[Το παγκάκι]
Τα ξύλινα καθίσματα
είναι εφεύρεση εκείνων
που βαρέθηκαν να στέκουν.
Αυτών που απόμειναν.
Δεν τους ξέχασαν.
Απόμειναν με τη θέλησή τους.
Κάποτε μια κοπέλα
έκατσε δύο φορές στο ίδιο παγκάκι.
Πενθούσε.
Κι ας μην ήταν σε ηλικία πένθους.
Ερωτευόταν.
Κι ας μη συνέτρεχε λόγος
να ερωτευτεί.
Αδικούσε τον καημό της.
Αν στα πνευμόνια
του Λούις Άρμστρονγκ
φύτρωναν άνθη
θα είχε φυσήξει
στο μελαγχολικό κορίτσι
ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
[Απ' την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα]
Στη Λένα Ματσιώρη
Στη Λένα Ματσιώρη
Τα μεσάνυχτα
στη Μαυρομιχάλη
οι κοπέλες
λειαίνουν τα λευκά τους μάτια
με γυαλόχαρτο.
Το βλέμμα τους γδέρνει απαλά
το αίμα των περαστικών.
Στη Βαλτετσίου οι γάτες στολίζουν
πράσινα μήλα το λαιμό τους.
Στην Καλλιδρομίου
τ' αγάλματα φορούν
αλεξίσφαιρα γιλέκα.
Στην Εμμανουήλ Μπενάκη
ο Θεός κοιμάται μπρούμυτα.
Τα μεσάνυχτα
η πόλη διατίθεται σε επαναστάτες.
στη Μαυρομιχάλη
οι κοπέλες
λειαίνουν τα λευκά τους μάτια
με γυαλόχαρτο.
Το βλέμμα τους γδέρνει απαλά
το αίμα των περαστικών.
Στη Βαλτετσίου οι γάτες στολίζουν
πράσινα μήλα το λαιμό τους.
Στην Καλλιδρομίου
τ' αγάλματα φορούν
αλεξίσφαιρα γιλέκα.
Στην Εμμανουήλ Μπενάκη
ο Θεός κοιμάται μπρούμυτα.
Τα μεσάνυχτα
η πόλη διατίθεται σε επαναστάτες.
[Εσύ]
Όλα μου τα παιδιά
φορούν παπούτσια.
Εγώ αγαπώ
αυτό
που λύνει τις πατούσες του
στα αγκάθια.
Ιούλιο μήνα κλαδεύουν
τις άκρες των φιλιών.
Φθινόπωρο
φουντώνουν ξανά τα χείλη.
Εσύ πετάς.
Εσύ γερνάς.
Εσύ
παιδί δεν είσαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου