Είχε δυνατά παπούτσια κακοβερνικωμένα κι αρματωμένα με καρφιά στις σόλες. Οι άλλοι δεν τον πρόσεχαν στα διαλείμματα. Καθόταν πάντα μόνος στο παγκάκι της αυλής, κάτω από τη μουριά και φαινόταν χαμένος στις σκέψεις του. Οι στριγκές φωνές των κοριτσιών που αντάλλασαν αστεία και κυνηγιόνταν με τ’ αγόρια των μεγαλύτερων τάξεων ούτε που τάραζαν τον άγνωστο σε μένα κόσμο του. Κι όμως, φαινόταν ιδιαίτερο παιδί και ήταν ευαίσθητος. Αυτό το τελευταίο το κατάλαβα προχθές στην ξαφνική νεροποντή, που πήρε μαζί της τις ξεχαρβαλωμένες στέγες και κεραίες από τα χαμόσπιτα της γειτονιάς.
Το σπουργίτι το παρατηρούσαμε μόνο εγώ κι αυτός, καθισμένοι στο ίδιο θρανίο, που προσπαθούσε να κουρνιάσει στο στενό περβάζι του παραθύρου μας. Μας κοίταξε. Φαινόταν πεινασμένο. Έπειτα πήρε φόρα και δοκίμασε να πετάξει προς το μέρος μας .Ζύγιασε τις φτερούγες του και μ’ ένα πάταγο έσκασε στο μουσκεμένο κλειστό τζάμι δίπλα στα κεφάλια μας. Εκείνος πετάχτηκε, έσυρε με ταχύτητα το παράθυρο και πήρε στα χέρια του το ξυλιασμένο σωματάκι του πουλιού. Ζήτησε από τη δασκάλα μας την άδεια να το θάψει στο διπλανό οικόπεδο. Τον ακολουθήσαμε δυο-τρεις συμμαθητές, βαδίζοντας σιωπηλοί και λυπημένοι, εμπρός εκείνος με το νεκρό σπουργίτι αγκαλιά και πίσω οι υπόλοιποι, όπως είχαμε δει να πηγαίνουν οι μεγάλοι στις κηδείες. Το αποθέσαμε απαλά στο νοτισμένο χώμα ,χαράξαμε ένα σταυρό και βάλαμε πάνω του μία πέτρα.
Από τότε, ο Καινούριος κι εγώ, γίναμε αχώριστοι, λες και μας ένωσε ο θάνατος του σπουργιτιού. Του έδειξα τις συλλογές μου από κάρτες και καπάκια μπουκαλιών. Μου ζωγράφισε το χωριό του εκεί ψηλά στον Όλυμπο και άρχισε δειλά-δειλά να εξωτερικεύει τις σκέψεις του μόνο σε μένα. Έπειτα από κάμποσο διάστημα που γίναμε φίλοι, μια μέρα μου φάνηκε αλλαγμένος. Τον είδα αφηρημένο στα μαθήματα και στα διαλείμματα ήταν συλλογισμένος, σκεφτικός. Η όψη του έμοιαζε χλωμή, ταλαιπωρημένη. Τον πλησίασα. Γενικά δεν μιλούσε πολύ αλλά ό,τι δεν έλεγε με τα λόγια, τα εξηγούσε άριστα με το στραβό δεξί του φρύδι. Όταν ήταν στενοχωρημένος, το σήκωνε πάντα λοξά και μια αυλακιά χαράκωνε σαν καλοσχηματισμένη ρυτίδα το φαρδύ του μέτωπο και ευθύς συννέφιαζε το βλέμμα του .Βαρύς κι ασήκωτος ήταν σήμερα κι ο καημός του!
Με κοίταξε με την άκρη του ματιού του σαν να ήθελε να με αποφύγει.. Εγώ όμως, τον καταλάβαινα. Άφησα τον χρόνο να μεγαλώσει την απόσταση μεταξύ μας. Ήξερα πως αυτό του άρεσε! Δεν τον πίεζα. Κύλησαν έτσι λίγα λεπτά που τον βοήθησαν να αναδιπλώσει τις σκέψεις του. Ξεκίνησε να μου λέει για την πρότερη ζωή του. Ο πατέρας του άνεργος εργολάβος οικοδομών και η μάνα άνεργη κι αυτή από χθες. Μόλις την απέλυσαν από το μαγαζί που εργαζόταν για 15 χρόνια και έψαχνε απεγνωσμένα κάποια δουλειά. Τον κοίταξα όλο ενδιαφέρον και σταμάτησα το μασούλισμα. Έπιασα και του έκοψα το μισό μου σάντουιτς. Δίστασε στην αρχή. Μετά όμως, νιώθοντας το θάρρος που δικαιολογεί η μοιρασιά του ίδιου θρανίου, άρχισε να το τρώει με όρεξη.
Αισθάνθηκα τύψεις που εγώ είχα καθημερινά το καλοδιπλωμένο μου σάντουιτς στα διαλείμματα, ενώ ο καινούργιος θα έκανε στο εξής υποχρεωτική νηστεία!
Γύρισα σπίτι προβληματισμένος. Κάτι μέσα μου διαμαρτυρόταν γι’ αυτή την ατυχία του Καινούργιου. Ποιος να ξέρει; Ίσως αύριο αγγίξει και το δικό μου σπίτι.
Τριβέλια έτρωγαν το παιδικό μου μυαλό για το πώς να τον βοηθήσω. Μετά από όσα μου εκμυστηρεύθηκε, το ένιωθα χρέος στον καινούργιο φίλο μου που τόσο ξαφνικά μπήκε να προβληματίσει την καθημερινότητά μου. Έτσι ζήτησα από τη
μητέρα μου να έχω κάθε μέρα στη σάκα μου το δεκατιανό μου σε δύο κομμάτια, δήθεν για να το φάω με μεγαλύτερη ευκολία στα διαλείμματα. Δεν ήθελα κανείς να μάθει την οικογενειακή δυσκολία του Καινούργιου. Με εμπιστεύθηκε και το ‘νιωθα άπρεπο να τον προδώσω, τώρα που άρχισε να με συνηθίζει και να μου ανοίγεται.
Δέκα η ώρα, ώρα διαλείμματος.. Η δασκάλα της Έκτης βγαίνοντας στο προαύλιο με το πρώτο κουδούνι, έστρεψε το βλέμμα στο παγκάκι της μουριάς με τα σκόρπια κιτρινισμένα φύλλα. Μας κοίταξε με αγάπη. Είμαστε και οι δυο μας καθισμένοι ήσυχα κάτω από τον ξερακιανό κορμό του δένδρου. Εγώ ξεδίπλωσα προσεκτικά ένα φουσκωμένο κομμάτι αλουμινόχαρτο δεμένο με χρωματιστό λαστιχάκι κι έβγαλα από μέσα δυο μεγάλα κομμάτια σάντουιτς .Τύλιξα το ένα στη χαρτοπετσέτα και το έδωσα προσεκτικά στον Καινούργιο που το κοίταξε με βλέμμα πεινασμένο αλλά τα χέρια του δεν βιάστηκαν να το αρπάξουν. Αντίθετα το κράτησε διστακτικά, σχεδόν με ευλάβεια, σκύβοντας ντροπαλά το κεφάλι. Χαμογελούσε, και ήταν γεμάτος ευτυχία που θα χόρταινε την πείνα του. Κάτω από τη μουριά τρώγαμε κι οι δυο αμίλητοι αλλά τόσο ταιριαστοί..
Κάθε μέρα, πάντα στο πρώτο διάλειμμα , η σκηνή επαναλαμβανόταν. Εγώ, έδινα το μισό φαγητό μου στο φίλο μου. Η δασκάλα από τότε που μας κατάλαβε, δεν παρέλειπε να μας παρατηρεί για κάμποσο διάστημα, επιβραβεύοντάς με το βλέμμα, επειδή πήρα υπό την προστασία μου τον Καινούργιο. Στην τάξη μετά το κουδούνι, τον φώναξε στο μάθημα. Ήταν διαβασμένος. Σηκώθηκε δίπλα μου θαρρετά και με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα από το πρωινό κρύο, είπε καθαρά χωρίς καθόλου να κομπιάσει όλο τα μάθημα της Γεωγραφίας. Πρώτος ήρθε και σ’ όλα τα διαγωνίσματα του Τριμήνου. Βοηθούσε μάλιστα και τον Αντώνη στη Φυσική εθελοντικά μετά το τέλος του ωραρίου.
Τα παιδιά άρχισαν σιγά-σιγά να τον πλησιάζουν με περιέργεια και ενδιαφέρον. Τώρα πλέον σε κάθε διάλειμμα κάθονται μαζί του σαν να ξύπνησε ξαφνικά μέσα τους ένα αίσθημα αλληλεγγύης, άρχισαν να μοιράζουν αναμεταξύ τους το δεκατιανό τους. «Μπράβο σου Σωτήρη» του είπαν δυνατά. «Δεν ξέραμε ότι ήσουν τόσο καλός!» Ο Σωτήρης-έτσι ήταν το όνομά του-σήκωσε το κεφάλι με καθαρό και περήφανο βλέμμα. Δεν ανασήκωσε πια ξανά το φρύδι του. Κοίταζε τους συμμαθητές του με φανερή ευχαρίστηση. Για πρώτη φορά μετά από δυο μήνες που άνοιξαν τα σχολεία, οι άλλοι εκτός από μένα, το Μάρκο τον φίλο του, τον φώναζαν με το όνομά του.
Γύριζε στην τάξη σφυρίζοντας, πατώντας με κρότο τα αρματωμένα με καρφιά δυνατά παπούτσια του. Είχε πια μια θέση μεταξύ μας. Ανήκε κι αυτός στη σχολική μας ομάδα. Είχε φαγητό, φίλους, ζεστασιά στην ψυχή, όνομα. Τον έλεγαν Σωτήρη, ήταν απ’ τον Όλυμπο και δεν ήταν πια καινούργιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου