Την είδα στο ποτάμι
Κυλάει το ποτάμι, χλωμό και ήσυχο.
Ανάμεσα σε δέντρα και βήματα οδοιπόρων.
Προσόψεις σπιτιών το ακολουθούν
σαν σιωπηλοί, πέτρινοι άγγελοι.
Έχουν χρώμα σκοτεινό κι ένα μορφασμό εγκατάλειψης.
Εκεί την είδα. Μαυροφορεμένη
και τα μαλλιά της να κυματίζουν. Μ’ ένα σακίδιο
στον ώμο. Έχοντας μέσα την ψυχή της,
ένα ζώο παράξενο κι άγριο.
Η Δάφνη βλέπει
Αστέρια και βολβούς ματιών, το στόμα
του σκύλου ανοιχτό όπως καμπάνα
της θλίψης, φυλλώματα δέντρων, λίμνες
που κυματίζουν στον αέρα, κόκκινα
ψάρια να σπαρταρούν στη δύση,
μια μονόφθαλμη γάτα ανάμεσα στα σύννεφα,
ένα γρήγορο, αόρατο τραίνο,
που χάνεται σφυρίζοντας.
Το χαμένο τραίνο
Χαμένο τραίνο
δράκοντα φωτιάς και ονείρου
καις μέλη σωμάτων αγαπημένων.
Αγαπημένο τραίνο
φίδι του χρόνου
και της φυγής
απ’ τα παράθυρά σου
χαμογελάει
ένας παράξενος πρίγκιπας.
Η απορία της Δάφνης
Τι είναι αυτό που σκιάζει τον κόσμο
σαν σινικό μελάνι;
Κυλάς σιωπηλά, χλωμό ποτάμι.
Απ’ το υγρό σώμα σου
το βλέμμα μου δεν επιστρέφει.
Το δίχτυ
Το σώμα μου πιασμένο σε δίχτυ
ποιο χέρι το έριξε γύρω μου;
Θεέ του ποταμού
τρέχεις πίσω μου
νοιώθω τα νερά σου
στις κοιλότητες μου
βυθίζομαι μέσα σου.
Οι πληγές της Δάφνης
Παράξενα πουλιά με κεντούν. Πουλιά
με ράμφη κόκκινα, αλλά χωρίς σώμα.
Πράσινα δάκτυλα σαν φιδόχορτο
μ’ αγγίζουν. Κόκκινα στόματα
στο στήθος μου και στους μηρούς.
Στις άκρες των δακτύλων μου,
το σάρκινο κεράσι που δαγκώνεις.
Τα σάρκινα κεράσια της Δάφνης
Ποιος είσαι
Θεός ή τέρας;
Δάχτυλα και στήθη
προσδοκούν ένα στόμα,
για ν’ ανθίσουν
πάνω απ’ την σκόνη
της αιωνιότητας.
Η αγρυπνία της Δάφνης
Το σεληνόφωτο δαγκώνει το κεφάλι μου.
Σκιές γύρω μου, σαν χυμένο μαύρο γάλα.
Ένα συνηθισμένο, φτερωτό σκυλί
μ’ ακολουθεί. Τα μάτια μου κόκκινα
γυρεύουν ηλεκτρικά ποτοπωλεία αγγέλων.
Κάτω απ’ τη γέφυρα του Αλκαζάρ
Εδώ ήταν το ενδιαίτημα
του ουρανόπληκτου «πάτερ – Κώστα».
Συχνά συνομιλούσε με τους αγγέλους
δίνοντας τα ονόματά τους
ιστούς δυο αχώριστους σκύλους του.
Μιχαήλ κι Γαβριήλ,
αρχάγγελοι του ονείρου !
Η Δάφνη και ο σκύλος της
Έλα δω σκύλε, με το μαύρο, γυαλιστερό
τρίχωμα. Είσαι ο μοναδικός μου θησαυρός.
Πρόσεξε σκύλε, το μετάξι σου.
Μην κυλιέσαι στα σκουπίδια των ανθρώπων.
Μην τρως τα’ αποφάγια τους, είναι ανάξια
για την υπέροχη, κόκκινη, υγρή γλώσσα σου.
Κόκκινη και υγρή, σαν ρυάκι φωτιάς
και αγάπης.
Η Δάφνη στην όχθη
Σάπια ξύλα μου κλείνουν το δρόμο
σκουριασμένα μαχαίρια
από χαλασμένα γεύματα.
Το ανοιχτό βρώμικο στόμα μιας
κονσέρβας
σαν πληγή από δόντια άγνωστου
τέρατος.
Τα σιωπηλά σκουλήκια
συνεχίζουν το έργο τους:
το κουφάρι ενός σκύλου
γίνεται χώμα.
Η Δάφνη μέσα στο πλήθος
Γλιστρώ ανάμεσα στο πλήθος:
Νερό ανάμεσα σε πέτρες, πουλί
ανάμεσα σε κλαδιά.
Το πέπλο των μαλλιών μου
χωρίζει στα δυο το πρόσωπό μου.
Το κρυμμένο μέρος είναι από υδράργυρο.
Η Δάφνη χαμένη στο δάσος
Τρέχω στο δάσος
χάθηκα
μια άγνωστη ανάσα
νοιώθω πίσω μου
κλαδιά μου μαστιγώνουν
το πρόσωπο,
Τεράστια σαρκώδη φύλλα
κλείνουν τα μάτια μου
ένα μαύρο χέρι αγγίζει
την κοιλιά μου.
Όχι, όχι έτσι
έτσι κι αλλιώς δική σου είμαι.
Το όνειρο της Δάφνης
Καθόμουνα πάνω σε κίτρινη άμμο.
Έριχνα το βλέμμα μου μακριά,
για να δω τη θάλασσα
μα δεν την έβλεπα.
Ξαφνικά, μέσα απ’ την άμμο ένα
κεφάλι φιδιού, ή σκύλου.
Το σώμα του εκτεινόταν,
κάτω απ’ το δικό μου σώμα.
Συνέχισε να βγαίνει και να ανυψώνεται.
Πρόσεξα ότι είχε φτερά
και μ’ έπαιρνε μαζί του.
Εγώ κραύγαζα άηχα και χειρονομούσα,
καθώς διασχίζαμε έναν κίτρινο ουρανό.
Η Δάφνη ευωχείται
Κάτω απ’ το δέντρο σου
με μάτια φωτιάς
γονατίζω.
Δαγκώνω τους καρπούς σου,•
κόκκινα σαρκώδη όντα.
Τώρα με σκάβεις ανάμεσα
στους μηρούς μου.
Όλες οι πληγές μου άνοιξαν.
Η Δάφνη ανυπόδητη
Τα πόδια μου γυμνά. Πατώ χώμα και πέτρες.
Νοιώθω ένα σκουλήκι να συστρέφεται
μεσ’ στο έδαφος.
Νοιώθω ένα σπόρο να μισανοίγει.
Νοιώθω τον καλπασμό μακρινών αλόγων.
Ένα κόκκινο ψάρι κολυμπάει,
σ’ ένα υπόγειο, βαθύ ποτάμι.
Μαύρη Μουσική
Τύμπανο χέρια στο χάος
μαύροι στροβιλισμοί
αόρατα χταπόδια με τυλίγουν
η χρυσή χοάνη του σαξόφωνου.
Τύμπανο
τριγμός χορδής νύχι
φωνή σπασμένη
ψυχή στον αέρα
τύμπανο.
Η αστρική προσευχή της Δάφνης
Ω, λαμπερή αστρική μοτοσικλέτα!
Ταξίδεψε με στο ασημένιο μάγουλο
της Σελήνης, στη φλεγόμενη καρδιά
του Ηλίου, στο συμπαντικό γάλα
της Ήρας, στο ρόδινο κοχύλι ενός
κοιμισμένου αυτιού.
Η Δάφνη και τα ερείπια
Ποιος δάγκωσε αυτό το σπίτι
σαν μήλο;
Το εντοιχισμένο ξύλινο ντουλάπι
της κουζίνας
έχει ακόμα ίχνη αλατιού κι
δαχτύλων.
Αναπνοές ακινητούν στους τοίχους
σαν αόρατες σαύρες.
Μια μαύρη τρύπα
στο σπασμένο πάτωμα
σαν καταφύγιο ψυχών.
Γρυλίζοντα τρωκτικά
λυμαίνονται τα θεμέλιά του
αλλά το σπίτι
στέκει άφθαρτο στον αέρα.
Η Δάφνη στο Μπαρ
Το ξύλο με γνωρίζει •
με χαϊδεύει σαν χέρι αγαπημένο.
Απ’ αυτό δεν θα γνωρίσω ποτέ
την προδοσία.
Ποτά με χρώματα φωτός
με ταξιδεύουν στην καρδιά
της νύχτας.
Η μουσική, μου τραβάει τα μαλλιά
σαν άνεμος.
Σώματα με κυκλώνουν.
Ποιο θα με κάψει;
Ήχοι πολιορκούν τη Δάφνη
Βελούδινα κύματα του κόντρα μπάσο.
Αργή, αόρατη περίπτυξη. Βυθίζομαι στο ποτάμι.
Το ποτάμι βυθίζεται μαζί μου.
Χλωμό κι ήσυχο. Ακίδες βιολιού.
Ραπτομηχανή ηλεκτρικής κιθάρας
γαζώνει το σώμα μου.
Έλεγχος στο δρόμο
Τι θέλετε από μένα;
είμαι ένα σώμα
που το καίει μια ψυχή.
Μη με τυφλώνετε
μ’ αυτό το μπλε παγωμένο φως.
Η ταυτότητά μου
έχει καεί σε αστρικές φωτιές.
Μην ακουμπάτε
αυτό το μεταλλικό πέος
στο σώμα μου.
Εγώ γεννήθηκα
για τα δόντια του φεγγαριού.
Ω, Σύννεφα
Ανάσες του αόρατου. Ζώα σφαγμένα
και κρεμασμένα στον αέρα. Σύννεφα
επίδεσμοι στις πληγές του ουρανού.
Σύννεφα, πυκνά, χλωμά, συστραμμένα
προορισμένα στο χαμό.
Γέρνει το κεφάλι
Στην αντίθετη πλευρά του τρόμου.
Χειρονομεί, να διώξει τα χλωμά νερά.
Το μαύρο δερμάτινο μπουφάν της
επιπλέει στη ράχη του υγρού Δράκοντα.
Το βλέμμα της Δάφνης στα σύννεφα.
Η Δάφνη στον Κήπο των Σκουπιδιών
Σιωπηλά και έρημα σαν σκοτωμένα πουλιά,
κλεισμένα σ’ ένα κύκλο περιφρονημένου θανάτου.
Αυτός ο σπασμένος λαιμός του μπουκαλιού
ηχεί παράξενα, καθώς ο αέρας
στριμώχνεται για να περάσει.
Πλαστικές ακέφαλες κούκλες, σώματα
πρόωρα χαμένων ονείρων.
Μάταια αυτή η καρέκλα προσπαθεί
να ισορροπήσει στα τρία πόδια,
αυτό το κόκκινο κουβάρι με τρομοκρατεί,
ένα γυάλινο αγκάθι με ματώνει,
η βουβή ρακοσυλλέκτρια χάνεται τρέχοντας.
Τα πράσινα μαλλιά της
Κυματίζουν αρωματίζοντας το απόγευμα.
Χρυσά ίχνη εντόμων. Ρόδινες ανταύγειες
του δέρματος. Αστρική λάμψη,
γύρω απ’ το σώμα της.
Το βλέμμα της χαϊδεύει τον
πράσινο βάτραχο.
Έκρηξη
Τι είναι αυτή η λάμψη
στο βάθος του ορίζοντα;
κεραυνός, ένας φλεγόμενος άγγελος
ή το κόκκινο γέλιο του διαβόλου;
Δεν ξέρω
όμως το νερό του ποταμού
ξαφνικά κοκκίνισε σαν αίμα
κι ο αέρας μυρίζει καμένη σάρκα.
Που είναι το φεγγάρι;
Η Δάφνη στο δρόμο Ι
Μαύρος δρόμος
σαν τεράστιο χταπόδι
εγώ κινούμαι
ή αυτός κυματίζει;
Που πάω
φεύγω ή έρχομαι;
Δεν ξέρω.
Κάτι με καίει
κάτω απ’ τα πόδια μου.
Η Δάφνη μέσα σε οθόνη
Είμαι κλεισμένη
μέσα σ’ αυτό το πολύχρωμο ενυδρείο
τα βλέμματα μας συναντιούνται
αλλά όχι τα σώματά μας.
Ανθίζω, αλλά κανένας
δεν μπορεί να με μυρίσει.
Είμαι κοντά σου
αλλά αδύνατο να μ’ αγγίξεις.
Υπάρχω;
Η Δάφνη και το φεγγάρι
Φεγγάρι, χρυσό κεφάλι αλόγου
το φως σου χύνεται πάνω μου,
σαν αέρινο ποτάμι.
Τα μάτια μου
διαμάντια που κολυμπούν
μέσα στη χρυσή σου λάβα.
Με αργές κινήσεις
πετώ πάνω απ’ τη γη.
Η Δάφνη και ο τυφλός τραγουδιστής
Παίξε τυφλέ
να βρούμε την ψυχή μας.
Το θεϊκό της κάρβουνο
γίνεται στάχτη
αντί διαμάντι.
Θαμμένη μεσ’ στη σκόνη
της κάθε μέρας
χλωμιάζει το υπέροχο χρυσάφι της.
Ένα γιασεμί
σε μαύρο μίσχο
εσύ κλεισμένη
σε μαύρο φόρεμα.
Ανέστια
Ψυχρή πνοή
απ’ το βάθος του ορίζοντα
τυλίγει το κορμί μου.
Άστεγη, η ψυχή μου
και ψύχεται
σε έρημους δρόμους.
Σκύλε, αγάπα με.
Η Δάφνη κλόουν
Γλιστρώ απ’ την καρέκλα
και πέφτω •
η ράχη μου στο πάτωμα
μα πάλι σηκώνομαι
σαν λυγισμένο κλαδί
που ξαφνικά τα’ αφήνουν.
Άπειρες πτώσεις κι άλματα
σαν χτύποι ρολογιού,
καθώς τονίζουν
το χορό του χρόνου.
Κλίμαξ
Που πάει αυτή η σκάλα;
Δεν βλέπω αρχή κι τέλος.
Καθώς ανεβαίνω
το προηγούμενο σκαλοπάτι
φλέγεται.
Δεν μπορώ πια να κατέβω.
Κλείνει την πόρτα
Η πόρτα πίσω μου έκλεισε •
βγαίνω στο χάος
κανείς δεν με περιμένει.
Ο Μινώταυρος χαμογελάει
στην άκρη του δρόμου.
Και πάλι στο δρόμο
Υγρός ο δρόμος
απ’ τα δάκρυα των αγγέλων •
Το πρόσωπο μου
κυματίζει ανάμεσα
σε λάμψεις αστεριών.
Που βρίσκομαι;
Εδώ ή σε άλλο Ουρανό;
Η Δάφνη στροβιλίζεται
Κάτι με σφίγγει γύρω απ’ τη μέση.
Μια αόρατη ζώνη. Υψώνω τα χέρια.
Η ζώνη με σφίγγει, τα χέρια μου κινούνται
γρήγορα σαν πλέκουν ένα αόρατο υφαντό.
Η ζώνη σφίγγει, κλείνει.
Γίνομαι ένα πράσινο , πικρό κορμί
Στην άκρη του ποταμού.
Θανάσης Κριτσινιώτης
Λάρισα, Μάρτης 2012
ΠΗΓΉ:ΠΟΙΕΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου