Διάβασα πριν από πολλά χρόνια τις Καταγραφές, την πρώτη ποιητική συλλογή της Κούλας Αδαλόγλου. Και πρόσφατα τη συλλογή διηγημάτων της Βγήκε ένας ήλιος χλωμός. Ήταν με την ανάγνωση των διηγημάτων που άρχισαν να έρχονται στον νου μου μοτίβα ποιητικά της Αδαλόγλου. Πάλεψα με τη μνήμη μου και την απάντηση τη βρήκα στο προτελευταίο διήγημα «Σαν επιστροφή ή μνησιπήμων σχάση», και συγκεκριμένα στη φράση: «Γράφω. Γεμίζω κρυφά τετράδια. Κάτι σαν ημερολόγιο, καταγραφές σκέψεων, σχόλια και κάποτε - κάποτε ποιήματα».
Επέστρεψα, λοιπόν, στις Καταγραφές, και επιχείρησα την παράλληλη ανάγνωση.
Η εσωτερική διακειμενικότητα των δύο έργων με οδήγησε σε κάποιες διαπιστώσεις:
1. Τα δυο έργα, αν και απέχουν χρονικά 30 ολόκληρα χρόνια και ανήκουν σε διαφορετικά είδη λόγου, τα διαπερνάει η ίδια κοινωνική (με την έννοια της πολιτικής) ευαισθησία, που μπορούμε να μιλάμε, νομίζω, για πολιτική ποίηση και κοινωνικό (κοινωνιστικό) διήγημα.
2. Τα νήματα που τα συνδέουν είναι σε γενικές γραμμές τρία:
* Σπίτι - επαρχιακή πόλη
* Πατέρας - Μητέρα
* Φόβος - Αγωνιστικότητα
Ειδικότερα: Το Σπίτι το συναντάμε στο ποίημα Καθιστικό στον α΄ του κιόλας στίχο «Ένα σπίτι έχει στοιχειώσει μέσα μου ... ένα σπίτι λιτό και ζεστό σαν τους γονιούς μου» και παρακάτω «κει που ρουφούσα αχόρταγα με τη χούφτα το νερό / απ' τη μεγάλη βρύση της αυλής/ τη στεφανωμένη απ’την κληματαριά».
Στην Απομάκρυνση, πάλι, «Στον ύπνο σου θα 'ρχεται η μεγάλη βρύση της αυλής/ ... καθώς και η ξαπλωτή πολυθρόνα/ όπου κοιμόσουν τα μεσημέρια/ κάτω από τον ίσκιο της πικροδάφνης». Απ' την άλλη, στο διήγημα Σαν επιστροφή ή Μνησιπήμων σχάση υπάρχει ένα, κατά κάποιον τρόπο, κεφάλαιο με τον τίτλο Το σπίτι, όπου διαβάζουμε «Το σπίτι ερχόταν συχνά στο μυαλό της ... Σ' εκείνο το σπίτι μετάγγιζε τη ζωή της».
Κι από το σπίτι, στην Οικογένεια, που «αν δεν τρελάθηκε, ήταν γιατί αγαπιόμασταν πολύ και ακουμπούσε γλυκά ο ένας στον άλλον», γράφει η συγγραφέας στο διήγημα. Και συγκεκριμένα στον πατέρα: «Αυτός ο αγωνιστής, το παλικάρι, ο ήρωας μου, ο πατέρας φοβόταν.... ο πατέρας είναι στη λίστα με τους "επικίνδυνους" μπορεί να πάει εξορία».
Στο Εισαγωγικό, επίσης, των διηγημάτων ο αγωνιστής πατέρας παρών εν τη απουσία του: « ο μπαμπάς πάλι έλειπε.... πήγε με μια παρέα να μιλήσουν για κάτι που το έλεγαν απεργία». Αλλά και παρών όταν τη χορεύει το βαλς: «γύριζα, γύριζα, στις στροφές του βαλς γύριζε γλυκά ο κόσμος, ο κόσμος που μπορεί να είναι τόσο όμορφος, αν η ζωή σταματούσε σ' εκείνη τη στιγμή...».
Παρών ο πατέρας και στο διήγημα, Ένα τουριστικό καλοκαίρι, εκεί στο νησί
της εξορίας, τη Μακρόνησο, μέσα από αφηγήσεις διαφορετικών προσώπων που
βαραίνουν, και μνήμες που λερώνονται και το φορτίο γίνεται ασήκωτο, εκεί «που παλεύεις να διακρίνεις μέσα στο σκοτάδι ένα σημάδι, μια εξήγηση,
κάποια παραμυθία». Ο πατέρας, βέβαια, στα ποιήματα της δεν κατονομάζεται. «Ξεκουράσου πια, παλιέ αγωνιστή / τόσοι χειμώνες και χιόνια στα μαλλιά σου/ […] Τότε εσύ τραγουδούσες/ μ' ένα τραγούδι που 'κλεινε ολάκερο τον ήλιο/ Τραγουδούσες μ' ένα τραγούδι / που 'λεγε για τις φυλακές τα ξερονήσια».
Κι αν στον αγωνιστή πατέρα αφιέρωσε το ποίημα με τον τίτλο Τραγούδι, τη μητέρα την τραγούδησε στα ποιήματα Θνητή μητέρα και Απομάκρυνση με λόγια όμορφα και εύθραυστα: «στα πελώρια μάτια σου μπλέκονταν όνειρα και ιδέες / και η ομορφιά όλου του κόσμου».
Ενώ στο διήγημα διαβάζουμε : «Είναι τόσο όμορφη η μαμά και τόσο
εύθραυστη... Χλωμή η μητέρα με έσφιγγε στην αγκαλιά της, με τα πελώρια γκρίζα μάτια της να υπόσχονται την "ομορφιά του κόσμου"».
Τέλος ο Φόβος που κράτησε χρόνια. «Πώς περνιέται μια εφηβεία με φόβο;», αναρωτιέται η συγγραφέας.
Και αλλού : «Φόβος. Τρέμω, σφίγγω τα χέρια γύρω απ' το κορμί μου και μαζεύομαι συρρικνώνομαι...».
«Ο φόβος. Είναι ύπουλος. Διαβρώνει τους ανθρώπους, διαβρώνει τις σχέσεις τους. Μεγάλωνα και άρχιζα να αναρωτιέμαι. Να φοβάμαι και να αναρωτιέμαι. […] μεγάλωνα και κατάλαβα κάποια στιγμή ότι και ο πατέρας φοβόταν... Ώσπου μια μέρα ... μου είπε για τους ανθρώπους που είναι άνθρωποι και πονούν, και ξέρουν τι θα πάθουν, κι έχουν δικαίωμα να φοβούνται... και οι δυνατοί φοβούνται». Και συνεχίζει «Από εκείνο το πρωί της Κυριακής έπαψα να φοβάμαι. Για να το πω πιο δίκαια, ο φόβος μου πήρε άλλη μορφή.».
Διακινδυνεύω την υπόθεση ότι, τόσο στα ποιήματα των Καταγραφών, όσο και στα διηγήματα, η αγωνιστικότητα έρχεται να αντιπαλέψει τον φόβο. Στο ποίημα Τραγούδι, για παράδειγμα: «Το πήραμε το τραγούδι σου./ Μαζί να παλέψουμε το Χάρο/ να κυνηγήσουμε το φόβο/». Ή στο Καθιστικό: «έτσι μάθαμε να μιλάμε για δικαιοσύνη και λευτεριά».
Κι όπως η συγγραφέας λέει, ο Φόβος πήρε άλλη μορφή. Τη μορφή της απολαυστικής γραφής για μας. και της λυτρωτικής για την ίδια, θα πρόσθετα.
Ίσως είναι θλιβερό το προνόμιο να κάνεις τέχνη τη ζωή, που λέει και ο Καζαντζάκης, όμως είναι προνόμιο και ταλέντο και δύναμη να γράφεις για το παρελθόν αλλά «και για θέματα που φωνάζουν γύρω σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου