Σε αργή κίνηση
Δανάη Παπουτσή
Κέδρος, 2011
195 σελ.
ISBN 978-960-04-4219-9, [Κυκλοφορεί]
Τιμή
…Η Σάωρη σταματά απότομα. Κάπου στο βάθος μόλις που διακρίνει ένα παράξενο σκοτεινό όγκο – δυο μπλεγμένες σιλουέτες, ένα αιφνίδιο αλλόκοτο σχήμα. Ριπές ανάσας. Η εικόνα της προκαλεί φευγαλέα χαρά, δεν είναι μόνη σ’ αυτή την παράξενη κι αφιλόξενη παραλία. Πλησιάζει, οι σκιές ξεκαθαρίζουν, είναι δυο ηλικιωμένα γυμνά σώματα. Δυο σώματα ζαρωμένα και τεντωμένα μαζί. Μια μουτζούρα. Φοβάται να πλησιάσει πολύ μήπως και διακόψει κάτι, σκέφτεται να τους προσπεράσει, να συνεχίσει τη διαδρομή της, αυτό έχει ανάγκη : μια διαδρομή γενική, αόριστη αλλά με ροή.
Καθώς πλησιάζει, γεύεται το ρομαντικό της εικόνας, πόσο ρομαντικοί είναι αυτοί οι δύο ηλικιωμένοι για να μπορούν να ερωτοτροπούν ακόμα, έτσι στα φανερά, κάτω απ’ το σκοτεινό ουρανό, μπροστά απ’ την άλλοτε σιωπηλή και άλλοτε ομιλούσα θάλασσα, πόσο θαρραλέοι για να κάνουν κάτι τέτοιο, παρ’όλο που το γυμνό τους δεν είναι καλαίσθητο, παρ’ όλη τη φθορά σε κοινή θέα. Την πιάνει νευρικό γέλιο. Βρίσκεται μπροστά τους. Έχει σουρουπώσει για τα καλά, τα δυο σώματα παραμένουν στατικά, ακίνητα στο αγκάλιασμά τους, ξαφνικά όλα μετατρέπονται σε μια απέραντη χυδαιότητα, αυτά τα σώματα είναι νεκρά, ώρες, μέρες, ίσως και μήνες, κανείς δεν ξέρει. Η Σάωρη τους ακουμπά με το πόδι της προκειμένου να διαπιστώσει, να επιβεβαιώσει τι; Δεν έχει αρκετό φως ώστε να δει εκείνο που θέλει, σκύβει από πάνω τους, μόλις που διακρίνει κάποιους οργανισμούς να κόβουν βόλτες πάνω στο δέρμα, νιώθει μια έντονη δυσοσμία. Δεν έχει κάτι να προστατευθεί, το χέρι φράζει ακαριαία τη μύτη της, το χέρι δεν ακολουθεί, κατευθύνεται στο στόμα, κι εκείνη ξερνάει.
Κοιτάζει πάλι την παραλία. Δε σκέφτεται. Βουτάει ανάμεσά τους και ποζάρει, ανάμεσα στην τρέλα και στην ηδονή, ανάμεσα στη χυδαιότητα και στο θάνατο, αλλά κανείς δεν υπάρχει να τους φωτογραφίσει, άρα αυτό δεν υφίσταται.
Νύχτα. Νιώθει πάνω της ένα σκληρό φως. Ένστολοι άντρες με φακούς στα χέρια πλησιάζουν προς το μέρος της. Φοβάται, κουλουριάζεται πίσω από τα νεκρά σώματα. Ένα κλικ, μια αιχμηρή γυναικεία φωνή. <,Ακίνητη, μείνε ακίνητη μικρή>>.
Η φωτογραφία. Η Σάωρη έχει ποζάρει, υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι, υπάρχει φωτογραφία, υπάρχει αποτύπωση, απαθανάτιση, τώρα όλα υφίστανται. Η γυναίκα την πλησιάζει, την ξεκολλάει με δυσκολία από τα νεκρά σώματα. Νιώθει αποκολλημένη από κάτι που την τραβούσε καιρό κοντά της. Οι άντρες καλύπτουν τα νεκρά σώματα με ένα λευκό σεντόνι.
(Τους άκουσα να λένε πως ότι αυτό είναι το γνωστό ηλικιωμένο ζευγάρι των ‘Εξαρχείων, ο κύριος Κώστας και η Ματίς, εκπαιδευτικοί και οι δύο, πολλά χρόνια μαζί, πίνανε κάθε πρωί τον καφέ τους στους χάρτες, , διαβάζανε εφημερίδες, μετά τρώγανε στου Μπαρμα-Γιάννη, τρωγόντουσαν μεταξύ τους και επιστρέφανε στην μπλε πολυκατοικία πιασμένοι χέρι χέρι.)
Η γυναίκα σφίγγει απ’ το χέρι τη Σάωρη και περπατούν αργά, προς τα πίσω. Η Σάωρη κρυώνει, η γυναίκα τη σκεπάζει με μια μαύρη κουβέρτα, το νερό συνεχίζει τη διαδρομή του, μπρος πίσω, μπρος πίσω, η Σάωρη δε μπορεί να δει πια ούτε τη θάλασσα ούτε την άμμο, δεν μπορεί να βρει το λεξικό του νερού, δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι ο κύριος Κώστας, που τον είχε συναντήσει στο ασανσέρ της μπλε πολυκατοικίας, δεν υπάρχει πια, δεν μπορεί να βρει κάτι απ’ τα ίχνη της, στην αμμουδιά. Δε μπορεί να θυμηθεί κάτι από αυτή τη νυχτερινή θαλάσσια διαδρομή.
http://www.biblionet.gr/book/171829/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου