ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ/ΦΩΤΟ ΚΕΙΤ ΒΛΕΤΣΗ |
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ *
(Aναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό Φρέαρ )
Μια διαρκής κίνηση ανάμεσα στην ποίηση (ακόμη και με τη μορφή πεζού λόγου), το θέατρο και το βίωμα του έρωτα ως έμπνευση διατρέχει το έργο της Ασημίνας Ξηρογιάννη, που είναι ήδη ευρύ και πολυδιάστατο, με εννέα διαφορετικά μεταξύ τους βιβλία, διεκδικώντας την προσοχή μας (η ίδια είναι θεατρολόγος, καθηγήτρια θεατρικής αγωγής, ποιήτρια, πεζογράφος, δραματουργός, κριτικός λογοτεχνίας, υπεύθυνη του ιστολογίου “varelaki/notationes - σελίδες τέχνης και πολιτισμού”, από το 2009, ανθολόγος ποίησης, εικαστικός και εμψυχώτρια λογοτεχνικών εκδηλώσεων).
Στη συνέχεια επιχειρούμε την ανάγνωση των έξι βιβλίων ποίησης και πεζογραφίας της (παραλείποντας τα έργα της για το θέατρο, ένα ποιητικό ανάτυπο και την ποιητική ανθολογία που έχει επιμεληθεί).
Η προμετωπίδα της πρώτης ποιητικής της συλλογής, Η προφητεία του ανέμου (Δωδώνη, 2009), προειδοποιεί ήδη, από το ξεκίνημα, για τον επίμονο άξονα της θεματικής της.
Έχασα εσένα μα κέρδισα την Ποίηση.
Η ερωτική επιθυμία και η μη ανταπόδοσή της γεννά την ποίηση (Η τρέλα του έρωτα δεν ξεγελιέται με τίποτα, γράφει), το δε β’ πρόσωπο (:συνομιλία) διατάσσει τα ποιήματα αυτά. Στο ποίημα «Η σκέψη μου βυθίστηκε στα χέρια σου» (σελ. 14), τα δάκτυλα του ερωμένου έχουν τη θέση των αηδονιών που δεν σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις σεφερικές Πλάτρες:
Τα χέρια σου -το μήκος των δακτύλων- δεν μ’ αφήνουν
να ησυχάσω τα βράδια. […]
Στο επόμενο ποίημα, το αντικείμενο του έρωτα περικλείει την ποιήτρια ως «τοπίο».
ΤΑΥΤΙΣΗ
Το τοπίο είσαι συ.
Τα δέντρα και ο κορμός τους.
Το χώμα και το χρώμα.
Τα λουλούδια και ο ανθός τους.
Το τοπίο είσαι συ.
(σελ. 23)
Ωστόσο, η συνάντηση μαζί του γίνεται, κυρίως, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας του νου. …
Τα ωραιότερα ταξίδια είναι του μυαλού. 2 (σελ. 35)
Ενώ στο ποίημα «Αντίθεση», οι λέξεις, σε αντίθεση με τα “πλούσια” όνειρα, αντιμετωπίζονται ως “φτωχές”.
Είναι φτωχές οι λέξεις μου, γιατί έτσι είναι τα χρόνια,
Η περιουσία,
τα ταξίδια μου.
Τα πλούσια όνειρα μόνο με κρατούν στη ζωή.
(σελ. 46)
Στο ακόλουθο ποίημα, η συγγραφέας αρνείται την εξαργύρωση του σωματικού ερωτικού βιώματος με τη γραφή, που όμως φαίνεται ότι είναι αναπόφευκτη.
ΕΠΙΘΥΜΙΑ
Δεν θα ‘θελα να είμαι λέξη.
Να μην συρθώ σαν πόρνη από στόμα σε στόμα.
Να μην με σπαταλήσουν ασυλλόγιστα ασυνείδητοι δημαγωγοί του έρωτα.
Να μην μ’ αλλοιώσουν πένες προδομένων εραστών και μετά γυρνώ στους δρόμους
[…]
Δεν θα ‘θελα να είμαι λέξη.
(σελ. 44)
Η συλλογή καταλήγει σ’ έναν αναστοχασμό του χρόνου με καβαφική χροιά.
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
[…]
Περάσαμε έρωτες πολλούς
Κρυφά και φανερά
Μας στιγμάτισαν για να μας αφήσουν μετά
Εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε,
Στην πρώτη νιότη.
Μαζί.
Μαζί βαδίζουμε σιωπηλά ακούγοντας τους κραδασμούς
του ανέμου της ζωής.
Τις ελευθερίες μας μοιράσαμε σωστά. Με οικονομία.
Και ο χρόνος μας σεβάστηκε.
(σελ. 60)
Με το δεύτερο βιβλίο της, πεζογραφίας αυτή τη φορά (τη νουβέλα Το σώμα του έγινε σκιά, Ανατολικός, 2010), το ‘αδιάλλακτο’ αίτημα του έρωτα έρχεται σε σύγκρουση μ’ αυτό της δημιουργίας. Η προμετωπίδα, αυτή τη φορά, προειδοποιεί, μέσα από μια δήλωση της Ιζαντόρα Ντάνκαν: «Με ρώτησαν κάποτε αν πιστεύω πως ο έρωτας είναι πάνω από 3 την τέχνη και απάντησα ότι δεν μπορούσα να τα διαχωρίσω, γιατί μόνο ο καλλιτέχνης έχει το γνήσιο όραμα της ομορφιάς. Ο έρωτας είναι το όραμα της ψυχής όταν είμαστε άξιοι ν’ ατενίσουμε την αθάνατη ομορφιά».
Αρθρωμένο σε μορφή παράλληλων πρωτοπρόσωπων σημειώσεων, αφηγείται την ιστορία ενός χορευτή (του Άγγελου), μιας ποιήτριας (της Έλσας) και της κόρης τους (Ιφιγένειας). Το ζευγάρι είναι αγαπημένο, με την ελάχιστη διαφορά ότι η γυναίκα είναι προσηλωμένη στον σύντροφό της, ενσαρκώνεται μέσω αυτού, ενώ ο άντρας θεωρεί ότι εκείνη είναι «ότι πιο πολύτιμο έχει» - μετά την τέχνη του. Ο σταδιακός αποκλεισμός του από τη ζωντανή σκηνή του χορού, λόγω ηλικίας, τον οδηγεί σε κρίση κατάθλιψης, αλκοολισμού και βίαιης συμπεριφοράς, παρά την πίστη της γυναίκας του ότι η αγάπη της θα τον σώσει, και τελικά στην αυτοκτονία, σ’ ένα κείμενο που διαθέτει δραματική ένταση, κλιμάκωση και καλά σχεδιασμένους χαρακτήρες. Το τέλος βρίσκει τη γυναίκα να θέλει «να κουρνιάσει ανάμεσα σε αγνώστους και να περιμένει το θάνατο να ‘ρθει», γιατί, «όποιος έχει γευτεί την ευτυχία και την ομορφιά, αρνείται να συμβιβαστεί με τη δυστυχία και την ασχήμια», η παρουσία της κόρης της, όμως, εμποδίζει τελικά το δρόμο και της δικής της απώλειας.
Η δεύτερη, μεστότερη ποιητική της συλλογή με τίτλο Πληγές (Γαβριηλίδης, 2011), χωρίς ο τίτλος να αναφέρεται μόνο στις “ερωτικές πληγές”, αποτελεί, ωστόσο, ένα καλειδοσκοπικό πολύπτυχο του έρωτα και των τροπισμών που συνοδεύουν την εμφάνισή του. Η ερωτική επιθυμία είναι, όπως πάντα, αδιαπραγμάτευτη.
[…]
Άντρα μου όμορφε,
κρυφή μου δύναμη,
η νοσταλγία μιλάει απόψε.
Είναι μια όμορφη βραδιά.
Μα τη φοβάμαι τούτη την ομορφιά
που μου θυμίζει πως το λίγο σου απόλαυσα μoνάχα
(σελ. 39)
Η μη ευόδωσή της καταργεί το νόημα:
Ο χρόνος που μέσα του σιωπάς είναι χρόνος νεκρός
(σελ. 34)
Είναι κάτι βράδια ναυάγια
(όλο απόγνωση και τρέλα)
που ούτε το φως του πρωινού
δεν ξέρει πώς να τα γιατρέψει
(σελ. 17)
Η επιθυμία, ως αίτημα, υπερβαίνει τη γραφή
Δεν θέλω να γράφω ερωτικά ποιήματα μόνο.
Θέλω να ζήσω τον έρωτα,
τον πόνο του
το χρόνο του
το άχρονο παρόν του.
[…]
(σελ. 38)
…ακόμα κι αν βρίσκει καταφύγιο σ’ αυτήν.
Ξαναγυρίζω στα παλιά λημέρια μου
στο χώρο της ποίησης.
Οικεία και αγαπημένη περιοχή.
Εσύ με έφερες εδώ χωρίς να ξέρεις.
[…]
(σελ. 40)
Η συμφιλίωση με “τα σκοτάδια” της ποιήτριας είναι ένα βήμα αυτογνωσίας .
Αναπολώ τα σκοτάδια μου
[…]
Και τις κομμένες μου ανάσες
και τους πανικούς μου
και τα ασάλευτα βράδια μου
τότε τα περιφρόνησες.
Τώρα τα ερμηνεύεις.
Αγαπώ τα σκοτάδια μου.
Και κείνα μ’αγαπάνε.
(σελ. 8)
…που το διαδέχεται η αυτεπίγνωση ως μετεωρισμός.
Αναζητούσα τα κομμάτια μου
μα εκείνα ταξίδευαν στο πολύχρωμο του κόσμου.
(σελ. 14)
Εγώ ποτέ δεν είμαι εκεί που θέλω.
Κι όταν είμαι εκεί που θέλω
θα ‘θελα να ‘μουν αλλού.
(σελ. 18)
Ανύποπτα κινούμαι μες στο χρόνο
Σαν σκιά φύλλου που γλιστράει ανώδυνα στο δρόμο.
(σελ. 28)
Με την επόμενη ποιητική της συλλογή, Εποχή μου είναι η ποίηση (Γαβριηλίδης, 2013), η οποία μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον Μισέλ Βόλκοβιτς (Mon époque, c’est la poésie, εκδόσεις Le Miel des Anges, 2016), τα ερωτήματα της κοινωνικής συνείδησης εισβάλλουν για πρώτη φορά στο έργο της ποιήτριας, με μια δήλωση, ωστόσο, που τα 5 υπερβαίνει (η ποίηση είναι ο ευρύτερος χρονικός ορίζοντας του τώρα, του πριν και του μετά, είναι η “εποχή” της ποιήτριας).
Πες μου,
γιατί να γράφεις ποιήματα
όταν δεν υπάρχουν αναγνώστες;
Οι άνθρωποι απελπίστηκαν
και βγήκαν στους δρόμους.
Κι η ποίηση μοιάζει τώρα μακρινή ανάμνηση,
μια τέχνη γραφική.
[…]
(σελ. 9)
Το ποίημα περιπλανιέται αδιάκοπα
στους δρόμους της πόλης που ξαγρυπνά.
Απεγνωσμένα ζητά
από τους μετανάστες, τις πόρνες και τους ζητιάνους
να το γράψουν.
Μα εκείνοι σιωπούν.
Εκείνοι πενθούν τη ζωή που δεν ζουν.
(σελ. 47)
Η γλώσσα σου έγινε σκληρή και τραχιά.
Δεν μιλάς για έρωτα πια.
Αυτή η ποίηση δεν είναι για την ομορφιά.
Την ομορφιά την έχουμε απωλέσει.
(Και δεν την νοσταλγούμε καν).
(σελ. 11)
Η Αθήνα καίγεται στις φλόγες
και συ στοχάζεσαι πάνω στο ποίημα.
Λες κι είναι όπλο ζωής η ποίηση
γιατρειά στον πόνο
προέκταση στο άπειρο.
Η Αθήνα πυρπολείται
από άξεστα κουκουλωμένα κεφάλια
και συ αναζητάς τη συνέχεια των στίχων σου
[…]
Μα είναι τούτοι οι καιροί για ποίηση;
(σελ. 14)
Η ποιήτρια διερωτάται: πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ποίηση χωρίς την πόλη;
[…]
Το ποίημα σου έρχεται στο στόμα,
αβίαστα σχεδόν,
κι εσύ αναρωτιέσαι
αν αύριο θα υπάρχουν δρόμοι.
Αν αύριο θα υπάρχει πόλη.
(σελ. 32)
Τα ερωτήματα ποιος γράφει και τι, επιλύονται τελικά, σ’ αυτή τη συλλογή της, με υψηλής θερμοκρασίας επιτεύγματα.
Σε δύσκολους καιρούς
δεν αναζητούμε
τη μεγάλη ποίηση
αλλά την επείγουσα.
(σελ. 22)
Με τη νουβέλα 23 μέρες η οποία ακολουθεί, το 2015 (εκδ. Γαβριηλίδης), η θεματική του έρωτα επανέρχεται στο προσκήνιο της λογοτεχνίας της Ξηρογιάννη ως tour-de-force. Με τη μορφή εικοσιτριών εγγραφών σ’ ένα φανταστικό ημερολόγιο, στις οποίες μας “εισάγει” ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής, παρακολουθούμε τον θεληματικό εγκλεισμό μιας γυναίκας στο δωμάτιο των (παράνομων;) ερωτικών της συνευρέσεων μέχρις ότου έρθει πάλι ο αγαπημένος της εραστής-ποιητής, με μια χούφτα σθεντόν στο κομοδίνο που απειλούν να δώσουν τη λύση αν δεν το κάνει. Το κείμενο βρίθει διακειμενικών αναφορών στη Σύλβια Πλαθ και στον Τεντ Χιουζ, στην Αν Σέξτον, στον Χένρι Μίλερ και στην Αναΐς Νιν, στο φιλί του Κλιμτ και στο φιλί του Μουνκ, αρχίζοντας με την προειδοποίηση «Και μην τολμήσεις να με κάνεις ποίημα! Μην τολμήσεις! Μ’ ακούς;» […], οικοδομεί με παιγνιώδη τρόπο την αποστασιοποίησή του και επιλύει στο τέλος με απλό τρόπο την ερωτική/μυθοπλαστική παρτίδα σκάκι που έχει δεξιοτεχνικά εξυφάνει:
Ήξερα την έκβαση.
Φυσικά και την ήξερα.
Αφού στην ουσία εγώ δημιούργησα το μύθο.
Αυτό το δωμάτιο δε θα μας φιλοξενήσει τελικά.
Αλλά εγώ δε θα χρησιμοποιήσω το γκάζι.
Με βλέπω ήδη να διασχίζω το δρόμο
έχοντας ξεχάσει τα σθεντόν πάνω στο κομοδίνο.
Στην τελευταία μέχρι σήμερα ποιητική συλλογή της, με τίτλο Δεύτερη φύση: 65 Χαϊκού (εκδόσεις ΑΩ, 2018), η ποιήτρια μας προσφέρει, μέσω της αυστηρής συλλαβικής φόρμας, μια ανακεφαλαίωση ή ευρετήριο των λογοτεχνικών της αφορμήσεων με οικονομία, λιτότητα και πληρότητα νοήματος.
Μια λέξη μόνη.
«Ερωτοφωτόχτιστος»
Σκέτο ποίημα!
(σελ. 51)
«Αρκεί ν’ αγαπάς
τις λέξεις για να είσαι
ποιητής;» Ρωτάς! (
(σελ. 9)
Ξεβόλευσέ τους
με τους στίχους, ποιητή!
Βάλε τους φωτιά!
(σελ. 15)
Η μνήμη χτίζει
τη ζωή, η λήθη την
υπονομεύει
(σελ. 31)
Δεν σε αγαπώ
οπότε δεν υπάρχεις
στον κόσμο αυτό.
(σελ. 61)
Γεια σου εραστή!
Καλή μας αντάμωση
μες στο ποίημα.
(σελ. 68)
* Το κείμενο αναπλάθει τη ζωντανή ροή της συζήτησης με την Ασημίνα Ξηρογιάννη κατά την αναδρομική παρουσίαση του έργου της στο βιβλιοπωλείο «Σπόρος», στην Κηφισιά, στις 25 Ιανουαρίου 2019. Ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος είναι ποιητής και μεταφραστής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου