, στεκόμαστε στα εμβληματικά Άλμπατρος του Σ. Μπωντλαίρ και στο Φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ, διήγημα του Δ. Χατζή. Τα θαλασσοπούλια του ποιήματος, όταν δεν μπορούν να πετάξουν παραδίδονται στη χλεύη του πλήθους, ενώ η Ιζαμπέλα Μόλναρ της φερώνυμης νουβέλας, ιδιοφυής γλύπτρια, δολοφονεί τελετουργικά την οικογενειακή της ευτυχία για να αφεθεί μονήρης στο δημιουργικό της δαίμονα. Ο Άγγελος –καταξιωμένος χορευτής κλασικού μπαλέτου- της Ασημίνας Ξηρογιάννη αποδίδεται στη βάσανο μιας διελκυστίνδας, ανάμεσα σε αυτό που γενναιόδωρα του προσφέρεται, το γήινο έρωτα, τη σπιτίσια θαλπωρή, το αγαπητικό δούναι και λαβείν εντός των σχέσεων με τους ανθρώπους και σε αυτό που αληθινά και βαθιά ποθεί: την τέχνη του ως πορεία θέωσης. Εν τέλει δεν κατορθώνει να χωρέσει στο modus vivendi που θα έκανε ευτυχισμένο οποιονδήποτε «κανονικό» άνθρωπο, γιατί, ως αυθεντικός καρυωτακικός ήρωας δεν επιζητά τίποτα λιγότερο από το απόλυτο, που υπερβαίνει τη φυσική φθορά και την ανθρώπινη θνητότητα.
Ο Αμερικανός στοχαστής και συγγραφέας J. R. Lowell είχε κάνει μια εύστοχη διάκριση ανάμεσα στο καλλιτεχνικό τάλαντο και στην καλλιτεχνική ιδιοφυΐα: Το πρώτο ο καλλιτέχνης το κατέχει· η δεύτερη τον κατέχει. Το ζήτημα της ιδιοφυούς έμπνευσης ως απόκλιση είναι παλιό όσο και ο κόσμος. Στην ελληνική αρχαιότητα τη θεωρούσαν επίδραση των Μουσών, του Απόλλωνα ή του Διονύσου, στο χριστιανικό πολιτισμό νοείται ως αποτέλεσμα της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος, η Αναγέννηση εισάγει την έννοια της «ποιητικής μανίας» (furor poeticus), οι ρομαντικοί μιλούν για τη μοναξιά της μεγαλοφυΐας και βλέπουν την έμπνευση ως μία πλήρως ανορθολογική πνευματική κατάσταση έκστασης.
Σ` αυτή την πανάρχαια ομοταξία της αποκλίνουσας, αυτοκαταστροφικής ιδιοφυΐας συγκαταλέγεται και ο Άγγελος. Ολόκληρη η –αριστοτεχνικά δομημένη με την τεχνική της παράλληλης αφήγησης- νουβέλα προοιωνίζεται εν είδει τραγωδίας, μια επικείμενη, αναπόδραστη συμφορά. Στις σελίδες ημερολογίου του Άγγελου και της αφοσιωμένης συντρόφου του, παρακολουθούμε βήμα προς βήμα την άνιση μάχη εκείνου με τη φυσική φθορά και εκείνης να περισώσει τη σχέση τους. Σε ένα ενδότερο επίπεδο ακολουθούμε την προσωπική υπαρξιακή διαδρομή καθενός από τους δύο σε παράλληλους χρόνους. Το αίσθημα της μελαγχολίας και της ματαίωσης –συχνά παρόν σαν ατμόσφαιρα και στην ποίηση της Α. Ξηρογιάννη- διαποτίζει το κείμενο, χωρίς ωστόσο να το διαβρώνει. Ο άντρας και η γυναίκα πορεύονται ασύμβατα, σε διαφορετικά επίπεδα, οι τροχιές τους δεν τέμνονται ποτέ. Η Έλσα, ψυχή τε και σώματι ερωτευμένη σύντροφος και μαζί προστατευτική και θάλπουσα μάνα, κινείται δορυφορικά, σαν χλωμή, ετερόφωτη σελήνη, γύρω από ένα φλεγόμενο πλανήτη στα πρόθυρα έκρηξης. Άκαρπη η προσπάθεια να του μεταδώσει κάτι από τη θηλυκή της θέρμη, να τον γιατρέψει με τη στοργή της… Εκείνος περιστρέφεται μανιασμένα, ναρκισσιστικά, αυτοκαταστροφικά γύρω από τον εαυτό του, είναι ταγμένος σ` αυτό, δεν του δόθηκε άλλος δρόμος…
Ο χρόνος της αφήγησης ακολουθεί μια χαλαρή γραμμικότητα, που ορίζεται από τις ημερολογιακές δηλώσεις – τίτλους των κεφαλαίων, ωστόσο ο εσωτερικός της χρόνος είναι άναρχος, διασπάται από αλλεπάλληλα flash back.. Η νουβέλα συντίθεται από θραύσματα χρόνου: παρελθόντα χρόνου, ωστόσο η ύστατη ψηφίδα, ρωγμή φωτός που απαλαίνει την οδύνη του φινάλε, έρχεται από το μέλλον, αφήνοντας μια τελική, γλυκόπικρη επίγευση.
Το στοιχείο αυτό του κατακερματισμένου, ασταθούς χρόνου, οι σποραδικές διακειμενικές αναφορές –στο κείμενο παρεισφρέουν διακριτικά ο Καβάφης, η Ιζαντόρα Ντάνκαν, ο Κούντερα, ο Τσέχοφ, ο Φάουστ του Γκαίτε- οι εσωτερικοί μονόλογοι, συνθέτουν ένα εύθραυστο σύμπαν, το οποίο στο τέλος θρυμματίζεται από τη βίαιη εισβολή μιας εξωτερικής, συνταρακτικής πραγματικότητας. «Πεθαίνει» ωστόσο για να ξαναγεννηθεί σε έναν τελικό θρίαμβο της ζωής, που αναφύεται μέσα από μια χαραμάδα μέλλοντος. Ο επίλογος ανατρέπει και ταυτόχρονα ανασυνθέτει. Δεν αρνείται το χρόνο, δήμιο και θεράποντα μαζί, τον διαστέλλει στο μέγεθος ενός αιώνιου παρόντος, συστέλλοντάς τον από την άλλη στον πυρήνα μιας στιγμής, και εν τέλει αποκαθιστώντας τον στην αρχέγονη, κυκλική φορά φθοράς και αναγέννησης.
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ''ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ'':Κατερίνα Θεοδωράτου, Το σώμα του έγινε σκιά, Περιοδικό "Μανδραγόρας", τχ. 50, Άνοιξη 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου