Μιλούσε γρήγορα.
Μιλούσε δίχως ν' ακούει να βλέπει να μιλάει.
Μιλούσε σαν αυτόν που φεύγει,
παγιδευμένος ξαφνικά μέσα σε ψεύτικα αερολογήματα
από συμπάθεια και ανυπαρξία.
Μιλούσε χωρίς στίξη και χωρίς σιωπές,
σε κάθε παύση παρεμβάλλοντας χειρονομίες από χαρά
προβαρισμένη για ν' αποδιώξει ίσως την κλεφτή ερώτηση,
την αλληλεγγύη με το παρελθόν του,
τη γυμνή αλήθεια του.
Μιλούσε λες και ήθελε να σβήσει τη ζωή του μπρος
σ' ένα μάρτυρα βολικό,
για τον οποίο περιστοιχιζόταν από δευτερεύοντα όντα
που με τ' αποφάγια τους ετρέφαν
μια χοντροκομμένη ματαιότητα.
Αγόραζε έτσι τη σιωπή με σκληρό νόμισμα,
τη σταθερή θέση με σκληρό νόμισμα,
το δικαίωμα στη ζωή με σκληρό νόμισμα,
με σκληρό νόμισμα το ψωμί.
Ευγενές μέταλλο ίσως που το σφυρί χτυπούσε
για λόγο πιο ξεκάθαρο.
Ποιητής σε καιρούς μιζέριας, σε καιρούς ψεύδους
κι έλλειψης πίστης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου