Lewis A. Ramsey -father and son |
Επιμέλεια:Aσημίνα Ξηρογιάννη
Σέιμους Χήνι
Ο αγρότης πατέρας μου
“Ο πατέρας μου δούλευε με άλογο τ’ αλέτρι
οι ώμοι του φούσκωναν σαν ανοιχτά πανιά
ανάμεσα στις λάμες και τ’ αργασμένο χώμα.
Τα άλογα τεντώνονταν με της γλώσσας του το πρόσταγμα.
Πεπειραμένος. Έστηνε το φτερό
και ταίριαζε τη λαμπερή ατσάλινη λάμα.
Ο χορτόπλινθος κυλούσε χωρίς ποτέ να σπάει.
Στην ξερολιθιά, μ’ ένα μόνο τράβηγμα
στα χαλινάρια κι η ιδρωμένη παρέα έκανε στροφή
και πίσω πάλι στο χωράφι. Το μάτι του
μισόκλεινε και κάρφωνε τη γη μ’ ακρίβεια
σχεδιάζοντας το όργωμα σαν χάρτη.
Σκόνταφτα στα χνάρια του, σημαδεμένος από σόλες καρφωτές
έπεφτα καμιά φορά πάνω σο γυαλισμένο χορτόπλινθο
κι άλλη φορά με σήκωνε στην πλάτη
όπως βούταγα και σηκωνόμουνα πάνω από το μόχτο του.
Ήθελα να μεγαλώσω να οργώσω
να κλείσω το ένα μάτι, να τεντώνω το μπράτσο.
Το μόνο που έκανα ποτέ ήταν να τον ακολουθώ,
χωμένος στη φαρδιά σκιά του, πάνω κάτω στο κτήμα.
Ήμουνα βάσανο, όπως σκόνταφτα, έπεφτα,
κλαψούριζα συνέχεια. Όμως σήμερα
είναι ο πατέρας μου που στραβοπατάει
είναι πίσω μου και δε λέει να φύγει.”
( «Τα ποιήματα του βάλτου»Εκδ.Καστανιώτη,Ανθολόγηση-Μετάφραση,Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ 2013)
_________________________
Σύλβια Πλαθ
Daddy
Δεν κάνεις πια, δεν κάνεις πια
Παλιό παπούτσι
Που μέσα του σαν πόδι έχω ζήσει
Τριάντα χρόνια τώρα φτωχό και λευκό,
Τολμώντας μόλις να πάρω ανάσα ή να φταρνιστώ.
Έπρεπε να σε σκοτώσω, μπαμπά
Όμως προτού προλάβω είχες πεθάνει–
Μαρμάρινος, ένα τσουβάλι μπουκωμένο με Θεό,
Άγαλμα στοιχειωμένο με ένα γκρίζο δάχτυλο
Μεγάλο σαν φώκια του Φρίσκο
Και το κεφάλι μέσα στο φρικτό Ατλαντικό
Όπου βρέχει πράσινη βροχή στο κυανό
Πέρα από τα νερά του ωραίου Νουαζέτ.
Προσευχόμουν να σε ξαναβρώ.
Ach, du.
Στη γλώσσα τη γερμανική, σε μια πολωνική πολίχνη
Ισοπεδωμένη από τον οδοστρωτήρα
Πολέμων, πολέμων, πολέμων.
Μα το όνομα της πολίχνης είναι κοινό.
Ο Πολωνός μου φίλος
Λέει πως υπάρχουνε ντουζίνες, μία ή δυο.
Κι έτσι ποτέ δεν μπορούσα να πω
Πού πάτησες το πόδι σου, οι ρίζες σου πούθε κρατούν
Δε θα μπορέσω ποτέ να σου μιλήσω.
Η γλώσσα μου κολλάει στον ουρανίσκο.
Μαγκώνει σε μια ακάνθινη συρμάτινη παγίδα.
Ιch, ich, ich, ich,
Ήμουν σχεδόν χωρίς φωνή.
Και νόμιζα πως κάθε Γερμανός ήσουν εσύ.
Και η γλώσσα είναι αισχρή
Μια μηχανή, μια μηχανή
Που με μασούσε σαν Εβραίο.
Έναν Εβραίο στο Νταχάου, στο Άουσβιτς, στο Μπέλσεν.
Άρχισα σαν Εβραίος να μιλώ.
Νομίζω πως μπορεί να είμαι Εβραία.
Τα χιόνια του Τιρόλου, της Βιένης η διάφανη μπίρα
Δεν είναι τόσο αγνά κι αληθινά.
Με την τσιγγάνα προγονό μου και το κακό μου ριζικό
Και τα χαρτιά μου τα ταρό, και τα χαρτιά μου τα ταρό
Ίσως και να 'μαι λιγάκι Εβραία.
Και ξέρεις, πάντα σε φοβόμουν
Με τη Luftwaffe σου και τα παράσημα σου.
Το τακτικό μουστάκι σου
Και τα αριά σου μάτια, γαλάζια φωτεινά.
Panzer-man, panzer-man, Ω εσύ —
Που Θεός δεν είσαι αλλά σβάστικα
Κατάμαυρη, που δεν τη διαπερνάει ο ουρανός.
Κάθε γυναίκα λατρεύει έναν φασίστα,
Την μπότα στα μούτρα, του κτήνους την καρδιά
Του κτήνους, ενός κτήνους σαν εσένα.
Σε ένα μαυροπίνακα στέκεσαι, μπαμπά,
Στη φωτογραφία που κρατώ,
Ένα σημάδι στο σαγόνι αντί στο πόδι,
Αλλά δεν είσαι λιγότερο διάβολος γι' αυτό,
Όχι λιγότερο από το σκοτεινό άντρα
Που την όμορφη πορφυρή καρδιά μου έκοψε στα δυο.
Ήμουν δέκα χρονώ όταν σε βάλανε στον τάφο.
Και στα είκοσι προσπάθησα να σκοτωθώ
Για να σε ξαναβρώ, για να σε ξαναβρώ.
Μπορούσα ακόμα και στα κόκαλα σου να αρκεστώ.
Αλλά με έσυραν έξω από το λάκκο
Και με κόλλα με ένωσαν ξανά.
Τότε όμως τι να κάνω ήξερα πια.
Έφτιαξα λοιπόν ένα μοντέλο από σένα,
Έναν άντρα με μαύρα και ύφος Meinkampf
Κι έναν έρωτα τροχό μαρτυρίων.
Και είπα δέχομαι, δέχομαι.
Κι έτσι ξόφλησα, μπαμπά.
Το μαύρο τηλέφωνο ξεριζωμένο,
Και οι φωνές δε φτάνουν μέχρι εδώ.
Αν σκότωσα ένα αρσενικό, σκότωσα δυο–
Το βρικόλακα που έμοιαζε σε σένα
Και μου 'πινε ολοχρονίς το αίμα,
Εφτά χρονιές, αν θες να ξέρεις.
Ησύχασε τώρα, μπαμπά.
Υπάρχει ένα παλούκι στη μαύρη σου καρδιά,
Και οι χωρικοί δε σε χώνεψαν ποτέ.
Χορεύουν τώρα και σε ποδοπατούν.
Ήξεραν πάντα ότι ήσουν εσύ.
Μπαμπά, μπαμπά, μπάσταρδε, με σένα έχω ξοφλήσει πια.
(Μετάφραση Κατερίνα και Ελένη Ηλιοπούλου)
______________________________
Tσέσλαφ Μίλος
Φόβος
''Πατέρα, πού είσαι; To δάσος είναι άγριο,
Οι ορχιδέες εκρήγνυνται με δηλητηριώδη φωτιά,
Ύπουλα χάσματα παραμονεύουν σε κάθε βήμα.
''Πού είσαι, Πατέρα; Eίναι ατελείωτη η νύχτα.
Το σκοτάδι θα είναι αιώνιο.
Οι ταξιδιώτες είναι άστεγοι, θα πεθάνουν από πείνα,
Το ψωμί μας είναι πικρό, και σκληρό σαν πέτρα.
''Η καυτή ανάσα του φρικτού θηρίου
Έρχεται όλο και πιο κοντά, ξερνάει τη μπόχα της.
Πού έχεις πάει, Πατέρα; Γιατί δεν λυπάσαι
Τα παιδιά σου που είναι χαμένα σ' αυτό το ζοφερό δάσος;
Mετάφραση,Ασημίνα Ξηρογιάννη,
http://www.vakxikon.gr/content/view/2169/11463/
giovanni battista moroni - father and son |
ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ
74
'Oταν έγραφες ένα χρόνο πριν το σονέτο 47,ζούσε ακόμη.
Χθες πέθανε.Οι γιατροί απλώς αρνήθηκαν να τον επαναφέρουν.
Επί δεκατέσσερις μήνες κοιτούσε τους γυμνούς τοίχους του θαλάμου του
συνομιλώντας μόνο με τον εαυτό του.Κοιτούσε και κοιτούσε.
Το πρωί που ξύπνησες βρήκες ένα SMS από τον αδελφό σου:
''Call me immediately!Our father...''
[Τα αγγλικά είναι η κοινή σας γλώσσα,κι αυτά σπασμένα ,όπως η σχέση σας.]
'Ωρα Βραζιλίας 14.00.'Εκλεισε τα μάτια του καθώς εσύ άνοιγες τα δικά σου.
Τώρα είσαι πλέον ορφανός.
Φθινόπωρο έφυγαν και οι δύο,με δύο χρόνια διαφορά .
Οι στάλες της βροχής στο τζάμι συντονίζονται μ ετη οδύνη σου-
κυλάνε αργά όπως τα δάκρυά σου.
Τον αγαπούσες όσο πίστευες;Σε αγαπούσε όσο ήθελες;
Συνέχισε να ρωτάς.Οι δικοί σου τοίχοι έχουν ακόμα πολλά να πουν.
(Σονέτα της Συμφοράς,Πατάκης 2011)
___________________________
Χρίστος Λάσκαρης
Πάλι ο πατέρας μου
“Απόψε είδα πάλι τον πατέρα μου.
Τριαντατρία χρόνια πεθαμένος
και δεν κουράστηκε να μ’ επισκέπτεται.
Φορούσε το καπέλο του πως θα ταξίδευε.
Η μητέρα μου μπάλωνε στη γωνιά.
«Κάτσε», του λέει, «πού ήσουνα»”.
(Τα ωραιότερα ποιήματα για τον πατέρα, Καστανιώτης)
__________________
Θανάσης Κωσταβάρας,
Στο σπίτι του πατέρα
Είμαι στο σπίτι του Πατέρα.
Κρύος αέρας περνάει μέσα από τις ραγισμένες πόρτες.
Κι έξω στον κήπο, μαύρο ξεσέλωτο άλογο
γδέρνει με την οπλή του το χώμα.
Ανεβαίνει την πέτρινη σκάλα χρεμετίζοντας.
Κι εγώ είμαι μόνος στο σπίτι.
Τόσο μόνος όσο δεν ήμουν ποτέ μου.
Ξάφνου, Άγγελος Κυρίου στέκει αντίκρυ.
Ταξιδεμένος Άγγελος στέκει και με κοιτάζει θλιμμένος.
Κι ανάμεσά μας περνούν άσπρα φύλλα του φθινοπώρου.
Άσπρα φύλλα του φθινοπώρου και του χειμώνα περνούν
τα περασμένα μου χρόνια.
Τα κερδισμένα και τ’ άλλα, τα πριν από σένα, τ’ αόριστα.
Στέκω και τον κοιτάζω. Και μέσα στο πρόσωπό του
απορημένος βλέπω το πρόσωπό σου,
μπορώ πίσω από το φόβο να ξεχωρίσω το ωραίο σου
πρόσωπο.
Δεν λέω τίποτα.
Σε κοιτώ μόνο, σαν να ‘σαι το τελευταίο πρόσωπο
που πρόκειται ν΄αντικρίσω.
Κι όπως πέφτει το βράδυ κι ο ίσκιος σου χάνεται
γέρνω στο φευγαλέο μου όνειρο
κι απελπισμένος κλαίω.
( Από τη συλλογή Στο βάθος του χρώματος, 1993)
______________
Τίτος Πατρίκιος,
«Μνημόσυνο I»
«Δύσκολα χρόνια φτώχειας και κατατρεγμού
μαζί τα ζούσαμε κυλούσαν σα νερό
έπειτα άνοιξα μια πόρτα στο βοριά
κι όλοι σκορπίσαμε σαν ξεραμένα φύλλα.
Όμως πατέρα τώρα σε γνωρίζω από κοντά
βλέπω όσα δεν άγγιξαν τη ζωή σου
άχρηστα λόγια σαλιάρικη ευτυχία
τώρα που η παρουσία σου όλο λιγότερο με βαραίνει.»
«Μνημόσυνο II»
«Σαν έφυγες πατέρα άνοιξε ένα φαράγγι
και φάνηκαν όλα τα περασμένα χρόνια
σα στρώματα γεωλογικά γυμνά κι απρόσιτα
στην όψη κάθε αντικριστής πλαγιάς.
Τώρα όμως κλείνει σιγά σιγά το χάσμα
μεγαλώνουμε τις αρετές σου ξεχνάμε τα ελαττώματα
σε αλλάζουμε σε σύμβολο να σκέπει και να θάλπει
όπως οι πρώτοι άνθρωποι φτιάχναν το Θεό.»
(από το «Τίτος Πατρίκιος – ΠΟΙΗΜΑΤΑ, II (1953-1959)», Κέδρος)
Λευτέρης Ξανθόπουλος, «Ο πατέρας παντού»
Άνοιξε το ντουλάπι της κουζίνας
και βγήκε από μέσα ο πατέρας
κρατούσε δίχτυ με ψώνια πατάτες
μακαρόνια μοσχαρίσιο κιμά
τυριά από τον Ζαφόλια
50 δράμια καφέ˙
σας έφερα να φάτε είπε
ακούμπησε το δίχτυ στο τραπέζι
και βγήκε.
Έπειτα ήρθε η μυρωδιά του καπνού
από το μπάνιο από το χολ
απ’ το υπνοδωμάτιο από το σαλόνι
απ’ το φωταγωγό από τον κήπο.
Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-poiimata-gia-ton-patera/ ]
Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-poiimata-gia-ton-patera/ ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου