Ι am nobody
Ούτις, Κανένας, έτσι με φωνάζουν οι δικοί μου
και η γυναίκα μου, κι ο πατέρας μου κι η μάνα μου
ένας Κανένας, ένας άνθρωπος απλός θέλω να είμαι
Ξεχάστε το ψέμα που είπα στον Κύκλωπα για να σώσω το τομάρι μου
Από τότε έχω μετανιώσει
περιπλανιέμαι χρόνια τώρα με μια σχεδία
Οι άνθρωποι με περιτριγυρίζουν όλο περιέργεια
κι εγώ ψάχνω γι’ αυτόν που θα αγαπήσει την ιστορία μου
Θα δει βαθειά μεσ’ τα θολά μου μάτια
θα καταλάβει
Θα συγχωρέσει το ξύλινο άλογο και όλες τις απάτες
Και θα με βοηθήσει να επιστρέψω στον εαυτό μου
να πάψω να παιδεύομαι με τις κρυφές σημασίες των συμβόλων
Τον Αχιλλέα που ξεμπρόστιασα στη Σκύρο
Τον Άλλο που εγκατέλειψα σε φριχτούς πόνους
Και άλλα που δεν θέλετε να ξέρετε
Όπως εκείνον που οδήγησα στην τρέλα
Κάθομαι λοιπόν στο γραφείο μου
Πίνω τσάι με τζίντζερ στις πέντε το απόγευμα
Κοιτώ με αγάπη το μελανοδοχείο μου
την πένα μου με το φτερό
Και σκέφτομαι το μελάνι που χύθηκε
Και όλα τα ποιήματα που γράφτηκαν
για την Ελένη
Για το ταξίδι μου
Ευτυχισμένος όποιος…
Και σαν να συμφιλιώνομαι τότε με τους Λαιστρυγόνες που κουβαλώ μεσ’ την ψυχή μου,
σαν όλους μας
Μαθαίνω να μην κρύβω τα δάκρυά μου
Όπως τότε στο τραπέζι του βασιλιά
Αυτό το τελευταίο ήταν το πιο δύσκολο
Κανένας είναι ένα αξιοπρεπές όνομα…
Μάιος 2013
Σου στέλνω να δεις το μοντέλο μου, γράφει ο Βίνσεντ στον αδελφό του
Και του εσωκλείει το σχέδιο – τον σκουπιστή από το Bezuidenhut στα νότια της Χάγης.
[Αυτός τη δουλειά του
Να σκουπίσει την άκρη
Τα φύλλα από τις λεύκες
που πέφτουν παραμονεύοντας να τους γυρίσει την πλάτη]
Σκουπίζει συνήθως τα ξερόχορτα από την άκρη του δρόμου σπρώχνοντας το καροτσάκι και συναντιόμασταν νωρίς το πρωί στην άκρη του ρέματος εκεί που ο δρόμος κατηφορίζει προς τη λεωφόρο Πεντέλης. Τα τελευταία χρόνια μια γυναίκα έχει αναλάβει αυτή τη δουλειά φορώντας το γιλέκο του Δημοτικού υπαλλήλου… Ανάλογα με την ώρα, αν έχω δηλαδή καθυστερήσει, συναντιόμαστε πια στη λεωφόρο Πεντέλης ή κάποτε αρκετά ψηλά στο ύψος των Βριλησσίων.
Τώρα τελευταία δεν την βλέπω…Προσπαθώ να θυμηθώ πότε την είδα για τελευταία φορά.
[αργά
δεν βιάζεται
κωπηλατεί την οδό Ανατολικών Ινδιών
σαν να έβαλε πλώρη για τις αποικίες
κακάο, ζεστή σοκολάτα, Van Droste]
Θυμάμαι και τους απόμακρους Βορειοαφρικανούς στους σταθμούς του Μετρό στο Παρίσι, σχεδόν πριν τριάντα χρόνια, να σκουπίζουν σκυφτοί στη γωνιά, βυθισμένοι στις σκέψεις τους, αδιάφοροι για τον περίγυρο, φορώντας μια γκρίζα στολή υπηρεσίας. Μου προξενούσαν αίσθημα ασφάλειας το βράδυ, ότι ο σταθμός δεν είναι τελείως έρημος…
[θα πάει μετά τη δουλειά
τώρα σαρώνει αργά, υπομονετικά
σαν να μην ήταν νέος
σαν να μην βιάζεται
σπρώχνοντας το χρόνο ένα πήχυ πιο πέρα
κάθε φορά
σχεδόν ακίνητος
αιωρείται σαν ναυτικός στο πλοίο του
Ιπτάμενος Ολλανδός]
Και πάλι το Bezuidenhut, μια γειτονιά κοντά στο Σταθμό των τραίνων της Χάγης δεν σημαίνει τόπο καταγωγής. Έχει πολλούς δρόμους εκεί, κάπου εκεί θα τον είδε να σκουπίζει, και μετά μπορεί να τον έχασε και όσο και να περιπλανήθηκε στάθηκε αδύνατον να τον ξαναβρεί. Δεν ήξερε καν το όνομά του, είχε ξεχάσει να ρωτήσει και έπειτα ο καθαριστής άλλαζε πόστο καθώς σκούπιζε τους δρόμους με λαμπρά ονόματα από την ιστορία της Ολλανδίας περνώντας από την Juliana van Stolberglanaan προς τιμήν της Juliana van Stolbergl της πνευματικής ηγέτιδος του Προτεσταντισμού στα μέσα του 16ου αιώνα, σε δρόμους με ονόματα βασιλέων της Ολλανδίας όπως η Θηρεσία ή ο πρίγκιπας Κλάους ή ακόμα ο δρόμους των νέων Ανατολικών Ινδιών που θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν των αποικιών.
[Με τα μάτια εκείνου καρφωμένα πάνω του
Γιατί δεν του μιλά;
Θα σηκώσει τώρα τη σκούπα και θα διώξει τα πουλιά
Κοπάδια τα αόρατα κοράκια
έχει μαυρίσει το μάτι του
Θα ανεμίσει τη σκούπα σαν κοντάρι να τα διώξει
Έχουν γεμίσει το κρανίο του με τις φωνές τους
Θα σηκώσει και τα δυο του χέρια σε μια δυνατή κραυγή
Μη ζυγώνετε, τι θέλετε από μένα
Να πάτε αλλού να κουρνιάσετε
Δεν αντέχω τις φωνές]
Οκτώβριος 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου