Να σ’ αναζητώ, αυτό μου αφήνεις
μοναδικό προνόμιο επιθυμίας
να ψηλαφώ φωτογραφίες
κομμένα χέρια.
Που αναπαύονται αθέατες οι αχανείς παλάμες σου;
Να στοχάζομαι κοινοτοπίες
ν’ αντιδικώ με τους ποιητές που σ’ ολοκληρώνουν
δίνουν απάντηση στο θεώρημά σου,
αλλά είναι χρήσης κοινής
αισθήματος οικουμενικού
που πάει και στριμώχνεται
στα κοίλα του αμετάφραστου.
Γλείφω τα λάμδα σου
μια κόκκινη καραμελίτσα μετά τις εργασίες απονέκρωσης
φυσώ μες στη ροκάνα των υγρών σου
κι αυτό το χειλικό που γεφυρώνει τ’ ανοιχτά σου
αλφαδιασμένα και φωνακλάδικα φωνήεντα
είναι ένα μοιραίο γιάντες που πάντα θα με πάει
στα χαμένα.
Εγώ θα σε ζητώ μετά το τέλος.
Το αναπόδραστο μού δάγκωσε τη σάρκα
τα νύχια μου κρατούν δυο αναιμικές τριχούλες
απ’ το αριστερό σου μάγουλο
-με λυπηθήκαν φαίνεται και κάναν τη θυσία-
τα ρούχα μου τα φύλαξα σ’ αεροστεγή σακούλα
μια φούστα ως το γόνατο κι ένα κυπαρισσί μπλουζάκι
πλυμένα μ’ άσπρη σκόνη απ’ του βουνού τα ρείθρα
φρεσκαρισμένα με μαλακτικό, άρωμα καταιγίδα.
Μικρός αυτός ο θησαυρός
δεν πιάνει μία
στης ηδονής τους αργυραμοιβούς.
Ναι, θα ζούμε και μετά
θ’ αναπνέουμε μετά
θα τρώμε, θα θωπεύουμε –ημάς κι άλλους-
θα ξενυχτάμε, θα τρομάζουμε
θα νιώθουμε τι νιώθουμε μετά.
Μετά, όμως μετά.
Πες το στο τώρα
που τανύζει την καρδιά μου.
Αυτό το τώρα πώς να τ’ αναδιπλώσω
για να χωρέσει στο χαρτί
ένα ζευγάρι πόδια γυμνωμένα
μάτια ξεμπράτσωτα που διώχνουν πεταλούδες
και τ’ αναρίγισμα που γέμισε φουσκονεριές
τα πιο χέρσα χωράφια μου
που χρόνια τα ξεπάτωνα
με σύνεση μαυροντυμένων νοικοκύρηδων
φαροφυλάκων που έπιασαν τα πόστα
και στέλνουν τα σινιάλα τους
-ξετσίπωτες σειρήνες-
ξεγέλασμα των ζωντανών.
Τα βιβλία της Δ.Κ
H στήλη της στο περιοδικό NTOYέΝΤΕ
Το e-book "Πέντε ζωές και ένα μυθιστόρημα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου