Translate

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Ενα μανιφέστο για την Ποίηση //της Ασημίνας Ξηρογιάννη

 http://bibliotheque.gr/?p=17100

[ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ/ΣΕ ΒΡΙΣΚΕΙ Η ΠΟΙΗΣΗ
ΕΚΔ.Κίχλη,2012]

 ΄ Eνα βλέμμα σαφές ,καθαρό,γοητευτικό για την ποίηση!Οι άπειρες διαστάσεις και εκδοχές της!Το απροσμέτρητο βάθος της!Η απύθμενη ζωοδόχος δύναμή της.Σε βρίσκει η ποίηση στην καθημερινή σου ζωή,αλλά και στα πιο απίθανα μέρη.Σε βρισκει η ποίηση όταν  όλα αρχίζουν,αλλά και όταν όλα έχουν τελειώσει.Κυρίως τότε.Είναι το μανιφέστο του Τίτου Πατρίκιου για την Ποίηση ,που εν τέλει δεν είναι καθόλου ''μια τέχνη περιττή''.Είναι συνυφασμένη με την ύπαρξη του ανθρώπου και ΄΄έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα''.Είναι συνυφασμένη με τον εσωτερικό,διανοητικό,φαντασιακο κόσμο του ανθρώπου,αλλά και με τα  βιώματα,τις προσδοκίες,τα οράματα,τον στοχασμό,τις ενέργειες,τις προκλήσεις,την ηθική ή την μη ηθική του.Μια φορά με ρώτησαν τη γνώμη μου για τον θεό.'' Όταν τον  αναζητάς τον βρίσκεις.'',απάντησα..Το ίδιο θα πω και για την Ποίηση.Όταν την αναζητάς την βρίσκεις,ή την ξεθάβεις από παντού ή την δημιουργείς ο ίδιος.Σε βρίσκει,σου παρουσιάζεται όταν τη ζητήσεις.Και δεν είναι διώλου μεμπτό να παραδεχτείς πως την έχεις ανάγκη.Αυτό είναι και το πνεύμα του βιβλίου του Πατρίκιου,νομίζω!Άνθρωπε,σου είναι απαραίτητη η Ποίηση,γιατί σε αφυπνίζει,σε σοκάρει,σε συντροφεύει,σε θυμώνει,σε περιπαίζει,σε δελεάζει,σε πείθει,σε εξαπατά,σε απενοχοποιεί,σε κάνει να αναμετρηθείς με τον εαυτό σου,με όσα αρνήθηκες,όσα δεν τόλμησες,όσα  φοβηθηκες,όσα αγάπησες...''...[...]σου ψιθυρίζει   μυστικά που πρέπει εσύ να εξιχνίασεις /σου φωτίζει  πράγματα που  μέναν σκοτεινά ως τότε/ώσπου κάποια στιγμή σε ανταμοίβει για την αφοσίωσή σου/ σου αποκαλύπτει την αλήθεια,σου λέει καθαρά πως/ανήκει σε όλους/''
   Ο Πατρίκιος δεν δίνει ορισμούς για το τί είναι ποίηση.Δεν υποτιμώ (΄ούτε και ο Πατρίκιος φαντάζομαι)τους δεκάδες ορισμούς που έχουν δοθεί για την ποίηση και από λογοτέχνες και από μη λογοτέχνες.Κάποιοι από αυτούς αγγίζουν την αλήθεια των πραγμάτων.Αλλά πώς μπορεί κανείς την ποίηση(και κάθε τέχνη) να την κλείσει,να την φυλακίσει  μέσα σε έναν ορισμό;Η Ποίηση είναι (μεταξύ άλλων)Ιδέα  και οι ιδέες δεν εγκλωβίζονται ακόμα κι αν εγκλωβιστεί το σώμα.Η Ποίηση έχει να κάνει με την ψυχή του δημιουργού και του αναγνώστη οπότε είναι ιερή.Η  Ποίηση είναι όμως και πανταχού παρούσα,φιλτράρει την πραγματικότητα με ιδιαίτερους και ανοίκειους τρόπους,την αναδεικνύει και την αναιρεί την .ιδια στιγμή.Και για να το πω με τον τρόπο της αγαπημένης μου Μάτσης Χτζηλαζάρου...η Ποίηση μας ΕΚΡΙΖΩΝΕΙ...

ENA EΡΩΤΙΚΟ ΤΡΙΓΩΝΟ της ΑΣΗΜΙΝΑΣ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

 

 


http://bookstand.gr/2013/02/26/%CE%B5%CE%BD%CE%B1-%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF-%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B3%CF%89%CE%BD%CE%BF/ 

Χένρι και Τζουν

 
Αναΐς Νιν
μετάφραση: Γιώργος - Ίκαρος Μπαμπασάκης


Μεταίχμιο, 2011
396 σελ.
ISBN 978-960-501-336-3, [Κυκλοφορεί]
Διαβάζω πάλι τα ημερολόγια της Αναίς Νιν....Κατά καιρούς επανέρχομαι σε αυτές τις τολμηρές σελίδες που ""καταγράφουν το χρονικό ενός ερωτικού τριγώνου''.Δυο γυναίκες,ένας άντρας.Τρία πρόσωπα που εμπλέκονται μεταξύ τους με ένα αλλόκοτο τρόπο.Η Αναίς Νιν  προβαίνει σε βαθιές εξομολογήσεις που πολλές φορές σοκάρουν.Ό πως  σημειώνει και ο μεταφραστής του βιβλίου Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης πρόκειται για ΄΄μια συγκλονιστική μαρτυρία της ολέθριας δυσαρμονίας ανάμεσα στη λογική και το πάθος,ανάμεσα στην επιθυμία και την πραγματικότητα,ανάμεσα στο όνειρό και την πράξη''.
Η Νιν  περιγράφει λεπτομερώς τις έντονες ψυχολογικές της μεταπτώσεις,τις ατελειώτες ηδονικές συνευρέσεις με τον εραστή της ,καθώς και τις ποικίλες συναισθηματικές της εκρήξεις.Δεν διατάζει να αποκαλύψει πράγματα πολύ προσωπικά με φοβερή ευφράδεια,θάρρος,καιι λυρική ωμότητα.Η εμπλοκή της με τον Μίλερ δεν είναι μονοδιάστατη.Ο άντρας αυτός είναι εραστής της,επίγειος θεός της,μέντοράς της,Μούσα της.Τον ερωτεύεται σφόδρα και γίνεται έρμαιο του άκρατου ενθουσιασμού  και αισθησιασμού του τ,ον οποίο και κείνη ανατροφοδοτεί και ενθαρρύνει ώστε μοιραία οι δυο τους να οδηγούνται σε  απολαυστικά ,αλλά και επικίνδυνα συνάμα μονοπάτια.Η Αναίς δεν ενδιαφέρεται γι αμια κανονική και ανιαρή ζωή,ούτε καλά καλά γιια τον  συμβατικό τραπεζίτη άνδρα της,τον Χιούγκο Γκάιλερ.Αφήνεται και ενδίδει στον ακόλαστο έρωτά της  για τον κατά πολύ μεγαλύτερό της συγγραφέα .Έναν έρωτα σαρκοβόρο που θα της δώσει και αφορμές και ερεθίσματα για δημιουργία.Οι επιστολές που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι εραστές είναι πάρα πολλές.Μονάχα μέσα στο 1932 ο Μίλερ έστειλε στην ερωμένη του εννιακόσιες πολυσέλιδες επιστολές,όπως  αναφέρεται στιο επίμετρο του βιβλίου.Tα πράγματα περιπλέκονται ακόμα πιο πολύ όταν η Αναίς συναντά την γυναίκα του Μίλερ,την Τζούν,από την οποία συμβαίνει να γοητεύεται επίσης.Μέσα στην ψυχή της γίνεται πόλεμος.Σοκάρεται .Τρομάζει.Επιτίθεται κατά του Μίλερ,προσπαθεί να τον υποβαθμίσει,κάνει πράξεις αντιφατικές μεταξύ τους,ακριβώς γιατί ο εσωτερικός της κόσμος εκρήγνυται.Αμφιταλαντεύεται συχνά ανάμεσα στον πόθο για ακρότητες  και στον πόθο για μια ήσυχη και ασφαλή ζωή.Ο Χένρυ Μίλερ είναι ο άντρας που θα απελευθερώσει σεξουαλικά τη Νιν,θα την λατρέψει ,θα την κάνει να αισθάνεται άκρως ποθητή όμορφη,εκλεκτή,αξιοζήλευτη ερωμένη.Της απελευθερώνει μαγικά τα  ένστικτα σε τέτοιο βαθμό που δεν ξέρει πως να το διαχειριστεί ,όπως ομολογεί και η ίδια.Βιώνει την απόλυτη ηδονή,την ανορθόδοξη απόλαυση,το μεθύσι του παράνομου έρωτα.''Κλαίμε και φιλόμαστε κι ερχόμαστε σε οργασμό την ίδια στιγμή''.Κλεισμένοι σε μια κάμαρα στο Κλισί ρουφάνε ο ένας τον άλλο,μιλάνε για ποίηση και λογοτεχνία,χάνουν τις ισορροπίες τους,παραλογίζονται,αλληλοσπαράσσονται,αλλά σε καμία περίπτωση δεν πλήττουν.Ο Μίλερ της κάνει παρατηρήσεις για τον τρόπο της γραφής της ,αυτή γενικά αναφέρει πως νιώθει ότι εξελίσσεται διαρκώς μαζί του..Από την άλλη εκφράζει απέχθεια και αηδία γι ατον ΄΄πεζό΄΄ άνδρα της.'''Μυρίζει τράπεζα ο Χιούγκο.Μυρίζει τράπεζα.Το σιχαίνομαι αυτό.Αηδιάζω.Κακόμοιρε Χιούγκο'',γράφει κάπου.Από την άλλη,η Αναίς φαντασιώνεται πράγματα με την Τζουν,την πανέμορφη και δυναμική γυναίκα του εραστή της.Σκορπάει και σε κείνη φιλιά ,χάδια και φιλήδονη διάθεση και κείνη ανταποκρίνεται.Κάποια στιγμή η Αναίς αναρωτιέται΄΄Ποιόν ζηλεύω άραγε;Tη Τζουν ή τον Χένρυ;''Από τη άλλη παρατηρεί:'΄Mην ψάχνεις το γιατί.Δεν υπάρχουν γιατί,δεν υπάρχουν αιτίες,ούτε εξηγήσεις ,ούτε λύσεις.''Μεσα στα ημερολόγια αυτά συναντά κανείς ωμές και πρόστυχες περιγραφές τρελού πόθου .Η αχόρταγη Αναιν δίνει ατελίωτες πορνογραφικές  περιγραφές των ερωτικών της περιπτύξεων  και κάποια στιγμή προς το τέλος του βιβλίου καταλήγει :''Θέλω να κυλιστώ στη σεξουαλικότητα ώσπου να την ξεπεράσω,ή να φτάσω στο σημείο κορεσμού που έχε αγγίξει ο Χένρι''.Μην μπαίνοντας καν στην διαδικασία να επιλέξει ,γεύεται  ό,τι της προσφέρεται ,ζώντας με οδύνη ,ηδονή και πειραματισμό ,ψάχοντας παράλληλα να βρει τη λογοτεχνική της φωνή ,η οποία εν τέλει θα είναι συνάρτηση των  αισθηματικών και σεξουαλικών της εμπειριών.Οποιος αγαπά τη ερωτική λογοτεχνία δεν έχει να διαβάσει το εν λόγω βιβλίο το οποίο θα είχε ενδιαφέρον να μελετήσει παράλληλα μ ε το εξής βιβλίο: Anais Nin και Henry Miller : Αλληλογραφία / σε μετάφραση πάλι του Γιώργου - Ίκαρου Μπαμπασάκη · επιμέλεια Γκάνθερ Στούλμαν. - 1η έκδ. - Αθήνα : Μεταίχμιο, 2007. - 274σ. · 24x17εκ. - (Τετ α Τετ).

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Η ανάγνωση ως φετίχ


 πηγή:http://dimartblog.wordpress.com/2013/02/24/reading-as-a-fetish/
 
Ανάγνωση και αναγνώστες. Η ανάγνωση ως εικόνα, το βιβλίο ως φετίχ. Αφιέρωμα του dim/art με φωτογραφίες συγγραφέων, καλλιτεχνών, επιστημόνων, διανοουμένων, αθλητών κλπ. που διαβάζουν. Φωτογραφίες αυθόρμητες ή στημένες, αναγνώστες πραγματικοί ή σε ρόλο διαβάζουν βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, επιστολές, ημερολόγια, σημειώσεις, σενάρια. Εν είδει εισαγωγής, ένα απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο του Αλμπέρτο Μανγκέλ Η ιστορία της ανάγνωσης (μτφ. Λύο Καλοβυρνάς, εκδόσεις Λιβάνη) κι ένα ποίημα του Wallace Stevens.
Η ιδιωτική υπόθεση της ανάγνωσης
In omnibus requiem quaesivi, et nusquam inveni nisi in angulo cum libro
Ο Αργεντινός συγγραφέας, ανθολόγος, επιμελητής και μεταφραστής Αλμπέρτο Μανγκέλ (άλλη μία από τις δουλειές που έκανε στα νιάτα του ήταν να διαβάζει στον Χόρχε Λούις Μπόρχες, όταν εκείνος είχε χάσει πια την όρασή του), αποθησαύρισε επί επτά χρόνια πλήθος ιστοριών και λεπτομερειών από την ιστορία της ανάγνωσης παγκοσμίως και έγραψε ένα βιβλίο απολαυστικό, ένα βιβλίο-ταξίδι, όπως ταξίδι είναι και το ίδιο το θέμα του: η ανάγνωση.
«Έχω αναζητήσει την ευτυχία παντού», ομολογούσε ο Θωμάς εκ Κέμπης στις αρχές του δέκατου πέμπτου αιώνα, «αλλά δεν τη βρήκα πουθενά· μόνο σε μια γωνίτσα μ’ ένα βιβλιαράκι». Ποια γωνίτσα όμως; Και ποιο βιβλιαράκι; Είτε πρώτα διαλέξουμε το βιβλίο κι ύστερα την κατάλληλη γωνιά είτε πρώτα βρούμε τη γωνιά και κατόπιν αποφασίσουμε ποιο βιβλίο ταιριάζει στην ατμόσφαιρα της γωνίτσας, δε χωρά καμιά αμφιβολία ότι η σωστή πράξη της ανάγνωσης προϋποθέτει μια αντιστοιχία μεταξύ χρόνου και χώρου, και η σχέση μεταξύ των δύο αυτών συνιστωσών είναι άρρηκτη. Υπάρχουν βιβλία που διαβάζω σε πολυθρόνες και βιβλία που διαβάζω σε γραφεία· βιβλία που διαβάζω στον υπόγειο, σε τραμ και λεωφορεία. Βρίσκω ότι τα βιβλία που διαβάζω σε τρένα έχουν κάτι κοινό με τα βιβλία που διαβάζω σε πολυθρόνες, ίσως επειδή και με τα δύο μπορώ εύκολα να αποκοπώ από τον περίγυρό μου. «Η καλύτερη ώρα να διαβάσει κανείς μια καλή, χαριτωμένη ιστορία», είπε ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Άλαν Σίλιτοου,
«είναι τελικά όταν ταξιδεύει μόνος του με το τρένο. Περιτριγυρισμένος όπως είναι από ξένους ανθρώπους και με το άγνωστο τοπίο να τον προσπερνά έξω από το παράθυρο (στο οποίο κάθε τόσο ρίχνει φευγαλέες ματιές), η προσφιλής και πολυδιάστατη ζωή που ξεπηδά από τις σελίδες δημιουργεί απροσδόκητες και βαθιές εντυπώσεις».
Τα βιβλία που διαβάζουμε σε μια δημόσια βιβλιοθήκη ποτέ δεν έχουν την ίδια γεύση με τα βιβλία που διαβάζουμε στη σοφίτα ή στην κουζίνα του σπιτιού μας. Το 1374 ο βασιλιάς Εδουάρδος Γ΄ πλήρωσε 66 λίρες, 13 σελίνια και 4 πένες για ένα βιβλίο με ειδύλια, «το οποίο θα φυλαγόταν στο δωμάτιό του», όπου προφανώς πίστευε ότι έπρεπε να διαβάζεται ένα τέτοιο βιβλίο. Στο έργο Η ζωή του Αγίου Γρηγορίου του δωδέκατου αιώνα, η τουαλέτα περιγράφεται ως «ένας χώρος όπου κανείς μπορεί να απομονωθεί και να διαβάσει πινακίδες άνευ παρεμβολών». Ο Χένρι Μίλερ συμφωνεί. «Την καλύτερη ανάγνωση την κάνω πάντα στην τουαλέτα», ομολόγησε κάποτε. «Υπάρχουν κομμάτια του Οδυσσέα που μπορούν να διαβαστούν μόνο στην τουαλέτα — αν κανείς θέλει να γευτεί στο έπακρο το περιεχόμενο του έργου». Για την ακρίβεια, το μικρό αυτό δωμάτιο «που προοριζόταν για ειδικότερη και χυδαιότερη χρήση» ήταν για τον Μαρσέλ Προυστ ένας χώρος «για όλες τις ενοχλήσεις μου που απαιτούν απαραβίαστη μοναχικότητα: την ανάγνωση, την ονειροπόληση, τα δάκρυα και την ηδονή των αισθήσεων».
Ομάρ Καγιάμ
Ο επικούρειος Ομάρ Καγιάμ συνιστούσε να διαβάζουμε ποίηση μεγαλόφωνα κάτω από ένα κλαδί· αιώνες αργότερα, ο σχολαστικός Σεντ Μπεβ συμβούλεψε τους αναγνώστες να διαβάζουν τα Απομνημονεύματα της κυρίας Ντε Σταλ «κάτω από νοεμβριάτικα δέντρα». «Έχω τη συνήθεια», έγραφε ο Σέλεϊ, «να ξεντύνομαι και να κάθομαι στα βράχια για να διαβάσω Ηρόδοτο μέχρι να καταλαγιάσει η εφίδρωση». Όμως δεν είναι όλοι ικανοί να διαβάζουν στο ύπαιθρο.«Σπάνια διαβάζω σε παραλίες ή σε κήπους», ομολόγησε η Μαργκερίτ Ντιράς. «Δεν μπορείς να διαβάζεις με δύο φώτα αναμμένα ταυτόχρονα, το φως της μέρας από τη μία και το φως του βιβλίου από την άλλη. Πρέπει να διαβάζεις με ηλεκτρικό φως, σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο σκιές, και μόνο η σελίδα να είναι φωτισμένη».
Είναι δυνατόν να μεταμορφώσει κανείς ένα χώρο με το να διαβάσει σ’ αυτόν. Κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών του, ο Προυστ γυρνούσε κρυφά στην τραπεζαρία όταν η υπόλοιπη οικογένεια είχε φύγει για τον πρωινό περίπατό της, βέβαιος ότι θα μπορούσε να διαβάσει με την ησυχία του, αφού για μόνη συντροφιά θα είχε «τα ζωγραφισμένα πιάτα που κρέμονταν στον τοίχους, το ημερολόγιο τοίχου όπου η σελίδα με τη χθεσινή ημερομηνία είχε μόλις κοπεί, το ρολόι και το τζάκι, που μιλούν δίχως να περιμένουν απάντηση και των οποίων η φλυαρία, σ’ αντίθεση με την ανθρώπινη λαλιά, δεν επιχειρεί να αντικαταστήσει την έννοια των λέξεων που διαβάζεις με κάποια άλλη, διαφορετική έννοια».
Δύο ολόκληρες ώρες ευδαιμονίας προτού εμφανιστεί η μαγείρισσα «για να στρώσει το τραπέζι πριν από την ώρα του· και τουλάχιστον να το έστρωνε δίχως κουβέντα! Αλλά εκείνη έπρεπε σώνει και καλά να πει: “Δεν κάθεσαι άνετα έτσι· να σου φέρω ένα γραφείο;” Και μόνο που εγώ έπρεπε να της απαντήσω: “Όχι, ευχαριστώ πολύ”, αναγκαζόμουν να βάλω άνω τελεία στην ανάγνωσή μου και να προστάξω τη φωνή μου ναεπιστρέψει από τους μακρινούς τόπους όπου είχε ταξιδέψει κι όπου επαναλάμβανε γοργά και άηχα πίσω από τα ακίνητα χείλη μου κάθε λέξη που διάβαζαν τα μάτια μου· για να μπορέσω να πω ικανοποιητικά: ”Όχι, ευχαριστώ πολύ”, έπρεπε να ξυπνήσω τη φωνή μου, να την πιέσω να βγει έξω και να την κάνω να ακούγεται πεζή, χρωματίζοντάς την μ’ έναν απαντητικό επιτονισμό που είχε χάσει». Μόνο πολύ αργότερα —τη νύχτα, μετά το δείπνο— και μόνο όταν είχαν απομείνει λιγοστές σελίδες για να αποτελειώσει το βιβλίο ξανάναβε το κερί του, με κίνδυνο όχι μόνο να τιμωρηθεί αν τον ανακάλυπταν αλλά και να μείνει ξάγρυπνος, διότι, μόλις τέλειωνε το βιβλίο, το πάθος με το οποίο είχε παρακολουθήσει την πλοκή και τους ήρωές του θα τον καθιστούσαν ανήμπορο να κοιμηθεί και θα βημάτιζε στο δωμάτιο ή θα κειτόταν ξέπνοα στο κρεβάτι του, ποθώντας να συνεχιστεί η ιστορία ή τουλάχιστον να μάθει κάτι παραπάνω για τους χαρακτήρες που τόσο είχε αγαπήσει.
t από τον Ralph Bruce
Προς το τέλος της ζωής του, φυλακισμένος σ’ ένα δωμάτιο με επένδυση φελού που ανακούφιζε λιγάκι το άσθμα του, ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι γεμάτο μαξιλάρια και δουλεύοντας υπό το φως μιας αδύναμης λάμπας, ο Προυστ έγραφε: «Τα αληθινά βιβλία πρέπει να γεννιούνται όχι από το άπλετο φως της μέρας ή τη φιλική κουβέντα, αλλά από το ζόφο και τη σιωπή». Τη νύχτα στο κρεβάτι, με τη σελίδα να φωτίζεται από ένα αχνό, κιτρινιασμένο φέγγος, εγώ, ο αναγνώστης του Προυστ, αναπαριστώ εκείνη τη μυστηριώδη στιγμή της γέννησης.

Ο Τζέφρι Τσόσερ —ή μάλλον η άυπνη αρχόντισσα στο Βιβλίο της δούκισσας— θεωρούσε την ανάγνωση πριν πέσει για ύπνο καλύτερη ψυχαγωγία από ένα επιτραπέζιο παιχνίδι:
Κι όταν ο ύπνος δεν ερχόταν,
ως αργά μες στην νυχτιά προψές,
όρθια σηκώθηκα, μαθές,
βιβλίο να φέρουν ζήτησα
κι ολονυχτίς εδιάβαζα,
για να περάσω εκείνη τη νυχτιά·
είν’ μεγαλύτερη χαρά
απ’ το να παίξω σκάκι ή ντάμα.
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο εκτός από ψυχαγωγία που αντλεί κανείς από το να διαβάζει προτού να κοιμηθεί: μια ιδιάζουσα αίσθηση μοναχικότητας και προσωπικού χώρου. Το να διαβάζεις στο κρεβάτι είναι μια πράξη εγωκεντρική, ασάλευτη, απελευθερωμένη από τις συνήθεις κοινωνικές συμβάσεις, αόρατη από τον κόσμο, μια πράξη που, επειδή γίνεται ανάμεσα στα σκεπάσματα, σ’ αυτό το βασίλειο της ηδονής και της αμαρτωλής ραθυμίας, εμποτίζεται από το ρίγος που χαρακτηρίζει όλα τα απαγορευμένα πράγματα. Ίσως είναι η θύμηση εκείνων των νυχτερινών αναγνώσεων που προσδίδει μια κάποια ερωτική απόχρωση στις αστυνομικές ιστορίες του Τζον Ντίξον Καρ, του Μάικλ Ίνες και του Άντονι Γκίλμπερτ — που τους διάβασα όλους κατά τις καλοκαιρινές διακοπές των
εφηβικών μου χρόνων. Η συνηθισμένη φράση «παίρνω ένα βιβλίο να διαβάσω στο κρεβάτι» πάντα μου φαινόταν να ξεχειλίζει από αισθησιακή προσαρμογή.
Ο μυθιστοριογράφος Γιόζεφ Σκβορέσκι περιέγραψε τις αναγνώσεις του όταν ήταν παιδί στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία, «σε μια κοινωνία που διακυβερνιόταν από μάλλον αυστηρούς και περιοριστικούς κανόνες, όπου η απειθαρχία τιμωρείται με τον παλιό, καλό, προ δόκτορος Σποκ τρόπο. Ένας τέτοιος κανόνας: το φως στην κρεβατοκάμαρά σου πρέπει να σβήσει στις εννέα ακριβώς. Τα αγόρια πρέπει να σηκώνονται στις επτά και χρειάζονται δέκα ώρες ύπνο κάθε βράδυ». Το να διαβάζεις στο κρεβάτι έγινε, συνεπώς, απαγορευμένος καρπός. «Αφού έσβηνα τα φώτα», λέει ο Σκβορέσκι, «κούρνιαζα στο κρεβάτι μου, κουκουλωνόμουν πατόκορφα με μια κουβέρτα και επιδιδόμουν στην ηδονή τού να διαβάζω, να διαβάζω, να διαβάζω. Τελικά, συχνά μετά τα μεσάνυχτα, με έπαιρνε ο ύπνος από την ηδονική εξάντληση».
[Απόσπασμα από το βιβλίο του Alberto Manguel Η Ιστορία της ανάγνωσης, μετάφραση: Λύο Καλοβυρνάς, εκδόσεις «Νέα σύνορα» — Λιβάνη, Αθήνα 1997, από το κεφάλαιο με τίτλο: «Κατ' ιδίαν ανάγνωση»].

Το σπίτι ήταν σιωπηλό

Το σπίτι ήταν σιωπηλό κι ο κόσμος ήσυχος
Ο αναγνώστης έγινε το βιβλίο· κι η νύχτα του καλοκαιριού
λες κι ήταν του βιβλίου η συνείδηση.
Το σπίτι ήταν σιωπηλό κι ο κόσμος ήσυχος.
Προφέρθηκαν οι λέξεις σαν βιβλίο να μην υπήρχε.
Μόνο που έσκυψε ο αναγνώστης στη σελίδα,
να σκύψει ήθελε, ήθελε τόσο να ’ναι
ο λόγιος, που γι’ αυτόν το βιβλίο είναι αλήθεια, που γι’ αυτόν
η νύχτα του καλοκαιριού είναι σαν την τελειότητα της σκέψης.
Το σπίτι ήταν σιωπηλό γιατί έπρεπε να είναι.
Η σιωπή ήτανε μέρος του νοήματος, του νου:
η πρόσβαση της τελειότητας στη σελίδα.
Κι ο κόσμος ήταν ήσυχος. Η αλήθεια σ’ έναν κόσμο ήσυχο
στον οποίον άλλο νόημα δεν υπάρχει, η ίδια
είναι ήσυχη, είναι νύχτα και καλοκαίρι, η ίδια
είναι ο αναγνώστης που σκύβει αργά και διαβάζει εκεί.
[Wallace Stevens, μετάφραση: Γιώργος Τσακνιάς]

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΤΕ ΤΑ ΌΝΕΙΡΑ της ΑΣΗΜΙΝΑΣ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ



Ποιόν να δικάσεις;
'Oσους παίζουν στον τζόγο
τα όνειρά σου;
Eσένα που τους αφήνεις
σιωπώντας,
(είναι και η σιωπή ήττα καμιά φορά)
ή τα ίδια τα όνειρα;
Nαι, στην εποχή των παραλογισμών,
δεν θα΄ταν απίθανο
κάποιοι να καταδικάσουνν και τα όνειρα.
Ναι, ναι, τα όνειρα φταίνε για όλα!
Πυροβολήστε τα όνειρα.
 
http://poihsh-logotexnia.blogspot.gr/2013/02/blog-post_3009.html
 

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

ΣΤΗΛΗ THE ARTMANIACS///ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ

 συνέντευξη στην ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ


Αυτές τις μέρες..έχω συντροφιά την <Μικρή Διαθήκη> σου που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Περισπωμένη...Πες μου δυο λόγια για αυτό το βιβλίο...

Τα ποιήματα της Μικρής Διαθήκης άρχισα να τα γράφω στην Μαγιόρκα τον Ιούλιο του 2009 και ολοκληρώθηκαν τον Ιούλιο του 2010 στην Σάμο. Μετά τα Όρια του λαβύρινθου (εκδόσεις Κέδρος), ποιήματα που δούλευα έξι χρόνια πριν εκδοθούν, δεν ήθελα να γράψω άλλο. Βρισκόμουν σ΄ ένα μεταβατικό στάδιο. Βαθύτατα επηρεασμένος από έναν πεσιμισμό, διάχυτο σ΄ εκείνα τα ποιήματα, ήθελα περισσότερο από όλα να αποστασιοποιηθώ. Να που η ποίηση όμως έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις. Την τελευταία μέρα στην Μαγιόρκα γεμίζει η θάλασσα μέδουσες. Εκατοντάδες μέδουσες. Κι αποφασίζω, μιας και δεν γινόταν να κάνω μπάνιο να πάρω το αυτοκίνητο και να περιπλανηθώ στην ενδοχώρα. Φτάνω σ΄ ένα γραφικό χωριό, την Ντεϊα, χτισμένο σ΄ ένα κατάφυτο λόφο και αποφασίζω να διασχίσω τα καλντερίμια του με τα πόδια. Εντελώς τυχαία φτάνω σ΄ ένα κοιμητήρι, κι εκεί αντικρίζω τον τάφο του μεγάλου Άγγλου ποιητή Ρόμπερτ Γκρέιβς. Χωρίς να το θέλω, επηρεασμένος από αυτή την τυχαία (υπάρχει τίποτα τυχαίο τελικά;) συνάντηση με έναν ποιητή που αγαπώ πολύ, άρχισα να γράφω σ΄ ένα μπλοκάκι. Δεν ήξερα τι έγραφα. Ούτε ξέρω πόσες ώρες έμεινα εκεί. Μετά, όταν δούλεψα εκείνους τους στίχους είδα ότι μπορούσαν να γίνουν μια ολοκληρωμένη ποιητική ενότητα. Δεν έγραψα κάτι άλλο, μέχρι την άλλη χρονιά, όπου πάλι τυχαία, κάθισα, έτσι απλά, κι έγραψα τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής. Δεν μου έχει συμβεί ποτέ κατ΄ αυτό τον τρόπο να εμπνευστώ, γι΄ αυτό δεν επεξεργάστηκα πολύ τα ποιήματα, αφήνοντας ανέγγιχτη εκείνη την πρώτη ύλη που μου δόθηκε. 

<Ειναι εφικτό να είμαι ποιητής προστατεύοντας τόση ύλη;>γράφεις σε ένα ποίημα...Ο ποιητής είναι και άνθρωπος,έχει προσωπική ζωή,υλικές ανάγκες,ζει σε έναν γηινο κόσμο...Που είναι η Ποίηση μέσα σε όλα αυτά;O Tιτος Πατρίκιος λέει ότι σε βρισκει η Ποιηση παντου....

Ο ποιητής δεν ήταν ποτέ ένα εξωπραγματικό όν, έτσι τουλάχιστον τον αντιλαμβάνομαι εγώ. Είναι ο πιο γήινος από τους υπόλοιπους καλλιτέχνες. Ποτέ δεν πίστεψα ότι ο ποιητής είναι κάτι το ξεχωριστό. Γράφω για την δική μου λύτρωση και μόνο, ζώντας μια εντελώς φυσιολογική ζωή, χωρίς εντυπωσιασμούς και φανφαρονισμούς. Ήταν αρχή μου να μην διαφοροποιούμαι. Με τον στίχο που αναφέρεις εννοώ πως ο διακαής πόθος καθενός μας είναι να υπερβούμε την ύλη, με ότι συμπεριλαμβάνεται σ΄ αυτή, από την ατέλεια, μέχρι την απεγνωσμένη μας προσπάθεια να κρατήσουμε κάτι ζωντανό μέσα στην φθορά, φόβους, πάθη, όλα αυτά που μας προσγειώνουν και δεν μας αφήνουν να απογειωθούμε σε μια άλλη διάσταση, όπου η πνευματικότητα θα παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Νιώθω μερικές φορές δεσμευμένος μέσα στις ίδιες μου τις ανάγκες, αναγνωρίζοντας την μικροπρέπεια μου. Συμφωνώ με τα λόγια του Πατρίκιου. Η ποίηση υπάρχει παντού. Ακόμα και στα πιο συνηθισμένα πράγματα. Ιδίως εκεί.

Λογοτεχνία και διαδίκτυο. 

Η λογοτεχνία δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη σ΄ αυτόν τον νέο τρόπο επικοινωνίας. Μου αρέσει που όσο περνά ο καιρός και φεύγει η πρώτη αμηχανία, εμφανίζονται στο διαδίκτυο ποιοτικές σελίδες που ασχολούνται με το βιβλίο. Άνθρωποι με μεράκι, με πάθος για την καλή λογοτεχνία, πραγματικοί σκαπανείς της γνώσης. Τους θαυμάζω. Η αυτοκρατορία των μίντια, που έλυναν κι έδεναν όλα αυτά τα χρόνια έχει καταρρεύσει. Μια νέα εποχή ξεκινά. Μου αρέσει που εδώ δεν υπάρχουν κλίκες, ούτε συμφέροντα. Και πιστεύω πως μέσα από το διαδίκτυο θα γνωρίσουμε τα πρώτα έργα μεγάλων συγγραφέων του μέλλοντος. 

Πώς είναι να ζεις μακριά από την Ελλάδα;

Μα και όταν ήμουν στην Ελλάδα πάλι μακριά της ζούσα. Δεν ξέρω, νιώθω χωρίς πατρίδα. Από μικρό παιδί το ένιωθα. Λες και είχα ορίσει μια δική μου φανταστική χώρα μέσα μου, χωρίς σύνορα, γλώσσα, έθιμα και ήθη. 

Ιχνη στο Χιόνι..Ενα βιβλίο που συζητήθηκε...

Όποιος αποφασίζει να γράψει κάτι για τον εμφύλιο είναι αυτομάτως και παρεξηγημένος. Μ΄ αυτό το βιβλίο ήθελα να αφηγηθώ πως βιώνει ένα παιδί τον πόλεμο, ορφανό, χαμένο στα βουνά με τους αντάρτες. Δεν έγραψα πολιτικό ούτε ιστορικό μυθιστόρημα. Κι όμως, η επίσημη κριτική μίλησε αρνητικά για το βιβλίο ότι δεν καταφέρνω να παρουσιάσω κάτι καινούργιο για τον εμφύλιο, μια νέα ματιά πάνω στα πράγματα. Μάλιστα ενόχλησε που ο πρωταγωνιστής, ηλικιωμένος πια, αποφασίζει να φύγει από το κομμουνιστικό κόμμα, απογοητευμένος από την Αριστερά. Βέβαια, αν το κοιτάξουμε λογοτεχνικά, σαν πρώτο βιβλίο έχει προβλήματα, μιας και δεν είχα γράψει μέχρι τώρα πεζό, από την άλλη όμως ήταν μια προσπάθεια να διασώσω μια αληθινή ιστορία. 

Θεός;

Πιστεύω στο θείο, γιατί είναι η πηγή της έμπνευσής μου. Η φύση, ο ίδιος ο άνθρωπος. Δεν θα μπορούσα να θαυμάζω την δημιουργία, χωρίς να πιστεύω σ΄ ένα νοήμονα Δημιουργό.

Παρακολουθείς τα πολιτικά πράγματα;

Φυσικά. Αλλά είμαι τόσο απογοητευμένος που δεν με ενδιαφέρει πια το άθλημα. Έχουν ισοπεδωθεί όλα. Κάθε ιδεολογία, κάθε αξία. Διανύουμε την εποχή του κίβδηλου, του επιφανειακού, του ψεύτικου. Οι πολιτικοί μου θυμίζουν μαριονέτες. Απορώ που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που πιστεύουν σ΄ αυτούς. Μπορεί να ακούγομαι υπερβολικός, αλλά η πολιτική της Ευρώπης σήμερα δεν σέβεται τον πολίτη. Έχουμε γίνει απλά ανώνυμα πιόνια μιας μηχανής που παράγει το μεγάλο Τίποτα. Και στην Ελλάδα, αλλά και στην Γερμανία, όλα έχουν θυσιαστεί στο βωμό του χρήματος. 

Aγαπημένοι σου ποιητές,συγγραφείς και μεταφραστές.

Αντί να πω για τους κλασσικούς, που ούτως ή άλλως αγαπώ, θα αναφέρω σύγχρονους που με τα γραπτά τους με έχουν ταξιδέψει. Σωτήρης Σελαβής. Η Κασετίνα του είναι ότι καλύτερο έχω διαβάσει από ποίηση τα τελευταία χρόνια. Κώστας Κουτσουρέλης με τον υπέροχο σε ρυθμό Αέρα Αύγουστο. Γιάννης Σμυρλής με το Κονσέρτο για σιωπή. Τα ποιήματα της Βανέσσας Καραγεώργου, παρ΄ όλο που δεν έχει εκδώσει ακόμα κάποιο βιβλίο. Ο Χρήστος Αστερίου, ο Γιώργος Ξενάριος, ο Χρήστος Αγγελάκος, όπου με τα βιβλία τους είδα τον κόσμο αλλιώς. Τα ποιήματα της Σιγούρου και του Γιώργου Μπλάνα. Μεταφραστές. Ο Αχιλλέας Κυριακίδης και ο Ανταίος Χρυσοστομίδης. 

Πιστεύεις στα λογοτεχνικά βραβεία;

Έχω αρκετές αμφιβολίες για τα λογοτεχνικά βραβεία. Δεν θα το αρνηθώ, αν κάποτε μου δοθεί κάποιο, αλλά δεν ξέρω σε τι πραγματικά βοηθά ένα βραβείο. Στο να ταΐσω την ματαιοδοξία μου; Τότε δεν έχει νόημα. Στο να διαδοθεί το έργο μου; Τότε καλώς. 

Tελευταία γινεται προσπάθεια για την διάδοση και εδραίωση του ψηφιακού βιβλίου...

Όσο και παθιασμένος να είμαι με το χαρτί το ψηφιακό βιβλίο μπήκε στην ζωή μας. Πάντα θα αγοράζω βιβλία, αλλά δεν θα είχα πρόβλημα να κυκλοφορούν τα βιβλία μου ψηφιακά. Το θέμα είναι να φτάνει το βιβλίο στους αναγνώστες. Τι να το κάνω αν μένει αδιάβαστο και σκονισμένο στο ράφι; Σήμερα, που πολλοί δεν διαθέτουν τα λεφτά να αγοράσουν ένα βιβλίο που στοιχίζει 20 ευρώ, το βλέπω θετικό που υπάρχει και το φτηνό ψηφιακό βιβλίο.

Διαβάζεις κάτι τώρα;

Τη βιογραφία του Έρμαν Έσσε.

Γράφεις κάτι τώρα;

Εύχομαι μέχρι το καλοκαίρι να τελειώσω το καινούργιο μου μυθιστόρημα. Άρχισα να το γράφω τον Ιανουάριο του 2011 και τώρα κοντεύω να το ολοκληρώσω.

Ποιό το μέλλον της ποίησης;

Το μέλλον της ποίησης εξαρτάται από το μέλλον του ανθρώπου. Αν πάψουμε να υπάρχουμε θα πάψει να υπάρχει και εκείνη. Είναι άρρητα συνδεδεμένη με τις συναισθηματικές μας ανάγκες. Ή όπως λέει ο αγαπημένος μου Πάουλ Τσελάν: «Η ποίηση, κυρίες και κύριοι, αυτή η αναγόρευση της καθαρής θνητότητας και του μάταιου επ΄ άπειρον»!

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ///ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


 




Γερνούν όλα

                             


Γερνούν όλα μα μένουν αναλλοίωτοι οι ρόλοι
Η ηθοποιία εξέχει με την ματαιοδοξία της
Κάθε καλλιτέχνης είναι λάβαρο έπαρσης
Είδα πολλές πόλεις- άλλες βυθίζονταν στον κραταιό ήλιο
Κι άλλες έπιναν ζοφερή συννεφιά
Οι άνθρωποι όμως ίδια επαγγέλονταν εγωισμό και πάθος
Ζητώντας της φιλαυτίας σκοπό
Εφτά νάνοι οχτώ νάνοι όλοι τους νάνοι
Με καψαλισμένη ψυχή-
Ονειρεύτηκα μια παραλία που να κάθομαι μόνος
Πάνω στα βότσαλά και παίζοντας κιθάρα
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο καθ’ όλα αθώος
Κατανοώντας τα παράδοξα της ποίησης
Ανασαίνοντας λευκά και σμίγοντας με γυναίκες άφραστου κάλλους
Τι φιλί αλήθεια το φιλί τους!
Μετά νύχτωνε οι σκιές μεγάλωναν για να τρομάξουν τον ταξιδευτή
Στον εθνικό δρόμο λείπαν τα φώτα
Πέρασα πολλά φτωχικά χωριά που δεν ανάβαν τα φώτα τους
όλοι πεθάναν νωρίς ή
Μπορεί για κάτι να είχανε λείψει..
Έτσι όπως το σκέφτομαι κάτι φορές
Μια μέρα θα μετακομίσω απλά απλούστερα απ’ ό,τιδήποτε
Σ’ έναν σκοτεινό ευανάγνωστο θάνατο.
Ως τότε καλουπώνω το χάος
Και το ραπίζω να εξαφανίσει την γκίνια του
και να γίνει βουρλισμένος αυλός!
                                                        

                                                                             1.6.2012       Βουδαπέστη…


***************


Η  ζωή σκηνοθετεί

 


Πάντα στα ψέματα-
Η ζωή σκηνοθετεί μα οι ηθοποιοί της
κομπάρσοι αγράμματοι είναι·
Λείπει το φως της γνώσης κι η ευρεία συνείδηση.
Ελληνικά στοχάζεται η μελαγχολία μου.
Υποβάλει τα γεγονότα μου σε μαρασμό.
Με διδάσκει
αυτοσαρκασμό και κατάθλιψη.
Θέλω να ζωστώ εκείνες τις εκρηκτικές σκέψεις μου και καμικάζι
αυτοκτονίας να εκραγώ ανάμεσα στους λέοντες
«αποθανέτω η ψυχή μου..»
που θέλουνε να με κατασπαράξουν.
Παλεύοντας με τα σεντόνια και που ήρθε, να, πρωί.
Με κούρασαν οι άνθρωποι. Καταφεύγω
στο καβούκι της μοναχικής κάμαράς μου.
Σπατάλησα πολλά αισθήματα-
όλα τα πήρε ο άνεμος.
Αθώος μιαν ανάσα ρήματος
παίρνω κι αυτό που μου ανήκει:
φρικώδη θλίψη. Κι όμως-
αγαπούσα το φως.
Κυκλοθυμικά επάνω μου χτυπιούνται οι που αγάπησα
ιδέες. Με πάνε στην αντίφαση.
Ακροατήριό μου όλοι όσοι τους αγνόησα
κάποτε άθελά μου-
Τώρα ψαύω τα λόγια τους, πολύ προσεκτικός είμαι
απέναντι στο δικό τους φεγγάρι.
Νάτο που ήρθε το πρωί! Την νύχτα
έσβησα όλα τα άστρα κι αμφισβήτησα κάθε αρχιτεκτονική του σύμπαντος-
Νάτο που θες την γόνιμη παρεκτροπή μου!
Παλεύω με μια κούπα
καφέ. Δηλητήριο είναι κάποια ώρα οι λέξεις.
Μπορεί και να πέθανα
κι ίσως δεν το ‘χω καταλάβει. Η φωνή μου έχει αντίλαλο
στον γκρεμισμένο οίκο της μέρας.
Μοναστηριακός τόσο που θα με πάρει ο διάβολος- και δεν φοβάμαι.
Αφήνω την κουτσουλιά του πουλιού πάνω στο καθαρό ρούχο μου.
Πείσμα που έχω!
Μόνο με το πανηγύρι της φύσης διασκεδάζω
και με σένα που θα με διαβάσεις όπως για να μ’ ερωτευτείς..

31.7.2011 


***************

Σπουδή θανάτου




Είναι μια σπουδή θανάτου που ξοδεύεται μες την ανάσα

Είναι μια ματαιότητα των ματαιοτήτων που ξεγυμνώνει τα πράγματα και τα κάνει ηθελημένα τυφλά

Είναι μια καταχρηστική χειμωνιά που κάνει τις σκέψεις να κουλουριάζονται νωχελικά γύρω από το τζάκι μιας μισοσβησμένης ελπίδας

Είμαι εγώ που δεν είδα πόσο έχω σφάλλει γκρινιάζοντας για να μου δώσει ο θεός ένα κομμάτι παράδεισο

Είναι η τελετή του δειλινού όταν ο ήλιος συμβολίζει το νυν που χάνεται μες το αμήν μιας νύχτας που έρχεται

Είναι η ποίηση που πίστεψα μέχρις θανάτου.



Οι μέρες που θα ζήσω είναι ακαδημαϊκά συμφωνημένες

Και ενέχουν πλησμονή φιλοσοφημένου αγάλματος που κοιτά

μες από μια δική του σιωπή

Και θέλει όλα μονομιάς μες από την ακινησία του για πάντα να ξεκαθαρίσει.



Είναι αυτά που πίστεψα μα και πιστεύω κι όταν θα ‘ρθουν να με βρουν

Τα κόκαλά μου θα έχουν φθαρεί τόσο που εγώ θα κουτσαίνω

Ξέροντας πια καλά τους νόμους που επιβάλλει η σατανική φθορά..


                                                                                          22.1.2012


***************

Γυναίκα
 

Νύχτα μεγάλη αστροφεγγιά κι αιθρία συλλαβίζοντας
Στ’ αλφαβητάρι ενός άστρου την γαλήνη.

Τοπία που μέσα τους σε ήπιανε
Τοπία που με κομμάτιασαν κι εσύ ήσουν μακριά
Ανάγνωθες την ζωή μακριά από την ζωή μου.

Γυναίκα, δεν υπήρξες ή υπήρξες
Καλουπωμένη μέσα σ’ ένα όνομα όταν ανέβαινα
Βιαστικός τα σκαλοπάτια της ηλικίας σου
Να σε φιλήσω στα χείλη;

Σε βρήκα θεόρατη να πάλλεσαι από φωτιά
Δίπλα μου
Μέσα μου
Γρατζουνώντας με απομέσα
Να ξεφλουδίσω να βγεις…
Πού να πας;
Η θλίψη καραδοκεί από παντού..

Εσύ λαξευμένη στην πέτρα στο στεγνό τούτο τοπίο
Την άνυδρη έκταση
Από βουνό και αμπέλια.

Με τα βέλη των ματιών σου αναδύεσαι από την πέτρα
Κοιτάζεις ολόγυρα και φτιάχνεις
Ένα φωνήεντο χαράς!
Ζουζουνάκι τρελό που παίζοντας μ’ άγγιξε!

Όχι η αυγή που γαντζώνεται με μανία στις βουνοκορφές
Που σου χτενίζει τα μαλλιά διαμαντικά- όχι
Η ώρα του μεσημεριού
Που λιγώνονται μυριάδες τζιτζίκια
Σε τετέρισμα μονότονο- όχι

Στο ύψος ενός λουλουδιού που τσάκισε
Η ζωή σου στέκει
Εκεί
Γίνεται καθρέφτης
Μέσα του αναγνωρίζω
Το άδικο και τον αδικημένο..


Ξέρω να πω την εύρωστη καρδιά που θα μιλήσει κάποτε
Αρθρώνοντας το φοβερό μυστικό
Της αλήθειας!


1983 

  



Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Πενήντα πηγές για δωρεάν ελληνικά και ξενόγλωσσα βιβλία, ebooks, audio books

http://xenesglosses.eu/2012/06/ebooks-audio-books/

 

Δικαίωμα στη γνώση πρέπει να έχουν όλοι

 

 

Η ανάγνωση βιβλίων πρέπει να είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της επιβίωσης μας. Οι λόγοι; Πολλοί. Αυξάνουν την ικανότητα μας στο να εκφράζουμε αυτά που νιώθουμε, μας κάνουν να σκεφτόμαστε καλύτερα, να αναπτύσσουμε την φαντασία μας, μας ηρεμούν όταν είμαστε αγχωμένοι, μας κάνουν πιο ισχυρούς απέναντι στους κάθε λογής εκμεταλλευτές, μας ταξιδεύουν σε διαστάσεις που δεν θα είχαμε την δυνατότητα να πηγαίναμε ποτέ και μας βοηθάνε σε τόσα πολλά άλλα πράγματα…
Δωρεάν e-books στο internet.
http://books.google.com/ Πληροφορίες σχετικές  : εδώ
Ξενόγλωσσα ebooks
free audio books
Ανταλλαγές βιβλίων
Δανειστικές βιβλιοθήκες
Λίστα βιβλιοθηκών, για Αθήνα :εδώ
και για Θεσσαλονίκη :εδώ
Μεταχειρισμένα βιβλία
Πληροφορίες για σχετικά μαγαζιά στην Αθήνα  : εδώ
βιβλία σε μισή τιμή μπορείτε να βρείτε εδώ :http://www.halfprice-books.gr/
Βιβλία stock
Στην Θεσσαλονίκη υπάρχει το ΒΙΒΛΙΟSTOCK στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ 8 στο κέντρο. Στην Αθήνα σχετικά βιβλιοπωλεία μπορείς να βρεις : εδώ
Υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι, το μόνο που χρειάζεται από σένα είναι η κινητοποίηση.
Πηγή:Roadartist

ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ //ΜΙΣΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



  •                                                    
                                    









    Μίσος, πάναγνο, πεντακάθαρο, χωρίς ρωγμές ενοχών. Έτσι μεταλλάσσεται το πάθος. Παίρνεις το οπάλιο του έρωτος στα χέρια σου κι εκεί που ιριδίζει, ξαφνικά γίνεται μαύρο. Είναι όλα μια ανάσα, ένα γύρισμα στο συλλογισμό, ένα μικρό κενό που γεμίζει κι όλα κουμπώνουν. Χθες μπορεί να περπατούσες και ν’ άστραφτες. Σήμερα ζεις μέσα στην ορμή της σχάσης: το μίσος σε γέμισε, σε έψαυσε με το ζεστό του χέρι.
    Όταν φτάσεις να καταλάβεις ότι πίσω από το ενδιαφέρον, τη φιλία, τον έρωτα οι άνθρωποι ανοίγουν τα μπακαλοτέφτερά τους και σημειώνουν τα κέρδη –γιατί μόνο τα κέρδη είναι γι’ αυτούς και για το δικό σου ψυχικό υλικό που σώνεται, πάντα ζημία- τότε πια σκύψε και ασπάσου τις εικόνες του ερέβους. Η μια λύση είναι να κλειστείς στον τάφο σου για ένα-δυο χρόνια. Η άλλη λύση είναι να θρέψεις το σαράκι σου με σχέδια που θα ανατρέψουν τους θριάμβους τους, να γεμίσεις τους ισολογισμούς των καλών σου φίλων, των αγαπημένων, των εντιμότατων συναδέλφων, με επισφάλειες και να σταθείς απέναντι να καμαρώσεις τα έργα σου.
    Υπάρχει και μια τρίτη. Αυτό το σημείο του στέρνου που πονάει, να το πετρώσεις, να το πετάξεις στα σκυλιά που τα λένε Λήθη και Λησμοσύνη. Θα μου πεις, έτσι όπως πάει, σε τούτα τα χρόνια τα τσιγκούνικα που ζούμε, δεν θα σου μείνει μαλακό κομμάτι. Στο τέλος-τέλος, θα έχεις μέσα σου κενοτάφιο κι όχι ψυχή.
    Τι να σου πω κι εγώ; Πώς να φωνάξω μια απάντηση; Δεν έχω πια στόμα. Η γλώσσα μου είναι χρόνια κρεμασμένη, παντιέρα στο σκυλοπνίχτη ενός δολερού ερωτιδέως. Και η καρδιά μου σαπίζει μαζί μ’ ένα μαγιάτικο στεφάνι στα πόδια του πέτρινου κρεβατιού ενός άντρα που κάποτε νόμιζα ότι αγάπησα πολύ.
  •  
     

ΠΑΖΑΡΙ ΒΙΒΛΙΩΝ ΔΙΟΡΓΑΝΩΝΕΙ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΜΠΙΣΤΡΟ

To  Λογοτεχνικό Μπιστρό διοργανώνει παζάρι βιβλίων!!!Το varelaki  στηρίζει  αυτην την  όμορφη κίνηση!!!
Δείτε εδώ το σχετικό link:

http://literarybistro.blogspot.gr/2013/02/blog-post.html

NA KAI TO  ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ  ΜΠΙΣΤΡΟ:





Παζάρι Βιβλίων! Μπείτε στην κλήρωση!


Θέλετε να κερδίσετε κάποιο από τα παρακάτω βιβλία; Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook αν δεν έχετε κάνει ήδη και στείλτε μας email στο contact@stellasliterarybistro.com με τον τίτλο του βιβλίου που επιθυμείτε στο θέμα. 

Μπορείτε να ζητήσετε όσα βιβλία θέλετε, αλλά πρέπει να στέλνετε άλλο email κάθε φορά με θέμα τον τίτλο του κάθε βιβλίου που σας ενδιαφέρει. Μην ξεχάσετε να γράψετε ταχυδρομική διεύθυνση για την αποστολή των βιβλίων. Αν δεν σταθείτε τυχεροί στην κλήρωση για το βιβλίο που επιθυμείτε και εφόσον υπάρχουν επιπλέον αντίτυπα άλλων βιβλίων, θα μπείτε στις επόμενες κληρώσεις.

Αν κάποιο βιβλίο προσφέρεται ως έντυπο και ως ebook, διευκρινίστε ποιο από τα δύο σας ενδιαφέρει. Μπορείτε να δείτε πόσα αντίτυπα είναι διαθέσιμα για κάθε βιβλίο για να ξέρετε τις πιθανότητες να το κερδίσετε.

Αφήστε μας σχόλια εδώ και στο Facebook για το παζάρι μας και πείτε μας αν θέλετε να το επαναλάβουμε πολλές φορές στο μέλλον!

Ευχαριστούμε θερμά τους συγγραφείς και τους εκδότες που παραχώρησαν τα βιβλία. Πατήστε τους συνδέσμους στο όνομά τους για να μάθετε περισσότερα γι΄αυτούς.

Σημείωση1: Οι συμμετέχοντες πρέπει να είναι κάτοικοι Ελλάδας. Εξαιρούνται τα e-book και τα αγγλόφωνα βιβλία τα οποία μπορούν να αποσταλούν σε Ευρώπη και Αμερική.

Σημείωση2: Τα στοιχεία σας θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο για την αποστολή των βιβλίων και μετά θα καταστραφούν :-)

ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ///ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ-ΗΡΩ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ

Τι διαβάζουμε σε ένα ποίημα;
Ό,τι βλέπουμε; Ό,τι νιώθουμε; Ό,τι είμαστε;

Δυο ποιήτριες διαφορετικής ηλικίας και διαφορετικής
ποιητικής γενιάς, η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου και η Ηρώ Νικοπούλου, ποιήτρια και ζωγράφος, θα δώσουν διαβάζοντας τη δική τους απάντηση.



Αλλά τα ποιήματα θα είναι εκεί, για να διαβάσετε εσείς οι ίδιοι και να δώσετε τη δική σας. Χωρίς "παρουσιαστή", χωρίς "κανόνες".  Όσοι αγαπάτε την καλή  ποίηση  προσέλθετε!!!!


Free Thinking Zone, 7:00 μ.μ., Σκουφά 64 και Γριβαίων
7 Μαρτίου 2013

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Οταν ο έρωτας κρατά ... χαρτί και μολύβι/// της ΛΟΥΙΖΑΣ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ



 

Για τίποτε άλλο δεν έχουν επιστρατευθεί τόσες λέξεις προκειμένου να το σχολιάσουν όσο για την απουσία του αγαπημένου ή της αγαπημένης. Τα ερωτικά γράμματα των μεγάλων συγγραφέων, καλλιτεχνών ή και πολιτικών δεν αποτελούν απλώς λογοτεχνικά έργα αλλά είναι και άκρως αποκαλυπτικά «Τι θα μπορούσε να εκφράσει μια επιστολή που δεν θα το εξέφραζε χίλιες φορές καλύτερα μια λέξη, ένα βλέμμα ή ακόμη και η σιωπή;» αναρωτιέται μία από τις ηρωίδες των «Επικίνδυνων σχέσεων» (1782) του επιστολογραφικού μυθιστορήματος του Γάλλου Σοντερλό ντε Λακλό. Η «ακούσια» απάντηση του Γκαίτε: «Γιατί ξανά καταφεύγω στη γραφή; / Αγαπημένη μη με ρωτάς τόσο αδυσώπητα / Γιατί είν' αλήθεια πώς τίποτε δεν έχω να σου πω. / Αλλά, τ' αγαπημένα χέρια σου, όπως και να 'ναι, / θα δεχτούν το σημείωμα αυτό». Απαραίτητη προϋπόθεση για τη γένεση μιας ερωτικής επιστολής: η απουσία. Η ανάγκη για την καταγραφή των συναισθημάτων στο χαρτί (η αίσθηση κενού, ο πόνος, η αμφιβολία, αλλά και η αγάπη, η ελπίδα, η αναπόληση τρυφερών στιγμών) δεν γεννάται παρά μόνο όταν το αντικείμενο του πόθου δεν είναι άμεσα προσιτό.
Η ερωτική επιστολή παρουσιάζει έτσι μια ιδιόμορφη πρόκληση ­ πώς να βρει κανείς ποικίλους λεκτικούς τρόπους να πει ουσιαστικά ένα απλό πράγμα: «Μου λείπεις». Οσα άλλα στοιχεία ή πληροφορίες και να παρέχει ο γράφων (τι φοράει, πού βρίσκεται, τι είδε στο όνειρό του χθες βράδυ...) καταλήγει μοιραία στην ίδια ευχή: «Μακάρι τώρα να ήμουν δίπλα σου».
Είναι σίγουρα πολύ δύσκολο να κρίνει κανείς κάτι τόσο προσωπικό με αντικειμενικά κριτήρια. Σίγουρα όμως υπάρχουν κάποιες ερωτικές επιστολές που ξεφεύγουν από τα στενά εκφραστικά πλαίσια του μέσου επιστολογράφου και εκτοξεύονται σε ύψη λυρικά, ποιητικά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περιπτώσεις αυτές συνήθως προκύπτουν από τα ασκημένα χέρια μεγάλων συγγραφέων ή καλλιτεχνών. Σας παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Χένρι Μίλερ - Αναΐς Νιν


Η ερωτική σχέση τους ήταν αλληλένδετη με τη... συγγραφική: εκείνος συμπεριελάμβανε αποσπάσματα από την αλληλογραφία τους στα ημιαυτοβιογραφικά μυθιστορήματά του (π.χ. «Ο τροπικός του καρκίνου», 1934), ενώ εκείνη κρατούσε αντίγραφα των γραμμάτων της για τον εμπλουτισμό του ημερολογίου της. Και οι δύο ήταν πρωτοποριακοί ­ τόσο σε σεξουαλικό επίπεδο όσο και σε λογοτεχνικό. «Ο Τροπικός του Καρκίνου» είχε απαγορευθεί επί σειρά ετών σε πολλές χώρες και «Ο Τροπικός του Αιγόκερω» δεν κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ παρά μόνο το 1962 (33 χρόνια μετά τη δημοσίευσή του στη Γαλλία). Τα ημερολόγια της Νιν ήταν τόσο «γλαφυρά» όσον αφορά τις εξωσυζυγικές περιπέτειές της, που απέφυγε να τα φέρει στη δημοσιότητα όσο ο σύζυγός της ζούσε. Τελικά εκδόθηκαν μετά θάνατον ­ όλα εκτός από έναν τόμο τον οποίο η ίδια περιέκοψε εκτεταμένα. Ηταν και οι δύο κυνηγοί των έντονων εμπειριών και ασπάζονταν το «πιστεύω» του Μίλερ ότι «πιο πρόστυχη από όλα είναι η αδράνεια».
«Αναΐς, με κάνεις απίστευτα ευτυχισμένο έτσι όπως με κρατάς αδιάσπαστο ­ με αφήνεις να είμαι ο καλλιτέχνης χωρίς να καταργείς τον άνδρα, το ζώο, τον πεινασμένο, ακόρεστο εραστή. Καμιά άλλη γυναίκα δεν μου έχει δώσει όλα τα προνόμια που έχω ανάγκη· και εσύ, που τραγουδάς τόσο χαρούμενα, ναι, με προσκαλείς να πάω μπροστά, να είμαι ο εαυτός μου, να διακινδυνεύω τα πάντα. Σε λατρεύω γι' αυτό. Εκεί είναι που ξεχωρίζεις από τις άλλες γυναίκες, εκεί είναι που είσαι μια βασίλισσα. Γελάω τώρα μόνος μου καθώς σε σκέφτομαι. Δεν φοβάμαι καθόλου τη θηλυκότητά σου. Και πόσο έκαιγες χθες ­ μου άρεσε αυτό ­, διαφορετικά δεν θα το ήθελα. Βλέπεις, παρά τις υποψίες μου, δεν ήμουν προετοιμασμένος για την καταιγίδα που ξεσήκωσες... Και σήμερα, παρ' όλο που σφύζω από υγεία, νιώθω μια γλυκιά παράλυση στα μπράτσα μου ­ είναι επειδή σε κρατούσα τόσο σφιχτά... Εύχομαι να μπορούσα να τη διατηρήσω» (10 Μαρτίου 1932, Hotel Central, Παρίσι).
Αναΐς Νιν - Τζουν Μίλερ
Η Νιν άρχισε να κρατά ημερολόγιο το 1914, όταν ήταν 11 χρόνων, και δεν σταμάτησε να γεμίζει τις σελίδες του σε καθημερινή σχεδόν βάση ως τον θάνατό της, το 1977. Αν και ασχολήθηκε με άλλα λογοτεχνικά είδη, θεωρούσε ότι το ημερολόγιό της αποτελούσε την πιο αυθεντική μορφή έκφρασης. Χάρη στο έργο αυτό μαθαίνουμε ότι εκτός από τον Χένρι Μίλερ, η Νιν ένιωσε έντονη ­ και μάλιστα εντονότερη ­ ερωτική έλξη για τη γυναίκα του συγγραφέα, την Τζουν. Η Νιν περιγράφει πως όταν γνώρισε την Τζουν για πρώτη φορά στο Παρίσι «ο Χένρι έσβησε. Εκείνη ήταν χρώμα, λάμψη, ιδιαιτερότητα... η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο». Πέρασαν μαζί τέσσερις εβδομάδες, κατά τη διάρκεια των οποίων αντάλλασσαν δώρα και φιλιά. Δεν ολοκλήρωσαν σεξουαλικά τη σχέση τους και η Τζουν επέστρεψε τελικά στη Νέα Υόρκη. Η Νιν και ο Μίλερ συνέχισαν να είναι μαζί. Συχνά ο ένας κατηγορούσε τον άλλο ότι σκεφτόταν την Τζουν. Το ημερολόγιο της Νιν τελειώνει αινιγματικά (όσον αφορά το συγκεκριμένο τρίγωνο): «Ο Χένρι έρχεται σήμερα το απόγευμα και αύριο θα βγω με την Τζουν».
«Τζουν... Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν θα σε ξαναδώ να έρχεσαι προς το μέρος μου, ξεπροβάλλοντας από τα σκοτάδια του κήπου. Περιμένω μερικές φορές στο σημείο όπου συνηθίζαμε να συναντιόμαστε, προσδοκώντας να σε δω ξανά να περπατάς προς το μέρος μου, ξεμακραίνοντας από το πλήθος ­ εσύ, τόσο ξεχωριστή και μοναδική. Οταν έφυγες, το σπίτι άρχισε να με πνίγει. Ηθελα να βρεθώ μόνη μου με την εικόνα σου... Νοίκιασα λοιπόν ένα στούντιο στο Παρίσι, ένα μικρό, ετοιμόρροπο διαμερισματάκι και καταφεύγω εκεί τουλάχιστον λίγες ώρες την ημέρα. Ποια είναι όμως αυτή η "άλλη" ζωή που θέλω να ζήσω χωρίς εσένα; Μερικές φορές πρέπει να φαντασθώ ότι είσαι παρούσα, Τζουν. Νιώθω σαν να θέλω να γίνω εσύ. Ποτέ άλλοτε δεν θέλησα να γίνω κανένας άλλος εκτός από τον εαυτό μου. Τώρα θέλω να λιώσω μέσα σου, να έρθω τόσο απίστευτα κοντά σου που ο εαυτός μου να εξαφανισθεί...» (Φεβρουάριος 1932, Παρίσι).
Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ - Μαίρη Γουέλς
Η ερωτική ζωή του είναι σχεδόν τόσο γνωστή όσο και τα μυθιστορήματά του. Εκανε τέσσερις γάμους και η Μαίρη Γουέλς ήταν η τελευταία στη σειρά. Γνωρίστηκαν στο Λονδίνο, όπου εκείνη δούλευε ως ρεπόρτερ. Ο Χέμινγκγουεϊ ήταν τότε ακόμη παντρεμένος με την τρίτη γυναίκα του, τη Μάρθα Γκέλχορν, σκεφτόταν όμως σοβαρά να χωρίσει. Μια ημέρα, μπαίνοντας σε ένα λονδρέζικο εστιατόριο , συνάντησε ένα γνωστό του που έτρωγε με μια γοητευτική ξανθιά. Κάθησε στο τραπέζι τους και όταν έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις ο Χέμινγκγουεϊ δεν δίστασε να ζητήσει από τη συνοδό τού φίλου του να βγουν για φαγητό. Εκείνη, που δεν ήταν άλλη από τη μελλοντική κυρία Χέμινγκγουεϊ, δέχτηκε. Ετσι εν μέσω πολέμου ξεκίνησε μια ρομαντική ιστορία που διακόπηκε από την αναχώρηση του ήρωά μας για την Ευρώπη. Η σχέση ενδυναμώθηκε μέσα από την τακτική αλληλογραφία του ζευγαριού που δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει ο πόλεμος για να επανασυνδεθεί στο ρομαντικό Παρίσι. Τελικά το όνειρό τους πραγματοποιήθηκε: έμειναν στο δωμάτιο 31 του «Ritz», όπου, σύμφωνα με τη Μαίρη Γουέλς, τρέφονταν «σχεδόν αποκλειστικά με σαμπάνια Lanson Brut και το θαύμα της συνύπαρξής μας έπειτα από τόσο καιρό». Το γράμμα που ακολουθεί στάλθηκε από τη Γερμανία, όπου ο Χέμινγκγουεϊ ταξίδευε ως πολεμικός ανταποκριτής:
«Αγαπημένη μου, αυτό δεν είναι παρά μια υπενθύμιση του πόσο σ' αγαπώ. Δειπνήσαμε εδώ με τα παιδιά, αν και δεν υπήρχε τίποτε αλκοολούχο για να ολοκληρωθεί η βραδιά. Ο Στίβι γράφει ένα γράμμα στην κοπέλα του στην Αμερική... Μου διαβάζει αποσπάσματα και εγώ είμαι ευτυχισμένος και γουργουρίζω σαν ένα γέρικο θηρίο της ζούγκλας επειδή σε αγαπάω και με αγαπάς... Γι' αυτό να προσέχεις τον εαυτό σου για χάρη μου και για χάρη μας και μαζί θα δώσουμε την καλύτερη δυνατή μάχη ­ ενάντια στην μοναξιά, στην γκαντεμιά, στον θάνατο, στην αδικία, στην τεμπελιά (τον παλιό αυτόν εχθρό μας), στα υποκατάστατα, στους φόβους και όλα τα άλλα ασήμαντα πράγματα ­ για χάρη του τρόπου που κάθεσαι με την πλάτη ίσια στο κρεβάτι και είσαι πιο αξιαγάπητη από κάθε προτομή που στόλισε ποτέ την πλώρη καραβιού ή έγειρε στο πλάι από το φύσημα του αγέρα ­ και για χάρη της καλοσύνης, της σταθερότητας, της αγάπης μας και των αγαπημένων μερόνυχτων που περάσαμε στο κρεβάτι...» (13 Σεπτεμβρίου 1944).
Πάμπλο Νερούντα - Ματίλντε Ουρούτια
Γεννημένος στη Νότια Χιλή το 1904, ο Νερούντα ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς και παραγωγικούς ποιητές της Λατινικής Αμερικής, με περισσότερα από 30 βιβλία στο ενεργητικό του. Εκτός από ποιητής, αντιπροσώπευσε τη χώρα του και ως διπλωμάτης από το 1926 ως το 1938 σε διάφορα μέρη της Απω Ανατολής και της Ισπανίας, όπου έζησε από κοντά τον Εμφύλιο. Πίστευε ότι ο ποιητής οφείλει να συμμετέχει στα κοινά και δεν διαχώριζε την ποίηση από την πολιτική. Παράλληλα όμως με τα πολιτικοποιημένα ποιήματά του, ο Νερούντα έγραψε και μεγάλο αριθμό προσωπικών και οικείων ποιημάτων. Τα πιο ερωτικά από αυτά περιλαμβάνονται στη συλλογή «Εκατό ερωτικά σονέτα» και απευθύνονται στη Ματίλντε Ουρούτια, με την οποία άρχισε να συζεί το 1955.
«Αγαπημένη μου γυναίκα, υπέφερα όσο έγραφα αυτά τα σονέτα, μου προκαλούσαν πόνο και θλίψη, η ευτυχία όμως που νιώθω τώρα που σ' τα προσφέρω είναι τεράστια σαν μια σαβάνα. Οταν ξεκίνησα αυτό το εγχείρημα, ήξερα πολύ καλά ότι πάνω στο σώμα των σονέτων οι ποιητές όλων των εποχών έχουν σμιλέψει ρυθμούς από ασήμι, κρύσταλλο ή μπαρούτι. Εγώ όμως ­ με μεγάλη ταπεινοφροσύνη ­ έφτιαξα τούτα εδώ τα σονέτα από ξύλο: τους έδωσα τον ήχο αυτής της στέρεης, αγνής ύλης και με αυτόν τον τρόπο πρέπει να φθάσουν στα αφτιά σου. Περπατώντας μέσα από δάση ή σε παραλίες, δίπλα σε κρυμμένες λίμνες, εσύ κι εγώ έχουμε κατά καιρούς μαζέψει κομμάτια από φλοιούς δένδρων, κομμάτια ξύλου που έχουν υποστεί τις μεταβολές του νερού και του καιρού. Πήρα αυτά τα μαλακά λείψανα και χρησιμοποίησα το τσεκούρι, τη ματσέτα και το σουγιά και έκοψα δεκατέσσερις σανίδες για το καθένα, για να χτίσω μικρά ξύλινα σπιτάκια, ώστε τα μάτια σου που λατρεύω και τους τραγουδάω να μπορέσουν να κατοικήσουν μέσα τους...» (Οκτώβριος 1959). [Σημ.: οι 14 σανίδες αναφέρονται στους ισάριθμους στίχους ενός σονέτου.]
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα - Σαλβαντόρ Νταλί


Οταν ο Λόρκα συνάντησε τον Νταλί το 1923, ο ψηλόλιγνος ζωγράφος φορούσε κομψά ρούχα και είχε τα μαλλιά του χτενισμένα πίσω σαν τον Ροδόλφο Βαλεντίνο. «Η προσωπικότητα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα μου έκανε τρομερή εντύπωση» έγραψε ο Νταλί στα απομνημονεύματά του. «Το ποιητικό φαινόμενο στην ολότητά του παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά μου με σάρκα και οστά, κόκκινο σαν αίμα, ανάστατο, πηχτό και θεϊκό, τρέμοντας με χιλιάδες φωτιές τεχνασμάτων και υπόγειας βιολογίας, όπως κάθε ύλη προικισμένη με την αυθεντικότητα της μορφής της». Για τα επόμενα πέντε χρόνια οι δύο διακεκριμένοι αυτοί Ισπανοί απόλαυσαν μια δυνατή φιλία και καλλιτεχνική συνεργασία. Υπήρχε μόνο ένα πρόβλημα: ο Λόρκα ένιωθε για τον Νταλί μια ερωτική έλξη στην οποία ο τελευταίος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Κατά τη διάρκεια της φιλίας τους ο Λόρκα έγραψε αισθησιακά, σουρεαλιστικά ποιήματα που ξεχειλίζουν από ανεκπλήρωτο πόθο, ενώ ο Νταλί ζωγράφισε το πρόσωπο και το σώμα του Λόρκα σε ποικίλες εκδοχές ­ καμιά φορά και ως σκιά του εαυτού του. Δυστυχώς έχουν σωθεί ελάχιστα αποσπάσματα από τα γράμματα του Λόρκα προς τον Νταλί. Σε αυτό που ακολουθεί ο ποιητής αναπολεί στιγμές από τη διαμονή τους στο Καντακές, στην Κόστα Μπράβα. Το σπίτι όπου έμεναν απείχε μόλις μερικά μέτρα από τη θάλασσα. Σύντομα επήλθε ο χωρισμός και οι δυο τους δεν ξανασυναντήθηκαν παρά μόνο μία ακόμη φορά, ένα βράδυ στη Βαρκελώνη, ύστερα από επτά χρόνια.
«Το Καντακές έχει τη ζωτικότητα και τη σταθερή, ουδέτερη ομορφιά ενός μέρους όπου γεννήθηκε η Αφροδίτη και όπου κανείς δεν μοιάζει να το θυμάται αυτό... Σήμερα είσαι μέσα. Από εδώ που κάθομαι ακούω (α, μικρό μου αγόρι, τι θλιβερό!) τον απαλό παφλασμό του αίματος της "Ωραίας κοιμωμένης του δάσους των συσκευών" (στον πίνακά σου με τον Αγιο Σεβαστιανό), καθώς και το κροτάλισμα δύο μικρών θηρίων ­ σαν τους ήχους ενός φιστικιού που σπάει ανάμεσα στα δάχτυλα. Η αποκεφαλισμένη γυναίκα (στον πίνακά σου "Το μέλι είναι γλυκύτερο από το αίμα") είναι το καλύτερο "ποίημα" με θέμα το αίμα που θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς ­ έχει περισσότερο αίμα από όλο όσο χύθηκε στον Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο ήταν καυτό αίμα και δεν εξυπηρετούσε κανέναν άλλο σκοπό από την άρδευση της γης και το καταλάγιασμα της συμβολικής δίψας για ερωτισμό και πίστη... Η εντύπωση που μου δίνει η Βαρκελώνη είναι ότι όλοι παίζουν και ιδρώνουν σε μια εναγώνια προσπάθεια να ξεχάσουν. Ολα είναι μπερδεμένα και επιθετικά σαν την αισθητική της φλόγας ­ όλα αναποφάσιστα και διαλυμένα... Τώρα καταλαβαίνω πόσα χάνω αφήνοντάς σε» (Ιούλιος 1927, Βαρκελώνη).
Σαρλ Μποντλέρ - Απολονί Σαμπατιέ
Ο μεγάλος έρωτας στη ζωή του γάλλου ποιητή ήταν η Ζαν Ντυβάλ, η εικόνα της οποίας αναδύεται συχνά από τους στίχους των «Λουλουδιών του κακού» (1857). Η ταραχώδης και επώδυνη σχέση τους διακόπηκε για αδιευκρίνιστους λόγους γύρω στο 1852, ύστερα από 14 χρόνια πάθους και οπίου. Συντετριμμένος από το τέλος ενός καταστροφικού έρωτα, ο Μποντλέρ προτίμησε να κρατήσει την επόμενη σχέση του σε... επιστολογραφικό επίπεδο. Το νέο αντικείμενο του (εγγράφου) πόθου του ήταν η Απολονί Σαμπατιέ, μια όμορφη εταίρα με πεδίο «δράσης» το επίκεντρο του καλλιτεχνικού κόσμου. Αρχισε να της στέλνει ανώνυμες επιστολές στα τέλη του 1852 και συνέχισε ως την άνοιξη του 1855. Οι επιστολές αυτές είναι γραμμένες σε επίσημο τόνο και γεμάτες εξάρσεις λατρείας. Κάποια στιγμή η Απολονί ανακάλυψε την ταυτότητα του αποστολέα και τον ερωτεύθηκε παράφορα. Ο Μποντλέρ έκανε πίσω:
«Ειλικρινά, κυρία, σας ζητώ συγγνώμη χίλιες φορές γι' αυτό το ανόητο, ανώνυμο παιχνίδι που θυμίζει παιδιάστικα καμώματα ­ αλλά τι να κάνω; Είμαι τόσο εγωιστής όσο ένα μικρό παιδί ή ένας ανάπηρος. Οταν υποφέρω, σκέφτομαι εκείνους που αγαπώ. Οι σκέψεις που αφορούν εσάς παίρνουν συνήθως τη μορφή στίχων και όταν οι στίχοι αυτοί ολοκληρώνονται, δεν μπορώ να αντισταθώ στην επιθυμία να τους δείξω στο πρόσωπο που τους ενέπνευσε. Την ίδια όμως στιγμή κρύβομαι, όπως κάποιος που φοβάται μήπως φανεί γελοίος ­ δεν υπάρχει πάντα κάτι το πραγματικά κωμικό στην αγάπη; ­ ειδικά για κείνους που δεν αναμειγνύονται. Σας ορκίζομαι όμως ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα εκθέσω τον εαυτό μου στη γελοιότητα. Οσο παράλογα και αν σας φαίνονται όλα αυτά, να θυμάστε ότι υπάρχει μια καρδιά όπου η εικόνα σας είναι πάντα ζωντανή. Θα ήταν λοιπόν σκληρό να την κοροϊδέψετε» (9 Μαΐου 1853).
Αντον Τσέχοφ - Ολγα Κνίπερ
Ο μεγάλος ρώσος θεατρικός συγγραφέας (1860-1904) είδε για πρώτη φορά την Ολγα Κνίπερ τον Σεπτέμβριο του 1898, καθώς παρακολουθούσε μια πρόβα ενός έργου του Τολστόι, του «Τσάρος Φιόντορ Ιοάνοβιτς», όπου εκείνη έκανε την Ιρίνα, τη γυναίκα του τσάρου. «Η φωνή της, η ευγένειά της, η ειλικρίνειά της ­ όλα είναι τόσο φίνα που σου προκαλούν ένα σπασμό στον λαιμό... Αν έμενα στη Μόσχα, θα ερωτευόμουν οπωσδήποτε αυτή την Ιρίνα». Συναντήθηκαν ξανά και η Ολγα έπαιξε ένα ρόλο στον «Γλάρο» του. Παντρεύτηκαν το 1901. Οι βιογράφοι διαφωνούν σχετικά με τον αριθμό των γυναικών που πέρασαν από τη ζωή του Τσέχοφ πριν και μετά τον γάμο του με την Κνίπερ. Ολοι όμως συμφωνούν ότι το ζευγάρι αγαπιόταν με πάθος και τρυφερότητα. Συχνά αναγκάζονταν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλο λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων της Ολγας κι έτσι τους δινόταν η ευκαιρία να αλληλογραφούν. Τα γράμματά τους διακρίνονται για την ευρύτατη χρήση χαϊδευτικών ονομάτων: κουταβάκι, κροκοδειλάκι, κατσαριδούλα, χρυσόψαρο, πέρκα... Η Ολγα ήταν στο πλευρό του Αντον στη Γερμανία, όταν ξαφνικά ένα πρωινό του 1904 ο σφυγμός του έγινε αδύναμος και η αναπνοή του ακανόνιστη. Ο γιατρός ήρθε εσπευσμένα και παρήγγειλε ένα μπουκάλι... σαμπάνιας για να τον συνεφέρει. «Πεθαίνω» είπε ο Τσέχοφ, πίνοντας στην υγεία της γυναίκας του. «Πάει καιρός από την τελευταία φορά που ήπια σαμπάνια». Στη συνέχεια ξάπλωσε και πέθανε.
«Τι απαίσιο όνειρο που είδα! Ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν στο κρεβάτι με κάποια που δεν ήταν εσύ ­ κάποια γυναίκα φοβερά απωθητική, μια ξιπασμένη καστανομάλλα ­ και το όνειρο αυτό κράτησε πάνω από μία ώρα. Τώρα αυτό πώς το ερμηνεύεις; Θέλω να σε δω, γλυκιά μου. Θέλω να μιλήσω με τη γυναίκα μου, τη μοναδική μου γυναίκα... Δεν έχω κανένα νέο. Το μόνο θέμα συζήτησης εδώ πέρα είναι οι Γιαπωνέζοι... Εύχομαι ο Θεός να σε έχει καλά και να σε προστατεύει. Μην γκρινιάζεις, μη δουλεύεις υπερβολικά και να είσαι ευδιάθετη... Σε αγκαλιάζω, μικρή κατσαριδούλα μου, και σου στέλνω ένα εκατομμύριο φιλιά» (Γιάλτα, 6 Μαρτίου 1904)
Λόρδος Μπάιρον - Λαίδη Κάρολιν Λαμπ


Οταν η Κάρολιν Λαμπ συνάντησε τον Λόρδο Μπάιρον, έγραψε στο ημερολόγιό της ότι ήταν «τρελός, κακός και επικίνδυνος». Συγχρόνως προφήτευσε: «Αυτό το όμορφο χλωμό πρόσωπο θα είναι η μοίρα μου». Και πράγματι ήταν ­ τουλάχιστον για τους τρεις μήνες που διήρκεσε η σχέση τους. Μετά εκείνος άρχισε να τη βαριέται. Οχι ότι ήταν καμιά αξιολύπητη γυναικούλα που έπεσε θύμα αυτού του άκαρδου καρδιοκατακτητή. Αντιθέτως, ήταν μια φημισμένη κοκέτα με πληθώρα κατακτήσεων. Ο ίδιος ο Μπάιρον την περιέγραψε ως «το πιο παράλογο, επικίνδυνο και σαγηνευτικό πλάσμα στη γη». Η Κάρολιν δεν φημιζόταν για τη διακριτικότητά της και έτσι τα κουτσομπολιά για τη σχέση της με τον Μπάιρον έφθασαν γρήγορα στα αφτιά του άντρα της, που της απαγόρευσε να βλέπει τον εραστή της. Ακολούθησαν πολλοί τσακωμοί, υστερίες, απειλές και γενικά η σύντομη αυτή ερωτική ιστορία δεν ήταν μία από τις πιο ευχάριστες. Ο Μπάιρον προτίμησε τελικά τη συντροφιά της πολυαγαπημένης ετεροθαλούς αδελφής του, της Αυγούστας, και έτσι εγκατέλειψε την Κάρολιν. Το 1814 η Αυγούστα γέννησε μια κόρη ­ πιθανότατα του Μπάιρον: όλη η Αγγλία σκανδαλίστηκε και εκείνος έφυγε από τη χώρα.
«Αγαπημένη μου Κάρολιν... Αν τα δάκρυα ­ τα οποία είδες και που ξέρεις ότι δεν συνηθίζω να χύνω ­, αν η αναστάτωση που με κατέλαβε όταν αποχωριζόμαστε ­ αν όλα όσα έχω πει και κάνει και είμαι ακόμη πανέτοιμος να πω και να κάνω δεν σου έχουν επαρκώς αποδείξει ποια είναι και πρέπει πάντα να είναι τα πραγματικά μου αισθήματα για σένα, αγάπη μου, τότε δεν έχω καμία άλλη απόδειξη να σου δώσω. Ο Θεός το ξέρει πόσο εύχομαι την ευτυχία σου και όταν σε εγκαταλείψω ­ ή μάλλον όταν εσύ με εγκαταλείψεις από αίσθηση καθήκοντος στον σύζυγό σου ­ τότε θα αναγνωρίσεις την αλήθεια αυτού που ξανά υπόσχομαι και ορκίζομαι, ότι δηλαδή καμία άλλη δεν θα πάρει ποτέ (με πράξεις ή με λόγια) τη θέση σου στην καρδιά μου, που θα είναι πάντα αφιερωμένη σε σένα, ώσπου να μην είμαι πια τίποτε... Δεν με ενδιαφέρει ποιος θα το μάθει αυτό... ήμουν και είμαι δικός σου ολοκληρωτικά για να σε υπακούω, να σε τιμώ, να σε αγαπώ ­ και να δραπετεύσω μαζί σου όποτε και όπως εσύ θα ορίσεις» (Αύγουστος 1812;).
Οσκαρ Γουάιλντ - Λόρδος Αλφρεντ Ντάγκλας
Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν ως συγγραφέα του «Πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι». Ο Οσκαρ Γουάιλντ ήταν όμως και η πιο διάσημη εστέτ φυσιογνωμία της βικτωριανής Αγγλίας. Προκαλούσε όχι μόνο με τα έργα του, αλλά και με μια εκκεντρική εμφάνιση που συνδυαζόταν πάντα με τα επιγραμματικά, αφοριστικά και πνευματώδη σχόλιά του: «Το πρώτο καθήκον μας στη ζωή είναι να υιοθετήσουμε μια πόζα ­ ποιο ακριβώς είναι το δεύτερο κανείς δεν έχει ανακαλύψει ακόμη». Παρ' όλο που είχε σχέσεις με διάφορες καλλονές της εποχής (μάλιστα παντρεύτηκε μία από αυτές, την Κονστάνς Μαίρη Λόιντ), ο μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν ο νεαρός λόρδος Αλφρεντ Ντάγκλας. Το πάθος αυτό («η αγάπη που δεν τολμά να πει τ' όνομά της») οδήγησε τον Γουάιλντ στην καταστροφή: ο συγγραφέας ενεργοποίησε (παρακινημένος από τα εγωιστικά κίνητρα του εραστή του) μια νομική διαδικασία εναντίον του μαρκησίου του Κουίνσμπερι, πατέρα του λόρδου Ντάγκλας. Κατά τη διάρκεια της δίκης ξέσπασε το σκάνδαλο: η παράνομη σχέση ήρθε στο φως και ο Γουάιλντ καταδικάστηκε σε φυλάκιση για σοδομισμό. Οσο ήταν στη φυλακή έγραψε το «De Profundis» (1905), μια μακροσκελή επιστολή προς τον Ντάγκλας, η οποία αργότερα δημοσιεύθηκε ως ένα είδος απολογίας για τη συμπεριφορά του. Η επιστολή που ακολουθεί γράφτηκε όταν η σχέση τους ήταν ακόμη στο ξεκίνημά της:
«Αγόρι μου... Το σονέτο σου είναι αξιολάτρευτο, και είναι πραγματικά ένα θαύμα που αυτά τα κόκκινα, τριανταφυλλένια χείλη σου φτιάχτηκαν εξίσου για τη μουσική της ποίησης και την τρέλα των φιλιών. Είμαι σίγουρος ότι ο Υάκινθος, που ο Απόλλωνας αγαπούσε τόσο παράφορα, ήσουν εσύ στην αρχαιότητα... Γιατί είσαι μοναχός σου στο Λονδίνο και πότε θα πας στο Σάλισμπερι; Πήγαινε εκεί για να δροσίσεις τα χέρια σου μέσα στο γκρίζο λυκόφως των γοτθικών πραγμάτων και μετά έλα εδώ όποτε θελήσεις. Είναι πανέμορφα ­ το μόνο που λείπει είσαι εσύ. Πάντα, με αθάνατη αγάπη, δικός σου, Οσκαρ» (Ιανουάριος 1893, Βράχος του Μπάμπακομπ).
Κωστής Παλαμάς - Ραχήλ (Ελένη Κορτζά)
Οταν πρωτοσυναντήθηκαν σε ένα φιλικό σπίτι τα Χριστούγεννα του 1921, η Ελένη Κορτζά ήταν μια όμορφη, φιλομαθής κοπέλα γύρω στα 20. Παρ' ότι αγνοούσε την ύπαρξή του («Δεν γνωρίζω ποιητή Παλαμά»), η Ελένη κατάφερε να εντυπωσιάσει τον εξηντάρη τότε Παλαμά, όχι μόνο με τη μορφή αλλά και με τη μόρφωσή της. Η συζήτησή τους γύρω από τον Μποντλέρ και τον Ουγκό αποδείχθηκε τόσο ενδιαφέρουσα που συμφώνησαν ότι πρέπει να συνεχιστεί. Ετσι, για τον σκοπό αυτόν άρχισαν, παρουσία και άλλων ενδιαφερομένων, να συναντιούνται κάθε Σάββατο στο ίδιο σπίτι ­ κάτι σαν κοσμικό φιλολογικό «σαλόνι» της εποχής. Ο Παλαμάς όμως δεν άντεχε την πολυκοσμία και ζήτησε από την Ελένη να τον επισκέπτεται στο Κελλί (το «ησυχαστήριο» και σπουδαστήριό του). Σιγά σιγά αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια ερωτική σχέση που έδωσε νέα πνοή στον κουρασμένο ποιητή: οι φόβοι, οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες καταλάγιασαν χάρη στο γεμάτο προσμονή και πίστη βλέμμα της Ελένης. Και εκείνη όμως με τη σειρά της ­ που έπασχε από φυματίωση και είχε μια μελαγχολική φύση ­ άντλησε δύναμη από την προσοχή αυτή που την κολάκευε τόσο. Συχνά, κυρίως τους χειμώνες, αναγκάζονταν να μείνουν χωριστά, εφόσον η άρρωστη Ελένη έπρεπε να αναζητήσει ηπιότερα κλίματα. Τα διαστήματα αυτά αλληλογραφούσαν εκτεταμένα. Στα γράμματά του ο Παλαμάς άρχισε να την αποκαλεί «Ραχήλ». Η σχέση συνεχίστηκε σίγουρα ως τον Αύγουστο του 1935 ­ τότε χρονολογείται το τελευταίο γράμμα που διασώθηκε. Από εκεί και πέρα δεν είμαστε σίγουροι. Η Ελένη ακολούθησε τον στρατηγό πατέρα της στην Αίγυπτο και μετά στη Νότιο Αφρική. Οταν επέστρεψε το 1944, ο Παλαμάς είχε πια πεθάνει.
«Η αλήθεια είναι πως τα γράμματά σου ­ και μάλιστα το τελευταίο σου ­ είναι σαν κάποια ωραία μάτια εκφραστικά που σε κοιτάζουν δακρυοπνιγμένα, μα χωρίς να στάζουνε τα δάκρυά τους, και χωρίς να χάνουν τίποτε από την ομορφιά τους τα μάτια αυτά. Μάλιστα γίνονται ομορφότερα. Μα η αλήθεια είναι πως θα τα ήθελα τα μάτια αυτά (παραμερίζοντας κάθε αισθητικό εγωισμό), πως θα τα ήθελα να μη πνίγονται δακρυσμένα, θα τα ήθελα ολοκάθαρα να λάμπουν και να χαμογελούν με το χαμόγελο εκείνο των ωραίων ματιών που κάποτε και πότε είναι εκφραστικώτερο και ποθητότερο από το χαμόγελο που ανατέλλει στα χείλη· κάποτε και πότε σημειώνω, γιατί δεν είναι τίποτε ωραιότερο ­ καθώς κάπου το παρατηρεί και ο Τολστόης ­ από το χαμόγελο του ανθρώπου· το μειδίαμα, βέβαια, που κέντρο του το στόμα είναι, μα που απλώνεται φωτίζοντας, με το φως μιας αυγής, ολόκληρο το πρόσωπο... Τα γράμματά σου πώς πονούν! Παλμός τους είναι η μελαγχολία, μια deception τα τρεμοσαλεύει κ' ένας φόβος τα κιτρινίζει. Αστείος και αφελής θα ήμουν αν προσπαθούσα να σε παρηγορήσω. Μα και δεν πρέπει να σου σιωπήσω δυο πράγματα: Πρώτα, πως μου δίνουν κ' εμένα ένα πένθος που όσο κι αν είναι δυσκολοέκφραστο, εύκολα θα μπορής να το εννοήσης. Επειτα και μαζί πως μου δίνουν μια χαρά. Το πένθος είναι από το πένθος σου, και η χαρά από τη σκέψη πως με θεωρείς άξιο της εμπιστοσύνης σου ώστε να γέρνης προς την ψυχή μου το πρόσωπο της θλίψης σου» (31 Αυγούστου 1924).
Γεώργιος Παπανδρέου - Σοφία Μινέικο
«Σπάνια δύο ερωτευμένοι είχαν την τύχη να ζήσουν τον προσωπικό τους μύθο στην πρώτη γραμμή της Πολιτικής μας Ιστορίας. Γεύτηκαν τα μεγάλα γεγονότα μαζί με τον μεγάλο έρωτα». Με αυτή τη φράση (που περιέχεται στο βιβλίο του «Ακριβή μου Σοφία») ο Φρέντυ Γερμανός συνοψίζει τη σχέση του Γεώργιου Παπανδρέου και της Σοφίας Μινέικο, πρώτης του γυναίκας και μητέρας του Ανδρέα. Γνωρίστηκαν το 1907 στην Αθήνα, όπου ήταν και οι δύο φοιτητές στο Πανεπιστήμιο: εκείνος σπούδαζε Νομική και εκείνη Φιλολογία. Τράβηξε πρώτη φορά την προσοχή της όταν ένα μεσημέρι είδε κάτι χωροφύλακες εφ' όπλου λόγχη να τον σπρώχνουν στα σκαλιά του Πανεπιστημίου: «Πόσο τον πόνεσα εκείνη τη μέρα. Πόνεσα τα νιάτα του ­ τη φλόγα του. Δεν άντεχα να βλέπω να τον κλωτσάνε εκείνοι οι χωροφύλακες...». Η Σοφία, κόρη ενός αυστηρού πολωνού στρατηγού, δεν μπόρεσε να αντισταθεί για πολύ στην πολιορκία του νεαρού Παπανδρέου, που άρχισε να τη βομβαρδίζει με φλογερά γράμματα: «Είμαι ένας παράξενος άνθρωπος, Σοφία μου. Δεν συλλογίζομαι τα μελλούμενα· ούτε την ένωσή μας ή τα γεράματα. Χαίρομαι μόνο την καρδιά μου που σπαρταράει· αγαπώ τον πόνο μου». Τελικά παντρεύτηκαν το 1913, λίγο πριν ο Γεώργιος αναχωρήσει ξανά για σπουδές στη Γερμανία. Εμειναν μαζί πολλά χρόνια, ώσπου ο Παπανδρέου, παράφορα ερωτευμένος με την Κυβέλη, την ντίβα της εποχής, την εγκατέλειψε. Η Σοφία δεν έπαψε ποτέ να τον αγαπά. Ενθυμούμενη την ημέρα που έλαβε τα νέα του θανάτου του (1 Νοεμβρίου 1968) είπε: «Μόνο τότε πίστεψα πως τον είχα χάσει».
«Παρηγορήσου, Σοφία μου, όσο μπορείς. Το μέλλον μας, το αύριο, είναι κοινό πια για μας· ό,τι και να γίνη ψηλά ή χαμηλά, σ' την άβυσσο ή σ' τα σύννεφα, με την κατάρα ή με την ευλογία των άλλων, εμείς, αν δεν προφθάση ο θάνατος, ενωρίς ή αργά, θα παρθούμε...» (απόσπασμα από γράμμα του Γ. Παπανδρέου, όταν ήταν ακόμη δεκανέας του Δωδέκατου Συντάγματος στην Πάτρα, το 1910).
«Αγάπη μου, αγάπη μου γλυκειά, δυο μάτια καρφωμένα μέσα μου μ' ακολουθούν παντού· από την ώρα που χωρίσαμε στο τραμ, τα μάτια σου, τα παρθενικά, τα τίμια κι αγαπημένα. Εφευγα κι η καρδιά μου ολάκερη γύριζε πάλι, Σοφία μου, σε σένα, αγάπη μου γλυκειά. Εμπαινα στον ηλεκτρικό, μπήκα στις βάρκες, ανέβηκα στο παπόρι κι ένας πόνος και μια ανησυχία βαθειά μου βάραινε την καρδιά!» (απόσπασμα από γράμμα του Γ. Παπανδρέου καθώς αναχωρεί τον Μάιο του 1911 για σπουδές στη Γερμανία).
Πηνελόπη Σ. Δέλτα - Ιων Δραγούμης
Γνωρίστηκαν σε κάποια επίσημη δεξίωση στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια του 1905. Συνέχισαν να συναντιούνται σε παρόμοιες εκδηλώσεις και σύντομα διαπίστωσαν την αμοιβαία έλξη τους. Επειδή η Πηνελόπη ήταν παντρεμένη (με τον Στέφανο Δέλτα), προσπάθησαν από νωρίς να σταματήσουν την εξέλιξη των πραγμάτων. Στάθηκε όμως αδύνατο να αντισταθούν. Το κοινωνικό και ηθικό κατεστημένο της εποχής σε συνδυασμό με την επιθυμία της Δέλτα να μείνει πιστή σε κάποιες προσωπικές της αξίες προκάλεσαν αλλεπάλληλα εμπόδια στη σχέση. Εκείνη δεν ήθελε να δημιουργήσει στην πράξη ένα «δεσμό» προτού χωρίσει με τον σύζυγό της. Αποφασίζοντας να είναι ειλικρινής μαζί του, του εξομολογήθηκε τον έρωτά της για τον Δραγούμη. Η ενέργειά της αυτή δυστυχώς δεν βοήθησε την κατάσταση: δεν κατάφερε να εξασφαλίσει ένα διαζύγιο και οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Η σκέψη και η απόπειρα της αυτοκτονίας εμφανιζόταν συχνά ως η μόνη λύση. Ατέλειωτα δάκρυα, αγωνία και πόνος ήταν οι σταθερές συντεταγμένες αυτού του ανολοκλήρωτου έρωτα. Μοναδικές στιγμές ανάπαυλας οι κρυφές συναντήσεις των ερωτευμένων καθώς και η παθιασμένη αλληλογραφία τους. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το τελευταίο (χρονολογικά) γράμμα που έχει σωθεί:
«Μένω ακόμη ένα χρόνο, σου το έγραψα· αν με θέλεις ύστερα, αν δεν αλλάξεις, Ιων μου, αν θέλεις τότε, πάρε με... Και τώρα όμως αν με ήθελες δεν θα μπορούσα να σου πω πια όχι· τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος· ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ, πως μ' αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου όποταν σε φωνάξω. Ιων μου, δεν σε φωνάζω· μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι· σε περιμένω πάντα και σ' αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση· τ' άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε! Μη με φοβηθείς· αγαπώ άγρια, μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που με φίλησε στο στόμα εκεί στα πεύκα. Ιων μου, θα πεις πως είμαι τρελή, και το ξέρω, μα όπως εκείνο το βράδυ, που πρώτη φορά με ξανάβλεπες, ύστερα από την πρώτη απόπειρα, ήσουν "τρελός για μένα", έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα... Και μεθώ και δεν ξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει "τιμή" και "λόγος". Ξέρω μόνο πως σ' αγαπώ, τ' ακούς, Ιων; σ' αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ' έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω "σ' αγαπώ", μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ως που να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει. Το ξέρω πως είμαι τρελή· μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει...» (27 Ιουλίου 1906).
Αγγελος Σικελιανός - Αννα Σικελιανού
«Αυτά τα γράμματα είναι ένας πύρινος διάλογος με μένα, ή καλύτερα ένας μονόλογος και πολλές φορές μου εξομολογιέται τη βιολογική αναζήτηση του Είναι του, τον επίμονο πόθο του για την πληρότητα στην ένωσή του με το Θεό, με τη Ζωή και με το Θάνατο...» εκμυστηρεύεται η παραλήπτρια των εν λόγω γραμμάτων στον πρόλογο του βιβλίου «Γράμματα στην Αννα». Ο γνωστός ποιητής γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του την άνοιξη του 1938 (η πρώτη ήταν η Αμερικανίδα Εύα Πάλμερ). Ο έρωτας ήρθε αμέσως: «Λίγες μέρες μετά τη συνάντησή μας, με συνόδεψε στο Βόλο με το τρένο... Αγόρασε τα εισιτήρια όλου του διαμερίσματος, για να μπορεί να μου μιλάει ελεύθερα. Μου μιλάει στον πληθυντικό, δεν μου αγγίζει ούτε το χέρι» περιγράφει η ίδια λίγο παρακάτω. Η Αννα ήταν ήδη παντρεμένη εκείνη την εποχή. Δεν δίστασε όμως να εγκαταλείψει τον σύζυγό της (που έπαθε νευρικό κλονισμό και την ανάγκασε να επιστρέψει κοντά του για πέντε ακόμη μήνες) και να παντρευτεί τον Σικελιανό το 1940. Εμειναν μαζί ως τον θάνατο του ποιητή, το 1951. Οπως φανερώνει η παρακάτω επιστολή, η σχέση τους ήταν ιδιαίτερα έντονη:
«Είσαι Δική μου, είμαι Δικός Σου! Αυτό μονάχα με γεμίζει, αυτό μονάχα με στυλώνει, αυτό μονάχα με κρατάει στη γη! Οι ρίζες του είναι μας είναι μπλεγμένες κάτου από το χώμα κι ολοένα μπλέχονται και σμίγουνε κι αναζητιώνται και τυλίγονται και πιάνονται κι ένας χυμός μονάχα ανηφορίζει βουίζοντας στις φλέβες μας κι ένας καημός ανοίγει αδιάκοπα σ' αυτό το χωρισμό την αγκαλιά μας!
Α, πώς δουλεύει μέρα - νύχτα μέσα μου, στο σώμα μου όλο, από τα νύχια στην κορφή, αυτή η αδιάκοπη αναζήτηση του νου μου για το νου Σου, των ματιών μου για τα μάτια Σου, της πνοής μου για την πνοή Σου, των ριζών μου για τις ρίζες Σου. Ούτε δευτερόλεπτο δεν σταματά η αδιάκοπη, η ακοίμητη αίσθησή της. Και μήτ' έχω μέσα μου άλλη αίσθηση ζωής! Να Σε ζητώ μ' όλες τις ίνες μου όλες τις στιγμές, να κολυμπάω αντίστροφα στο ρέμα της απόστασης για να Σε 'γγίξω. Αυτή είναι τώρα η φοβερή, η ακοίμητη, η απόλυτη ζωή μου. Και θα τη ζήσω, όσο που ρίζες, κλώνοι και κορμός θα γίνουν αιώνια Ενα κι η πνοή του Σύμπαντος στα φρένα μας μια μόνη Μουσική...» (2 Ιουλίου 1939, Αθήνα).