Ακόμα φεύγει
Ευγενία Μπογιάνου
Πόλις, 2014
264 σελ.
****
Ξεκίνησα να γράφω το «Ακόμα φεύγει» αμέσως μετά τα διηγήματα της «Κλειστής πόρτας». Οι ήρωες των δύο βιβλίων έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά: άνθρωποι το ίδιο καθημερινοί, το ίδιο αποσυνάγωγοι, να παλεύουν με τις εμμονές και τα πάθη τους, να προσπαθούν να κατανοήσουν τι τους συμβαίνει, να απαντήσουν στα δύσκολα ερωτήματα, να βασανίζονται από τύψεις και ηθικά διλήμματα. Άνθρωποι που έχουν βιώσει – με τον έναν ή τον άλλο τρόπο – την απώλεια. Είτε πρόκειται για την απώλεια του άλλου, είτε για την απώλεια πραγμάτων απτών και καθημερινών, είτε για την απώλεια του ίδιου τους του εαυτού ∙ ενός εαυτού που μερικές φορές είναι ο πιο ισχυρός και ίσως ο μοναδικός αντίπαλος. Άνθρωποι που παλεύουν με τους δαίμονές τους τελικά σε ένα περιβάλλον που το μαστίζει η οικονομική κρίση.
Μόνο που στο «Ακόμα φεύγει» η ιστορία που ήθελα να διηγηθώ – καθώς η φόρμα από την ίδια την ιστορία επιβάλλεται - δεν χωρούσε στο στενό και περιορισμένο πλαίσιο ενός διηγήματος. Η μεγάλη φόρμα μου έδινε τη δυνατότητα να ακολουθήσω τους ήρωες μου για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, να εμβαθύνω στους χαρακτήρες μου, να «σπάσω» το χρόνο με πισωγυρίσματα, έτσι ώστε να σκιαγραφήσω τις διασταυρούμενες φωνές των ηρώων, προσπαθώντας να ακολουθήσω τις ξεχωριστές τους πορείες, την αυτονόμηση του καθενός τους, και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν, ο καθένας ξεχωριστά, ένα κοινό γεγονός που τους καθόρισε.
Η ιστορία είναι η εξής: ο Γιώργος, ένας εικοσάχρονος φοιτητής του Πολυτεχνείου, συλλαμβάνεται για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση. Μετά την σύντομη φυλάκισή του και τη δίκη, αθωώνεται λόγω αμφιβολιών. Από κει και μετά εξαφανίζεται από το σπίτι. Μένουν πίσω οι γονείς του – καθώς και κάποια άλλα πρόσωπα που τους περιβάλλουν - να αναρωτιούνται τι έγινε, πώς και γιατί, σε τι έφταιξαν, πού ήταν όταν δεν ήταν εκεί που έπρεπε, πού θα έπρεπε να είναι τελικά. Ερωτήματα με δύσκολες απαντήσεις καθώς τα πάντα ρέουν και πολλαπλασιάζονται δια της πολυπλοκότητας.
Κατά καιρούς βλέπουμε στην τηλεόραση να διαδραματίζονται παρόμοιες ιστορίες: νεαρά παιδιά με υψωμένες γροθιές, σίγουρα για το δίκιο των ιδεών τους, ή άλλα με καλυμμένα πρόσωπα, να οδηγούνται σιδηροδέσμια στον ανακριτή. Αναρωτιόμουν λοιπόν: εντάξει αυτά, ξέρουν τι κάνουν ή δεν ξέρουν, αλλά είναι ενήλικες ή στο κατώφλι της ενηλικίωσης, άνθρωποι θεωρητικά υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. Τι γίνεται όμως με αυτούς που μένουν πίσω; Ήξεραν; Το πιθανότερο είναι πως όχι. Και αν δεν ήξεραν πώς αντιμετωπίζουν αυτή την καινούργια τελεσίδικη κατάσταση που έσκασε στα χέρια τους σαν βόμβα; Πώς συνεχίζουν τη ζωή τους; Τι γίνεται μετά; Αυτό το «μετά» είναι που με απασχόλησε στο «Ακόμα φεύγει».
Τρεις οι βασικοί ήρωες – και ένας τέταρτος, ο Γιώργος, πανταχού παρών δια της απουσίας. Οι ήδη διαλυμένες σχέσεις δοκιμάζονται ακόμη περισσότερο. Ο καθένας από τους ήρωες αντιδρά διαφορετικά, με βάση το χαρακτήρα του και σε συνδυασμό με το βαθμό συμμετοχής του στη ζωή και τις επιλογές του Γιώργου. Ο Ηλίας, ο πατέρας του Γιώργου, συντετριμμένος, μόνος, δέσμιος των επιλογών του που τον έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδο, δέσμιος της αγάπης του για το άλλο φύλλο, πεισματικά πιστός στην ιδεολογία του, μετά την εξαφάνιση του γιού του, βουλιάζοντας στο αλκοόλ, επιλέγει να περιμένει. Περιμένει ακόμη και μετά το θάνατό του. Η διχοτόμηση της φωνής του Ηλία – καθώς συνεχίζουμε να τον ακούμε ακόμη και μετά το θάνατό του - μου έδωσε ακριβώς αυτή τη δυνατότητα: να δείξω το μέγεθος του σπαραγμού του και την έλλειψη ικανότητας να δεχτεί το τετελεσμένο ∙ ναι, όλα έχουν τελειώσει, αλλά αυτός είναι εκεί ακόμα. Και περιμένει. Ο Παύλος, ο εραστής της Αγλαΐας, της μητέρας του Γιώργου, είναι ένας ήρωας χαμηλότονος, που δυσκολεύεται να διεκδικήσει το αυτονόητο γιατί τίποτε δεν είναι αυτονόητο για κείνον. Αιχμάλωτος της αγάπης του για την Αγλαΐα, υπομένει σιωπηλά τις συνέπειες
της εξαφάνισης του γιού της, όπως εκείνες επηρεάζουν και τη δική του ζωή. Στοιχειωμένος θαρρείς από την ίδια του την ύπαρξη, σκέφτεται το παρελθόν και προσπαθεί να επανακαθορίσει το παρόν του σε έναν αγώνα που τον βρίσκει ανέτοιμο. Και στο κέντρο του βιβλίου η Αγλαΐα: μητέρα, ερωμένη, σύζυγος, γυναίκα. Πεισματική αναζήτηση. Κατάβαση στα μονοπάτια της μνήμης. Ερωτήματα. Ένας αγώνας δρόμου με αμφίβολη κατάληξη. Επιθυμεί να φτάσει στο τέλος του δρόμου. Φοβάται αυτό που θα συναντήσει. Όμως δεν κάνει πίσω. Είναι εκεί γιατί δεν θα μπορούσε να είναι πουθενά αλλού.
Στο τέλος βρίσκει. Ίσως να μην έχει σημασία τι βρίσκει. Ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Αφήνει νεκρούς πίσω του. Στο κυνήγι του εαυτού δεν υπάρχουν χαμένοι και κερδισμένοι. Όλοι είναι χαμένοι και μαζί κερδισμένοι.
Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται στο Γιώργο. Ο Γιώργος έφυγε. Κι ακόμα φεύγει. Αυτός είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνονται οι άλλοι τη φυγή του: σαν μια συνεχή και αβάσταχτη απομάκρυνση. Προσπαθούν να γεφυρώσουν το χάσμα. Ο καθένας με τον τρόπο του: άλλος δια της αναμονής και άλλος δια της αναζήτησης.
Το κομμάτι που με δυσκόλεψε πιο πολύ στο «Ακόμα φεύγει» ήταν το τέλος. Υπήρχαν πολλές εκδοχές που φαίνονταν όλες ικανοποιητικές και πάλευαν μέσα μου για το ποια θα επικρατήσει. Είχα γράψει τα προσχέδια για τουλάχιστον τρεις διαφορετικές καταλήξεις της ιστορίας. Επέλεξα τη συγκεκριμένη την οποία δεν θα αποκαλύψω εδώ. Δεν ξέρω αν με δικαιώνει το αποτέλεσμα. Υπήρξαν αναγνώστες που με ρώτησαν, «μα πώς άντεξες να δώσεις αυτό το τέλος;» Μ’ αρέσει όταν τα πράγματα ξαφνιάζουν και εγείρουν απορίες. Όλα είναι ανοιχτά έτσι. Και το τέλος «το διαβάζει» ο καθένας με βάση αυτό που είναι. Ο μεγάλος Πεσσόα έλεγε: αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε είναι αυτό που είμαστε.
ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου