Kάθε μέρα που τελείωνε και ένας μικρός θάνατος που δεν παραδεχόμασταν. Τα παιδιά δεν μιλούν ποτέ για θάνατο κι ας τον σκέφτονται. Ένα φτου ξελεφτερία λέγαμε και νικούσαμε το χρόνο με την μια. Μια παρέα που δυνάμωνε τις ωμοπλάτες μας , χωρίς ούτε καν να μας ρωτήσει. Όταν σουρούπωνε πηγαίναμε στη θάλασσα. Ξαπλώναμε ακουμπώντας ο ένας στην κοιλιά του άλλου και βλέπαμε τ΄αστέρια. Λέγαμε ό,τι ξέραμε για τους αστερισμούς και μετά ονειρευόμασταν. Θα κάνω το γύρο του κόσμου με ιστιοφόρο. Θα κάνω πολλά παιδιά. Θα παντρευτώ από έρωτα. Θα πάω στον Ισημερινό με ωτοστόπ. Θα κάνω δικό μου συγκρότημα. Θα σ΄αγαπώ μέχρι τον ουρανό. Αλήθεια θα μ΄αγαπάς; Απάντηση δεν πήρα σ΄αυτή την ερώτηση που από τότε με βασανίζει. Σε πολλούς έκανα την ίδια ερώτηση . Ναι μου απαντούσαν όλοι. Μονάχα που εγώ δεν πίστευα το ναι . Περισσότερο πολύπλοκη λέξη από το ναι δεν έχω βρει. Δεν το αναγνωρίζω να μου αναλογεί. Αυτά τα ναι ή τα μαθαίνεις από μικρή να τ΄ αναγνωρίζεις ή μετά δυσκολεύεσαι.
[...]
Ένα διαμέρισμα ήταν το σπίτι μας στο ρετιρέ μιας πολυκατοικίας ανάμεσα σε εκατοντάδες παρόμοιες . Δεν άντεχα τη ζωή εκεί μέσα. Οι άλλοι φωνάζανε πολύ, μαλώνανε συνέχεια. Οι στιγμές τρίζανε κι εγώ ήμουν γυάλινη. Είχαμε ένα δωμάτιο στην ταράτσα . Το χρησιμοποιούσαμε σαν αποθήκη. Καμαρούλα μια σταλιά δύο επί τρία. Όταν μεγάλωσα λίγο ανέβηκα στην ταράτσα.
Αυτό το δωμάτιο έγινε ο κόσμος μου. Άνοιγα την πόρτα και βρισκόμουν στην ταράτσα. Σε πλήρη εξορία από την παιδικότητα μου. Κρέμαγα στα μανταλάκια τη μοναξιά μου να στεγνώσει, καθόμουν σε μια ξεκοιλιασμένη λαδιά πολυθρόνα που είχε άγνωστο πως βρεθεί στη ταράτσα και ρέμβαζα το δάσος των κεραιών της πόλης σε απευθείας μετάδοση. Ένα γυάλινο κορίτσι να μετράει σώβρακα και φανέλες.
Μια πλάκα τσιμέντο με χώριζε από την μάνα μου. Μια σιδερένια στριφογυριστή σκάλα του ανώτερου κλιμακοστασίου να ανεβοκατεβαίνω στα βάθη και στα ύψη μου. Ερωτηματικά τρυπούσαν το μυαλό μου. Να γυρίσω πίσω; Να φύγω; Να πετάξω μακριά ;
Για μαγειρεμένα φαγητά και σπιτικές ανέσεις ούτε λόγος. Εγώ δεν είχα τέτοια στη ζωή μου, παρά μονάχα όταν πήγαινα τα καλοκαίρια στο χωριό στην γιαγιά μου τη Μαρία. Στο καμαράκι τσουκάλι δεν έμπαινε. Το πολύ πολύ καμιά Κυριακή από κάποιο παράθυρο που ξέμενε ανοικτό ή κανένας σωλήνας απορροφητήρα να μου έφτανε καμιά μυρωδιά σπιτικού καλομαγειρεμένου φαγητού. Μαζί με την μυρωδιά τρύπωνε μέσα μου και μια αδιόρατη νοσταλγία για μια αγκαλιά που δεν ήταν ποτέ εκεί για μένα όταν την ζήταγα.
Ο κόσμος μου ήταν πιο κοντά στον ουρανό παρά στην γη. Κόσμος μοναχικός που μύριζε από τις όξινες εκκρίσεις και τους εφηβικούς ιδρώτες μου. Εμένα το σαλόνι μου ήταν έναστρο και οι φίλοι που αργότερα το επισκέφθηκαν δορυφόροι πλανήτες. Ο κόσμος που με κράτησε να μην ξεφύγω από τον άλλο κόσμο τον θλιβερό ,μιας ζωής που ερήμην μου είχε επιλεχθεί για μένα. Απ΄αυτή την ταράτσα ξεκίνησα, σαν γυάλινο κορίτσι. Όταν πεινάει ο άνθρωπος όλα τα κάνει. ‘’
[...]
΄Ίώδιο’’ εκδόσεις Απόπειρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου