Translate

Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

notationes /// KAΛΟΚΑΙΡΙ-ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2016 /// ΣΕΙΜΟΥΣ ΧΗΝΙ /// 'ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ





                                                        


‘Summer 1969’ 



Seamus Heaney (1939-2013)


μετάφραση : Ειρήνη Βεργοπούλου.


[ Ένα ποίημα του μεγάλου Ιρλανδού ποιητή, εμπνευσμένο
από τις μεγάλες αναταραχές στη Βόρεια Ιρλανδία το καλοκαίρι του
1969, όταν συγκρούστηκαν οι Καθολικοί με τους Προτεστάντες, και αυτός
ήταν μακριά, παρακολουθώντας θλιμμένος τις εξελίξεις στη Μαδρίτη.
Έβρισκε καταφυγή στο Μουσείο του Πράδο, όπου ιδιαίτερα τον έλκυαν οι
Ζωγραφιές του Γκόγια, και κυρίως η ‘Τρίτη του Μαίου’] 




Ενώ η Χωροφυλακή προστάτευε τον όχλο
Πυροβολώντας στην περιοχή Falls, εγώ το μόνο που υπέφερα
Ήταν ο μαινόμενος ήλιος της Μαδρίτης.
Κάθε απόγευμα, μέσα στη σαν σε χύτρα ζέστη
Του διαμερίσματος, καθώς ίδρωνα να βγάλω το δρόμο
Της ζωής του Τζόυς, και μπόχα από την ψαραγορά
Αναδυόταν, όπως η βρώμα από το λιναροπήγαδο.
Τη νύχτα στο μπαλκόνι, κόκκινα βάμματα κρασιού,
Μια αίσθηση παιδιών στις σκοτεινές γωνίες τους,
Γριές γυναίκες με μαύρα σάλια στα ανοιχτά παράθυρα,
Ο αέρας ένα φαράγγι με τον ποταμό των Ισπανικών να ρέει μέσα του.
Μιλούσαμε σε όλο το δρόμο γυρνώντας σπίτι μέσα από ξάστερες πεδιάδες
‘Οπου το χαρακτηριστικό δέρμα της Εθνοφρουράς
Γυάλιζε σαν τις κοιλιές των ψαριών στα βρωμερά από λινάρι νερά.


''Γύρνα πίσω'', ένας μου είπε, ''προσπάθησε να αγγίξεις τους ανθρώπους''
΄Ενας άλλος φαντάστηκε τον Λόρκα να κατεβαίνει από τον λόφο του.
Παρακολουθούσαμε υπομονετικά για αριθμούς νεκρών και ρεπορτάζ για ταυρομαχίες.
Στην τηλεόραση, διασημότητες
Ερχόντουσαν από εκεί που όντως συνέβαιναν τα πράγματα.


Eγώ κατέφυγα στη δροσιά του Πράδο. Του Γκόγια οι ‘Πυροβολισμοί της 3ης Μαίου’
Κάλυπταν έναν τοίχο -τα σηκωμένα χέρια
Και ο σπασμός του αντάρτη, οι κρανιοφόροι
Με τα σακίδια στην πλάτη στρατιώτες, το αποτελεσματικό
Γάζωμα του αποσπάσματος. Στο επόμενο δωμάτιο,
Οι εφιάλτες του, μπολιασμένοι στον τοίχο του παλατιού, -
Μαύροι Κυκλώνες, ορμούν, ξεσπούν. Ο Κρόνος
Κοσμημένος με το αίμα των ολόδικών του παιδιών
Το Γιγάντιο Χάος στρέφοντας τους κτηνώδεις γοφούς του
Στον κόσμο. Και ακόμα, εκείνος ο τσακωμός
‘Οπου δυο αλλόφρονες βαράν ο ένας τον άλλο μέχρι θανάτου
Για την τιμή τους, χωμένοι μέχρι τα γόνατα στις λάσπες, βουλιάζοντας.
Ζωγράφιζε με τις γροθιές του και τους αγκώνες του, κυματίζοντας
Την ματωμένη κάπα της καρδιάς του καθώς η ιστορία ορμούσε.







                                    ***





While the Constabulary covered the mob
Firing into the Falls, I was suffering
Only the bullying sun of Madrid.
Each afternoon, in the casserole heat
Of the flat, as I sweated my way through
The life of Joyce, stinks from the fishmarket
Rose like the reek off a flax-dam.
At night on the balcony, gules of wine,
A sense of children in their dark corners,
Old women in black shawls near open windows,
The air a canyon rivering in Spanish.


We talked our way home over starlit plains
Where patent leather of the Guardia Civil
Gleamed like fish-bellies in flax-poisoned waters.
‘Go back,’ one said, ‘try to touch the people.’
Another conjured Lorca from his hill.
We sat through death-counts and bullfight reports
On the television, celebrities
Arrived from where the real thing still happened.




I retreated to the cool of the Prado.
Goya’s ‘Shootings of the Third of May’
Covered a wall—the thrown-up arms
And spasm of the rebel, the helmeted
And knapsacked military, the efficient
Rake of the fusillade. In the next room,
His nightmares, grafted to the palace wall—
Dark cyclones, hosting, breaking; Saturn
Jewelled in the blood of his own children,
Gigantic Chaos turning his brute hips
Over the world. Also, that holmgang
Where two berserks club each other to death
For honour’s sake, greaved in a bog, and sinking.
He painted with his fists and elbows, flourished
The stained cape of his heart as history charged.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου