- Ο πατέρας μου έπαιζε τρομπέτα. Χάλκινος, λαμπερός, ακούγεται ακόμα τόσα χρόνια μετά. Με βάζει να κάνω ασκήσεις. Να μη χάνω το βήμα μου. Να το χάνω.
- Ο πατέρας μου ήταν ο πλοίαρχος Νέμο. Είχε μια επίγεια ζωή μυστική για τους αναγνώστες του Ιουλίου Βερν, όπου χωρούσα κι εγώ. Με έπαιρνε ωστόσο κάποια βράδια στο λιμάνι να δούμε τα φώτα του Ναυτίλου στο σκοτάδι, πράσινα, θαμπά σε μεγάλο βάθος. Μια φωσφορίζουσα μελωδία αναδυόταν από τα νερά, ένα ρυθμικό βουητό μετά, οι μηχανές που το άκουγα όλη νύχτα ενώ εκείνος έγραφε το ημερολόγιό του στο διπλανό δωμάτιο.
- Ο πατέρας μου ήταν δεινός σκακιστής. Ακόμα και τώρα συναντώ στο δρόμο φίλους του, που παραδέχονται ότι είχαν παίξει μαζί του και τους είχε νικήσει. Αφιέρωνε και σε μένα χρόνο, χωρίς να μου δίνει όμως τη χαρά να κερδίσω ή να χάσω. Επέμενε να με βάλει να σκεφτώ κάτι που εγώ πεισματικά καθυστερούσα μπροστά στη γοητεία της απλωμένης σκακιέρας και των γυαλιστερών πιονιών. Εκεί επιτελούνταν η μοναδική μας αναμέτρηση, όχι στην παρτίδα καθ’ εαυτή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου