ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ |
Aπό τον θάλαμό του στο νοσηλευτήριο ηλικιωμένων
Βασιλάκειον της οδού Τενέδου και πολύ κοντά στο μικρό
διαμέρισμα της οδού Μηθύμνης όπου ζούσε τα τελευταία
είκοσι τέσσερα χρόνια της ζωής του μόνος και εντελώς
μέσα στη δική του περιοχή από την παιδική του ακόμα
ηλικία ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης και καθώς όλη τη
νύχτα βογκίζαν άγρια σκυλιά στο προσκεφάλι του
περνούσαν ελάφια είδε εξαίφνης το ποίημα που έβλεπε σε
όλη του τη ζωή όμως τώρα πια δεν μπορούσε δεν
προλάβαινε καν να γύρει στο πλάι για να το γράψει κι
έβγανε μέσα στον ύπνο του και μέσα στον ξύπνο του μια
κραυγή γεμάτη οργή και πόνο και μίσος και πάθος και
ανάγκη και μεγάλο θυμό που την ακούσαν όλοι οι
θάλαμοι σε όλες τις πτέρυγες και όλο το νοσοκομείο της Κυψέλης
Το περιστατικό μαρτυρείται διαδοχικά από τρεις
διαφορετικούς ανθρώπους πού ξαγρυπνούσαν εκείνο Κυψέλης
το βράδυ από τρεις πηγές η πλέον αξιόπιστη σήμερα
29 Μαρτίου 2007 ημέρα Πέμπτη δύο χρόνια ακριβώς από την
αναχώρησή του προέρχεται από την αδερφή νοσηλεύτρια
Ευδοξία - Μαρία Νικολάου Ρεμπάπη από το χωριό
Παλαιοφάρσαλος νομού Λαρίσης είκοσι οχτώ χρονών τότε
στο καμαράκι της βάρδιας καθώς την έπαιρνε ο ύπνος
στην καρέκλα της και πεταγόταν κάθε τόσο και λιγάκι
άκουσε την κραυγή που όμοιά της κανένας άνθρωπος
δεν έχει ξανακούσει ποτέ του στον κόσμο όλο
Σχίστηκαν στα δυο ανοίχτηκαν οι ουρανοί για να περάσει
ο ποιητής και από εκεί ξεπρόβαλε για μια ακόμη φορά για
μια ακόμη τελευταία φορά ξεπρόβαλε το ποίημα το
καλύτερο ποίημα που άκουσε ποτέ και είδε ποτέ σε
ολόκληρη τη βασανισμένη ζωή του ο Μίλτος μόνο που
τώρα πια δεν μπορούσε δεν προλάβαινε καν στα ογδόντα
έξι του χρόνια κατάκοιτος να σκύψει στο πλάι στο λευκό
κομοδίνο να πάρει το κόκκινο μπικ και να το γράψει
(Από το βιβλίο : ''ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ '', Γαβριηλίδης 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου