Αργότερα το κατάλαβε. Στην αρχή μέθυσε από τα αισθήματά του και φέρθηκε σαν κάθε ερωτευμένος. Για δυο μέρες κατοικούσε στον παράδεισο.
Τον συνάντησα τυχαία σ’ ένα καφέ στα Εξάρχεια και μου τα είπε όλα. Ήταν συντριμμένος γιατί ένιωθε προδομένος. Και προδομένος όχι από Εκείνην, αλλά από την ίδια την καρδιά του.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Ο φίλος μου είναι ποιητής, και ερωτεύεται με το δικό του, ποιητικό τρόπο. Δηλαδή, διαφορετικά απ’ ό,τι ερωτευόμαστε εμείς οι υπόλοιποι … Γνωρίστηκαν μέσα από το face book. Αυτό σε κάποιους μπορεί να μη φαίνεται σοβαρό με πρώτη ματιά, αλλά παντού υπάρχουν ψυχές και κάπως πρέπει να τις συναντήσεις. Όχι, βέβαια, ότι απασχολούν τέτοιες λεπτομέρειες την ψυχή ενός ποιητή!
Στην αρχή σχολίασε μια φωτογραφία της, ίδια η προσωπογραφία της θλίψης ήταν. Έτσι άρχισε η γνωριμία. Το θλιμμένο της βλέμμα τον άρπαξε και τον αιχμαλώτισε να παρακολουθεί τη δράση της. Ύστερα από δεκαπέντε μέρες αρχίζει και η πραγματική ιστορία τους. Αυτός χάζευε τις μουσικές και άλλες ανακοινώσεις των φίλων του, όταν άνοιξε το παραθυράκι τής συνομιλίας και του έστειλε την καλησπέρα της. Δυόμιση ώρες μιλούσαν, και ο φίλος μου ένιωθε υπέροχα. Τον άγγιζε ο λόγος και το χιούμορ της, οι έξυπνες παρατηρήσεις, έως και ο κάποιος θαυμασμός της προς το πρόσωπό του. Όλα έμοιαζαν τέλεια.
«Ακόμα κι αν παίζεις μαζί μου», της έγραψε, «εμένα δε με πειράζει. Εσύ έχεις κάθε δικαίωμα να το κάνεις, αλλά εγώ νιώθω ωραία που μιλάμε».
Εκείνη σοβάρεψε. «Νομίζεις ότι παίζω;» έγραψε. Πριν εκείνος προλάβει να πει κάτι, εμφανίστηκε ο αριθμός του κινητού της στην οθόνη. «Πάρε με σε δέκα λεπτά», έγραψε.
Την πήρε σε είκοσι… Ακολούθησε ένα μισάωρο μαγείας. Η φωνή της ήταν όπως ακριβώς τη φανταζόταν… Πλέον ήταν χαμένος, την είχε ερωτευθεί! Δεν της το είπε αμέσως, κι εγώ απορώ πώς αυτός συγκρατήθηκε. Το βράδυ ο ουρανός του είχε αποκτήσει άλλο φως.
Την άλλη μέρα, το μεσημέρι, μίλησαν πάλι αρκετά στο fb. «Τι είμαι για σένα;» τον ρώτησε κάποια στιγμή. Μόλις της έγραψε «είσαι η μούσα που με εμπνέει», χάλασε το ρούτερ του και κόπηκε η επικοινωνία. Της έστειλε μήνυμα στο κινητό, και καταριόταν την τύχη του. Αλλά το μηχάνημα είχε αναλαμπές, και κάθε 1-2 ώρες δούλευε για πέντε λεπτά. Κατά τις 5 το απόγευμα είδε ένα μήνυμά της στο fb και το άνοιξε. Μόλις το διάβασε, κόπηκε πάλι η σύνδεση, αλλά χτύπησε το κινητό. Ήταν Εκείνη… Του μίλησε για το κείμενο που του έστειλε, και αυτός δεν της φανέρωσε ότι το είχε μπροστά του· ήθελε να την ακούει να του λέει με τη φωνή της αυτά που ευτυχής διάβαζε. «Είτε είναι για κάποιο λόγο, είτε για κάποιο χρόνο, είτε για μια ζωή, χαίρομαι που σου μιλάω…», έτσι τέλειωνε το κείμενό της.
Και τι δεν είπαν! Μεταξύ των άλλων, της πρότεινε μια εβδομάδα διακοπές στο Παρίσι. «Εμένα να μη μου τάζεις κάτι, αν δεν πρόκειται να το κάνεις…», ήταν η απάντησή της. Αυτός, φυσικά, ήταν πρόθυμος να την πάει ακόμα κι εκεί που δεν επρόκειτο ποτέ να ταξιδέψει ο ίδιος. Για το βράδυ της Παρασκευής που ήταν, Εκείνη είπε πως είχε κάτι υποχρεώσεις και δεν την πίεσε για συνάντηση.
Το βράδυ ήρθε, και Εκείνη τον πήρε τηλέφωνο για να τον ενημερώσει ότι δε θα πήγαινε στις υποχρεώσεις της. Έτσι, λοιπόν, συναντήθηκαν. Τον περίμενε στο αυτοκίνητό της, μια και αυτός δεν είχε αυτοκίνητο εκείνη την εποχή. Μπήκε μέσα. Κάποιες στιγμές αμηχανίας, ένα χαμόγελο αρχικά, ο ασπασμός στα μάγουλα ύστερα… Τότε την κοίταξε στιγμιαία στα μάτια και άφησε ένα γρήγορο, τρυφερό φιλί στα χείλη της. Πιο πολύ σαν χαιρετισμός, παρά σαν πρόταση. Εκείνη δεν αντέδρασε ενοχλημένη, όπως και όταν της χάιδευε απαλά το χέρι που άλλαζε τις ταχύτητες. Μάλιστα, τις άλλαζε με το άλλο χέρι, λες και ήθελε να μην διακόψει τα χάδια του. Έτσι πέρασαν και οι τρεις ώρες τους στην καφετέρια. Μίλησαν για μουσική, για βιβλία, ταινίες, για τη ζωή του καθένας… Εκείνη δε χόρταινε να ρωτάει και αυτός να της μιλάει. Εκείνη ήθελε να ξαναδεί την ταινία «Ο Μισισιπής φλέγεται», και της είπε ότι την είχε και θα την έβλεπαν αγκαλιά. Έτσι ήταν η συνάντησή τους. Φεύγοντας κράτησε για λίγο το χέρι της ενώ περπατούσαν, α, μα ήταν σχεδόν μεθυσμένος από ευτυχία! Στο δρόμο τής ζήτησε να σταματήσουν για ένα φιλί, κι εκείνη αρνήθηκε. Ήταν τα πρώτα τσιμπήματα στην καρδιά του. Πλησιάζοντας στη στάση του Μετρό, όπου θα τον άφηνε, την ρώτησε πότε θα ήθελε να συναντηθούν.
«Again?» είπε αυτή. Τότε σκοτείνιασαν όλα… «Ξανά;» Η φωνή της είχε την έκπληξη σαν να της ζητούσε το πιο αφύσικο πράγμα στον κόσμο. Έκανε πως δεν το κατάλαβε, γιατί την είχε ήδη ερωτευθεί… Έμειναν για λίγο στη στάση με τη μηχανή αναμμένη. Τότε αυτή του φανέρωσε ότι τη σόκαρε το γεγονός πως την φίλησε στο πρώτο ραντεβού. Δεν διαφώνησε και της ζήτησε συγνώμη. Της είπε, μάλιστα, ότι είναι πρόθυμος να του μάθει τα βήματά της, αρκεί να χόρευαν μαζί. Έφτασε στο σπίτι του στις τρεις τα ξημερώματα και κάθισε ολομόναχος να καπνίσει ένα τσιγάρο. Ήξερε πως όλα ειχαν τελειώσει…
Ακολούθησαν κάποια διακριτικά μηνύματά του τις άλλες μέρες, δικαιολογίες και υπεκφυγές εκ μέρους της. Ύστερα από μια εβδομάδα ξαναμίλησαν στο fb. Εκεί του είπε ότι η διαχυτικότητά του γκρέμισε όλη τη μαγεία που ένιωθε γι’ αυτόν. Επειδή Εκείνη θα έφευγε για ένα μεγάλο ταξίδι, η προοπτική συνάντησης σύντομα ήταν αδύνατη. Έτσι, για τα προσχήματα, την ρώτησε αν θα μπορούσε να της τηλεφωνεί κάπου-κάπου, κι Εκείνη είπε «ναι». Όταν τέλειωσαν, αυτή ανέβασε δύο ξένα τραγούδια και σημείωσε κάποιους στίχους τους. «Έλα, πάρε με από εδώ και ταξίδεψέ με μακριά… Άρπαξέ με, κάψε με σαν φωτιά, σαν τρελή οδήγησέ με…» Η απόλυτη συντριβή του. Ήξερε ότι δεν ήταν για εκείνον. Έτσι ονειρευόταν αυτή τον έρωτα, τη στιγμή που την είχε σοκάρει το απλό, τρυφερό φιλί του…
Δεν δυσκολεύτηκε να τον διώξει από τη ζωή της, κι αυτός δεν τη δυσκόλεψε με τη στάση του. Ύστερα από αρκετές μέρες την είδε στο παράθυρο συνομιλητών. Δεν του μίλησε, δεν του έστειλε τίποτα… Σε λίγο έβγαλε στον Τοίχο της «Χάνομαι… κι εσύ απλά κοιτάς…» Ένιωσε παράξενα. Ήξερε ότι κι Εκείνη έβλεπε πως ήταν διαθέσιμος για συνομιλία. Σκέφτηκε, προς στιγμήν, να σχολιάσει την κραυγή της, αλλά δεν το έκανε. Ήταν πια βέβαιος ότι δεν ήταν για αυτόν η κραυγή της βοήθειας. Ποιας βοήθειας δηλαδή…, μάλλον διασκέδαζε μαζί του με ένα τραγούδι της Πέγκυ Ζήνα, αλλά αυτός δεν το γνώριζε.
Ύστερα από λίγες μέρες ήταν που συναντηθήκαμε και πήγαμε για καφέ. Άνοιξε την καρδιά του και ζήτησε τη γνώμη μου. Τι να του έλεγα; Ότι μια γυναίκα με τα μισά του χρόνια δε θα τον αγαπούσε για τις ποιητικές ευαισθησίες του; Του πλήρωσα τον πικρό καφέ που ήπιε. Ένιωθε προδομένος από τα αισθήματά του, που τον έκαναν να πιστέψει ότι κι Εκείνη αισθανόταν το ίδιο γι’ αυτόν. Τότε του είπα ότι όχι απλά προδόθηκε, αλλά ότι βρέθηκε παγιδευμένος. Θέλησε να φέρει κάποια αντίρρηση.
«Μα περάσαμε τρεις ώρες μοναδικές…»
Γέλασα. «Ακόμα καίει η φωτιά μέσα σου; Αφού την ενόχλησε το φιλί σου, γιατί δεν στο είπε στην τρίωρη συζήτησή σας και φερόταν σαν να μη συνέβη τίποτα;»
«Γιατί;» ρώτησε και στα μάτια του έπαιζε μια μικρή λάμψη ελπίδας.
«Γιατί ήθελε να δει το κύρος σου σαν συγγραφέα. Κι εσύ θα της είπες την αλήθεια, βέβαια!»
«Μα δε θα μπορούσα ποτέ να της πω ψέματα… Δε φταίει Εκείνη, εγώ φταίω που βιάστηκα να πιστέψω αυτά που ήθελε η καρδιά μου», είπε αποσβολωμένος.
Δεν ήξερε ο φίλος ότι η παγίδα ήταν διπλή! Νομίζω ότι χωρίς να το θέλω, εγώ του έδωσα τη χαριστική βολή όταν του είπα πως δεν είχε παγιδευτεί μόνο από την καρδιά του, αλλά και από την εικόνα που είχε σχηματίσει Εκείνη γι’ αυτόν. Είναι σίγουρο ότι την συνάρπασε η προσωπικότητά του μέσα από την πολύωρη επικοινωνία τους. Αλλά όταν στη συνάντησή τους είδε και διαπίστωσε πως δεν είχε ούτε το αυτοκίνητο ενός επιτυχημένου Έλληνα μεσήλικα, ούτε την δόξα και την προβολή του συγγραφέα των ΜΜΕ, τότε γκρεμίστηκε όλη η μαγεία του στα μάτια της…
Του ξεκαθάρισα την κατάσταση: «Δεν είσαι πλούσιος, δεν είσαι διάσημος, ποιος νοιάζεται για τα φτωχά σου αισθήματα;»
Όταν το άκουσε, σηκώθηκε και έφυγε αργά-αργά μόνος του χωρίς να κοιτάξει πίσω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου