Γερνούν όλα
Η ηθοποιία εξέχει με την ματαιοδοξία της
Κάθε καλλιτέχνης είναι λάβαρο έπαρσης
Είδα πολλές πόλεις- άλλες βυθίζονταν στον κραταιό ήλιο
Κι άλλες έπιναν ζοφερή συννεφιά
Οι άνθρωποι όμως ίδια επαγγέλονταν εγωισμό και πάθος
Ζητώντας της φιλαυτίας σκοπό
Εφτά νάνοι οχτώ νάνοι όλοι τους νάνοι
Με καψαλισμένη ψυχή-
Ονειρεύτηκα μια παραλία που να κάθομαι μόνος
Πάνω στα βότσαλά και παίζοντας κιθάρα
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο καθ’ όλα αθώος
Κατανοώντας τα παράδοξα της ποίησης
Ανασαίνοντας λευκά και σμίγοντας με γυναίκες άφραστου κάλλους
Τι φιλί αλήθεια το φιλί τους!
Μετά νύχτωνε οι σκιές μεγάλωναν για να τρομάξουν τον ταξιδευτή
Στον εθνικό δρόμο λείπαν τα φώτα
Πέρασα πολλά φτωχικά χωριά που δεν ανάβαν τα φώτα τους
όλοι πεθάναν νωρίς ή
Μπορεί για κάτι να είχανε λείψει..
Έτσι όπως το σκέφτομαι κάτι φορές
Μια μέρα θα μετακομίσω απλά απλούστερα απ’ ό,τιδήποτε
Σ’ έναν σκοτεινό ευανάγνωστο θάνατο.
Ως τότε καλουπώνω το χάος
Και το ραπίζω να εξαφανίσει την γκίνια του
και να γίνει βουρλισμένος αυλός!
1.6.2012 Βουδαπέστη…
***************
Η ζωή σκηνοθετεί
Πάντα στα ψέματα-
Η ζωή σκηνοθετεί μα οι ηθοποιοί της
κομπάρσοι αγράμματοι είναι·
Λείπει το φως της γνώσης κι η ευρεία συνείδηση.
Ελληνικά στοχάζεται η μελαγχολία μου.
Υποβάλει τα γεγονότα μου σε μαρασμό.
Με διδάσκει
αυτοσαρκασμό και κατάθλιψη.
Θέλω να ζωστώ εκείνες τις εκρηκτικές σκέψεις μου και καμικάζι
αυτοκτονίας να εκραγώ ανάμεσα στους λέοντες
«αποθανέτω η ψυχή μου..»
που θέλουνε να με κατασπαράξουν.
Παλεύοντας με τα σεντόνια και που ήρθε, να, πρωί.
Με κούρασαν οι άνθρωποι. Καταφεύγω
στο καβούκι της μοναχικής κάμαράς μου.
Σπατάλησα πολλά αισθήματα-
όλα τα πήρε ο άνεμος.
Αθώος μιαν ανάσα ρήματος
παίρνω κι αυτό που μου ανήκει:
φρικώδη θλίψη. Κι όμως-
αγαπούσα το φως.
Κυκλοθυμικά επάνω μου χτυπιούνται οι που αγάπησα
ιδέες. Με πάνε στην αντίφαση.
Ακροατήριό μου όλοι όσοι τους αγνόησα
κάποτε άθελά μου-
Τώρα ψαύω τα λόγια τους, πολύ προσεκτικός είμαι
απέναντι στο δικό τους φεγγάρι.
Νάτο που ήρθε το πρωί! Την νύχτα
έσβησα όλα τα άστρα κι αμφισβήτησα κάθε αρχιτεκτονική του σύμπαντος-
Νάτο που θες την γόνιμη παρεκτροπή μου!
Παλεύω με μια κούπα
καφέ. Δηλητήριο είναι κάποια ώρα οι λέξεις.
Μπορεί και να πέθανα
κι ίσως δεν το ‘χω καταλάβει. Η φωνή μου έχει αντίλαλο
στον γκρεμισμένο οίκο της μέρας.
Μοναστηριακός τόσο που θα με πάρει ο διάβολος- και δεν φοβάμαι.
Αφήνω την κουτσουλιά του πουλιού πάνω στο καθαρό ρούχο μου.
Πείσμα που έχω!
Μόνο με το πανηγύρι της φύσης διασκεδάζω
και με σένα που θα με διαβάσεις όπως για να μ’ ερωτευτείς..
31.7.2011
***************
Σπουδή θανάτου
Είναι μια σπουδή θανάτου που ξοδεύεται μες την
ανάσα
Είναι μια ματαιότητα των ματαιοτήτων που ξεγυμνώνει
τα πράγματα και τα κάνει ηθελημένα τυφλά
Είναι μια καταχρηστική χειμωνιά που κάνει τις
σκέψεις να κουλουριάζονται νωχελικά γύρω από το τζάκι μιας μισοσβησμένης
ελπίδας
Είμαι εγώ που δεν είδα πόσο έχω σφάλλει
γκρινιάζοντας για να μου δώσει ο θεός ένα κομμάτι παράδεισο
Είναι η τελετή του δειλινού όταν ο ήλιος συμβολίζει
το νυν που χάνεται μες το αμήν μιας νύχτας που έρχεται
Είναι η ποίηση που πίστεψα μέχρις θανάτου.
Οι μέρες που θα ζήσω είναι ακαδημαϊκά συμφωνημένες
Και ενέχουν πλησμονή φιλοσοφημένου αγάλματος που
κοιτά
μες από μια δική του σιωπή
Και θέλει όλα μονομιάς μες από την ακινησία του για
πάντα να ξεκαθαρίσει.
Είναι αυτά που πίστεψα μα και πιστεύω κι όταν θα
‘ρθουν να με βρουν
Τα κόκαλά μου θα έχουν φθαρεί τόσο που εγώ θα
κουτσαίνω
Ξέροντας πια καλά τους νόμους που επιβάλλει η
σατανική φθορά..
***************
Γυναίκα
Νύχτα μεγάλη αστροφεγγιά κι αιθρία συλλαβίζοντας
Στ’ αλφαβητάρι ενός άστρου την γαλήνη.
Τοπία που μέσα τους σε ήπιανε
Τοπία που με κομμάτιασαν κι εσύ ήσουν μακριά
Ανάγνωθες την ζωή μακριά από την ζωή μου.
Γυναίκα, δεν υπήρξες ή υπήρξες
Καλουπωμένη μέσα σ’ ένα όνομα όταν ανέβαινα
Βιαστικός τα σκαλοπάτια της ηλικίας σου
Να σε φιλήσω στα χείλη;
Σε βρήκα θεόρατη να πάλλεσαι από φωτιά
Δίπλα μου
Μέσα μου
Γρατζουνώντας με απομέσα
Να ξεφλουδίσω να βγεις…
Πού να πας;
Η θλίψη καραδοκεί από παντού..
Εσύ λαξευμένη στην πέτρα στο στεγνό τούτο τοπίο
Την άνυδρη έκταση
Από βουνό και αμπέλια.
Με τα βέλη των ματιών σου αναδύεσαι από την πέτρα
Κοιτάζεις ολόγυρα και φτιάχνεις
Ένα φωνήεντο χαράς!
Ζουζουνάκι τρελό που παίζοντας μ’ άγγιξε!
Όχι η αυγή που γαντζώνεται με μανία στις βουνοκορφές
Που σου χτενίζει τα μαλλιά διαμαντικά- όχι
Η ώρα του μεσημεριού
Που λιγώνονται μυριάδες τζιτζίκια
Σε τετέρισμα μονότονο- όχι
Στο ύψος ενός λουλουδιού που τσάκισε
Η ζωή σου στέκει
Εκεί
Γίνεται καθρέφτης
Μέσα του αναγνωρίζω
Το άδικο και τον αδικημένο..
Ξέρω να πω την εύρωστη καρδιά που θα μιλήσει κάποτε
Αρθρώνοντας το φοβερό μυστικό
Της αλήθειας!
1983
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου