Ιφιγένεια
Ένα κορίτσι ονειρεύτηκε Περσίδες κλειδωμένες να αστράφτουν στην καρδιά της.
Τον χρόνο τον επινόησε η τρομολαγνεία του τριαντάφυλλου,
έλεγε και κρυβόταν στη ρωγμή μιας αστραπής.
Των Αθηναίων οι τριήρεις σάλπαραν μ' ένα τσούρμο πεταλούδων για τη λησμονιά
κι εκείνη με το βλέμμα μιας λιακάδας
τα αμαρτήματα της δρόσιζε στο δέρμα των φιδιών,
στα χείλη τηγάνιζε χελιδονόψαρων σιωπές, του ανείπωτου τα εγκαύματα.
Της καταιγίδας τους λυγμούς έχωνε στο πουκάμισο της
και τον πόρνο νόστο που κυλιόταν με αγοραίες αναπνοές,
τα κατά συρροή εγκλήματα της ύπαρξης.
Ακροπατώντας στη σιγή του πεπρωμένου
σοφά ανασκολόπιζε τις εκπνοές των παραθύρων με αιχμηρά κοιτάγματα,
μηνούσε με τα περιστέρια στο χάος να της στείλει το αστέρι του Ιούδα.
Με ξυραφιές στα μπράτσα κι ένα καταρράκτη νου
έψαξε την αθανασία σε ενός νεκρού την αγρυπνία,
ρώτησε ένα φεγγάρι έμεσμα του άπειρου από που απογειώνονται τα διαστημόπλοια
στη χούφτα σφίγγοντας τον αχινό της λήθης.
Βλέπεις είχε πια κουραστεί ζωή να λέει όλα εκείνο το φαφούτικο προσδόκιμο σκοτάδι,
τα ψαροκόκαλα των δίποδων φωνών,
τη λύκαινα του αντικαταθλιπτικού που βύζαξε του θυμικού της τις ξεδοντιασμένες λέξεις.
Αυτό το ποίημα θα τη μαρτυρήσει στους ωκεανούς,
πως ένα χιόνι ήταν με γυναικεία ρούχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου