Πέτρος Πολυμένης
επιμέλεια: Εύη Κώτσου
μουσική σύνθεση: Έφη Μαρκουλάκη
ερμηνεία: Μιχάλης Βιρβιδάκης, Ματίνα Μόσχοβη
Ατόλη, 2013
55 σελ.
της Ματίνας Μόσχοβη*
Ο Πέτρος Πολυμένης, στο ενδιαφέρον και πρωτότυπο φιλοσοφικό του πόνημα «Λέξεις, Εμπειρία και οι Ακροβάτες», εκδ. Γαβριηλίδης 2012, γράφει: «To υποκείμενο, χρωματίζεται και εξελίσσεται μέσα σε συγκεκριμένες πρακτικές. Τέτοια πρακτική είναι και η λογοτεχνία. Αλλά για μια στιγμή αποτραβιέται. Στέκει παράμερα, στη σιωπή, και θέτει το ερώτημα -ή το αίτημα- για το πώς το ίδιο υπάρχει έξω από κάθε πρακτική, ή πώς αποκαλύπτεται στα σύνορα των πρακτικών. Στα όρια αυτά, έξω από κατηγοριοποιήσεις και κανόνες, φέγγει ο ηθικός του χαρακτήρας. Απάντηση βρίσκει, λιγότερο ή περισσότερο προσωρινή κι ύστερα ετοιμάζεται να ισορροπήσει σαν ακροβάτης σε έναν ακόμη ρόλο, σε μια ακόμη πρακτική. ‘Ενας ακροβάτης που εξακολουθεί να ισορροπεί ακαταπαύστως, συνέπεια επιδιώκοντας. Αυτός ο κομματιασμένος από καιρό· ο χωρίς σωτηρία καμία. Μέχρι που, τελικά, απέρχεται της σκηνής.»
Aρχίζοντας την προσέγγιση του ποιητικού έργου «Αίθουσα Αναχωρήσεων», εκδ. Ατόλη, 2013, του Πέτρου Πολυμένη και χάριν μιας αναγκαίας παιδιάς, θα απομονώσω και ταυτόχρονα θα υπογραμμίσω μερικές λέξεις από το προηγούμενο απόσπασμα: αποτραβιέται, στέκει παράμερα, θέτει το ερώτημα, στα όρια αυτά, φέγγει ο ηθικός του χαρακτήρας, σαν ακροβάτης, ρόλο, να ισορροπεί ακαταπαύστως, συνέπεια επιδιώκοντας, κομματιασμένος, απέρχεται της σκηνής.
Ελπίζω να αποκαλύφθηκε το ανάκουστο, κρυφό νόημα των λέξεων καθώς κατακερματίσαμε τη νοηματική αλληλουχία τους. Για τον Πέτρο Πολυμένη η έννοια άνθρωπος είναι διττή α)ποιητής – φιλόσοφος, β)ακροβάτης – ηθοποιός. Αυτή ακριβώς η διττότητα γεννά την ανάγκη της διπλής θέσης παρατήρησης- παράστασης.
Θέση 1η:παρά-σταση από το απαρέμφατο «ἱστάναι», δηλαδή τοποθετείς κάποιον μακριά. Θέση 2η: από το απαρέμφατο «ἵστασθαι» δηλαδή παρίσταμαι, στέκω κοντά.
Μεταξύ αυτών των δύο σημείων θα πραγματοποιηθεί η πράξη της ισορροπίας. Επειδή ο άνθρωπος ποθεί το ύψος και αιχμαλωτίζεται από τη σταθερότητα. Με ποιον στόχο λοιπόν οφείλει να ισορροπεί ακαταπαύστως; Απλά, με τη συνέπεια και το φέγγος. Ας κρατήσουμε τη λέξη «φέγγος». Τη συνέπεια και το φέγγος λοιπόν του ηθικού χαρακτήρα, που αν και κομματιασμένος, χωρίς σωτηρία, εξακολουθεί να ισορροπεί μέχρι να απέλθει της σκηνής.
Ο τίτλος του έργου αποτελείται από δύο λέξεις: Αίθουσα Αναχωρήσεων. Η αίθουσα είναι ο ξενώνας, η σάλα υποδοχής, το πιο ευρύχωρο και ευπαρουσίαστο δωμάτιο μίας οικίας. Η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «αἴθω» που θα πει καίω αλλά και φέγγω. Η λέξη αναχώρηση σημαίνει την απομάκρυνση, την εκκίνηση, τον απόπλου.
Ως προς τα δομικά στοιχεία του έργου, τούτο συγκροτείται από τέσσερεις ενότητες-αρμούς: ΔΡΟΜΟΣ, ΛΑΤΡΕΙΑ, ΑΓΟΡΑ, ΚΑΤΟΙΚΙΑ. Τα εναρκτήρια ποιήματα κάθε ενότητας διαβάζονται και ανάποδα από κάτω προς τα πάνω, και περιέχουν ελάχιστα ρήματα ή καθόλου. Στον ΔΡΟΜΟ, για παράδειγμα, « διασχίζω/ σπασμένες φωνές/ στιγμές/ φανάρια/ συνάντηση/ επιτέλους/ ξέφωτο/ ξεδίπλωτος/ πλωτός/ γαλάζιο / γλάρος/ γαλήνη / γαλήνη/ γα », αλλά και «γα / γαλήνη/ γαλήνη/ γλάρος/ γαλάζιο/ πλωτός/ ξεδίπλωτος/ ξέφωτο/ επιτέλους/ συνάντηση/ φανάρια/ στιγμές/ σπασμένες φωνές/ διασχίζω»
Η τετραμερής αυτή ενότητα συνδηλώνει τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα του Πέτρου Πολυμένη αλλά και τα τέσσερα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου πάνω στα οποία ασκείται αλλά και μυθολογεί, και δεν είναι άλλα, φυσικά, από το Α και το Ω, το Ε και το Υ. Με τούτα υφαίνεται το τελευταίο αλληγορικό και πεζόμορφο ποίημα «Παραμύθι για τέσσερα γράμματα».
«Μια φορά κι έναν καιρό, ένας φιλόσοφος έλεγε ότι ο άνθρωπος διασχίζει τη θάλασσα της ζωής του, με δύο πλεούμενα: το Έψιλον και το Ύψιλον. Το Έψιλον είναι φορτωμένο χάρακες. [...] Το πλεούμενο Ύψιλον είναι φορτωμένο χρώματα. [...] Το Έψιλον ξενυχτά σε γραφεία και το Ύψιλον σε κρεβάτια. Ώρες ώρες το ένα από τα δυο μπάζει νερά, σιγοβουλιάζει. Το άλλο με αυτοθυσία το κρατά στην επιφάνεια. Άλλοτε βουλιάζουν και τα δύο όταν ακινητήσουν για μήνες στα θολά νερά του αγκυροβολίου. Βέβαια, είναι εποικοδομητικό κάπου κάπου να πιάνεις πάτο, να βλέπεις το βυθό από το βυθό. Είναι σα να ξαναβλέπεις το Άλφα. Να μην ξεχνάμε το Άλφα στη ματιά μας. Ανάδυση. [...]Υπάρχει πάντως ένας θρύλος ότι κάπου στο νότο, υπάρχει ο τόπος του Ωμέγα. Πανάρχαιος τόπος, νότιος αρχαίος τρόπος του καθενός οι αρμονίες. Έψιλον και Ύψιλον θέλουν να συναντηθούν στο Ωμέγα, εκεί να τελειώσουν το ταξίδι τους. Να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.»
ΔΡΟΜΟΣ και ΑΓΟΡΑ λοιπόν το ένα ζεύγος του δημόσιου βίου, ΛΑΤΡΕΙΑ και ΚΑΤΟΙΚΙΑ το άλλο ζεύγος του ιδιωτικού βίου. Αλλά γιατί τέσσερα; Ίσως γιατί ο αριθμός τέσσερα είναι το πρώτο στερεό σχήμα. Το χωρικό. Είναι στατικό σαν αντίθετο προς το κυκλικό και δυναμικό. Ο αριθμός τέσσερα συμβολίζει την ολότητα, την πληρότητα, το λογικό, τη δικαιοσύνη αλλά και τη Γη. Εξ’ άλλου τι περισσότερο νοσταλγεί ένας ποιητής από το εξαίφνης μιας απελευθερωτικής κίνησης προς το άνω, προς τον υπερσυνείδητο χώρο και ταυτόχρονα την αντοχή στην ασφυξία και το άπειρο θάλπος της γης;
Έτσι, σαν σε ενύπνιο όνειρο, η περιπέτεια αρχίζει από την Αίθουσα Αναχωρήσεων του Πρώην Ανατολικού Αερολιμένα Αθηνών. Ατμόσφαιρα του άδειου που εγείρει μνήμες από την ψυχική ενδοχώρα, φυόμενες από το έσω βλέμμα, καθώς εκδιπλώνονται, συμπυκνώνονται, διαλύονται, ανασυντίθενται προκειμένου να κομισθεί εδώ «ένα κράμα ήχων από το άπειρο». Δεν πραγματοποιούνται πτήσεις πια στον Ανατολικό Αερολιμένα. Η αίθουσα, η σφύζουσα άλλοτε από ζωή, που παρείχε αφειδώς στους ταξιδιώτες της την πλάνη ότι εξουσιάζουν το παρόν, τον χρόνο και τις μεταμορφώσεις του, βυθίζεται στην δυσμική της ώρα. Αλλά «πού χάθηκαν οι φίλοι εκείνοι»; Οι φίλοι της πρώτης νιότης; Ή όλοι εκείνοι από τον δήμο των ποιητών και των ηρώων που δεν ενστερνίζονται «την μονοκόμματη ευκολία της ενδοχώρας», αλλά τολμούν να συζευγνύουν «Παράδεισο και ΄Αδη μαζί», εκείνοι που δεν ολιγοψυχούν μέσα σε «μία παραίσθηση επιστροφής σε διπλή ζωή» που παραδίδονται σε «μαγικές αταξίες» που ανεμίζουν «μετέωρες φωτογραφίες καρφιτσωμένες σε κόκκινες κλωστές» προκειμένου να ανατάξουν, ανακαινίσουν αυτό που τρέχει να χαθεί μέσα στην τύρβη και την πολυείδεια του ανθρώπινου βίου, εκτός και αν γίνει αφήγημα, μύθος ή ποίημα, φυλαχτό ή προσευχή. Μήπως εν τέλει είναι τα «πρόσωπα διαρκείας» που στα μάτια τους εξακολουθεί να υπάρχει αυτή η «υποψία απώλειας που ανθρωπεύει»; Και που «δεν έδιωξαν την ποίηση από το κυρίως θέμα»; Ιδού μερικοί από αυτούς: Ιησούς, Αριστοτέλης, Αίσωπος, Αίας, ο λοχαγός Χατζηπέτρου, ο οποίος εμμέσως αναφέρεται στο ποίημα «Δημόσιο Χρέος».
Η φωνή του ποιητικού αντικειμένου του Πέτρου Πολυμένη διαθέτει ένα δυσεύρετο μέτρο. Σεμνή, ευγενής, ανοιχτή, με επίγνωση μαθητείας στην τέχνη της ακροβασίας (σ’αυτό το «μεταξύ» δύο σημείων που επιτελεί τον προορισμό του ο άνθρωπος), με υπομονή, αντοχή και ευρυθμία, σ’ έναν υπαρκτικό τόπο με θάλασσα, λίμνες σπηλαίων, και θερμά λουτρά. Κάποτε κοντοστέκεται σε συναντήσεις τυχαίες με άγνωστες γυναίκες στην πόλη, κάποτε καθυστερεί σ’ έναν «αποχαιρετισμό που δε λέει να τελειώσει», αιχμαλωτισμένος από την ωραιότητα-ιερότητα, την οποία καλεί και έλκει από τον μυχό της πραγματικότητας, της ιστορίας και του μύθου. Μετεωρίζεται από το άδειο μιας αίθουσας αναχωρήσεων εκζητώντας μια προοπτική ελευθερίας, κατάφασης και πλησμονής.
* Η Ματίνα Μόσχοβη είναι ποιήτρια και ηθοποιός.
*Η φωτογραφία είναι παρμένη από το ηλεκτρονικό περιοδικό Φράκταλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου