ΜΙΑ ΜΕΡΑ.
Η Ράνια μπήκε στο διαμέρισμα, άφησε το σακάκι της στον καλόγερο, τα κλειδιά στη σιφονιέρα, την τσάντα δίπλα στο τραπέζι της τραπεζαρίας κι έριξε το κορμί της στον καναπέ. Ίσα για ένα δευτερόλεπτο, να νιώσει την απατηλή ζεστασιά του και να βγάλει τα παπούτσια της. Ύστερα ξανασηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα. Περνώντας από το διάδρομο, σκόνταψε κατά σειρά σε μια παντόφλα του Παύλου, ένα λούτρινο ζωάκι της Νεφέλης και κάτι απροσδιόριστο αλλά αιχμηρό που την έκανε να χοροπηδήσει σαν μικιμάους στο ένα της πόδι κρατώντας με πόνο το άλλο, ενώ ταυτόχρονα έβριζε ό,τι της κατέβαινε στο κεφάλι με απελπισία αλλά και απόλαυση.
Οι άλλοι δυο άφαντοι. Άλλαξε τη “στολή” του γραφείου με μια χιλιοπλυμένη φόρμα και μπήκε στην κουζίνα να δει τι καλό μαγείρεψε ο αντρούλης της. Στο νεροχύτη βρήκε τα ίδια που είχε δει το πρωί και στη στολισμένη στον πάγκο κατσαρόλα τα απομεινάρια της χτεσινής μακαρονάδας. Για φαΐ τίποτα. Αναστέναξε πεινασμένη, άνοιξε μια κονσέρβα τόνο κι άρχισε να την τρώει από το τενεκεδάκι. Δεν βαριέσαι, έτσι κι αλλιώς είχε αποφασίσει να κάνει δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες. Το ξέπλυνε, το πέταξε στη σακούλα της ανακύκλωσης κι έκατσε να τους περιμένει.
Η Ρένα δουλεύει σε μια εταιρία που φτιάχνει σωλήνες. Γραμματέας Διοίκησης. Όταν είχε πρωτοξεκινήσει γελούσανε με τον Παύλο και την υπόλοιπη παρέα, θυμόντουσαν εκείνο το παλιό τραγουδάκι που έλεγε “σωλήνες, σωλήνες, μα τι σκατά τους κάνουνε τόσους σωλήνες;”! Τώρα, εφτάμιση χρόνια μετά, έπαψε να αναρωτιέται. Παρακαλάει μόνο να φτιάχνουν όλο και περισσότερους.
Ο Παύλος έχει διοριστεί, υποτίθεται, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, αλλά δεν έχει ανοίξει ακόμα θέση για να πάει και να αρχίσει να παίρνει έστω κι αυτές τις δυο δεκάρες που θα του δίνουνε. Από την άλλη ευτυχώς, γιατί κάθεται σπίτι με τη μικρή. Η Ράνια έτρεμε στην ιδέα πως θα έπρεπε να την αφήσει σε κάποια άγνωστη κυρία που θα της τραγουδάει στη γλώσσα της και ποιος ξέρει τι άλλο.
Άκουσε τα κλειδιά του στην πόρτα.
“Πού είναι τα ζουζούνια μου; Είχατε πάει βόλτα;”
Άφησε τον Παύλο να παιδεύεται με το καρότσι κι άρπαξε τη μικρή.
“Τι κάνει το μωράκι μου; Αγάπη μου; Κούκλα μου ζωγραφιστή; Πού είχες πάει; Βόλτα με το μπαμπά; Σε πήγε στο πάρκο;”
“Στο σούπερ μάρκετ την πήγα. Κράτα την τσάντα να πάω να φέρω τα πράγματα”.
Ο Παύλος γύρισε φορτωμένος σακούλες κι άρχισε να τακτοποιεί τα ψώνια.
“Μου πήρες ντεμακιγιάζ ματιών;”
“Όχι, δεν σου πήρα. Είχε πεντακόσια είδη, δεν ήξερα ποιο να σου πάρω”
“Αφού σου είπα, ρε Παύλο, αυτό με το χαμομήλι. Δεν μπορούσες να κοιτάξεις στην ετικέτα;”
“Όχι, Ράνια, δεν μπορούσα. Είχα να σπρώχνω το καρότσι του παιδιού, να κουβαλάω το καλάθι με τα πράγματα, να διαβάζω τη λίστα κι η κόρη σου δε σταμάτησε στιγμή να κλαίει. Άμα θες να πηγαίνεις μόνη σου”.
“Οκ, να σταματήσω τη δουλειά να πηγαίνω σούπερ μάρκετ. Γουστάρεις; Να δω πως θα τα πληρώνουμε!”
Ο Παύλος γύρισε να της απαντήσει αλλά η Νεφέλη πρόλαβε να πατήσει ένα ουρλιαχτό που απαίτησε την αμέριστη προσοχή τους.
“Πεινάει”.
“Πεινάει το κοριτσάκι μου; Θέλει γάλα; Τώρα θα το ταΐσει η μανούλα και μετά θα κάνουμε ένα ωραίο μπανάκι. Θέλεις να κάνουμε μπανάκι;”
Ο Παύλος τέλειωσε με τα ψώνια κι άρχισε να καθαρίζει το νεροχύτη.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΑΛΛΗ.
Ο Παύλος πλησίασε με προσεκτικά βήματα την πόρτα του μπάνιου, σήκωσε την παντόφλα του και σημάδεψε τη μύγα.
“Σε έφαγα!”
Όμως, ο θόρυβος του θριάμβου του ξύπνησε τη μικρή που άρχισε να κλαίει και να φωνάζει “μαμά!”. Παράτησε το όργανο του εγκλήματος με τη μύγα κολλημένη απάνω του κι έτρεξε στο παιδικό δωμάτιο.
“Ξύπνησες, καθαρματάκι μου; Ούτε μια ώρα δεν θα κοιμάσαι; Δεν θα τον αφήσεις τον μπαμπά να ησυχάσει λίγο; Τι ωραίο κορίτσι είσαι εσύ! Τι κουκλάρα έκανα! Ουρά θα κάνουνε τα αγόρια από κάτω. Κι ο μπαμπάς θα τους σπάει τα μούτρα, ε; Σήκω να σε ντύσω να πάμε να πάρουμε τηλέφωνο τη μαμά να της πούμε τα ευχάριστα!”
Τα ευχάριστα ήταν πως ο Παύλος είχε, επιτέλους, θέση και αντικείμενο στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Όσο έντυνε και καμάρωνε την κόρη του, αποφάσισε να μην τηλεφωνήσει στη Ράνια.
“Θα της κάνουμε έκπληξη. Θα μαγειρέψουμε μια ωραία μακαρονάδα, θα ανοίξουμε ένα μπουκάλι κρασί και μετά...” θα κοιμήσουμε νωρίς τη Νεφέλη και θα περάσουμε ένα βράδυ όπως παλιά, συνέχισε τα πλάνα του από μέσα του.
Η κόρη του, όμως, δεν φαινόταν διατεθειμένη να συνεργαστεί. Πέρασε όλο το απόγευμα κλαψουρίζοντας “ 'γκαλιά, μπαμπά μου!”. Δεν τον άφησε ούτε να μαγειρέψει, ούτε να ξυριστεί, όπως σχεδίαζε. Της έβαλε θερμόμετρο και είδε πως είχε 37,8.
“Έλα να σου ζεστάνω λίγη σουπίτσα που έφτιαξε η γιαγιά και μετά γαλατάκι και ύπνο, εντάξει, μωρό μου;” Καλού-κακού της έδωσε και μια κουταλιά αντιπυρετικό, την έβαλε στο κρεβάτι της και τηλεφώνησε να παραγγείλει πίτσα.
Η Ράνια μπήκε μέσα κατάκοπη στις εννιά παρά δέκα.
“Έχουν τρελαθεί τελείως στο ΔΣ. Όλοι! Δεν έχω πάρει ανάσα από το πρωί και ξέρεις τι μου είπε πριν φύγω; Να πεταχτώ το Σάββατο κατά τις εννιά να δούμε τις παραγγελίες για τον άλλο μήνα! Λες και δεν έχω ζωή εγώ! Λες και δεν έχω σπίτι! Καθόλου δεν το είδα σήμερα το παιδί μου! Θα τα βροντήξω και θα φύγω, μα την Παναγία!”
Ο Παύλος της έτεινε ένα ποτήρι κρασί και το έγγραφο με τα ευχάριστα των Ιωαννίνων. Εκείνη πήρε μόνο το δεύτερο, το διάβασε προσεκτικά και του ξανάδωσε πίσω.
“Εννιά ώρες τη βδομάδα; Τι σημαίνει αυτό;”.
“Σημαίνει πως παίρνω δύο μαθήματα. Είναι καλό αυτό. Του χρόνου θα πάρω περισσότερα. Φέτος θα πηγαίνω μόνο για τρεις μέρες, θα φεύγω το πρωί της Τετάρτης και θα γυρίζω την Παρασκευή. Μου πληρώνουν και το ξενοδοχείο. Θέλουν να συμμετέχω και σε μια ερευνητική ομάδα. Τα κατάφερα, Ράνια! Πήρα μπροστά! Θα ταλαιπωρηθώ λίγο με τα πήγαινε-έλα, αλλά τα κατάφερα! Δεν είσαι περήφανη για τον άντρα σου;”
“Εσύ θα ταλαιπωρηθείς, αγάπη μου; Εγώ τι θα κάνω; Θα γαμιέμαι όλη μέρα στη δουλειά και μετά θα έχω και το σπίτι και τη Νεφέλη; Μόνη μου; Εκατό φορές σου είπα, τι τι θες αυτή τη μαλακία με το Πανεπιστήμιο; Αν είχες δώσει ΑΣΕΠ τότε που στο έλεγα, τώρα θα ήσουν διορισμένος στο Δημόσιο και θα είχαμε ησυχάσει! Αλλά, όχι! Η μεγαλομανία σου! Καθηγητής Πανεπιστημίου! Τρέχα τώρα να φιλάς κατουρημένες ποδιές για δυο μαθήματα. Κι αν δεήσουν ποτέ να σε φέρουν στην Αθήνα!”
Η Ράνια σηκώθηκε, προχώρησε στο διάδρομο, προσπέρασε την παντόφλα του άντρα της και μπήκε στο μπάνιο. Δεν έπρεπε να του μιλήσει έτσι. Αυτός ο καημένος ήθελε να το γιορτάσουν. Υπολόγισε πόσον καιρό είχαν να κάνουν έρωτα. Εικοσιτρείς μέρες, με τη σημερινή. Έβγαλε τα ρούχα της, τίναξε τα μαλλιά της και πήγε ξανά στο σαλόνι με τα εσώρουχα και τις γόβες. Ο Παύλος έτρωγε την κρύα πίτσα του μπροστά στην τηλεόραση.
“Δεν φέρνεις το κρασί να το πιούμε στην κρεβατοκάμαρα;”
“Μπα! Είμαι κουρασμένος. Θα αράξω λίγο εδώ και θα πέσω να κοιμηθώ”.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΑΞΕΧΑΣΤΗ.
Η Ράνια μπήκε στο σπίτι φρέσκια και μοσχομυριστή. Την είχε κοπανήσει νωρίς από το γραφείο για να περιποιηθεί λίγο τον εαυτό της: κομμωτήριο, φρύδια, μπικίνι, μανικιούρ, πεντικιούρ. Φόρεσε τα εσώρουχα που είχε πάρει προχτές επί τούτου, ένα φουστανάκι ελαφρύ κι έστρωσε το τραπέζι στο μπαλκόνι. Χοιρινό γλυκόξινο πακέτο από το κινέζικο και κρασί παγωμένο. Η Νεφέλη θα κοιμηθεί στη γιαγιά της.
“Δεν μου γλιτώνεις σήμερα, μωρό μου” σκέφτηκε. Με αυτό το πέρα-δώθε, Αθήνα-Γιάννενα, με το διάβασμα που είχε αυτός για την ερευνητική ομάδα και την κούραση που είχε αυτή προσπαθώντας να τα προλάβει όλα μόνη, δεν άδειαζαν να βρεθούν οι δυο τους ούτε για πέντε λεπτά. Γι αυτό απόψε θα τον φρόντιζε όπως παλιά: θα τον τάιζε, θα τον πότιζε και θα τον αποπλανούσε.
Ο Παύλος μπήκε στο σπίτι ιδρωμένος και κάπως αφηρημένος. Κάθισε μαζί της στο μπαλκόνι κι έφαγε χωρίς πολλή όρεξη. Την άκουσε να του διηγείται μονότερμα όλα τα νέα της δουλειάς της, τις βδομαδιάτικες τσαχπινιές της κόρης τους και τα παράπονα της μαμάς του. Δεν μιλούσε πολύ και δεν φάνηκε να προσέχει την ανανεωμένη της εμφάνιση. Ώσπου άνοιξε, επιτέλους, το στόμα του.
“Με έχουν διαλύσει αυτές οι διαδρομές. Λέω την άλλη βδομάδα να μην κατέβω, να κάτσω λίγο να ξεκουραστώ. Έχω και πολλή δουλειά με την έρευνα. Γενικά, λέω να αρχίσω να μην πολυέρχομαι”.
“Θα μείνεις στα Γιάννενα;”
“Έτσι λέω”.
“Και θα πληρώνεις το ξενοδοχείο; Ή μήπως σκέφτεσαι να νοικιάσεις σπίτι;”
“Θα με φιλοξενήσει ένας συνάδελφος. Και μετά βλέπω”.
“Δεν καταλαβαίνω τι μου λες. Θέλεις να χωρίσουμε;”
Ο Παύλος της είπε πως θέλει. Πως δε βρίσκει πλέον νόημα σε αυτή τη σχέση. Σε αυτό το γάμο. Πως δεν τον αγαπάει πια αφού δεν τον εκτιμάει και δεν τον σέβεται. Πως μειώνει τη δουλειά του κι όλα όσα τον ενδιαφέρουν. Πως δεν έχουν τίποτα κοινό σαν ζευγάρι. Αυτή ασχολείται μόνο με τη δουλειά της και το παιδί, ενώ εκείνος θέλει να ανοίξει τους ορίζοντές του και να προσφέρει στην επιστήμη του και την κοινωνία.
“Έχεις βρει άλλη;”
“Ναι”.
“Ποια είναι;”
“Τι σημασία έχει; Μια συνάδελφος. Δεν έχει να κάνει με εκείνη. Βρήκα άλλη γιατί δεν υπάρχει τίποτα μεταξύ μας πια”.
Ο Παύλος σηκώθηκε και μπήκε στο σαλόνι. Εκείνη τον ακολούθησε.
“Και θα διαλύσεις το σπίτι σου, θα παρατήσεις τη γυναίκα και το παιδί σου για μια γκόμενα;”
“Δεν είναι γκόμενα. Είναι πολύ αξιόλογος άνθρωπος. Και μη μου αρχίζεις τις μικροαστικές μαλακίες για σπίτια και παιδιά. Θα έρχομαι κάθε Σαββατοκύριακο να παίρνω τη Νεφέλη. Και Χριστούγεννα και Πάσχα και όλο το καλοκαίρι αν θες”.
“Και του Αγίου Πνεύματος! Και τι θα την κάνεις; Θα την πηγαίνεις στη μάνα σου; Είσαι τελείως μαλάκας; Τι είναι αυτά που μου λες στα καλά καθούμενα; Πως με παρατάς για μια άλλη; Γιατί δεν σε αγαπάω και δεν σε σέβομαι; Γιατί ασχολούμαι μόνο με την ασήμαντη δουλίτσα μου; Με τι θες να ασχολούμαι; Με την επιστήμη σου; Από τη δουλειά μου τρως και παριστάνεις τον διανοούμενο δέκα χρόνια τώρα. Παλιομαλάκα! Με τα 600 ευρώ το μήνα θα κάνεις το μάγκα στο τσουλάκι σου;”
“Σκάσε, θα γίνουμε ρεντίκολο”.
Η Ράνια του είπε να σκάσει αυτός και συνέχισε να φωνάζει. Πως αυτά που ξέρει να τα ξεχάσει. Πως είναι πολύ γελασμένος αν νομίζει πως θα την παρατήσει με ένα παιδί για να κάνει τη ζωή του και τον μπαμπά του Σαββατοκύριακου. Πως, αν θέλει να φύγει, να πάρει και την κόρη του μαζί. Και μετά, πως σιγά μην του δώσει τη Νεφέλη της. Σιγά μην τον αφήνει καν να τη βλέπει. Πως είναι άχρηστος και ξανά μαλάκας και ψεύτης και ανήθικος.
Εκείνος διέσχισε το διάδρομο και μπήκε στην κρεβατοκάμαρα. Εκείνη τον ακολούθησε έξαλλη, σκόνταψε στην παντόφλα του, την άρπαξε και του την πέταξε με όλη της τη μανία. Την έφαγε στο πρόσωπο κι έγινε θηρίο. Άρπαξε τη Ράνια από τη μπράτσο σφιχτά και της φώναξε να τον αφήσει ήσυχο. Γύρισε να φύγει. Εκείνη τον έπιασε από το μπλουζάκι και τον τράβηξε προς το μέρος της. Το μπλουζάκι ξεχείλωσε.
“Άσε με!”
“Ποτέ δεν θα σε αφήσω. Μαζί μου θα πεθάνεις. Εγώ σ' αγαπάω. Δεν λέω άλλα τη μια και άλλα την άλλη. Εδώ θα μείνεις. Δεν θα πας πουθενά!”
Ο Παύλος την άρπαξε από τον λαιμό και την κόλλησε στον τοίχο.
“Δεν σ' αγαπάω πια. Δεν σε θέλω!”
“Σκασίλα μου. Και λέγε ό,τι θέλεις. Μ' αγαπάς!”
“Άσε τη μπλούζα μου!”
“Όχι!”
Της έσφιξε το χέρι για να την αναγκάσει να αφήσει το μπλουζάκι. Εκείνη, κλαίγοντας από τον πόνο, το έσφιξε ακόμα περισσότερο. Τότε εκείνος το τράβηξε δυνατά από τη ραφή, το έσκισε στα δύο και απελευθερώθηκε.
Βγήκε στο κλιμακοστάσιο, γυμνός από τη μέση κι απάνω και ξυπόλητος. Και βρόντηξε πίσω του την πόρτα.
ΟΛΕΣ ΟΙ ΜΕΡΕΣ.
“Τι θα γίνει, αγάπη μου, με αυτήν την παντόφλα; Τέσσερις μέρες περνάω από πάνω της, δεν ένιωσες την ανάγκη να τη φορέσεις;”
Ο Παύλος την αγνόησε και συνέχισε να βλέπει το ματς.
“Παύλο!”
“Κι αφού περνάς από πάνω της τέσσερις μέρες, δεν ένιωσες εσύ την ανάγκη να σκύψεις να τη μαζέψεις;”
Η Ράνια εισέπνευσε, εξέπνευσε αργά και χαμογέλασε πριν του απαντήσει.
“Εντάξει, λοιπόν. Θα τη μαζέψω” και με αυτά τα λόγια, έπιασε την παντόφλα του άντρα της με επιδεικτική αηδία και την πέταξε στον σκουπιδοτενεκέ της κουζίνας.
Ο Παύλος πετάχτηκε πάνω έντρομος κι έτρεξε να τη σώσει. Μάταια. Η παντόφλα είχε προλάβει να βουλιάξει σε ένα στρώμα από χτεσινά αποφάγια, χοιρινό πρασοσέλινο της μαμάς του, και το γαλάζιο βελουτέ της είχε λεκιαστεί ανεπανόρθωτα.
Την κοίταξε άγρια κι εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω. Τότε μπήκε η Νεφέλη με δυο πουκάμισα.
“Ποιο να φορέσω; Προσέξτε τι θα πείτε. Είναι πολύ σημαντικό!”
Ο Παύλος έβαλε τα γέλια. Η Ράνια τον μιμήθηκε. Η Νεφέλη έκανε μια γκριμάτσα δήθεν περιφρόνησης και γύρισε στο δωμάτιό της.
“Θα σου πάρω άλλες”.
“Να μη μου πάρεις τίποτα. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ μου δεν φοράω παντόφλες”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου