πηγή: maga.gr ///Δημοσιεύθηκε στις 7 / 5 / 2013
Δημήτρης Παπαδημητριάδης, MD MSc, ιατρός, maga.gr CEO
Το γύρο του διαδικτύου κάνουν οι δηλώσεις που φέρεται να
έκανε η ποιήτρια Κική Δημουλά. Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα, στη
διάρκεια εκδήλωσης των Atenistas στην Κυψέλη , η ποιήτρια φέρεται να
είπε ότι “δεν αντέχει τους μετανάστες στην Κυψέλη μιας και είναι τόσοι
πολλοί που πιάνουν τα παγκάκια και δεν μπορεί να κάτσει κανείς στην
πλατεία”.
Ενας άνθρωπος που στεναχωριέται για τη μοίρα του ανθρώπου δύσκολα λειτουργεί ρατσιστικά, σκέφτηκα και επικοινώνησα μαζί της.
Ένιωσε λοιπόν αυτόματα την ανάγκη στην κουβέντα μας να μου εξηγήσει τον θυμό της. “Δεν μπορώ εγώ να απολογηθώ για ό,τι συμβαίνει. Δεν είπα ότι βγήκα στην πόρτα μου και άκουσα ουρλιαχτά από μια γυναίκα που της είχαν αρπάξει τον σταυρό από τον λαιμό της. Είπα ότι η αδελφή μου ετών 70 και ο άντρας της ετών 75 δέχτηκαν επίθεση. Τους χτύπησε την πόρτα κάποιος, του άνοιξαν, μπήκαν δύο μέσα, τους φίμωσαν το στόμα, τους έκλεισαν στο μπάνιο και επί δυόμισυ ώρες ανενόχλητοι δεν άφησαν τίποτα. Ξάφρισαν όλο το σπίτι. Κατέθεσαν στην αστυνομία, ήρθαν οι αστυνομικοί και πήραν αποτυπώματα και φυσικά δεν έγινε τίποτα. Και τη δεύτερη φορά, ένας έξω από την πόρτα της αδελφής μου, επειδή δεν του έδωσε το κλειδί να μπει μέσα στο σπίτι της, την χτύπησε και πήγαμε στο νοσοκομείο.”
Η Κική Δημουλά, αισθάνεται πληγωμένη από τον τρόπο που την αντιμετωπίζουν εκείνοι που βρίσκονται απέναντι. “Αυτή είναι μια εχθρικότητα εναντίον μου άνευ προηγουμένου, την οποία έχω συναντήσει σε πάρα πολλές φάσεις.” Την ρωτάω γιατί δέχεται συχνά επιθέσεις τον τελευταίο καιρό. “Ποιός ξέρει. Κάποιοι έκαναν το λάθος να πουν ότι είμαι υποψήφια για το Νόμπελ, για το οποίο είναι υποψήφιοι 150 άνθρωποι κάθε χρόνο, και ίσως αυτό ενοχλεί. Δεν έχω άλλη εξήγηση γιατί εγώ δεν ενοχλώ πραγματικά κανέναν.”.
Και συνεχίζει με έκδηλη απογοήτευση στη φωνή. “Μπήκα στον στόχο. Αρχίζω να αισθάνομαι ότι πρέπει να μεταναστεύσω σε άλλη χώρα. Μάλλον δεν με θέλει η Ελλάς εδώ πέρα, έτσι φαίνεται. Εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτές τις διαφορές των φυλών. Οι Πακιστανοί που βρίσκονται τουλάχιστον στα φανάρια θα μπορούσαν να έρθουν μάρτυρες υπερασπίσεώς μου. Λυπάμαι πάρα πολύ τους ανθρώπους που υποφέρουν. Δεν είμαι υποχρεωμένη, ως μη ρατσίστρια, να λυπάμαι και τους φονιάδες όμως. Δεν είμαι. Δεν έψεξα κανέναν, δεν κατηγόρησα κανέναν, δεν αντεπιτέθηκα σε αυτούς που μου επιτέθηκαν.” Νιώθει την ανάγκη να μου απολογηθεί για τον θυμό της “Με συγχωρείτε που θυμώνω. Το λάθος μου είναι ότι πήγα σε αυτή την ιστορία της Κυψέλης. Τελικά πρέπει κανείς να κάθεται μέσα στο σπίτι του και να μην ομιλεί.”
Τη μαλώνω διακριτικά: η σιωπή δεν βοηθάει. “Αν πρέπει να λέμε μόνο ό,τι δεν μας προκαλεί και δεν μας εκθέτει ή πρέπει να προβλέπω πότε θα μου επιτεθούν και πότε δεν θα μου επιτεθούν; Αυτό δεν μπορώ να το κάνω, είμαι μεγάλος άνθρωπος και σε απόσυρση, ας με αφήσουν λίγο ήσυχη. Εγώ έχω καθαρή συνείδηση. Αν μου σπάσουν τα μούτρα θα νιώσω μίσος απερίγραπτο για αυτόν που μου τα έσπασε, όχι για τον ξάδελφό του που είναι εργάτης και πεινάει. Διαχωρισμένα τα πράγματα.”
Συμπεραίνει ότι οι επιθέσεις απέναντί της έχουν πολύ σκοτεινά κίνητρα. Τη ρωτάω χωρίς δεύτερη σκέψη αν νιώθει ότι αυτές οι επιθέσεις έχουν και πολιτικό κίνητρο. Της λέω ότι τα κόμματα παίρνουν θέση υπέρ και εναντίον των μεταναστών και της φέρνω ως παράδειγμα τη Χρυσή Αυγή. Περιμένω με αγωνία το σχόλιό της. “Βέβαια, αυτό φυσικά. Τώρα βρήκαν την ευκαιρία. Να ήξεραν από μέσα τους πόσο είμαι με το μέρος των μεταναστών. Να το ήξεραν μόνο. Είναι τρομακτική η κατάσταση. Η υποκρισία του ανθρώπου είναι άλλο πράγμα. Άλλο είναι η επίδειξη συμπόνοιας για τους αδυνάτους με αυτόν τον τρόπο. Πρόκειται για ό,τι πιο ψεύτικο υπάρχει.”
Κάνει μια μικρή παύση και νιώθω τον θυμό της να φουσκώνει τις φλέβες της. “Τη Χρυσή Αυγή θα ήθελα να τη σκοτώσω γιατί σκοτώνει αυτούς τους ανθρώπους. Ειλικρινά σας λέω με πιάνει ρίγος που τη βλέπω. Εκεί ναι, θα μπορούσα να τους πυροβολήσω που επιτίθενται σε φτωχούς κακομοίρηδες. Άκουσα για το επιλεκτικό συσσίτιο. Μου σηκώθηκε η τρίχα. Και λένε ότι είμαι εγώ ρατσίστρια;”
Επανέρχεται στην επικαιρότητα των δηλώσεών της και στην απογοήτευσή της για την ερμηνεία που δόθηκε σε αυτές. “Η κακοήθεια πρέπει να έχει τροφή αλλιώς πεθαίνει. Άμα τους τη δίνω εγώ αυτή την τροφή, τι να κάνω; Μάλλον κάνω άλλη μια ευεργεσία. Συγχύστηκα ειλικρινά. Δεν το περίμενα αυτό καθόλου. Έδωσα μια ουδέτερη εικόνα, είπα ότι παρά ταύτα αν ήμουν ρατσίστρια θα έφευγα από την Κυψέλη. Τα παιδιά μου έχουν πάει αλλού κι έχω σπίτι να μείνω εκεί που βρίσκονται. Κι όμως, εγώ κάθομαι μόνη, 82 χρονών σε αυτό το σπίτι.”
Επιμένω στην ερώτησή μου περί της σιωπής. Της λέω ότι οι νέοι άνθρωποι αισθάνονται πως οι περισσότεροι πνευματικοί άνθρωποι σιωπούν για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Την εξοργίζω. “Ποιός είναι ο πνευματικός άνθρωπος;” με ρωτάει έντονα. Μου μιλάει για έναν ιδιότυπο ρατσισμό υπέρ των πνευματικών ανθρώπων. “Να συζητήσουμε αυτή τη γελοία παρανόηση και μεγαλοποίηση του όρου πνευματικός άνθρωπος; Τί είναι αυτός ο πνευματικός άνθρωπος που από έναν πάσχοντα ξέρει περισσότερα; Γιατί; Είναι έξυπνος; Έλυσε κανένα πρόβλημα της χώρας του ο πνευματικός άνθρωπος; Έχει καμία εξουσία; Ή μήπως γιατί βγαίνει κάθε τόσο σε μια εφημερίδα ή σε ένα κανάλι και αποφαίνεται; Δεν μπορώ να το δεχτώ. Αυτό είναι ο ρατσισμός, να θεωρούμε τους πνευματικούς ανθρώπους αξιότερους να εκφράζονται και να επηρεάζουν περισσότερο από ό,τι οι ίδιοι οι δεινοπαθούντες.”.
Είναι κατηγορηματική. “Δεν έχουν όμως καμία δύναμη οι πνευματικοί άνθρωποι και δεν πρέπει να τους ανεβάζετε σε βαθμό εξουσίας, ωσάν όλοι οι άλλοι άνθρωποι να είναι ηλίθιοι. Δεν είναι ηλίθιος κανένας. Όλοι ενστικτωδώς γνωρίζουν τι είναι το συμφέρον και τι το βλαβερό. Δεν είναι ανάγκη να έχουν σπουδάσει, δεν είναι ανάγκη να έχουν γράψει ποιήματα. Το ωραίο και το άσχημο, το δίκαιο και το άδικο, τα μυρίζεται κανένας, χωρίς να είναι καλλιτέχνης, ζωγράφος ή ποιητής. Αυτά είναι μια κρούστα εξευγενίσεως και αυτή η κρούστα δεν είναι τόσο στέρεη. Καμιά φορά αν σπάσει, χύνεται από μέσα και λερωμένο περιεχόμενο”, μου λέει με νόημα.
Είναι σειρά μου να κάνω μια παύση. Την ακούω με προσοχή τόση ώρα και σκέφτομαι κάπου εδώ το θέμα της έκθεσης που έγραψα κάποτε στις πανελλαδικές εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο “Ποιά είναι τα πρότυπα που πρέπει να έχουν οι νέοι”. Η απάντησή μου τότε πρέπει να μου είχε στοιχίσει αρκετούς βαθμούς. Είχα γράψει ότι οι νέοι πρέπει να δημιουργούν δικά τους πρότυπα και να κάνουν πρότυπο τον εαυτό τους. Συνομιλώ λοιπόν με την Κική Δημουλά που διαβάζω από μικρός και αγάπω όσο λίγους σύγχρονους ποιητές. Ποιόν να ακούνε οι νέοι άνθρωποι; “Τη συνείδησή σας και τη σοφία σας που αποκτάτε από τις εικόνες που έχετε στο δρόμο. Δεν μπορεί να μην γίνεστε σοφός ζώντας ανάμεσα σε κόσμους και σε ανθρώπους ετερόκλητους. Ξέρετε ότι οι άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους. Ένας πνευματικός άνθρωπος έχει μικρότητες όπως και ένας μη πνευματικός άνθρωπος. Έτσι νομίζετε εσείς, ότι η ποίηση εξαγνίζει. Η ποίηση είναι άλλο αγαπητέ μου και ο χαρακτήρας μας είναι άλλο.”
Ξέρω τι μου λέει. Αλλά ως ψυχίατρος έχω ελάχιστες αμφιβολίες ότι και η ίδια η “συνείδηση” δεν μπορεί να χειραγωγηθεί από εκείνον που γνωρίζει καλά την τέχνη. Συμφωνεί με αυτό. “Βεβαίως χειραγωγείται. Αλλά να θυμάστε πάντοτε, το χάρισμα, αν υπάρχει και αν πρόκειται για χάρισμα είναι ανεξάρτητο σημείο από τον χαρακτήρα. Έχω δει εξαίσιους ποιητές να είναι δολοφόνοι και προδότες. Το γράφει άλλωστε η ιστορία. Τι ανάγκη έχετε εσείς να σας πω εγώ τι να κάνετε;”. Με ρωτάει “Αυτοί που μας κυβερνούν, δείχνουν να λογαριάζουν τους πνευματικούς ανθρώπους;”. Έχει δίκιο. Στις μέρες μας δεν φαίνονται να τους φοβούνται. Και συνεχίζει “αυτό σημαίνει ότι οι πνευματικοί άνθρωποι είναι μια φούσκα ως έννοια που δεν τρομάζει κανέναν. Πιστέψτε με. Έπρεπε να έχει πάρει ο Σεφέρης το Νόμπελ και ο Ελύτης το Νόμπελ για να πουν μια κουβέντα η οποία να γραφτεί στην ιστορία. Ο Σεφέρης μίλησε για τη Χούντα. Γράφτηκε στην ιστορία… Μία κουβέντα.”
Τη ρωτάω αν αυτό είναι οξύμωρο με τη δική της περίπτωση. Η ίδια πιστεύει πως δέχεται επίθεση. Κάποιον τρομάζει λοιπόν. Αστειεύεται, καταφατικά “Εγώ είπα μια φορά καλημέρα σας στον Ηλία Ψινάκη και ξεσηκώθηκε ο τύπος και οι πνευματικοί άνθρωποι ότι τάσσομαι πολιτικά με τον Ηλία Ψινάκη. Ε λοιπόν δεν έχω σωτηρία. Μόνο όταν πεθάνω θα ησυχάσουν. Δεν έχω καμία αντίρρηση να πεθάνω, αν και μισώ τον θάνατο. Αλλά δεν μπορώ πια να είμαι το κόκκινο πανί όλων αυτών των ανθρώπων που δεν ξέρω τι συμπλέγματα τους κυνηγούν επιτέλους.”
Μου προτείνει εμφατικά ότι οφείλουμε να υποπτευόμαστε τους πνευματικούς ανθρώπους. “Γιατί είναι φιλόδοξοι. Δεν βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω, αλλά πραγματικά είμαι πολύ προσεκτική. Φαίνεται όμως η φιλοδοξία μου στο ότι αποφάσισα να λέγομαι ποιήτρια. Κανέναν να μην εμπιστεύεστε και να ακούτε αυτό που βλέπετε. Τι βλέπετε σήμερα.” Μου εξηγεί ότι η ίδια μπορεί να καταλάβει κάποιον που μπορεί να ψέξει την πολιτική, τις αποφάσεις που λαμβάνονται, κάποιον που να μπορεί να υπερασπιστεί “αυτούς τους ανθρώπους που αυτοκτονούν από την πείνα και τη δυστυχία”. Εντοπίζει όμως αυτή τη σημαντική διαφορά: “Δεν χρειάζεται να είναι πνευματικός ο άνθρωπος για να τους υπερασπιστεί. Η ίδια η πράξη της αυτοκτονίας ζητάει υπεράσπιση.”
Ανακαλώ ξανά στο μυαλό μου τη βόλτα της με τους Atenistas στην Κυψέλη, πρόσφατα, και τη διάσταση που πήραν οι δηλώσεις της. Οι δημοσιογράφοι έχουν ευθύνη εδώ; “Αλήθεια δεν ξέρω. Βέβαια δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα αυτό που ελέχθη από εμένα και τον Κουμανταρέα και από εκεί και πέρα, ποιός το πήρε και τι το έκαναν… δεν νομίζω ότι φταίνε οι δημοσιογράφοι.” Έχει τη γνώμη ότι οι εφημερίδες αν δεν αρπάξουν τέτοιες ευκαιρίες δεν γεμίζουν. Ότι πρέπει να εξασφαλίζουν την ύλη τους. Η ίδια νιώθει ότι οι αντίπαλοί της είναι μια ομάδα ανθρώπων πολύ διαφορετική. “Άνθρωποι που είναι ποιητές, που δεν έχουν αναγνώριση, που θεωρούν ότι εγώ βρέθηκα παραπάνω χωρίς να το αξίζω. Κι όμως δεν επεδίωξα εγώ να μπω στην Ακαδημία Αθηνών. Έχω ακούσει πάρα πολλά. Έχει κουραστεί το αυτί μου. Ούτε την ηλικία μου σέβονται. Ποιόν ποιητή ή ποιόν συγγραφέα ενόχλησα εγώ ποτέ; Ακούστηκε ποτέ να έχω κακολογήσει ομότεχνό μου; Βέβαια δεν είμαι ικανή εγώ να κατακρίνω. Δεν είμαι τόσο καθαρή και άμεμπτη ώστε να μπορώ. “
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου