http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_10/05/2011_441565
Τον περασμένο Νοέμβριο έκλεισε ένας χρόνος από τον πρόωρο θάνατο του ποιητή, κριτικού, πανεπιστημιακού δασκάλου, πεζογράφου και μεταφραστή Βαγγέλη Αθανασόπουλου (1946-2011). Εμείς που τον είχαμε καθηγητή νιώθουμε ειλικρινά τυχεροί που είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε!Και ήταν η τελευταία του κριτική στην Καθημερινή...ένα σφριγηλό ,εύστοχο κείμενο για τα όμορφα Σονέτα...!
Aσημίνα Ξηρογιάννη
*****************
Στη νέα ποιητική συλλογή του, «Σονέτα της συμφοράς», ο Χάρης Βλαβιανός συναιρεί το παρελθόν με τη νεωτερικότητα
Του Βαγγελη Aθανασοπουλου
Χάρης Βλαβιανός, «Σονέτα της συμφοράς», [Apologia pro vita et arte mea], Εκδόσεις Πατάκη, 2011. ΠΟΙΗΣΗ.
Υπάρχει μια πρωταρχική ρίμα στη ζωή - και στη γλώσσα της. Μοιάζει με προϋπόθεση, με απαραίτητη συνθήκη, με ευλογία και με κατάρα. Με τι άλλο θα μπορούσε να ριμάρει η «μητέρα» παρά με τον «πατέρα» -γενικώς; Ετσι κι εδώ, ήδη από την αφιέρωση, τη θεμελιώδη βουβή ρίμα, αυτή από την οποία ξεκινούν όλα, συνθέτει η μητέρα «που πέθανε όπως έζησε: εξόριστη, μόνη», και ο πατέρας «που ώς το τέλος επέμενε πως η εγωπάθεια είναι δύναμη» (σ. 7). Ποτέ δεν θα ήθελε βέβαια ο Βιττγκενστάιν να του ξεφύγει μια πρόταση που θα περιείχε νόημα και που τυχαία θα σχημάτιζε ένα ομοιοκατάληκτο δίστιχο (σ. 11). Αυτό θα ήταν λάθος λογικό, αλλά και γενικότερα ολίσθημα διανοητικό. Οι παράγοντες που προκαλούν την έκπτωση του νοήματος είναι ήδη πολλοί, και δεν υπάρχει περιθώριο να παίζουμε παιχνίδια με το νόημα. Η ποίηση όμως δεν έχει τόσο απόλυτες διανοητικές αξιώσεις, εκτός κι αν πρόκειται για έναν αυστηρό poeta doctus που με την ποίηση επιχειρεί μια apologia pro vita et arte sua, αλλά που οι γνώσεις του κόσμου έχουν γίνει προσωπικές εμπειρίες που δεν του δίνουν μεγάλο περιθώριο να αφεθεί σε μια συγκίνηση που μπορεί να γίνει συμβατικά ποιητική. «Γιατί όμως να επιβάλλουμε ρυθμό σε κάτι που δεν έχει - /σε κάτι τόσο ασυντόνιστο όπως… η ζωή, ας πούμε»; (σ. 11).
Η αντίληψη πως ένας από τους σκοπούς της τέχνης είναι η επένδυση της ζωής με μια τέτοια προφανή αισθητική ποιότητα, ανήκει σε ένα αισιόδοξο παρελθόν, και δεν αποτελεί προϋπόθεση ενός άδολου καλλιτεχνικού νοήματος. Οι ρίμες που διεκδικούν νόημα σήμερα είναι εκείνες που αναδεικνύουν την ανατρεπτική σημασία τους. Η αισθητική παρόρμηση είναι βέβαια θεμελιώδης, χωρίς αυτή δεν συγκροτείται η δομή, και δεν γίνεται εφικτό το πέρασμα από τον υποκειμενικά προσωπικό χαρακτήρα του νοήματος στη διυποκειμενικότητά του, που χωρίς αυτήν δεν υφίσταται λογοτεχνικός λόγος.
Ο Παλαμάς στην εποχή του ένιωθε πως «Τραγουδάω, ριμάρω, δεν φοβάμαι χάρο». Αυτή είναι η παραδοσιακή ασπίδα αθανασίας του ποιητή: η τιθάσευση του εκφραστικού μέσου. Και όσο μεγαλύτερη είναι η αντίσταση του μέσου ή υλικού, τόσο μεγαλύτερη και η αισθητική αξία του αποτελέσματος, δηλαδή του έργου. Η νίκη πάνω στον χρόνο βιώνεται μέσω της νίκης πάνω στη μορφή. Αυτή η νίκη προσφέρει μια χαρά έως και ευδαιμονία, της οποίας η ψευδαίσθηση δεν βρίσκεται εύκολα αλλού. Αυτός είναι ο τρόπος του καλλιτέχνη να μη φοβάται τον χάρο. Εκ των πραγμάτων, η ποίηση αποτελεί εκδοχή μιας πλεοναστικής επικοινωνίας, η οποία άλλωστε συνιστά και την ειδοποιό διαφορά μιας μορφής τέχνης. Παρ’ όλα αυτά, μέσα από αυτό το εκφρασιακό ή επικοινωνιακό πλεόνασμα που έχει την τάση να γίνει ρητορικό, είναι δυνατό να φωτιστεί ο γυμνός πυρήνας μιας βασικής ανθρώπινης ενέργειας - όπως ο χορός μπορεί να φωτίσει της ουσία της σωματικής κίνησης, και η ποίηση την ουσία του ανθρώπινου λόγου. Αυτός ο πυρήνας δεν διακρίνεται εύκολα μέσα από τη γυμνή επικοινωνιακή ενέργεια, οπότε η αποκάλυψή του θα μπορούσε να γίνει ένας από τους σκοπούς της σοβαρής τέχνης - εκείνης που ριμάρει ως νόημα.
Η τέχνη γενικώς και η ποίηση ειδικά από επικοινωνιακή άποψη όφειλε να λειτουργεί σαν μια μορφή υπερβολής στην έκφραση. Πρόκειται για κάτι που δεν μπορεί να το αποφύγει, ακόμη και στην περίπτωση μιας ποιητικής που αναπτύσσεται στη βάση ή στο πλαίσιο της περιστολής ή και της αναίρεσης της υπερβολής. Αυτό συμβαίνει επειδή κάθε φορά η άρνηση και αντίδραση στον προηγούμενο τρόπο υπερβολής, σταδιακά οδηγεί σε νέους τρόπους υπερβολής. Αν η υπερβολή ήταν αποτέλεσμα μόνο των εκφρασιακών συμβάσεων, θα ήταν εύκολη η περιστολή της, αλλά οι κατά καιρούς διαφορετικές συμβάσεις είναι μέρος της φύσης της ποίησης και αποτελούν βασική συνθήκη της, χαράσσοντας τον ευρύτερο ορίζοντά της.
Η πρόταξη του στοχασμού έναντι των ποιητικών συμβάσεων είναι ο πιο προφανής τρόπος για την περιστολή, γιατί πάντα ο στοχασμός αποτελούσε τον πυρήνα της σοβαρής ποίησης, και οι κάθε φορά συμβάσεις αποτελούσαν την απαραίτητη συνθήκη της έκφρασης αυτού του πυρήνα - ενώ η συγκεκριμένη έκφραση ανάλογα τον τοποθετούσε στον ορίζοντα των προσδοκιών μιας αντίστοιχης ιστορικά προσδιορισμένης μορφής τέχνης. Ο στοχασμός άλλωστε στον γυμνό του πυρήνα, δηλαδή πέρα από την εξειδίκευσή του σε περισσότερο ή λιγότερο αυστηρά προσδιορισμένα είδη λόγου, είναι καθαρά ποιητικός. Γι’ αυτό υπάρχουν πολλοί που προτιμούν την ποίηση που βρίσκουν στον Καντ ή στον Βιττγκενστάιν.
Η αυθεντική ρίμα είναι διάφωνη. Για να ομοιοκαταληκτήσει πρέπει να βρεθεί ο μυστικός ήχος που δείχνει τη συνέχεια και την αντιστοιχία ανάμεσα στο ειδυλλιακό και στο τραγικό, αλλιώς παρασύρεσαι στο παιχνίδι της γλώσσας: «Κοίτα τι ρίμες παράξενες σκαρώνουνε οι λέξεις /σαν να σου λεν το παιχνίδι ελεύθερα να παίξεις.» (σ. 80). Ο μυστικός ήχος της αληθινής αντιστοιχίας δίνει το αίσθημα της ισορροπίας. «Και στην ποίηση πώς επιτυγχάνεται αυτή η ισορροπία; /Μέσω της “αποστρατιωτικοποίησης της γλώσσας”, ισχυρίζεται ο Κέητζ.» (σ. 67) Και πότε επιτυγχάνεται η αποστρατιωτικοποίηση της γλώσσας; Οταν αυτή καταθέτει τα όπλα της ρητορικής, δηλαδή της στρατηγικής της να πετύχει την εύκολη πειθώ μέσω της συγκίνησης.
Ολη αυτή η συζήτηση περί ρίμας είναι βεβαίως μεταφορική, μια και εκείνα που αλληλοαναφέρονται, συγκρίνονται και επιχειρείται να εξηγηθούν είναι δύο είδη ποιητικού συσχετισμού -ή γενικότερα ποίησης- που καθορίζονται από διαφορετικό αρχικό, τουλάχιστον, σκοπό: Του ποιητικού συσχετισμού που ριμάρει ως προς το νόημα της γλώσσας, και εκείνου που ριμάρει ως προς τον ήχο της γλώσσας.
Την ουσιαστική αναίρεση αυτής της «ρίμας» φέρνει το τελικό ερωτηματικό, που είναι καταλυτικό. Αντίθετα από τον Κουάιν, που «είχε βάλει να του αφαιρέσουν από τη γραφομηχανή το ερωτηματικό» επειδή ασχολούνταν μόνο με βεβαιότητες (σ. 33), ο Βλαβιανός δεν μπορεί να αποφύγει το ερωτηματικό, γιατί σ’ αυτό καταλήγουν όλα του τα ποιήματα - μια και τα ποιήματά του «είναι προτάσεις στο βιβλίο της ζωής», που δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια και να μην τις διαβάσει «μέχρι το τέλος» (σ. 85), από το αρχικό χαμόγελο έως τον τελικό μορφασμό (σ. 13).
Το ερωτηματικό δεν είναι απλώς ένα σημείο στίξης, κάτι που δεν ακούγεται, κάτι που μόνο ορίζει τον τύπο ή την ποιότητα των παύσεων. Είναι κάτι που ακούγεται εκκωφαντικά. Κι εφόσον ακούγεται, γίνεται συνθήκη της ουσιαστικής ρίμας - μιας ρίμας όχι προφανούς, αλλά καταλυτικής, καθώς με αυτήν ριμάρουν όχι δύο στίχοι, αλλά όλα τα ποιήματα της ζωής μας, το ένα μετά το άλλο.
Τον περασμένο Νοέμβριο έκλεισε ένας χρόνος από τον πρόωρο θάνατο του ποιητή, κριτικού, πανεπιστημιακού δασκάλου, πεζογράφου και μεταφραστή Βαγγέλη Αθανασόπουλου (1946-2011). Εμείς που τον είχαμε καθηγητή νιώθουμε ειλικρινά τυχεροί που είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε!Και ήταν η τελευταία του κριτική στην Καθημερινή...ένα σφριγηλό ,εύστοχο κείμενο για τα όμορφα Σονέτα...!
Aσημίνα Ξηρογιάννη
*****************
Στη νέα ποιητική συλλογή του, «Σονέτα της συμφοράς», ο Χάρης Βλαβιανός συναιρεί το παρελθόν με τη νεωτερικότητα
Του Βαγγελη Aθανασοπουλου
Χάρης Βλαβιανός, «Σονέτα της συμφοράς», [Apologia pro vita et arte mea], Εκδόσεις Πατάκη, 2011. ΠΟΙΗΣΗ.
Υπάρχει μια πρωταρχική ρίμα στη ζωή - και στη γλώσσα της. Μοιάζει με προϋπόθεση, με απαραίτητη συνθήκη, με ευλογία και με κατάρα. Με τι άλλο θα μπορούσε να ριμάρει η «μητέρα» παρά με τον «πατέρα» -γενικώς; Ετσι κι εδώ, ήδη από την αφιέρωση, τη θεμελιώδη βουβή ρίμα, αυτή από την οποία ξεκινούν όλα, συνθέτει η μητέρα «που πέθανε όπως έζησε: εξόριστη, μόνη», και ο πατέρας «που ώς το τέλος επέμενε πως η εγωπάθεια είναι δύναμη» (σ. 7). Ποτέ δεν θα ήθελε βέβαια ο Βιττγκενστάιν να του ξεφύγει μια πρόταση που θα περιείχε νόημα και που τυχαία θα σχημάτιζε ένα ομοιοκατάληκτο δίστιχο (σ. 11). Αυτό θα ήταν λάθος λογικό, αλλά και γενικότερα ολίσθημα διανοητικό. Οι παράγοντες που προκαλούν την έκπτωση του νοήματος είναι ήδη πολλοί, και δεν υπάρχει περιθώριο να παίζουμε παιχνίδια με το νόημα. Η ποίηση όμως δεν έχει τόσο απόλυτες διανοητικές αξιώσεις, εκτός κι αν πρόκειται για έναν αυστηρό poeta doctus που με την ποίηση επιχειρεί μια apologia pro vita et arte sua, αλλά που οι γνώσεις του κόσμου έχουν γίνει προσωπικές εμπειρίες που δεν του δίνουν μεγάλο περιθώριο να αφεθεί σε μια συγκίνηση που μπορεί να γίνει συμβατικά ποιητική. «Γιατί όμως να επιβάλλουμε ρυθμό σε κάτι που δεν έχει - /σε κάτι τόσο ασυντόνιστο όπως… η ζωή, ας πούμε»; (σ. 11).
Η αντίληψη πως ένας από τους σκοπούς της τέχνης είναι η επένδυση της ζωής με μια τέτοια προφανή αισθητική ποιότητα, ανήκει σε ένα αισιόδοξο παρελθόν, και δεν αποτελεί προϋπόθεση ενός άδολου καλλιτεχνικού νοήματος. Οι ρίμες που διεκδικούν νόημα σήμερα είναι εκείνες που αναδεικνύουν την ανατρεπτική σημασία τους. Η αισθητική παρόρμηση είναι βέβαια θεμελιώδης, χωρίς αυτή δεν συγκροτείται η δομή, και δεν γίνεται εφικτό το πέρασμα από τον υποκειμενικά προσωπικό χαρακτήρα του νοήματος στη διυποκειμενικότητά του, που χωρίς αυτήν δεν υφίσταται λογοτεχνικός λόγος.
Ο Παλαμάς στην εποχή του ένιωθε πως «Τραγουδάω, ριμάρω, δεν φοβάμαι χάρο». Αυτή είναι η παραδοσιακή ασπίδα αθανασίας του ποιητή: η τιθάσευση του εκφραστικού μέσου. Και όσο μεγαλύτερη είναι η αντίσταση του μέσου ή υλικού, τόσο μεγαλύτερη και η αισθητική αξία του αποτελέσματος, δηλαδή του έργου. Η νίκη πάνω στον χρόνο βιώνεται μέσω της νίκης πάνω στη μορφή. Αυτή η νίκη προσφέρει μια χαρά έως και ευδαιμονία, της οποίας η ψευδαίσθηση δεν βρίσκεται εύκολα αλλού. Αυτός είναι ο τρόπος του καλλιτέχνη να μη φοβάται τον χάρο. Εκ των πραγμάτων, η ποίηση αποτελεί εκδοχή μιας πλεοναστικής επικοινωνίας, η οποία άλλωστε συνιστά και την ειδοποιό διαφορά μιας μορφής τέχνης. Παρ’ όλα αυτά, μέσα από αυτό το εκφρασιακό ή επικοινωνιακό πλεόνασμα που έχει την τάση να γίνει ρητορικό, είναι δυνατό να φωτιστεί ο γυμνός πυρήνας μιας βασικής ανθρώπινης ενέργειας - όπως ο χορός μπορεί να φωτίσει της ουσία της σωματικής κίνησης, και η ποίηση την ουσία του ανθρώπινου λόγου. Αυτός ο πυρήνας δεν διακρίνεται εύκολα μέσα από τη γυμνή επικοινωνιακή ενέργεια, οπότε η αποκάλυψή του θα μπορούσε να γίνει ένας από τους σκοπούς της σοβαρής τέχνης - εκείνης που ριμάρει ως νόημα.
Η τέχνη γενικώς και η ποίηση ειδικά από επικοινωνιακή άποψη όφειλε να λειτουργεί σαν μια μορφή υπερβολής στην έκφραση. Πρόκειται για κάτι που δεν μπορεί να το αποφύγει, ακόμη και στην περίπτωση μιας ποιητικής που αναπτύσσεται στη βάση ή στο πλαίσιο της περιστολής ή και της αναίρεσης της υπερβολής. Αυτό συμβαίνει επειδή κάθε φορά η άρνηση και αντίδραση στον προηγούμενο τρόπο υπερβολής, σταδιακά οδηγεί σε νέους τρόπους υπερβολής. Αν η υπερβολή ήταν αποτέλεσμα μόνο των εκφρασιακών συμβάσεων, θα ήταν εύκολη η περιστολή της, αλλά οι κατά καιρούς διαφορετικές συμβάσεις είναι μέρος της φύσης της ποίησης και αποτελούν βασική συνθήκη της, χαράσσοντας τον ευρύτερο ορίζοντά της.
Η πρόταξη του στοχασμού έναντι των ποιητικών συμβάσεων είναι ο πιο προφανής τρόπος για την περιστολή, γιατί πάντα ο στοχασμός αποτελούσε τον πυρήνα της σοβαρής ποίησης, και οι κάθε φορά συμβάσεις αποτελούσαν την απαραίτητη συνθήκη της έκφρασης αυτού του πυρήνα - ενώ η συγκεκριμένη έκφραση ανάλογα τον τοποθετούσε στον ορίζοντα των προσδοκιών μιας αντίστοιχης ιστορικά προσδιορισμένης μορφής τέχνης. Ο στοχασμός άλλωστε στον γυμνό του πυρήνα, δηλαδή πέρα από την εξειδίκευσή του σε περισσότερο ή λιγότερο αυστηρά προσδιορισμένα είδη λόγου, είναι καθαρά ποιητικός. Γι’ αυτό υπάρχουν πολλοί που προτιμούν την ποίηση που βρίσκουν στον Καντ ή στον Βιττγκενστάιν.
Η αυθεντική ρίμα είναι διάφωνη. Για να ομοιοκαταληκτήσει πρέπει να βρεθεί ο μυστικός ήχος που δείχνει τη συνέχεια και την αντιστοιχία ανάμεσα στο ειδυλλιακό και στο τραγικό, αλλιώς παρασύρεσαι στο παιχνίδι της γλώσσας: «Κοίτα τι ρίμες παράξενες σκαρώνουνε οι λέξεις /σαν να σου λεν το παιχνίδι ελεύθερα να παίξεις.» (σ. 80). Ο μυστικός ήχος της αληθινής αντιστοιχίας δίνει το αίσθημα της ισορροπίας. «Και στην ποίηση πώς επιτυγχάνεται αυτή η ισορροπία; /Μέσω της “αποστρατιωτικοποίησης της γλώσσας”, ισχυρίζεται ο Κέητζ.» (σ. 67) Και πότε επιτυγχάνεται η αποστρατιωτικοποίηση της γλώσσας; Οταν αυτή καταθέτει τα όπλα της ρητορικής, δηλαδή της στρατηγικής της να πετύχει την εύκολη πειθώ μέσω της συγκίνησης.
Ολη αυτή η συζήτηση περί ρίμας είναι βεβαίως μεταφορική, μια και εκείνα που αλληλοαναφέρονται, συγκρίνονται και επιχειρείται να εξηγηθούν είναι δύο είδη ποιητικού συσχετισμού -ή γενικότερα ποίησης- που καθορίζονται από διαφορετικό αρχικό, τουλάχιστον, σκοπό: Του ποιητικού συσχετισμού που ριμάρει ως προς το νόημα της γλώσσας, και εκείνου που ριμάρει ως προς τον ήχο της γλώσσας.
Την ουσιαστική αναίρεση αυτής της «ρίμας» φέρνει το τελικό ερωτηματικό, που είναι καταλυτικό. Αντίθετα από τον Κουάιν, που «είχε βάλει να του αφαιρέσουν από τη γραφομηχανή το ερωτηματικό» επειδή ασχολούνταν μόνο με βεβαιότητες (σ. 33), ο Βλαβιανός δεν μπορεί να αποφύγει το ερωτηματικό, γιατί σ’ αυτό καταλήγουν όλα του τα ποιήματα - μια και τα ποιήματά του «είναι προτάσεις στο βιβλίο της ζωής», που δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια και να μην τις διαβάσει «μέχρι το τέλος» (σ. 85), από το αρχικό χαμόγελο έως τον τελικό μορφασμό (σ. 13).
Το ερωτηματικό δεν είναι απλώς ένα σημείο στίξης, κάτι που δεν ακούγεται, κάτι που μόνο ορίζει τον τύπο ή την ποιότητα των παύσεων. Είναι κάτι που ακούγεται εκκωφαντικά. Κι εφόσον ακούγεται, γίνεται συνθήκη της ουσιαστικής ρίμας - μιας ρίμας όχι προφανούς, αλλά καταλυτικής, καθώς με αυτήν ριμάρουν όχι δύο στίχοι, αλλά όλα τα ποιήματα της ζωής μας, το ένα μετά το άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου