Ο Άρης σταμάτησε το αυτοκίνητό του μπροστά στη μικρή μονοκατοικία, που είχε πρόσφατα αποκτήσει, στους πρόποδες του βουνού. Ιδανικό καταφύγιο για έναν καλλιτέχνη. Ήταν νύχτες που ξυπνούσε κάθιδρος και έτρεχε στο πιάνο, γιατί μια καινούργια σύνθεση είχε πλημμυρίσει το είναι του και έπρεπε οπωσδήποτε να της δώσει μορφή. Να την αφήσει να χορέψει τις νότες της πάνω στα πλήκτρα. Αποφάσισε να μετακομίσει, γιατί οι γείτονές του ενοχλούνταν από τις νυχτερινές του εμπνεύσεις.
Ένα ακαθόριστο βουητό απ’ το δάσος έφτασε στ’ αφτιά του. Ήταν ο αέρας που πέρασε ανάμεσα από τα πεύκα, τα σκίνα και τα ρείκια του βουνού και κατέβηκε μέχρι στις ελιές και τις λεμονιές της αυλής. Ο Άρης ανατρίχιασε στην επαφή του αέρα με το κορμί του. Ήταν μια αίσθηση, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Έμοιαζε με ερωτική ανατριχίλα, με… ούτε κι αυτός δεν ήξερε με τι. Ένα περιστέρι φτερούγισε δυνατά κι ύστερα προσγειώθηκε στα πόδια του. Έμοιαζε φοβισμένο. Έσκυψε και το χάιδεψε κι εκείνο παραδόξως δεν πέταξε μακριά, αλλά δέχτηκε το χάδι του. Την ίδια στιγμή ένα μωβ μαντήλι, παρασυρμένο από τον αέρα, ξεσκάλωσε από τα κλαδιά ενός πεύκου και ταξίδεψε μέχρι τα κλαδιά του κυπαρισσιού, που φύτρωνε έξω από το παράθυρο του καθιστικού.
Το πρώτο βράδυ στο καινούργιο του σπίτι ο Άρης δυσκολεύτηκε να κοιμηθεί. Πηγαινοερχόταν από την κρεβατοκάμαρα στο καθιστικό. Ζεσταινόταν. Άνοιξε το παράθυρο να μπει η δροσιά της νύχτας και πήγε στην κουζίνα να πάρει μια μπύρα. Το μωβ μαντήλι με τη βοήθεια του αέρα, άφησε το κυπαρίσσι και στάθηκε πάνω στο πιάνο. Ξαφνικά νότες πλημύρισαν το σπίτι. Και πάλι αυτή η ανατριχίλα. Έντρομος έτρεξε στο καθιστικό. Η μουσική σταμάτησε. Ίσα που πρόλαβε να δει το μοβ μαντήλι να γλιστρά απ’ το πιάνο στο πάτωμα.
Έσκυψε και το μάζεψε. Η επαφή με το ύφασμα τον αναστάτωσε. Οι χτύποι της καρδιάς του δυνάμωσαν. Το έφερε στο πρόσωπό του και το μύρισε. Άρωμα γυναικείο, δροσερό, νεανικό. «Να ανήκει στην ιδιοκτήτρια του σπιτιού;» αναρωτήθηκε. Δεν την είχε γνωρίσει προσωπικά, αφού όλα τα είχε διεκπεραιώσει το
μεσιτικό γραφείο και ο πληρεξούσιος δικηγόρος. Το σίγουρο ήταν, πως για άγνωστο λόγο κάποιος είχε βιαστεί να το ξεφορτωθεί.
Ασυναίσθητα έσφιξε το μαντίλι στην παλάμη του. Ύστερα χαλάρωσε το σφίξιμο, το χάιδεψε και το ακούμπησε στο πιάνο. Αμέσως όμως κάτι τον έσπρωξε να το πάρει και πάλι, να το κρατήσει κοντά του. Κάθισε στο πιάνο. Νότες ξεχύθηκαν απ’ τα χέρια του. Στην αρχή απαλές, μετά πιο έντονες. Τα δάχτυλά του έτρεχαν στα πλήκτρα. Ιδρώτας έσταζε απ’ το πρόσωπό του. Έπειτα ηρέμησε και χαλάρωσε το παίξιμό του. Κατάκοπος σηκώθηκε, έκλεισε το παράθυρο και πήγε να ξαπλώσει. Κόντευε πια να χαράξει.
Τον ξύπνησαν κοριτσίστικες φωνές και ήχοι σαν χτυπήματα, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Άρχισε να ψάχνει τα δωμάτια του σπιτιού. Δεν βρήκε τίποτα. «Και τα κορίτσια από πού ξεφύτρωσαν;» αναρωτήθηκε. Βγήκε έξω να δει τι συμβαίνει. Τα παντζούρια έχασκαν ορθάνοιχτα και χτυπούσαν όλο και πιο μανιασμένα κάθε φορά που δυνάμωνε ο αέρας. Οι φωνές τον έφεραν στο πίσω μέρος της αυλής, μπροστά στη σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα χωρίς κάγκελα. Τώρα μπορούσε να τις δει καθαρά, γιατί στεκόντουσαν άκρη άκρη. Ήταν μια παρέα από πέντε κορίτσια, που κρατούσαν στα χέρια τους χρωματιστά μαντίλια και προσπαθούσαν να τα πετάξουν στον αέρα σαν να ήταν χαρταετοί. Μιλούσαν δυνατά, γελούσαν και χαίρονταν το παιχνίδι τους.
-Προσέξτε, θα πέσετε, τους φώναξε.
Η φωνή του χάθηκε μέσα στην βοή του αέρα.
Έκανε υπεράνθρωπη προσπάθεια να ανέβει τη σκάλα, γιατί η δύναμη του αέρα τον έσπρωχνε προς τα πίσω, εμποδίζοντάς τον να φτάσει στην ταράτσα. Όμως ο Άρης είχε πεισμώσει και κατάφερε να ανέβει.
-Κορίτσια σταματήστε. Θα πέσετε, ούρλιαξε απελπισμένος.
Μάταια, εκείνες ούτε τον άκουσαν, ούτε τον είδαν.
« Άννα θα πέσεις, πρόσεχε», φώναξαν τα κορίτσια, γιατί εκείνο που κρατούσε το μωβ μαντίλι, όταν δυνάμωσε ο αέρας, έβαλε όλη του τη δύναμη να το πετάξει όσο πιο ψηλά μπορούσε. Στην προσπάθειά της όμως έχασε την ισορροπία της.
Ο Άρης με μια γρήγορη κίνηση, προσπάθησε να την αρπάξει και να την συγκρατήσει. Τα χέρια του αγκάλιασαν το κενό…
Δυο μέρες αργότερα, σ’ εσωτερική σελίδα εφημερίδας υπάρχει η είδηση: «Νέος και πολλά υποσχόμενος συνθέτης βρέθηκε νεκρός στο ίδιο ακριβώς σημείο, που έξι μήνες πριν είχε σκοτωθεί νεαρό κορίτσι. Οι συνθήκες του θανάτου παραμένουν αδιευκρίνιστες και πιθανότατα αποδίδονται σε ατύχημα».
Η Άννα παραπάτησε και έπεσε με το κεφάλι πάνω σε μια πέτρα στον κήπο.
Το μωβ μαντίλι στροβιλίστηκε για λίγο, άγγιξε τα χείλη της και την αποχαιρέτησε μ’ ένα φιλί. Ο άνεμος το σήκωσε ψηλά και το ταξίδεψε μέχρι τα κλαδιά ενός πεύκου στο κοντινό δάσος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου