Translate

Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ //// ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ //// μ_otherpoem: μόνο λόγος [ΝΕΦΕΛΗ 2014]






                                               



BΑΣΙΛΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ 
 


Για το «μ_otherpoem: μόνο λόγος»: 

7 «ορισμοί» και 5 «εξόριστα» 




* Η δομή των βιβλίων ποίησης, που ώς τώρα έχω γράψει, είναι άλλοτε υβριδική και ασυνεχής, και άλλοτε πιο κλασική και ισόρροπη. Γιατί; Ίσως επειδή το Χάος, η Μορφή και η μεταξύ τους ταλάντευση είναι οι μόνοι τρόποι και τελικά το μόνο θέμα της τέχνης. 


* Κάθε βιβλίο μου είναι μια διάνοιξη –θα έλεγα, μάλιστα, σφαιρικού– Χώρου. Μου αρέσει να σκέφτομαι μισοειρωνικά πως είναι Πλανήτες περιφερόμενοι γύρω από το Ηλιακό μου Σώμα, ναι, το δικό μου, του ποιητή τους. Η εξωφρενική αυτή σκέψη κάπως με βολεύει, γιατί τούτο σημαίνει πως όλα μου τα βιβλία (τα παρελθοντικά, μα και τα ενδεχόμενα μελλοντικά μου) υπάρχουν κάπου ήδη ταυτόχρονα, σε διάφορες τροχιές και αποστάσεις από το “σώμα” μου. Σε ένα τέτοιο αυτιστικό ηλιακό σύστημα, το “7: ποίηση για video games” μου είναι, ας πούμε, ο παγωμένος και μακρινός Πλούτωνας (που επιπλέον τελευταίως δεν θεωρείται πια πλανήτης, όπως και το βιβλίο εκείνο δεν το αποκαλείς κι εύκολα βιβλίο ποίησης), ενώ το «μ_otherpoem: μόνο λόγος» είναι, ας πούμε, η Γη. Αλλά μία Γη υπερθερμασμένη (σχεδόν Ερμής), που αρχίζει σιγά σιγά να επιστρέφει σε θερμοκρασίες ευνοϊκές για την ανεμπόδιστη ανάπτυξη ζωής. Τώρα, ότι εγώ είμαι ο Ήλιος των πλανητών και πλανημένων βιβλίων μου είναι ασφαλώς είδος πραγματικότητας (αφού χωρίς εμένα δεν υπάρχουν), αλλά και μέγιστης ανοησίας (αφού δεν είναι παρά μία μεταφορά τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά ή –γιατί όχι;– από πύρινες χαίτες). 


* Το «μ_otherpoem: μόνο λόγος» χτίζεται κυρίως γύρω από τα ακόλουθα δράματα: Στην Ελλάδα μένουμε με τους γονείς μας συχνά μέχρι να γεράσουμε.Στις μεσογειακές χώρες η Πατριαρχία είναι συνηθέστερα μια καλυμμένη Μητριαρχία. Τούτα δημιουργούν στίφη προβλημάτων ως προς τις ταυτίσεις που κάνουμε, τις ταυτότητες που φέρουμε, τις ελευθερίες και τις εξαρτήσεις μας, κοντολογίς δημιουργεί πρόβλημα παντού. 


* Στο «μ_otherpoem: μόνο λόγος», η ατομική περίπτωση γίνεται σχήμα ευρύχωρο, σχεδόν ένα αρχέτυπο. Και, τελικά, ποιος μιλά εδώ; Ένα κακομαθημένο παιδί προς μια ιδιότυπα διπολική μητέρα; Ένα κακοποιημένο θύμα προς την πρόγονο που άθελά της το κακοποίησε; Ένας θύτης που διαστρεβλώνει τα επιχειρήματά του προς όφελός του; Ο ποιητής; Κομμάτια του; Όλοι; Ένα έθνος σύσσωμο προς μια μητέρα-χώρα που το «εγκατέλειψε» υπερπροστατεύοντας και ευνουχίζοντάς το; Ωστόσο, το ποιος έχει δίκιο και άδικο εδώ δεν έχει σημασία. Η κίνηση προς την ομολογία μόνο. Η μετατόπιση προς μια ρήξη που μπορεί και να συνιστά βήμα αποδοχής και συμφιλίωσης. 


* Γνωρίζω πως το βιβλίο μου αυτό μερικοί αναγνώστες το φαντάστηκαν, κατά περίπτωση, ως παράσταση θεατρική, ως δυνάμει χορευτικό έργο, ως ταινία, ως video art, ακόμη και ως ποίημα-μυθιστόρημα. Αυτό με ικανοποιεί. Σημαίνει πως ο αναγνώστης οικειοποιείται το βιβλίο, προβάλλοντας πάνω του αυτά που εκείνος αγαπά. Κι ίσως και να σημαίνει πως το βιβλίο μου παραμένει δημιουργικά ανοιχτό, δηλαδή λείπει από μέσα του το στοιχείο εκείνο που θα του προσφέρει ο κάθε δημιουργικός αναγνώστης του, ώστε να ολοκληρωθεί. Τα έργα ολοκληρώνονται όταν διαθέτουν ρωγμές που θα τις σοβατίσει ο αναγνώστης. (Αποκαλώ τις ρωγμές ελευθερία, και το σοβάτισμα συμμετοχή και ενσυναίσθηση.) 


* Και μία παράκαμψη: Ξαναδιαβάζοντας πρόσφατα το «Η ζωή είναι αλλού», που είχα πρωτοδιαβάσει στα δεκατέσσερα, ξαναθαύμασα το ύφος του Μίλαν Κούντερα, τη σάρκα του σαρκασμού του, μα και την απόλυτα κυνική τρυφερότητα με την οποία αντιμετωπίζει τον κακομοίρη Γιάρομιλ, αυτόν τον μοναδικά σχεδιασμένο ήρωά του:
τον απόλυτα απλοϊκό νεαρό ποιητή, πιασμένο στο δόκανο μεταξύ μητρικού θαυμασμού, σεξουαλικών ορμεμφύτων και της αδιανόητης μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ιστορίας. Το βιβλίο περιέχει δε μερικές από τις πιο καίριες παρατηρήσεις για τον μητρικό ρόλο στον αρσενικό καλλιτεχνικό ψυχισμό. Κι είναι κι εδώ -όπως και αλλού- που ο Κούντερα θα είχε τόσα και τόσα να πει με τον αγαπημένο του (και μου) Βίτολντ Γκομπρόβιτς. Δείγμα: "[...] η μαμά συνάμα έπιανε τον Γιάρομιλ απ΄ τον ώμο με επιείκεια, αποκαλώντας τον μικρό της ανικανοποίητο – έτσι τον έθαβε πάλι μέσα στην παρθενιά του, στην παιδική του ηλικία, στα σπάργανά του. (Αχ, τι όμορφα που είναι να βλέπεις αυτούς τους δυο να στέκονται αντικριστά και να σπρώχνει ο ένας τον άλλο: αυτή τον σπρώχνει προς τα σπάργανά του κι αυτός τη σπρώχνει προς τον τάφο της, αχ, τι όμορφα που είναι να βλέπεις αυτούς τους δυο...)". 


* Υπό πολλές έννοιες, λοιπόν, το «μ_otherpoem: μόνο λόγος» θέλησε να έχει γραφτεί και από τον Γιάρομιλ του Κούντερα, όπως και από το παιδί το οποίο ποτέ δεν θα κάνω. Επιθύμησε δηλαδή να μιλήσει για κάτι μεγαλύτερο: για μια δομή και για έναν προαιώνιο τρόπο συσχέτισης. Να ψαύσει το περίπλοκο πλέγμα των μηχανισμών ανάπτυξης της αγάπης, της εξουσίας, της ιδιοκτησίας, της ελευθερίας και της ταυτότητας. Για να το προσπασθήσει αυτό, το βιβλίο χρησιμοποίησε τον πρότυπο δοκιμαστικό σωλήνα της οικογένειας. 






Ακολουθούν πέντε πολύ μικρά ποιήματα, από τα πολλά που εν τέλει δεν βρήκαν τη θέση τους μέσα στη σύνθεση του «μ_otherpoem: μόνο λόγος», μα κάθε τόσο τα ανασύρω απ’ τα ψηφιακά μου συρτάρια, ξανακοιτώντας τα, έστω σαν λείψανα ενός καθαγιασμένου πλέον αγώνα (αγάπης): 




01. [ υποθετικός μονόλογος της μητέρας ] 


«Οι άνθρωποι είναι νησιά.
Εγώ είμαι περισσότερο. Είμαι πολύ νησί.
Κι όλα τα πλοία γύρω να έχουν απεργία.
Το λένε Εαυτόνησο.
Αυτό είναι το όνομά μου.
Κι εμείς οι δυο μοιάζουμε πολύ –
να το θυμάσαι». 





02. [ αστερητικό ] 


Ώστε να μη νιώσουμε το στερητικό του άγονου,
οι απόγονοι γινόμαστε πρόγονοι
προτού καν
γίνουμε
γόνοι.

Ναι. Μα ας πάμε
τώρα παρακάτω. Αν
και πού;

Παρακάτω πού; 





03. [ υπόθεση συνομιλίας 01 ] 


“Μου χρηματοδοτήσατε
την επανάστασή μου.
Σας είμαι
αιώνια υπόχρεος”.
“Παρακαλώ παιδί μου. Ήταν
καθήκον μου

– μας – μου...”

“Ναι,
μαμά,
ήταν”. 





04. [ υπόθεση συνομιλίας 02 ] 


“Πότε θα μεγαλώσεις;”
“Πότε θα μου το επιτρέψεις;” 





05. [ η μητέρα ομολογεί κάτι ] 


«Η μητέρα μου με αρνήθηκε,
αρνήθηκα τη μητέρα μου.
Έγινα όλη άρνηση,
αρνήθηκα και την άρνηση.
Ενδύθηκα την κατάφαση,
πίστεψα την ένδυση.
Τώρα καταφάσκω ισχυρά,
μόνο, ακατάδεκτα.
Είμαι η κατάφαση
του αρνητή». 











Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Πέθανε ο νομπελίστας ποιητής Τούμας Τράνστρεμερ

πηγή:tovima




Ο σουηδός ποιητής ήταν 83 ετών
 
 
 
Πέθανε ο νομπελίστας ποιητής Τούμας Τράνστρεμερ



 
Ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας Σουηδός ποιητής Τούμας Τράνστρεμερ άφησε χθες Πέμπτη την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 83 ετών, ανακοίνωσε ο εκδοτικός οίκος Bonnier με τον οποίο συνεργαζόταν.
Το ίδρυμα Νόμπελ, το οποίο διευκρίνισε ότι ο λογοτέχνης απεβίωσε την Πέμπτη, εξέφρασε τη μεγάλη του θλίψη.
Ο Τούμας Τράνστρεμερ τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2011. Η υγεία του ωστόσο ήταν ήδη σε κακή κατάσταση από πολλά χρόνια, καθώς το 1990 είχε υποστεί αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η φήμη του Σουηδού ποιητή στον αγγλόφωνο κόσμο όφειλε πολλά στη φιλία του με τον Αμερικανό ποιητή Ρόμπερτ Μπλάι, ο οποίος μετέφρασε στα αγγλικά μεγάλο μέρος του έργου του.
Γεννηθείς στις 15 Απριλίου του 1931 στη Στοκχόλμη, ο Τράνστρεμερ μεγάλωσε με τη μητέρα του μετά την απώλεια, πολύ νωρίς, του πατέρα του.

Το 1956, αφού πήρε το πτυχίο του στην ψυχολογία, διορίστηκε στο Ψυχοτεχνολογικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, προτού ασχοληθεί το 1960 με ανήλικους παραβάτες σε ειδικό κέντρο.

Παράλληλα με ένα πλούσιο ποιητικό έργο, ο τιμηθείς με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, εργάστηκε με άτομα με ειδικές ανάγκες, καταδικασθέντες και τοξικομανείς.

Την περίοδο των σπουδών του, σε ηλικία 23 ετών, δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή με τίτλο 17 ποιήματα, στον μεγαλύτερο σουηδικό εκδοτικό οίκο, τον Bonniers.

Έγραφε από την εφηβική του ηλικία και εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «17 ποιήματα», σε ηλικία 23 ετών. Το 1966 τιμήθηκε με το βραβείο Bellman και ακολούθησαν πολλές άλλες διακρίσεις, μεταξύ των οποίων το βραβείο Petrarque (Γερμανία, 1981) και το Neustadt International Prize (ΗΠΑ, 1990).
Το 1997, η εργατική πόλη Βέστεραας, όπου έζησε τριάντα χρόνια προτού επιστρέψει στη Στοκχόλμη τη δεκαετία του 1990, δημιούργησε το βραβείο Transtromer για να τον τιμήσει.
Το 1990 κι αφού έχει δημοσιεύσει δεκάδες συλλογές, ο ποιητής υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο του προκάλεσε μερική παράλυση και αφασία.
Το πρώτο έργο που δημοσίευσε μετά το εγκεφαλικό, έξι χρόνια αργότερα, ήταν η συλλογή υπό τον τίτλο «Πένθιμη Γόνδολα», η οποία πούλησε 30.000 αντίτυπα. Ο αριθμός των αντιτύπων που πωλήθηκαν θεωρείται περισσότερο από τιμητικός για μια ποιητική συλλογή.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, τον κέρδισε η μουσική. Έπαιζε πιάνο καθημερινά, με το αριστερό χέρι, καθώς το δεξί του ήταν παράλυτο μετά το εγκεφαλικό, και περνούσε τα πρωινά του ακούγοντας κλασική μουσική, όπως είχε αναφέρει σε μια συνέντευξή της η σύζυγός του, Μόνικα, με την οποία απέκτησε δύο κόρες.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν οι συλλογές του «Τα Ποιήματα» (εκδόσεις Printa) και «Πένθιμη Γόνδολα» (εκδόσεις Νεφέλη).

Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Η ποίηση μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε, οποτεδήποτε…

Πηγή: e-thessalia






poiites




Της Χαριτίνης Μαλισσόβα





Παγκόσμια ημέρα ποίησης η 21η Μαρτίου!
Όσοι αγαπάμε να διαβάζουμε ή και να εκφραζόμαστε μέσω αυτής,η μέρα αυτή δεν είναι παρά μια επίσημη γιορτή αυτού που κάνουμε καθημερινά!
Πολλά ακούγονται και γράφονται για τους ποιητές,τις τάσεις που αντιπροσωπεύει ο καθένας,αλλά και για την ποιότητά τους..
Ποιος είναι καλός,μέτριος ή κακός ποιητής δεν μπορεί να το κρίνουν οι κλειστές ομάδες και οι όποιες-ίσως-σκοπιμότητες εξυπηρετούνται πίσω από αυτές..
Προσωπικά,αγαπούσα και διάβαζα ποιήματα από πολύ μικρή ,αλλάζοντας κατά καιρούς προτιμήσεις σε ποιητές ,ανάλογα την ηλικία που βρισκόμουν,τα βιώματα και τη διάθεσή μου.
Το διαδίκτυο και η κοινωνική δικτύωση έγιναν αφορμή να αντλήσω κι άλλες πληροφορίες για το έργο παλιών και σύγχρονων ποιητών και να προεκτείνω τις γνώσεις και τις ποιητικές μου καταδύσεις και στα έργα ξένων ποιητών.
Το ένστικτο και η διάθεσή μου ήταν και είναι πάντα οδηγός μου για την αναγνωστική απόλαυση..
Ως μία από τις δύο βασικές κατηγορίες του λόγου, του έμμετρου λόγου, η ποίηση,ήταν ανέκαθεν δύσκολο να οριστεί και γι αυτό έχουν δοθεί διάφοροι ορισμοί ανά τους αιώνες.
Ο Πλάτωνας τον 4ο π.Χ αι. είχε πει ότι: Η ποίηση ένα πράγμα ανάλαφρο, ιερό και φτερωτό. Η ποίηση είναι η αιτία που φθείρει το κάθε τι από το μη είναι στο είναι.
Αιώνες μετά τον Όμηρο,ένας σημαντικός ποιητής ο Έζρα Πάουντ είπε πως:
Αν κάποιος μάθει καλά ελληνικά, μπορεί να βρει σχεδόν «ολόκληρη την ποίηση» στον Όμηρο.
Η ποίηση είναι το αρχαιότερο λογοτεχνικό είδος. Πριν την ανακάλυψη της γραφής,υπήρχε στον πρωτόγονο άνθρωπο,συνδυασμένη με μουσική και χορό.
Επική,λυρική,βουκολική,ελεγειακή,δραματική, ως προς το είδος,ρομαντική,παρνασσιακή,συμβολική ως προς το περιεχόμενο η ποίηση υπάρχει,αγγίζει,εξυψώνει,προβληματίζει,θεραπεύει….
Σύμφωνα με τον σημαντικό Αργεντινό συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Ποίηση είναι η έκφραση του ωραίου, διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους».
Στο διάστημα ενασχόλησής μου με τις Διαδρομές,αρκετοί σύγχρονοι ποιητές παρουσίασαν το έργο τους κι εκφράστηκαν για την ποίηση μέσα από τις συνεντεύξεις που μου παραχώρησαν,αποσπάσματα των οποίων ακολουθούν.
Η ποίηση οφείλει πρώτα απ’ όλα να είναι ειλικρινής. Σε τελευταία ανάλυση η επιδίωξη της ομορφιάς είναι βαθύτατα απελευθερωτική, επομένως βαθύτατα πολιτική πράξη. Αν το κάνεις όμορφα, είσαι το ίδιο «πολιτικός» ποιητής ,όποιο κι αν είναι το θέμα σου. Δεν είναι η θεματολογία που καθιστά κοινωνικά ενδιαφέρουσα μια ποίηση αλλά ο χειρισμός της. Η δύναμή της να εγκαθιστά στη συνείδηση την εικόνα ενός νέου κόσμου. Αυτό θαυμάσια μπορεί να το κάνει και ένα καλό ερωτικό ποίημα, ακόμη και γραμμένο στην καρδιά ενός πολέμου. Από την άλλη πλευρά ποτέ καλλιτέχνης άξιος του ονόματος δεν έμεινε ανεπηρέαστος από την κοινή μοίρα της εποχής του,είπε η Δήμητρα Χριστοδούλου.
Γιατί τι άλλο είναι η Ποίηση από τη μορφο-ποίηση της ανθρώπινης θλίψης για την προϊούσα φθορά που επιφέρει ο χρόνος; Ποίηση είναι ο απελπισμένος λόγος που αρθρώνει ο πονεμένος, ανοχύρωτος άνθρωπος, επιχειρώντας ν’ αναμετρηθεί με το τελεσίδικο του θανάτου, πιστεύοντας ότι, δια του Λόγου, θα το ακυρώσει. Είναι μια άλλη γλώσσα που προκύπτει από την καταστροφή των κωδίκων της γλώσσας που ξέρουμε. Μ’ αυτό το εκ καταστροφής νέο υλικό προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μιαν πρόσκαιρη αιωνιότητα μνήμης, γράφοντας «μέσα στο ά-τοπο της γραφής», για να θυμηθώ τον ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη. Η Ποίηση εντέλει είναι μελαγχολία σε φθόγγους,τόνισε ο Γιώργος Θεοχάρης.
Σε δύσκολους καιρούς απαιτείται μια ποίηση λειτουργική που να αφορά και να αγγίζει τον σύγχρονο άνθρωπο.Να έχει κάτι να του πει.Να τον κινητοποιεί με κάποιον τρόπο.»Σε τέτοιους καιρούς /αναζητάς μια άλλη ποίηση/πιο δυνατή/που να μπήγει το μαχαίρι σε σκληρές καρδιές/που να γίνεται η ίδια μαχαίρι/και να κόβει κομματάκια τη διαφθορά.» Ακόμα ,νομίζω ότι περισσότερο από κάθε άλλη φορά έχουμε ανάγκη την διαύγεια και την καθαρότητα που θα νικήσουν το χάος και τον άσκοπο βερμπαλισμό,επεσήμανε η Ασημίνα Ξηρογιάννη.
Ως πολιτικοποιημένο άτομο που θεωρώ τον εαυτό μου, δεν θα μπορούσε να λείπει απ’ τα ποιήματά μου αυτή η ιδιότητα. Ειλικρινά μου αρέσει ιδιαίτερα να βλέπω ανθρώπους να διαδηλώνουν, να μάχονται για τα αιτήματά τους, να κατεβαίνουν στο δρόμο ακόμη και με άσχημες καιρικές συνθήκες, να παλεύουν για τα συμφέροντα των πιο αδύναμων και φτωχών, η ζωή τους να είναι γεμάτη, πλήρης δηλαδή απ’ την κατάκτηση ενός στόχου πέρα από τα πεπατημένα, πέρα από μικροαστισμούς. Και βέβαια μου αρέσει ιδιαιτέρως να βλέπω ανθρώπους να ερωτεύονται. Κάτι που συμβαίνει με όλους και σε όλους.Από παιδί μου άρεσε να σκέπτομαι με εικόνες, να εκφράζομαι σιβυλλικά, να ζω σε φανταστικό περιβάλλον –ακόμα και τα παιδικά μου παιχνίδια ήταν δεκαετίες μπροστά- ακόμη και να ερωτεύομαι θα έλεγα με τρόπο υπαινικτικό και αυθόρμητο και όχι κάτω από προσχεδιασμένη συνειδησιακή μέθοδο. Με δυο λόγια, η ποίηση μου έμαθε να αντιστέκομαι αλλά και να ερωτεύομαι μοναδικά, να λατρεύω το ραδιόφωνο και να μισώ την τηλεόραση,είπε ο Χρίστος Παπαγεωργίου.
Ο ποιητής, Γιώργος Κ. Ψάλτης, σε μία συνέντευξή του ανέφερε πολύ εύστοχα ότι όταν γράφουμε, είμαστε οι αναγνώστες των ποιημάτων μας. Όταν τα παραδίδουμε στον εκδότη και κατά συνέπεια και στο αναγνωστικό κοινό δεν μπορούμε πια να καθορίσουμε τη μοίρα τους, το πώς θα διαβαστούν και θα δεξιωθούν από τον εκάστοτε αναγνώστη τους. Όποιο κι αν ήταν το αρχικό έναυσμα που γέννησε το εκάστοτε ποίημα, μετά από καιρό, μπορώ να διαβάσω εντός του πράγματα αποκαλυπτικά για μένα την ίδια ως δημιουργό και άνθρωπο. Η συγκεκριμένη επιλογή κάθε λέξης μού λέει πολλά για τον ασύνειδο εαυτό που γράφει όσο εγώ προσπαθώ να χωρέσω σε στίχους ένα συγκεκριμένο αίσθημα, σκέψη ή έννοια,μας ανέφερε χαρακτηριστικά η Δώρα Κασκάλη.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, είχα μια τάση σε τέτοιες παρατηρήσεις, κυρίως των ανθρώπινων,όχι τόσο της φύσης. Κοιτούσα τους ανθρώπους να περπατούν, να κάθονται, να γελούν, να κλαίνε, να τσακώνονται. Αργότερα, όταν ήρθε και η δημοσιογραφική μου ιδιότητα, μου δόθηκε η δυνατότητα να κοιτώ τους ανθρώπους πιο βαθιά και διέκρινα ότι δυστυχούν. Πάντα κοιτούσα, σπανίως παρέμβαινα και αυτό είναι μια εξομολόγηση, αλλά και όπου επιχείρησα να παρέμβω, οι τοίχοι ή τα τείχη ήταν πολύ ψηλά για μένα και την μη επαρκούσα επιμονή μου. 'Εκλεβα λοιπόν- και τώρα κλέβω -εικόνες και σπαράγματα από το εφήμερο της δημοσιογραφίας για να τα περάσω στην «ποιητική αιωνιότητα». Κάτι σαν κλεπταποδοχή μοιάζει αλλά στον καιρό υπάρχουν τόσες κλεψιές, ας κάνω κι εγώ μίαν,δήλωσε ο Κύπριος ποιητής και δημοσιογράφος Γιώργος Χριστοδουλίδης.
Ανατρέχοντας στο «ένδοξο παρελθόν»,αλλά και παρόν της Ελληνικής ποίησης,ξεχώρισα τα λόγια των:
Νικηφόρου Βρεττάκου(1912-1991) :Η ποίηση δεν είναι παρά ένας μεγεθυντικός φακός της πραγματικότητας. Η μεγέθυνση των αληθινών διαστάσεων του ανθρώπου και του κόσμου που μας περιβάλλει, μπορεί να μας μεταδώσει την αίσθηση του μεγαλείου της ζωής την οποία είμαστε έτοιμοι να καταστρέψουμε.
Μανώλη Αναγνωστάκη(1925- 2005) :Η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.
Γιώργου Σεφέρη(1900-1971) :Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα.
Οδυσσέα Ελύτη (1911-1996) :Η ποίηση είναι το άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειας.
Τίτου Πατρίκιου (1928) Η ποίηση είναι μια λύτρωση ατομική – αν όχι ανάδειξη.
Από τους μεγαλύτερους ποιητές του κόσμου είναι οι Αρχαίοι Έλληνες τραγικοί Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, οι κωμικοί Αριστοφάνης και Μένανδρος, και οι λυρικοί Πίνδαρος, Αλκαίος και Σαπφώ. Κατά τη νεότερη εποχή ξεχωρίζει η ποιητική δημιουργία του Σαίξπηρ, του Δάντη, του Γκαίτε,του Σίλλερ, του ΟυγκώουΧάινε Κάλβος,Σολωμός,Βαλαωρίτης,Πολυδούρη,
Καρυωτάκης,Σικελιανός,Ρουκ,Δημουλά  κι ένα πλήθος της νεότερης γενιάς συνθέτουν το παζλ Ποίησης….
Μακρύς ο κατάλογος των ονομάτων αξιόλογων εκπροσώπων της ποίησης εντός κι εκτός Ελλάδος,στο παρελθόν αλλά και στο παρόν και στο μέλλον και η παρούσα αναφορά δεν θέλει να αδικήσει κανέναν,παρά να αποτελέσει ερέθισμα και κίνητρο για να ανατρέξει ο καθένας στην ποίηση που τον αντιπροσωπεύει.
Και αφού περί ανάγνωσης της ποίησης ο λόγος, δεν θα μπορούσα να παραλείψω ένα ποίημα που μιλά για την ποίηση σε συνδυασμό με την απήχηση που έχει στον αναγνώστη.Το ποίημα του Χάρη Βλαβιανού που έχει τον τίτλο:»Ποιος»και ανήκει στην ποιητική συλλογή «Μετά το τέλος της Ομορφιάς»,είναι αντιπροσωπευτικό:



ΠΟΙΟΣ;


Έρχομαι στο φως τη στιγμή που αυτoπροσδιορίζομαι ως ερώτημα.
Το ερώτημα αυτό
που δεν ταυτίζεται με τo άγχος ή τις αμφιβολίες σου
και που διαρκώς σε πολιορκούσε όσο έγραφες
(είτε είχες συνείδηση αυτής της πολιορκίας είτε όχι)
είναι τώρα παρόν,
κείτεται σιωπηλό ανάμεσα στις γραμμές μου
περιμένοντας υπομονετικά αυτόν
που θα επιχειρήσει τη λύση του.
Το ερώτημα
(που πλέον τίθεται ερήμην σου)
έχει ως αποδέκτη εμένα
και διατυπώνεται με λέξεις
που έχουν στο μεταξύ
«ως δια μαγείας»
μεταμορφωθεί σε τέχνη.

Η προσήλωση που δείχνω στον εαυτό μου
μπορεί να θεωρηθεί νοσηρός ναρκισσισμός.
Ωστόσο υπερασπίζομαι την τιμή μου
θέτοντάς τη διαρκώς υπό αίρεση.
Επιβεβαιώνομαι μέσω μιας ανάκρισης
που πολλές φορές οδηγεί στον διασυρμό μου.
Η ιστορία μου δεν είναι παρά το χρονικό αυτής της ανάκρισης.

Το ερώτημα λοιπόν δεν μπορεί ν” απαντηθεί
γιατί μόλις τεθεί
μετατρέπεται αυτόματα σε κατηγορητήριο
ενάντια στα μέσα και τους σκοπούς μου.
Το βασίλειό μου οικοδομείται πάνω στα ερείπιά μου.
Αν έχω κάποια δύναμη
την αντλώ απ” αυτήν ακριβώς
την ατέρμονη διαδικασία ερήμωσης και ανοικοδόμησης.

Κάθε ποίημα που διεκδικεί μια θέση στην ιστορία μου
οφείλει να την αφηγηθεί εκ νέου
με τρόπους όμως που δεν είναι εκ των προτέρων γνωστοί.
Αν το παρελθόν μου οφείλει να το προϋποθέτει
το μέλλον μου πρέπει ήδη να το περιέχει.
Όμως ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει το μέλλον;
Εσύ;


Τελικά,έχω την αίσθηση ότι αυτό αντλούμε από την ποίηση:τα απολαυστικά ταξίδια με το παιχνίδι των λέξεων,το συμπυκνωμένο λόγο,την εξωτερίκευση συναισθημάτων,τη γνώση,την ψυχοθεραπευτική επίδρασή της ενίοτε.
Η ποίηση μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε,οποτεδήποτε,αρκεί να θέλουμε και να μπορούμε να τη δούμε•δεν έχει να κάνει με βαρύγδουπες εκφράσεις ούτε με το χαμένο στο κενό βλέμμα..
Η ποίηση βρίσκεται μέσα μας,σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας.

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ /// Εσχατολογικό σχόλιο της ημέρας



                                                         
Μικροί αλαλαγμοί
μια μέλισσα που ματώνει
το θυσιαστήριο 


άκου τους χρωματιστούς
θρήνους της Ηλέκτρας! 


σπονδές με βουτυρωμένο
σκέλος
οι άκαρποι επωδοί
της καλησπέρας
ο Ωρίων
σκεπασμένος με το πέπλο
της Μέδουσας
αυνανίζεται στα σκοτεινά 


άκου τα πολύβουα
ψεύδη του! 


το σπέρμα είναι έτοιμο
να κατακλύσει
τους κήπους της Εδέμ 


η εποχή κλείνει τις πύλες της
με μια βάτο που καίγεται
ολοσχερώς στα δάκρυά της 


η Παναγία λούζεται την παρθενία της
και ο ήλιος ανατέλλει πια από
τα ζερβά. 


Το θυσιαστήριο εκκρίνει ασταμάτητο
το γάλα της ανθρωπότητας
που χάθηκε 

και τώρα
όλα
εδώ
θα πληρωθούν
ένα
                       ένα...

ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΑΝΤΑ ΛΑΖΑΡΟΥ /// ΝΑΡΚΟΣΥΛΛΕΚΤΡΙΑ







                                                                  



Ναρκοσυλλέκτρια



Ευφροσύνη Μαντά - Λαζάρου

Γαβριηλίδης, 2014
80 σελ.




******

Μου ακουμπάνε κάποια μυστικά
και μου λένε κράτησέ τα!
κι εγώ τρομάζω
γιατί μου δίνουν να φυλάξω μια βόμβα
που επιθυμώ να εκραγεί.
Καρφώνομαι στον τοίχο μια πινέζα κατανόησης.
Κι εγώ θέλω να εκραγεί σαν ήλιος
να κάψει κι άλλα μάτια
ν' ανοίξει κι άλλες καρδιές
να μιλήσουν κι άλλα στόματα.
Να μην είμαι μόνη.



******


Πονούσα .
Μέσα μου 
δίχως εικόνες  λέξεις
έφευγαν
ελάτε πίσω,τις καλούσα,ελάτε μέσα μου
μιλήστε
ο γδούπος τους κενός του πουθενά
και δίχως λόγια πύκνωνε ο θάνατος.

Ο κόσμος τί;Πού η ζωή;
'Εξω και δίχως κρότους.


******


'Ασε με τώρα !
 Αρκετά με έβλαψε η νυχτερινή διάθεση.
Ναρκοθετώ  καμιά φορά την ησυχία .
'Ενας ναρκοσυλλέκτης χρειάζεται κάπου κάπου
ειρωνικές αντιστροφές και μπόλικο χιούμορ
υπόγειο' σαν τη λανθάνουσα ζωή του.


******

O  ύπνος είναι μια παράκαμψη ακόμη.
Τα όνειρα αφήνουν στη φάτνη μου
τα φάρμακά τους:
πότε τα δώρα
πότε τα ξόρκια
πότε τα δηλητήρια.






 

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ /// ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ /// ΑΚΟΜΑ ΦΕΥΓΕΙ




                                 






Ακόμα φεύγει



Ευγενία Μπογιάνου

Πόλις, 2014
264 σελ.


****





Ξεκίνησα να γράφω το «Ακόμα φεύγει» αμέσως μετά τα διηγήματα της «Κλειστής πόρτας». Οι ήρωες των δύο βιβλίων έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά: άνθρωποι το ίδιο καθημερινοί, το ίδιο αποσυνάγωγοι, να παλεύουν με τις εμμονές και τα πάθη τους, να προσπαθούν να κατανοήσουν τι τους συμβαίνει, να απαντήσουν στα δύσκολα ερωτήματα, να βασανίζονται από τύψεις και ηθικά διλήμματα. Άνθρωποι που έχουν βιώσει – με τον έναν ή τον άλλο τρόπο – την απώλεια. Είτε πρόκειται για την απώλεια του άλλου, είτε για την απώλεια πραγμάτων απτών και καθημερινών, είτε για την απώλεια του ίδιου τους του εαυτού ∙ ενός εαυτού που μερικές φορές είναι ο πιο ισχυρός και ίσως ο μοναδικός αντίπαλος. Άνθρωποι που παλεύουν με τους δαίμονές τους τελικά σε ένα περιβάλλον που το μαστίζει η οικονομική κρίση.
Μόνο που στο «Ακόμα φεύγει» η ιστορία που ήθελα να διηγηθώ – καθώς η φόρμα από την ίδια την ιστορία επιβάλλεται - δεν χωρούσε στο στενό και περιορισμένο πλαίσιο ενός διηγήματος. Η μεγάλη φόρμα μου έδινε τη δυνατότητα να ακολουθήσω τους ήρωες μου για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, να εμβαθύνω στους χαρακτήρες μου, να «σπάσω» το χρόνο με πισωγυρίσματα, έτσι ώστε να σκιαγραφήσω τις διασταυρούμενες φωνές των ηρώων, προσπαθώντας να ακολουθήσω τις ξεχωριστές τους πορείες, την αυτονόμηση του καθενός τους, και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν, ο καθένας ξεχωριστά, ένα κοινό γεγονός που τους καθόρισε.
Η ιστορία είναι η εξής: ο Γιώργος, ένας εικοσάχρονος φοιτητής του Πολυτεχνείου, συλλαμβάνεται για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Μετά την σύντομη φυλάκισή του και τη δίκη, αθωώνεται λόγω αμφιβολιών. Από κει και μετά εξαφανίζεται από το σπίτι. Μένουν πίσω οι γονείς του – καθώς και κάποια άλλα πρόσωπα που τους περιβάλλουν - να αναρωτιούνται τι έγινε, πώς και γιατί, σε τι έφταιξαν, πού ήταν όταν δεν ήταν εκεί που έπρεπε, πού θα έπρεπε να είναι τελικά. Ερωτήματα με δύσκολες απαντήσεις καθώς τα πάντα ρέουν και πολλαπλασιάζονται δια της πολυπλοκότητας.
Κατά καιρούς βλέπουμε στην τηλεόραση να διαδραματίζονται παρόμοιες ιστορίες: νεαρά παιδιά με υψωμένες γροθιές, σίγουρα για το δίκιο των ιδεών τους, ή άλλα με καλυμμένα πρόσωπα, να οδηγούνται σιδηροδέσμια στον ανακριτή. Αναρωτιόμουν λοιπόν: εντάξει αυτά, ξέρουν τι κάνουν ή δεν ξέρουν, αλλά είναι ενήλικες ή στο κατώφλι της ενηλικίωσης, άνθρωποι θεωρητικά υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. Τι γίνεται όμως με αυτούς που μένουν πίσω; Ήξεραν; Το πιθανότερο είναι πως όχι. Και αν δεν ήξεραν πώς αντιμετωπίζουν αυτή την καινούργια τελεσίδικη κατάσταση που έσκασε στα χέρια τους σαν βόμβα; Πώς συνεχίζουν τη ζωή τους; Τι γίνεται μετά; Αυτό το «μετά» είναι που με απασχόλησε στο «Ακόμα φεύγει».
Τρεις οι βασικοί ήρωες – και ένας τέταρτος, ο Γιώργος, πανταχού παρών δια της απουσίας. Οι ήδη διαλυμένες σχέσεις δοκιμάζονται ακόμη περισσότερο. Ο καθένας από τους ήρωες αντιδρά διαφορετικά, με βάση το χαρακτήρα του και σε συνδυασμό με το βαθμό συμμετοχής του στη ζωή και τις επιλογές του Γιώργου. Ο Ηλίας, ο πατέρας του Γιώργου, συντετριμμένος, μόνος, δέσμιος των επιλογών του που τον έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδο, δέσμιος της αγάπης του για το άλλο φύλλο, πεισματικά πιστός στην ιδεολογία του, μετά την εξαφάνιση του γιού του, βουλιάζοντας στο αλκοόλ, επιλέγει να περιμένει. Περιμένει ακόμη και μετά το θάνατό του. Η διχοτόμηση της φωνής του Ηλία – καθώς συνεχίζουμε να τον ακούμε ακόμη και μετά το θάνατό του - μου έδωσε ακριβώς αυτή τη δυνατότητα: να δείξω το μέγεθος του σπαραγμού του και την έλλειψη ικανότητας να δεχτεί το τετελεσμένο ∙ ναι, όλα έχουν τελειώσει, αλλά αυτός είναι εκεί ακόμα. Και περιμένει. Ο Παύλος, ο εραστής της Αγλαΐας, της μητέρας του Γιώργου, είναι ένας ήρωας χαμηλότονος, που δυσκολεύεται να διεκδικήσει το αυτονόητο γιατί τίποτε δεν είναι αυτονόητο για κείνον. Αιχμάλωτος της αγάπης του για την Αγλαΐα, υπομένει σιωπηλά τις συνέπειες
της εξαφάνισης του γιού της, όπως εκείνες επηρεάζουν και τη δική του ζωή. Στοιχειωμένος θαρρείς από την ίδια του την ύπαρξη, σκέφτεται το παρελθόν και προσπαθεί να επανακαθορίσει το παρόν του σε έναν αγώνα που τον βρίσκει ανέτοιμο. Και στο κέντρο του βιβλίου η Αγλαΐα: μητέρα, ερωμένη, σύζυγος, γυναίκα. Πεισματική αναζήτηση. Κατάβαση στα μονοπάτια της μνήμης. Ερωτήματα. Ένας αγώνας δρόμου με αμφίβολη κατάληξη. Επιθυμεί να φτάσει στο τέλος του δρόμου. Φοβάται αυτό που θα συναντήσει. Όμως δεν κάνει πίσω. Είναι εκεί γιατί δεν θα μπορούσε να είναι πουθενά αλλού.
Στο τέλος βρίσκει. Ίσως να μην έχει σημασία τι βρίσκει. Ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Αφήνει νεκρούς πίσω του. Στο κυνήγι του εαυτού δεν υπάρχουν χαμένοι και κερδισμένοι. Όλοι είναι χαμένοι και μαζί κερδισμένοι.
Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται στο Γιώργο. Ο Γιώργος έφυγε. Κι ακόμα φεύγει. Αυτός είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνονται οι άλλοι τη φυγή του: σαν μια συνεχή και αβάσταχτη απομάκρυνση. Προσπαθούν να γεφυρώσουν το χάσμα. Ο καθένας με τον τρόπο του: άλλος δια της αναμονής και άλλος δια της αναζήτησης.
Το κομμάτι που με δυσκόλεψε πιο πολύ στο «Ακόμα φεύγει» ήταν το τέλος. Υπήρχαν πολλές εκδοχές που φαίνονταν όλες ικανοποιητικές και πάλευαν μέσα μου για το ποια θα επικρατήσει. Είχα γράψει τα προσχέδια για τουλάχιστον τρεις διαφορετικές καταλήξεις της ιστορίας. Επέλεξα τη συγκεκριμένη την οποία δεν θα αποκαλύψω εδώ. Δεν ξέρω αν με δικαιώνει το αποτέλεσμα. Υπήρξαν αναγνώστες που με ρώτησαν, «μα πώς άντεξες να δώσεις αυτό το τέλος;» Μ’ αρέσει όταν τα πράγματα ξαφνιάζουν και εγείρουν απορίες. Όλα είναι ανοιχτά έτσι. Και το τέλος «το διαβάζει» ο καθένας με βάση αυτό που είναι. Ο μεγάλος Πεσσόα έλεγε: αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε είναι αυτό που είμαστε.



                                                         
ΕΥΓΕΝΙΑ  ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Μα τι χρειάζονται οι ποιητές;










ΠΗΓΗ:ATHENS VOICE

'Eχει κάποιο ρόλο να παίξει η ποίηση σήμερα κι αν ναι, ποιον; 

16 ποιητές απαντούν.




Αντώνης Φωστιέρης
Ποιητής

Την ερώτηση, ελαφρά παραλλαγμένη και προκλητικότερη, την είχε ήδη διατυπώσει από τις αρχές του 19ου αιώνα ο Χαίλντερλιν, εστιάζοντας τότε στον ρόλο του ποιητή και όχι της ποίησης, πράγμα που εκ πρώτης όψεως μοιάζει να είναι το ίδιο, στην πραγματικότητα όμως διαφέρει κατά πολύ. Μάλιστα, η δική του ερώτηση ήταν σχεδόν ρητορική στη διατύπωσή της: ‘‘Και τι χρειάζονται οι ποιητές σε μικρόψυχους καιρούς;’’. Μια διατύπωση που είναι προφανές ότι προοικονομεί και εκμαιεύει την αυθόρμητα αρνητική απάντηση: ‘‘Μα, δεν χρειάζονται σε τίποτα’’. Και μάλλον έχει δίκιο. Γιατί είναι αρκετά τα παραδείγματα του παρελθόντος όπου, είτε σε ήρεμες είτε συχνότερα σε ταραγμένες εποχές, υπήρξαν ποιητές που επιχείρησαν αυτοπροαιρέτως να αναλάβουν ρόλους προφήτη, πρωθιερέα, ιδεολογικού ηγέτη και ΄΄μπροστάρη΄΄, δρασκελίζοντας τα όρια της τέχνης τους και εισβάλλοντας, με σημαίες και με ταμπούρλα, στους χώρους της πολιτικής πρακτικής.
Διαφορετικός, πολύ διαφορετικός, είναι ο ρόλος της ίδιας της ποίησης, στις σοβαρότερες τουλάχιστον εκδοχές της. Που δεν άγεται ούτε φέρεται από τους ανέμους του επικαιρικού και τη ζήτηση της αγοράς, δεν περιγράφει επιφανειακά, δεν κραυγάζει ούτε μοιρολογεί, αλλά συγκεντρώνει τα πιο στέρεα κομμάτια της πραγματικότητας, τα επεξεργάζεται, τα αφομοιώνει και τα μετασχηματίζει σε έργα μιας συγκίνησης που διαρκεί και μιας καινούργιας οπτικής των πραγμάτων. Ίσως αυτή η καινούργια οπτική, που νομοτελειακά σε οδηγεί στον βαθύτερο εαυτό σου, να είναι το σημαντικότερο όφελος που μπορείς να εισπράξεις, είτε γράφοντας είτε διαβάζοντας ποίηση. Και που δεν σημαίνει, σε καμιά περίπτωση, απόδραση από τον ενεστώτα χρόνο, όσο χαλεπός και αν είναι, αλλά το αντίθετο ακριβώς: είναι ένας τρόπος να σταθείς απέναντί του, με τις δικές σου εσωτερικές δυνάμεις σε εγρήγορση, και να τον αποτιμήσεις με άλλα μέτρα και άλλα σταθμά, όχι μ’ εκείνα που αυτός τρομοκρατικά προσπαθεί να σου επιβάλει.

Ντίνος Σιώτης
Ποιητής, εκδότης των περιοδικών (δε)κατα και Poetix


Ποίηση: πακέτο διάσωσης

Ας ξεκινήσουμε με την άποψη, σωστή κατά τη γνώμη μου, ότι ποιητής είναι εκείνος που διακρίνει την αλήθεια απ’ το ψέμα, την υπερασπίζεται και την υπηρετεί. Εδώ κρύβονται όλα τα στοιχεία που θα έπρεπε να χαρακτηρίζουν ένα γνήσιο ποιητή, που δεν αναλώνεται στη μιζέρια, τη γκρίνια και σε προσωπικά αδιέξοδα, δεν κρύβεται στον γυάλινο πύργο του, δεν ματαιοπονεί φλερτάροντας με τις σειρήνες της ματαιοδοξίας και της δημοσιότητας, δεν αφήνεται έρμαιο στο ψέμα και την καφρίλα των κολάκων. Ζούμε σε μια χώρα όπου γεννήθηκε η ποίηση και η μελωδία.
Και το τραγούδι μάς συντροφεύει σε πολλά στάδια της ζωής μας. Όμως η ίδια ζωή (και ο ποιητής) μάς υπενθυμίζει ότι δεν είμαστε πάντα σε αρμονία με τον εαυτό μας και με τον περιβάλλοντα χώρο. Καμιά φορά ο ποιητής είναι σε σύγκρουση και με το σύμπαν—αρκεί να μη γίνεται γρανάζι του συστήματος, να μην παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του και να μην ξεχνά το ρόλο του που δεν πρέπει να είναι άλλος από την ειλικρίνεια, την αξιοπρέπεια και το συλλογικό όραμα, κόντρα στην αβεβαιότητα του αύριο, κόντρα σε εγωκεντρικές εμμονές, κόντρα στην απαξίωση της ζωής και στην αντίληψη που τον θέλει αιθεροβάμονα, υπερόπτη, αλαζόνα και αναλώσιμο της εγωπάθειάς του. Την εποχή της κινητής τηλεφωνίας, ο ποιητής επιμένει πεισματικά να είναι το μοναχικό τηλεγραφόξυλο που εκπέμπει Δελτία Τύπου από το μέτωπο της Ανθρώπινης Συνθήκης. Εντέλει η ποίηση δεν είναι κάτι άχρηστο και ανώφελο, όπως πολλοί πιστεύουν. Η ποίηση μας βοηθά να δούμε τη ζωή με άλλα μάτια. Η ποίηση, μια σύντομη διακοπή της πραγματικότητας, μας δείχνει το πραγματικό μέγεθος των πραγμάτων και των ανθρώπων και μας ανοίγει ένα φεγγίτη από όπου μπορούμε και βλέπουμε τον κόσμο αλλιώς: σε μια κοινωνία διάτρητη από την κρίση, την έλλειψη αξιών και αποσαθρωμένη από την απληστία, την πλεονεξία και την αρπακτικότητα, οι ποιητές προσφέρουν τις αλληγορίες και τις παραβολές τους ως αντίδοτο στο φόβο, την αποξένωση, την κατήφεια. Ας βρούμε και ας κρατήσουμε ένα ποίημα που μας αρέσει, μας χαράζει και μας χαρακτηρίζει και μ’ αυτό θα βρούμε τον προορισμό μας, το δρόμο για τη ζωή και για το σπίτι. Σε τελευταία ανάλυση, η ποίηση είναι ένα πακέτο διάσωσης από τους φόβους και τα δεινά της διαταραγμένης πραγματικότητας.

Αγγελική Ασπρογέρακα
Μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Μανδραγόρας»


Tο γιατί της ποίησης δεν είναι κάτι καινούριο και αναμφίβολα δεν θα παλιώσει ως ερώτημα και δεν θα ξεπεραστεί στο μέλλον. Θα μπορούσε να θεωρηθεί απλώς φιλολογικό, αυθύπαρκτο, μπάσταρδο-ερώτημα που καλούνται μονομερώς, ποικιλοτρόπως και αυθαιρέτως να απαντούν οι ποιητές στα ποιήματα ποιητικής τους, μολονότι κανείς δεν τους ρώτησε, ουδέποτε τους το απηύθυνε.
Το ερώτημα εντούτοις για τη χρηστικότητα –ή επί το μαρξιστικότερο για «την αξία χρήσης της ποίησης» διαφοροποιείται ανάλογα με το υποκείμενό της: γίνεται διθυραμβικό «διότι» στον Μιχάλη Κατσαρό, νεκρικό «επειδή» στον Τάκη Σινόπουλο, φοβισμένο «εγώ;» στον Σαχτούρη, απεγνωσμένο «οι άλλοι» στον Βύρωνα Λεοντάρη, πικραμένο «εμείς» στον Μανόλη Αναγνωστάκη, ψυχαναλυτική θαλπωρή ξεχασμένου «σπιτιού» στον Θανάση Τζούλη, θανατερή μοναξιά στον Νίκο Ασλάνογλου…
Η ζωντανή ποίηση προϋποθέτει έναν τουλάχιστον ακόμη σύντροφο/συμπότη συνομιλητή-ακροατή-αναγνώστη, έναν ακριβοδίκαιο μετρονόμο που θα μπορεί να αποκωδικοποιεί τα σήματα μορς, να υποδεικνύει συντεταγμένες κι ενδεχομένως να ερμηνεύει όσα ανερμήνευτα πασχίζει ο ποιητής να πάρει μαζί του στον τάφο.
Προϋποθέτει συντεχνίτες ικανούς να μοιράζονται το τίποτα και τον παν της ποιήσεως, όχι ως περσόνες που αλληλογρονθοκοπούνται στην καλλιτεχνική πασαρέλα, αλλά ως συμπαίκτες που θα αλλάζουν μπαλιές με στόχο το γκολ. Που δε θα σημάνει αναγκαστικά νίκη, αλλά μπορεί να προκαλέσει και θάνατο. Ας μη ξεχνάμε ότι οι Μάγιας μετά από αγώνα ποδοσφαίρου θυσίαζαν τον νικητή –όχι τον ηττημένο.
Στην εποχή μας δεν ισχύει καμία από τις τρεις προϋποθέσεις, εξ ου και η αμηχανία που κυριαρχεί στον ποιητικό χώρο –συνέχεια μιας αντίστοιχης πολιτικής και κοινωνικής υποχώρησης. Η ποίηση περιθωριοποιείται και ξεχνιέται στα πολλά που απασχολούν την τρέχουσα «επικαιρότητα». Μόνος ρόλος της να τσοντάρει με δυο σκόρπιους αναφομοίωτους στίχους τις πολιτικές αψιμαχίες από του βήματος της Βουλής.
Τι της μένει λοιπόν; Ένα πραγματικό ερώτημα που θα αποζητά απάντηση στο διηνεκές…

Ανθούλα Δανιήλ
Δρ Φιλολογίας, Κριτικός Λογοτεχνίας, μέλος της συντακτικής ομάδας του diastixo.gr


Μέρα Ποίησης 2015

Κάθε που το φέρνει η περίσταση, πάλι και πάλι, επανέρχομαι σ’ εκείνον τον στίχο του Φρίντριχ Χέλντερλιν Wozu dichter in dürftiger Zeit?" που ο Γιώργος Σεφέρης, προσπαθώντας να δείξει ότι δεν είναι ιππόγρυπας, απέδωσε στα Ελληνικά «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;». Μικρόψυχος λοιπόν ο καιρός, καιρός ένδειας ή απουσίας ιεροφάνειας ή ακατάλληλης ψυχικής και πνευματικής περιρρέουσας ατμόσφαιρας, ήταν ο καιρός του Χέλντερλιν αλλά καθώς δείχνουν τα βιβλία και τα γραπτά τέτοιοι ήταν οι καιροί πάντα. Και ίσως γι’ αυτό πάντα ήταν απαραίτητοι και οι ποιητές· για να δίνουν την ανάσα στους ανθρώπους που συμπιέζονταν στις συμπληγάδες της ζωής. Και είχε η ζωή πολλές ευκαιρίες για να κάνει έναν ευαίσθητο άνθρωπο να μελαγχολήσει και να θέσει εις εαυτόν το ερώτημα που ο Χέλντερλιν διατύπωσε μεν για την εποχή του, αλλά αναδρομικά για όλες τις προηγούμενες και προδρομικά για όλες τις επόμενες. Μέσα όμως στο ερώτημα χαμογελά η απάντηση. Ακριβώς επειδή οι καιροί δεν συναινούν, οι Ποιητές είναι εκεί, στην άλλη άκρη της ζυγαριάς για να ισορροπούν τα βαριά υλικά της ζωής με την αγάπη για την πατρίδα, τον έρωτα για τη γυναίκα, το στοχασμό πάνω στο αίνιγμα της ζωής, την κοινωνική ευαισθησία. Και οι γενιές διαδέχονται η μία την άλλη, χωρίς να δίνουν απάντηση στο αρχικό ερώτημα γιατί μάλλον το έχουν ακυρώσει. Γιατί όταν η Μαρία Νεφέλη ρωτά τον Αντιφωνητή, Οδυσσέα Ελύτη, «Τι να σας κάνω μάτια μου κι εσάς τους Ποιητές / που χρόνια μου καμώνεστε τις ψυχές τις αήττητες», καταλογίζοντάς του ότι διεκδικούν την ουτοπία, εκείνος –Αντιφωνητής– απαντά: «Παρακαλώ προσέξτε τα χείλη μου: απ’ αυτά εξαρτάται ο κόσμος». Να γιατί χρειάζονται οι ποιητές· για να υπάρχει αυτός ο άλλος κόσμος και ο μικρός και ο μέγας, και ο αληθινός και ο ονειρικός, εκείνος στον οποίο ευδοκιμεί το θαύμα και φυσάει ούριος ο άνεμος.

Κώστας Γκοβόστης
Εκδότης των ομώνυμων εκδόσεων και του περιοδικού «Θέματα Λογοτεχνίας»


Είναι σίγουρο ότι η ποίηση δεν θα μας λύσει όλα μας τα προβλήματα, ίσως και κανένα. Θα μας βοηθήσει όμως να μην χάσουμε την ανθρωπιά μας.
Και όσο διατηρούμε τη δυνατότητα να διαλεγόμαστε ειλικρινά και de profundis μέσω της ποίησης, διατηρούμε και την ελπίδα πώς έστω κι αν δεν μπορέσουμε να κάμουμε τη ζωή μας όπως τη θέλουμε, ίσως καταφέρουμε να μην την κάμουμε μια ξένη φορτική.

Ασημίνα Ξηρογιάννη
Ποιήτρια, υπεύθυνη του varelaki. blogspot (ένθετο λογοτεχνικό notationes)

Η ποίηση, όπως και η τέχνη στο σύνολό της, έχει κοινωνικό πρόσωπο. Απευθύνεται στους άλλους ανθρώπους. Γράφουμε για να διαβαστούμε. Επίσης, ο ποιητής, και ο κάθε καλλιτέχνης, δεν ζει μόνος του. Είναι μέλος μια κοινωνίας, με την οποία συχνά βρίσκεται σε διάλογο, ακόμα και μέσω του έργου του. Ο ποιητής ζυμώνεται συχνά με την εποχή του, και αντλεί υλικό μέσα από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζει, καθώς και από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Πάντα στην ποίηση έχει σημασία να εξετάζουμε πώς φιλτράρει αυτό το υλικό που του προσφέρεται και αν τελικά το μετουσιώνει σε αληθινή τέχνη. Τις προάλλες ξαναδιάβαζα κάπου τους ηχηρούς στίχους του Εγγονόπουλου: «Προπαντός στα χρόνια τα δικά μας, τα σακάτικα, είθισται να δολοφονούν τους ποιητές». Κάνοντας λοιπόν τις συνδέσεις με το σήμερα, είναι πασιφανές ότι και τα χρόνια που ζούμε τώρα εμείς θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηριστούν «σακάτικα» και αυτός θα ήταν ένα επιεικής χαρακτηρισμός, όσο κι αν αυτό πονάει. Από την άλλη, ναι, είναι γεγονός ότι υπάρχει μια πολεμική απέναντι στο πνεύμα και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το να είσαι πνευματικός άνθρωπος σήμερα από μερικούς θεωρείται ντεμοντέ. Η κυριαρχία της ύλης, των αριθμών, του συρμού και του διασυρμού! Κι όμως...κοιτώντας πιο προσεκτικά, θα δεις ότι η Ποίηση επιμένει πεισματικά. Οι ποιητές δεν σιωπούν, υψώνουν το ανάστημά τους, γράφουν ανελλιπώς, εκδίδουν ανελλιπώς και δραστηριοποιούνται απίστευτα. Οι ποιητές ''ΜΙΛΟΥΝ για όλα αυτά '' που θα έλεγε και ο Αναγνωστάκης.
''Σε δύσκολους καιρούς δεν αναζητούμε τη μεγάλη ποίηση, αλλά την επείγουσα".
Σε δύσκολους καιρούς απαιτείται μια ποίηση λειτουργική που να αφορά και να αγγίζει τον σύγχρονο άνθρωπο. Να έχει κάτι να του πει. Να τον κινητοποιεί με κάποιον τρόπο. ''Σε τέτοιους καιρούς /αναζητάς μια άλλη ποίηση/πιο δυνατή/που να μπήγει το μαχαίρι σε σκληρές καρδιές/που να γίνεται η ίδια μαχαίρι/και να κόβει κομματάκια τη διαφθορά.'' Ακόμα, νομίζω ότι περισσότερο από κάθε άλλη φορά έχουμε ανάγκη τη διαύγεια και την καθαρότητα που θα νικήσουν το χάος και τον άσκοπο βερμπαλισμό.

Γιώργος Χουλιάρας
Ποιητής


Η ποίηση, όταν & όσο μπορεί, είναι η πιο πυκνή μορφή λόγου. Η ποίηση είναι ο τρόπος να προβάλλουμε ή να προλάβουμε, σε χωριστές σειρές, λέξεις & έλξεις – τους ήχους & τις σημασίες τους – καταγράφοντας τον διάλογο του ανθρώπου με τον κόσμο, με άλλους & με τον εαυτό του. Η ποίηση είναι φωταγωγός όπου συγκεντρώνονται & χάνονται οι κουβέντες της πολυκατοικίας του σύμπαντος. Η ποίηση είναι φωλιά φυλαγμένη με λόγια εκείνου που μιλά ενώ πορεύεται στο σκοτάδι & το φως, ενώ πραγματεύεται την αδικία κάθε δικής του καταδίκης. Η ποίηση είναι η τάξη και η αταξία, η ταξική σχέση και η αταξική υπόσχεση. Η ποίηση είναι τρόπος με τον οποίο η αφορμή γίνεται αιτία. Αν κανείς λόγος δεν σώζει, αυτός δεν είναι λόγος περί μη σωτηρίας. Η ποίηση είναι το χιούμορ της μελαγχολίας. Άρα είναι κατάρα. Και χαρά. Δεν είναι τώρα, ας είναι ώρα. Ας μην ήταν πάντοτε, αν το παν ήταν τότε. Σε δυσκαιρίες αποτελεί ευκαιρία να θυμηθούμε όλα αυτά.
…Θυμήθηκα ένα παλιότερο περιστατικό σχετικά με τη χρησιμότητα της ποίησης, που στην περίπτωση εκείνη αποκάλυπτε προορισμούς που νομίζαμε ότι γνωρίζουμε. ≪ Πού θα πάτε το καλοκαίρι; ≫ ρώτησε ο ποιητής, που μας είχε χαρίσει τη φιλία του. ≪ Έχουμε τον καλύτερο οδηγό ≫, απάντησα, τους καταλόγους νησιών δηλαδή σε κορυφαίο ποίημά του. Γέλασε πολύ. Βέβαια, αν δεν είχε χιούμορ, τα υπόλοιπα θα αποδεικνύονταν άχρηστα.
Αυτά σκεφτόμουν οδηγώντας με μεγάλη ταχύτητα στην εθνική οδό, όταν με σταμάτησε η τροχαία. ≪ Πού πάτε έτσι; ≫ ρώτησαν. ≪ Στην Κυπαρισσία ≫, είπα. ≪ Με προσκάλεσαν να μιλήσω για τον Ελύτη ≫. Οι αστυνομικοί κοιτάχθηκαν. ≪Μην το ξανακάνετε ≫, είπαν, επιστρέφοντας το δίπλωμα οδήγησης. Και πράγματι από τότε έχω να μιλήσω για τον Ελύτη.

Νέστορας Πουλάκος
Υπεύθυνος περιοδικού/εκδόσεων Vakxikon.gr

Άποψη για την ποίηση

Η ποίηση δεν γνωρίζει χαλεπούς καιρούς και δυσκολίες –το αντίθετο μάλιστα. Αποδεδειγμένα και ιστορικά η καλή ποίηση γράφτηκε στα «σκληρά» χρόνια της αστάθειας, της πείνας, της πολιτικής «ανωμαλίας» και των κακώς κειμένων στην κοινωνία ευρύτερα. Στους «εύκολους» καιρούς τα, όχι απαραιτήτως προς αποφυγή, στιχάκια για τον έρωτα και τις καλοκαιρινές ακρογιαλιές ευδοκίμησαν, αναδεικνύοντας όχι μόνο τη διάθεση του ποιητή αλλά και την αλλαγή πλεύσης μιας κοινωνίας ολόκληρης.
Οφείλουμε όλοι όσοι ασχολούμαστε με την ποίηση, από όποιο μετερίζι κι αν στεκόμαστε, να τη στηρίζουμε με ότι μέσα διαθέτουμε. Εν προκειμένω το περιοδικό, το ραδιόφωνο και οι εκδόσεις μας είναι προσηλωμένα σε αυτόν τον στόχο και έχουν βάλει σκοπό να φιλοξενούν ποιητές και να δημοσιεύουν ποίηση μακριά από ελιτισμούς, ομαδούλες, παρέες και εστέτ συμπεριφορές. Καθότι, όταν θέλουμε να μιλάμε ειδικά για «ποίηση σε χαλεπούς καιρούς», όλα αυτά τα «κακά και ελληνικά» θα πρέπει να τα «σκοτώνουμε» επί τόπου.

Γιώργος Βέης
Ποιητής

Για την ποίηση πάντα

Η πανάρχαια και βέβαια αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής ποίησης εγγυάται μεταξύ άλλων, ότι πέρα από την εμπειρία των αισθήσεων, θα παρέχεται, την ευτυχή στιγμή, ακέραιη και ακαινοτόμητη η εμπειρία του Ποιητικού Νου. Εκείνου δηλαδή, ο οποίος έχει το χάρισμα να καταργεί είδωλα και απάτες φαινομένων, ό,τι δηλαδή είθισται να αποκαλείται με τον πλέον επιπόλαιο τρόπο «αξιωματικός ρεαλισμός». Στο αναμφισβήτητο χάος που είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να ανοίξει μπροστά μας, χάος που υπονοούν και επαπειλούν μεταξύ άλλων οι πυρηνικοί εξοπλισμοί, με αφοπλιστική μάλιστα ειλικρίνεια, προοιωνίζοντας το βιολογικό μας τέλος, έρχεται η ποίηση αυτών των καιρών να μας βοηθήσει να δούμε με καθαρότερα μάτια την τάξη στη θέση της αταξίας, το ρυθμό στη θέση της αναρχίας και της αρρυθμίας.
Είθισται η καλύτερη ποίηση να γράφεται σε καιρούς δύσκολους. Και είναι προνόμιο της αγωνιζόμενης κάθε φορά Ύπαρξης. Ανήκω σε εκείνους που φρονούν ότι η ποίηση θα συνεχίσει και στα χρόνια που έρχονται να εκλύει οραματική σοφία, ανατέμνοντας και αναδιανέμοντας τη σκληρή ύλη της πραγματικότητας που μας περιβάλλει ενίοτε τόσο ασφυκτικά. Η ποιητική γραφή θα εξακολουθήσει να ασκεί το θεμελιώδες, σύμφυτο με τον εαυτό της προνόμιο, δηλαδή να προπορεύεται και να προβλέπει ή να προσβλέπει στα νέα τοπία του ανθρώπου. Στην εξαιρετικά δίσημη αυτή χρονική συγκυρία, όπου ο κόσμος, ηλεκτρονικά τουλάχιστον συρρικνώνεται, γίνεται ένα δυναμικό χωριό επικοινωνίας, η ποίηση αναλαμβάνει, ως εκ των πραγμάτων, το πρόσθετο βάρος να μεγαλώσει αντίθετα τον κόσμο, να τον διευρύνει εννοιολογικά, να του δώσει εντέλει την ορθή του διάσταση, δρώντας ως το κατ' εξοχήν αντίβαρο στη μονοδιάστατη αγωγή των προσώπων ή των α-προσώπων.
Οφείλουμε «μέσα από την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών», όπως ορίζει ο περίφημος καβαφικός στίχος, να διασφαλίσουμε την ποιητική διάσταση του κόσμου. Η ελευθερία της λεκτικής δράσης, η ρηματική συναλληλία προκαθορίζουν με τον τρόπο τους τη συναντίληψη των όντων.

Γιώργος Μπλάνας
Ποιητής

Σήμερα (σε «χαλεπούς καιρούς», κατά το κοινά λεγόμενο) η «ποίηση» (κατά το κοινά λεγόμενο) έχει να παίξει τους δύο ρόλους που έπαιζε και στους μη χαλεπούς καιρούς.
Ήτοι: 1) Ως «λογοτεχνία», ως τέχνη του στίχου, να αρωματίσει την ατμόσφαιρα, απαλλάσσοντάς την από τις δυσάρεστες οσμές, που αναδίνει το αποχετευτικό σύστημα του «Δυτικού Πολιτισμού» (κατά το κοινά λεγόμενο) και ή 2) Ως ποίηση να συνεχίσει να μας διδάσκει πώς κατοικείται ποιητικά ο κόσμος, να «ανακρίνει» το υπάρχον, προκειμένου να αποκαλύψει την συγκρότησή του, να δημιουργεί ρωγμές στο σύμπαν των επικυρωμένων συμβόλων, να προβάλλει συνεχώς αναπάντεχες όψεις του κόσμου, να αίρει το υποκείμενο στον τόπο της αυτονομίας του.
Φυσικά, ο πρώτος (και ευρύτερα διαδεδομένος) ρόλος της «ποίησης» (κατά το κοινά λεγόμενο) δεν με αφορά, όπως δεν με αφορούν οι διαφημίσεις Telemarketing. Ο ποιητής είτε είναι οραματιστής και δάσκαλος και οδηγός του αναγνώστη του, είτε είναι λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένος στιχοπλόκος. Εδώ που φτάσαμε, ή όλα ή τίποτα. Τι νόημα έχει να κρεμάμε καδράκια με εύγλωττα ευφυολογήματα στο χάος;

Αριστέα Παπαλεξάνδρου
Ποιήτρια

Η ποίηση της ζωής μας

Η λογοτεχνία, όπως κάθε τέχνη, είναι μία εξομολόγηση τού ότι η ζωή δεν επαρκεί. Το να κόβεις το λογοτεχνικό έργο πάνω στο πατρόν αυτού που δεν επαρκεί σημαίνει την αδυναμία σου να υπερβείς τη ζωή. -ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ
Λοιπόν όχι, η ζωή δεν επαρκεί. Και ναι, κατά μίαν έννοια, με το ανεκπλήρωτο της ίδιας της ζωής μας καταπιανόμαστε, κάθε φορά που επιχειρούμε να γράψουμε έστω και μισό στίχο. Εις εαυτόν λοιπόν συντίθενται τα μονόπρακτά μας και αυτοβιογραφική, κατά κάποιον τρόπο, είναι όλη η ποίηση, τουλάχιστον — για να μην πούμε όλη η λογοτεχνία. Ο ποιητής πολλαπλασιάζει το είδωλό του (ή την αυτοβιογραφία του), σπέρνοντάς το σε μικρά κομμάτια στον κόσμο, στη γλώσσα.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι το αυτοβιογραφικό στοιχείο ή «περιεχόμενο», ή υπόστρωμα του ποιήματος, αλλά το κατά πόσο αυτό κοινωνείται μέσω της ποιητικής γλώσσας, το κατά πόσο αυτά τα κομμάτια του ειδώλου, τα σπαρμένα στον κόσμο: ο έρωτας, η απώλεια, το ανεκπλήρωτο, μετασχηματίζονται όλα σε ποίηση. Γιατί η λογοτεχνία είναι πρωτίστως «τρόπος» και ο ποιητής ένας ακούραστος αποδέκτης των μηνυμάτων του κόσμου που τα μετουσιώνει σε τέχνη. Κατ’ αυτήν την έννοια, η ποίηση είναι τρόπος ζωής· ελευθέρωμα της συγκίνησης, αλλά και απόδραση από τη συγκίνηση, κατά την ελιοτική άποψη.
Και βεβαίως η γόησσα αυτή παγίδα της γραφής ενέχει και κάποιον κίνδυνο, για να θυμηθούμε τον στίχο της Ελένης Βακαλό ο τρόπος να κινδυνεύομε είναι ο τρόπος μας σαν ποιητές.
Ίσως λοιπόν στο μέρισμα του αναίμακτου αυτού κινδύνου της γραφής ενδέχεται να κρύβεται το αναπάντητο μυστήριο, που τόσα χρόνια πριν, διατύπωσε εν είδει ερωτήματος, ο Χέλντερλιν: Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;
Τολμούν να κινδυνεύουν. Κι όπως γράφει η Σιμπόρσκα, Οι ποιητές, φαίνεται, θα έχουν πάντοτε πολλή δουλειά…

Λευτέρης Ξανθόπουλος
Ποιητής, σκηνοθέτης


Του λόγου το αληθές

Όταν το σπίτι επρόκειτο να ζυμώσει, μ' έστελνε η γιαγιά στο φούρνο του Μπέτσου ν' αγοράσω μαγιά. Η κυρία Κοραλία από το ταμείο, φώναζε κάποιον από το ζυμωτήριο να φέρει έξω ένα πενηνταράκι μαγιά.
Συνήθως έβγαινε ο Ευάγγελος με άσπρο σκουφί στο κεφάλι και κάτασπρη ολόσωμη ποδιά, τυλιγμένος στο αλεύρι. "Πάλι ζυμώνει η μάνα σου, θα μας τρελάνει με τις μυρουδιές της".
Ο Βαγγέλης, αγράμματος αρτεργάτης, πρόσφυγας από την Ιωνία, ο καλλίτερος ψάλτης στην εκκλησία της ενορίας και εν τούτοις φανατικός κομμουνιστής, μιλούσε με παραβολές και συχνά χρησιμοποιούσε τη γλώσσα της Ευαγγελίων ή αποσπάσματα από πατερικά κείμενα και ψαλμούς, κάποτε ακατάστατα, που είχε φέρει μαζί του από τις χαμένες πατρίδες.
Την τελευταία φορά, καθώς μου έδινε μια πρέζα μαγιά τυλιγμένη σε κομματάκι χαρτί, μου λέει: "Η μαγιά είναι το ποίημα του σύμπαντος κόσμου".
Καθώς μεγάλωνα και με είχε ήδη τραβήξει η ποίηση στα βαθιά και ανεξερεύνητα, σκέφτηκα κάποια στιγμή τα λόγια του καλλίφωνου αρτεργάτη και έκανα τότε την τράμπα σχηματίζοντας την εξής φράση, που έκτοτε την κουβαλάω και με ακολουθεί:
"Το ποίημα είναι η μαγιά του σύμπαντος κόσμου."
Αυτή είναι η πιο πρόσφορη απάντηση στο τρέχον και αγοραίο ερώτημα σήμερα και για να αποδείξω του λόγου το αληθές, ιδού σχετικό ποίημα με ημερομηνία γραφής την 09.12.2012.

ΚΟΥΡΣΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Πόσες φορές να κλίνω το γόνυ να κλίνω την
κεφαλή για να 'ρθεις κοντά μου ποίημα;
Πόσες φορές δαρμένο σκυλί στα πόδια σου
για να σ' ακούσω τη φωνή σου ποίημα;
Πόσες φορές μέσα στου κόσμου τη συνάφεια
για να περάσεις να σταθείς να μείνεις για λίγο
δίπλα μου ποίημα;
Πόσες φορές ικέτης με τάμα εμένα τον ελάχιστο
για να σηκώσεις τα μάτια σου πάνω μου ποίημα;
Πόσες φορές διψασμένος πεινασμένος γυμνός
για ν’ ανοίξεις τα στήθη σου μπροστά μου
και με ρύγχος μικρού παιδιού που θηλάζει
να πιω να πιω να πιω να ξεδιψάσω ποίημα;

Γιάννης Δούκας
Ποιητής, φιλόλογος


Αναζητώντας το προσωπικό ιδίωμα

Για τους «ρόλους» της ποίησης σε «χαλεπούς καιρούς», θα είχε νόημα, νομίζω, ν’ απαντήσει κανείς κυρίως από την πλευρά του αναγνώστη, εξετάζοντας τους όρους της πρόσληψής της. Η γραφή εμπεριέχει τις αιτίες της, την αυταπόδεικτη ανάγκη της, και το ζητούμενο δεν είναι πώς θα επιβιώσει σε μια ορισμένη συγκυρία, αλλά πώς θα την υπερβεί – εύκολες εποχές, εξάλλου, δεν υπάρχουν.
Όταν κοιτάζει κανείς τα γεγονότα, άλλοτε βλέπει τραγωδίες κι άλλοτε ευκαιρίες φωτογράφισης. Αντ’ αυτού, θα ήταν ίσως σωστότερο να οπισθοχωρούμε, κρατώντας ωστόσο το βλέμμα μας στραμμένο προς την πραγματικότητα, ωσότου γίνει μικροσκοπική και δυσδιάκριτη, και μόνο τότε, αν είναι ανάγκη, να μιλήσουμε γι’αυτήν. Πέρα από την ευκαιριακή δημοφιλία της 21ης Μαρτίου και με το δεδομένο ενός εξαιρετικά περιορισμένου, ιδιότυπου κοινού, η ποίηση δικαιούται και οφείλει να επικαλείται μόνο την αναζήτηση της αισθητικής της τελείωσης.
Αυτές τις μέρες, τυχαίνει να διαβάζω την, ξεχασμένη έως πρόσφατα, Αγγλίδα ποιήτρια Ρόζμαρι Τονκς (1928-2014), που δημοσίευσε το σύνολο του έργου της, δύο ποιητικές συλλογές και έξι μυθιστορήματα, σε διάστημα εννέα χρόνων, από το 1963 έως το 1972, προτού αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή και αποκηρύξει τα βιβλία της. Πριν από λίγους μήνες, τα ποιήματά της επανεκδόθηκαν με τον γενικό τίτλο Bedouin of the London Evening (Bloodaxe Books). Σε αυτήν ανατρέχοντας, τη βρήκα να προδιορίζει ως έγνοια της την αναζήτηση για «ένα ιδίωμα που να ’ναι προσωπικό, σύγχρονο και αρμονικό» (“an idiom which is individual, contemporary and musical”).
Αυτό, λοιπόν, το προσωπικό ιδίωμα ψάχνει κανείς, γράφοντας ή διαβάζοντας: την παρηγοριά, τη μαρτυρία και την ευθύνη της καταγραφής μέσα από τη μικροκλίμακα του ατομικού βλέμματος, τη διάσωση μιας εικόνας, μιας υποκειμενικής αίσθησης. Και από αυτήν εκπορευόμενες, την αυτογνωσία, την αυτοπραγμάτωση, την αναγνώριση του εαυτού και του άλλου.

Χριστίνα Κόλλια
Συγγραφέας, ποιήτρια


Η ποίηση που αγάπησα

Αντιθετικός ο κόσμος, πλεονάζει σε ομορφιά και ασχήμια, έρωτα και προδοσία, ζωή και θάνατο. Με μέτρα και ρυθμούς αναπάντεχα ποιητικούς, τα αντιθετικά του ζεύγη, δρουν πάντα από κοινού, αναπαράγοντας το εύθραυστο εκμαγείο της ανθρώπινης ύπαρξης ως τη συντέλεια του αιώνα, του κάθε αιώνα.
Αρένα η ιστορία, σημερινή και χθεσινή, ακόρεστη σε πολιτειακά ανομήματα κι ενίοτε έπη, αδίστακτα επαναλαμβάνει ένα κακέκτυπο περίγραμμα της ζωής και «φθονεί το καταφύγιο της ποίησης».
Φθονεί η ιστορία την ποίηση, που αγάπησα, γιατί κυοφορεί το μέλλον. Γιατί διασώζει, όχι το περίγραμμα , αλλά το κέντρο του ανθρώπου - την ψυχή. Τον επανασυνδέει με τον πυρήνα της αλήθειας του σε καιρούς αφορεσμένους. Η ποίηση, που αγάπησα, ανασύρει από δυσθεώρητα έγκατα την υπέρβαση και την ορθώνει απέναντι στο φόβο. Καταδιώκει το σκοτάδι. Περιθάλπει το φως. Ίσως, γιατί «η ποίηση είναι εγγύτερα στη ζωτική αλήθεια απ’ ό,τι η ιστορία» θα επισημάνει μια φιλοσοφική ρήση.
Αντιθετικός κι ο κόσμος της παρούσας κρίσης. Το ένα του πρόσωπο, απάνθρωπο. Θαμπό και υστερόβουλο. Γερασμένο. Με σπίλους από κατήγορους και θύματα. Διχαστικό και βίαιο, το ένα πρόσωπο της κρίσης, αναμασά με θόρυβο την ιστορία της εκ-ποίησης.
Το άλλο πρόσωπο του κόσμου της κρίσης, ανθρώπινο. Φωτεινό κι αλληλέγγυο. Παιδικό. Με ενσυναίσθηση στις «χαρακιές της μοίρας». Γενναίο και φιλειρηνικό, πράττει αθόρυβα την ιστορία της ποίησης.
«Από μας θα εξαρτηθεί το τελικό αποτέλεσμα. Από μας θα εξαρτηθεί ο παράδεισος ή η κόλαση που θα χτίσουμε. Η μοίρα μας βρίσκεται στα χέρια μας» λέει ένας από τους ποιητές που αγάπησα.
Και, ναι, με ποίηση γράφεται η ιστορία που αγάπησα. Γιατί με λόγο και έργο - ανόθευτα, επαναπατρίζει στον ιερό σκοπό της ύπαρξης, ολόκληρο αυτό τον κόσμο - τον αντιθετικό, τον ελάχιστο, τον μέγα.

Γιώργος Μαρκόπουλος
Ποιητής


Βεβαίως, όπως πολύ σοφά και πολύ έγκαιρα ο Τίτος Πατρίκιος μάς ειδοποιεί με τους στίχους του «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες /Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα», παρά ταύτα, η ποίηση, εξακολουθεί - και θα εξακολουθεί για πάντα - στους «χαλεπούς καιρούς», να παίζει το ρόλο της.
Επί παραδείγματι σε καιρούς θεοποίησης της ύλης και του χρήματος η ποίηση μας κάνει πολύ «πλούσιους», διότι αυτή δεν είναι παρά ένας σωρός από άμμο θαλασσινό, όπου τον ψάχνουνε με καρτερία και επιμονή τα αιώνια παιδιά και βρίσκουνε μέσα του πολύτιμα πετράδια.
Ακόμη η ποίηση μέσα στις εποχές των ακραίων ταξικών διακρίσεων φιλοξενεί στο βασίλειό της και αφήνει να την κατοικεί ένας κόσμος «ταπεινών», ένας κόσμος ανθρώπων διακατεχόμενων από μια συγκινητική δίψα για ζωή, ανθρώπων ονειροπόλων αλλά και τρυφερότατα υπερβατικών.
Επίσης, η ποίηση μέσα στο χειμώνα μας, μετατρέπει τη «χρυσαλίδα σε πεταλούδα», μετατρέπει την πίκρα και τη νύχτα μας σε ασημόχαρτο σοκολάτας, ενώ για να μην ξεχνάμε και τον Τάσο Λειβαδίτη, αυτή, η ποίηση δηλαδή, μέσα στην πεζότητα της καθημερινότητάς μας «είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια /φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό».

Τασούλα Καραγεωργίου
Ποιήτρια, φιλόλογος και μεταφράστρια αρχαίας ελληνικής ποίησης


Ένα δραστικό αντίδοτο σε χαλεπούς καιρούς

Η ποίηση ήταν πάντοτε, είναι και σήμερα, ένα δραστικό αντίδοτο σε χαλεπούς καιρούς. Ακόμα κι όταν τη διαποτίζει η θλίψη της σύγχρονης κρίσης, ο λόγος της λειτουργεί αποτροπαϊκά -σαν ένα ξόρκι, μια μαγική επωδή που καλεί το κακό για να το εξορίσει. Το ποίημα είναι ένα σπάνιο δώρο που προσφέρεται χωρίς φειδώ σ’ αυτόν που το δημιουργεί και σ’ αυτόν που το διαβάζει. Και οι ποιητές, οι ερμηνῆς των θεῶν σύμφωνα με τον πλατωνικό Ίωνα, ακόμα κι όταν κυκλοφορούν ανάμεσά μας με σπασμένα φτερά, επιχειρούν μονίμως μια πτήση πάνω από τη σκληρή πραγματικότητα, ενωτιζόμενοι τη βαθύτατα ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό.
Εξάλλου μέσα στη γενική κατήφεια που προκαλεί σήμερα η πρωτοφανής κρίση, είναι μεγάλη παρηγοριά η αίσθηση πως στον χώρο της ποιητικής δημιουργίας θάλλει ανεξάντλητος ένας ανεκτίμητος πλούτος, γλωσσικός και πολιτισμικός, ένας ποιητικός βιότοπος που δεν απαλλοτριώνεται ούτε υποθηκεύεται. Το αίτημα για διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας στο φυσικό περιβάλλον οφείλει, νομίζω, να περιλαμβάνει επίσης τη μέριμνα για διατήρηση του ποιητικού γλωσσικού οικοσυστήματος που απειλείται συχνά απ’ τους θηρευτές των ποικιλώνυμων πουλιών .
Το πνευματικό τοπίο της σύγχρονης πραγματικότητας επιβάλλει λόγω της προϊούσας ερήμωσης υπεράσπιση της ποίησης με την ίδια ευαισθησία που ταιριάζει στα σπάνια είδη των πτηνών και στα δάση.

Επιμέλεια αφιερώματος στην Αthens voice Δημήτρης Φύσσας d.fyssas@gmail.com
 


 

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ /// ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ ΚΟΛΑΖ










Τα ποιήματα είναι βλέμματα





                     
Μόνο όταν ''παίζεις'' υπερβαίνεις το ψέμα





                
Wild  world




                    
''Χορεύεις και παλεύεις...''




                              
Ιπτάμενα ταξίδια








                               
...είναι μια επικινδυνη αίσθηση αυτή:να συνθετεις ένα ποίημα και μετά να νιώθεις κάθε φορά ότι ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ αν θα καταφερεις να συνθέσεις άλλο ξανά.






                      
Η αρχή της μυθοπλασίας





         
''...όχι σκιές ερώτων..''
                                                   




                          
'Ονειρο ονειρεμένο
                                                                  




                                           
Επί σκηνής




               
Η ιστορία της γυναίκας μέσα στους αιώνες

                                               

* Η  φωτογράφηση των κολάζ έγινε από την 'Εφη Πα πα ι ωάννου