Απολογισμός πεζογραφίας 2010
Ο σύγχρονος συγγραφέας μοιάζει εξορισμένος από το κέντρο του πολιτισμικού πεδίου. Το καθήκον του, τη θέσπιση των μεγάλων αφηγήσεων που θωρακίζουν φαντασιακά τις κοινωνίες λειτουργώντας μυθοποιητικά και παραμυθητικά, έχουν αναλάβει να το εκπληρώσουν άλλα υποκείμενα, κυρίως το Διαδίκτυο και, ακόμα, η Τηλεόραση. Η βαθιά ανάγκη της Κοινωνίας, αλλά και της Ιστορίας, για αυτο-αφηγήσεις προκειμένου να συγκροτήσουν τον εαυτό τους καλύπτεται από άλλες αφηγήσεις, πέραν της λογοτεχνικής. Ο συγγραφέας νιώθει να του αφαιρείται διαρκώς ζωτικός χώρος και την ίδια στιγμή αισθάνεται αδύναμος να αμυνθεί μπροστά στην επιδημία των μη αυθεντικών αφηγήσεων και τον καταιγισμό της πληροφορίας. Μοναχός και μισο-εξόριστος, ο αυθεντικός συγγραφέας χαράσσει τη μοναχική του πορεία προσπαθώντας να διαφυλάξει, με όσο γίνεται πιο στεγανό τρόπο, τα κέντρα και τις πηγές της δικής του, ατομικής, αφήγησης.
Απέναντί του δεν έχει μόνο την αντίξοη πολιτισμική συνθήκη, αλλά και μια σειρά ψευδο-λογοτεχνικών κειμένων, που, αντί να προσελκύουν το κοινό προς το βιβλίο όπως διατείνονται οι συγγραφείς τους, συσκοτίζουν περαιτέρω τον ορίζοντα, σκορπίζοντας τη σύγχυση για την ταυτότητα της πραγματικής γραφής και λογοτεχνίας. Τα ψευδο-λογοτεχνικά κείμενα, στα οποία δυστυχώς πρέπει να καταταγούν και βιβλία δόκιμων κατά τα λοιπά συγγραφέων, όχι μόνο παραπλανούν το αναγνωστικό κοινό για το τι είναι η αυθεντική γραφή, αλλά και αμβλύνουν το κοινό γούστο, με ολέθρια αποτελέσματα στον γενικότερο χώρο του πολιτισμικού προϊόντος.
Παράλληλα με τα δύο προηγούμενα, η λογοτεχνική γραφή έχει να αντιμετωπίσει ένα ακόμη πρόβλημα, στο εσωτερικό του λογοτεχνικού συστήματος αυτή τη φορά: η συνεχόμενη και επίμονη διάβρωση του συστήματος από την περιρρέουσα συνθήκη και η αντιπαλότητα, αισθητικής κυρίως τάξεως, στο εσωτερικό του δεν επιτρέπουν την αναδιάταξη και αναδίπλωσή του προκειμένου να προσαρμοστεί στα δεδομένα της νέας, πρωτοφανέρωτης, εποχής. Εγκλωβισμένο σε ατέρμονες παλιομοδίτικες διαμάχες, εγωιστικό και εσωστρεφές, με ολοφάνερη, αν και δυσεξήγητη, την αδυναμία του να επικοινωνήσει με άλλες, προηγμένες, εθνικές λογοτεχνίες, συντηρητικό, το ελληνικό λογοτεχνικό σύστημα αδυνατεί να παραγάγει μείζονες αφηγήσεις που θα συγκρατήσουν το ολοένα συρρικνούμενο κοινό του, αρκούμενο σε μικρο-ιστορήσεις εντελώς ανεπαρκείς να θωρακίσουν φαντασιακά τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.
*
Ας δούμε όμως τα πράγματα από πιο κοντά:
Ο Θανάσης Βαλτινός («Ο τελευταίος Βαρλάμης», εκδ. Εστία) επιβεβαιώνει ότι είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς μας: παραλαμβάνοντας, κατά την προσφιλή του τακτική, υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα και στοιχεία, τα ανασυνθέτει επαναδημιουργώντας τα, χωρίς να μένει προσκολλημένος στην Ιστορία αλλά διαλεγόμενος μαζί της. Εδώ, εκμεταλλευόμενος το πρόσωπο του Βαρλάμη, στρατιωτικού, φιλότεχνου και καλοζωιστή, στήνει μια σύντομη, όσο και πυκνή αφήγηση, για να εκθέσει τις απόψεις του για την τέχνη και την αισθητική, να περιλάβει ανεκδοτολογικά περιστατικά και να διαλεχθεί με την Ιστορία σ’ ένα κείμενο παραδοσιακής πνοής και μοντερνικής τεχνικής, από το οποίο αναδύεται ανάγλυφα η σχέση ζωής και τέχνης και, πιο πολύ, το συμβολικό φορτίο που κουβαλάει η σχέση αυτή.
Ο Δημήτρης Νόλλας με τον «Καιρό του καθενός» (εκδ. Καστανιώτη) επιστρέφει σ’ ένα καθαρώς πολιτικό θέμα: στην ένοπλη πολιτική βία, την τρομοκρατία (ή, για ορισμένους, ευτυχώς ελάχιστους, το λεγόμενο «αντάρτικο πόλης»). Οι αρετές του Νόλλα είναι και εδώ παρούσες: η γλωσσική πυκνότητα, οι κοφτές, σύντομες περιστροφικές κινήσεις γύρω από τον αρχικό αφηγηματικό του πυρήνα, η επαφή του με τα βαθιά οντολογικά ζητήματα που κατατρύχουν την ανθρώπινη ύπαρξη και που εδώ παίρνουν τη μορφή όχι απλώς της πολιτικής δράσης αλλά συνδέονται με την αρχαία τελετουργία του αίματος. Αν στο προηγούμενο βιβλίο του, το «Ναυαγίων πλάσματα» (εκδ. Κέδρος), ο Νόλλας, με τον διαρκώς πλαγιασμένο λόγο του, υπονόμευε την αυθεντία τόσο του κειμενικού αφηγητή όσο και του συγγραφέα, εδώ μοιάζει να θέλει να ιδρύσει, λογοτεχνικά μιλώντας, μια νέα ηθική τους.
Η Μάρω Δούκα («Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», εκδ. Πατάκη) επιχειρεί και αυτή με τη σειρά της να συνομιλήσει με την Ιστορία, εστιάζοντας στη γερμανική κατοχή των Χανίων. Η σπουδαία αυτή συγγραφέας μας, τη γραφή της οποίας, όπως και του Βαλτινού και του Νόλλα, τη χαρακτηρίζει ο συγκερασμός ενός «παραδοσιακού», συχνά «ιστορικού», πραγματολογικού υλικού με μοντέρνους αφηγηματικούς τρόπους και τεχνικές, μας προτείνει ένα διφυές μυθιστόρημα, στο οποίο πρωταγωνιστούν, το παρελθόν και το παρόν, ο αφηγηματικός μύθος και η ιστορία, το χρονικό και η μυθιστορία. Αν και η έκταση που καταλαμβάνει το χρονικό είναι δυσανάλογα μεγάλη καθιστώντας την αφήγηση ετεροβαρή, νομίζω πως αυτό είναι εμπρόθετη επιλογή της συγγραφέως, εξοφλώντας, ίσως, παλιό χρέος της ίδιας.
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης («Κωμωδία», εκδ. Πόλις), ένας από τους ελάχιστους πια συγγραφείς που ανήκουν στο υπό εξαφάνιση είδος του στυλίστα, παιγνιώδης και χαρίεις, στην ολιγοσέλιδη νουβέλα του συνθέτει μια τετραμερή εκδοχή του κωμικού, παράλογου βίου μας, με ευρηματικότητα, διακειμενικές χαρίεσσες αναφορές και πυκνότητα. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει μετέωρο: ποια είναι πλέον τα όρια αυτής της −μπορχεσιανής πνοής− λογοτεχνίας στην ολοένα πιο μετα-μεταμοντέρνα εποχή μας.
Ο Πέτρος Μάρκαρης («Ληξιπρόθεσμα δάνεια», εκδ. Γαβριηλίδη), με τον πασίγνωστο πια επιθεωρητή Χαρίτο, γράφει το πρώτο μυθιστόρημα για την τρέχουσα κρίση. Οι αρετές του Μάρκαρη (σφιχτή, ενίοτε καταιγιστική πλοκή, συγκεκριμένο και ολικό αφηγηματικό σχέδιο) είναι και εδώ παρούσες. Το ερώτημα ωστόσο τι μπορεί και τι δεν μπορεί να χωρέσει το αστυνομικό μυθιστόρημα παραμένει εκκρεμές.
Η Ιωάννα Καρυστιάνη («Τα σακιά», εκδ. Καστανιώτη), κινούμενη στον οικείο γι’ αυτήν χώρο του απλού ανθρώπου και της ευτελούς καθημερινότητας, μας προτείνει μια μυθιστορηματική αφήγηση όπου κυριαρχούν, μέσω των ηρώων και της παραβατικότητάς τους, οι ιδέες της δικαιοσύνης ως εσωτερικής ψυχικής διαδικασίας και της κάθαρσης ως αποτελέσματος ενός εξοντωτικού διαλόγου με τον εαυτό.
Ο Νίκος Θέμελης («Η συμφωνία των ονείρων», εκδ. Μεταίχμιο), παρακολουθώντας την πορεία μιας οικογένειας, συνθέτει μια τετραμερή αφήγηση που εκτείνεται χρονικά από τον Εμφύλιο ως τις μέρες μας.
Ο Μισέλ Φάις («Πορφυρά γέλια», εκδ. Πατάκη) συνεχίζει την ενδιαφέρουσα μυθιστοριογραφική έρευνά του, που εγκαινίασε με την «Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου». Εδώ καταπιάνεται με τη φαουστική μορφή του Ζαχαριάδη, εκτείνοντας και αυτός, μέσω ποικίλων ευρημάτων, τον απόηχο εκείνης της εποχής ως τις μέρες μας. Αν και όχι χωρίς επιμέρους ενστάσεις, τα «Πορφυρά γέλια» συνιστούν ένα σπαρακτικό μπαρόκ, γκροτέσκο και δραματικό ταυτόχρονα, σχόλιο στην πρόσφατη ιστορία μας.
Στο «Ποιος θυμάται τον Αλφόνς» (εκδ. Μεταίχμιο) του Κώστα Ακρίβου πρωταγωνιστεί η υπαρκτή, δαιμονική μορφή του Αλφόνς Χοχάουζερ, Αυστριακού τυχοδιώκτη, ο οποίος ζει στο Πήλιο από το 1926 μέχρι τον περίεργο, μοναχικό θάνατό του, το 1981. Στον «Αλφόνς» του ο Βολιώτης συγγραφέας, πιστός στο μοντερνικό του πρόταγμα, μαζί με την εξιστόρηση των πεπραγμένων του πρωταγωνιστή του, μας εκθέτει και τον τρόπο συλλογής του υλικού του και, ακολουθώντας διά της τεθλασμένης τα διδάγματα των μυθιστορημάτων τεκμηρίωσης, καταλήγει σε μια ενιαία σύνθεση των δύο μερών, χωρίς όμως να τα καταφέρνει τόσο καλά όσο στο προηγούμενο βιβλίο του.
Ο Θόδωρος Γρηγοριάδης, ένας συγγραφέας με σταθερή απόδοση στο έργο του, με τον «Παλαιστή και τον δερβίση» του (εκδ. Πατάκη), μας προτείνει μια πολυεπίπεδη αφήγηση με θέμα τον έρωτα, την ετερότητα και, εν μέρει, την ιστορία στον προσφιλή για τον συγγραφέα βορειοελλαδικό χώρο, ενώ ο Γιάννης Ατζακάς («Κάτω από τις οπλές», εκδ. Άγρα), ένας όψιμα εμφανισθείς αλλά ενδιαφέρων πεζογράφος, συγγράφει μια νουβέλα, όπου, μέσω του υπηρετούντος τη στρατιωτική θητεία του πρωταγωνιστή του, καταγίνεται με τα πεπραγμένα της εφτάχρονης δικτατορίας.
Ο Κώστας Κατσουλάρης («Ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα μου», εκδ. Ελληνικά Γράμματα), ακολουθώντας μια συγκεκριμένη τάση της σύγχρονης εγχώριας λογοτεχνίας, καταπιάνεται, επιτυχημένα, με το θέμα της συζυγικής απιστίας, σ’ ένα βιβλίο όπου, ενώ πείθεσαι ότι θα παρακολουθήσεις μια ανιαρή ιστορία σε μια διεκπεραιωτική, δημοσιογραφική γλώσσα, η κατασκευή και ο χειρισμός που επιφυλάσσει ο συγγραφέας, από ένα σημείο κι ύστερα, ανατρέπουν την κατάσταση προς όφελος ενός εκκρεμούς έως το τέλος ερωτήματος, ενώ ο Μάριος Μιχαηλίδης («Τα κρόταλα του χρόνου», εκδ. Μεταίχμιο), χωρίς να φτάνει στο ύψος του παλιότερου «Οστεοφύλακά» του, επιβεβαιώνει τις ικανότητές του με ένα ιδιότυπο βιβλίο, όπου οι προετοιμασίες για μια κινηματογραφική ταινία διαπλέκονται με τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα του 1843 σε μια έξυπνη και στέρεη κατασκευή.
Η Ελένη Γιαννακάκη στο «Σναφ» της (εκδ. Εστία), επιστρατεύοντας αρνητικούς ήρωες, πραγματεύεται το θέμα του Κακού από μια πρωτότυπη οπτική γωνία, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα υπονομεύεται από τη χαλαρότητα της πλοκής, ενώ η Σοφία Νικολαΐδου στο «Απόψε δεν έχουμε φίλους» (εκδ. Μεταίχμιο) επιχειρεί, με αποτελεσματικό από μυθιστοριογραφική άποψη τρόπο, μια αναδίφηση της πρόσφατης ιστορίας μας με φόντο το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Η Ευγενία Φακίνου («Οδυσσέας και Μπλουζ», εκδ. Καστανιώτη) μας μιλάει για τη μοναξιά και τη δίψα για ζωή χρησιμοποιώντας ως οχήματά της έναν εξηντάχρονο συγγραφέα και μια νεαρή επιμελήτρια κειμένων, η Λένα Διβάνη («Ένα πεινασμένο στόμα», εκδ. Καστανιώτη) στήνει μια αστυνομικοφανή αφήγηση με πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι αστών κι έναν φιλόδοξο φοιτητή Νομικής-εκπαιδευτή σκύλων σ’ ένα κείμενο που προορίζεται αποκλειστικά για το ευρύ κοινό, ενώ ο Μάκης Πανώριος («Η σιωπή στο τέλος του δρόμου», εκδ. Οξύ), επιμένοντας πάντα στο γνώριμο γι’ αυτόν τοπίο της λογοτεχνίας του φανταστικού, μας προτείνει μια αλληγορία για πορεία και την καταγωγή του ανθρώπου.
*
Στο διήγημα τώρα:
Ο Τάσος Γουδέλης («Η παρουσία», εκδ. Κέδρος), καταφεύγοντας και πάλι στην προσφιλή του μικρή φόρμα, μας προτείνει μια σειρά από αντι-μυθοπλαστικά διηγήματα, που, εκκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες, έχουν έναν κοινό στόχο: τον επιγενόμενο στοχασμό του αναγνώστη και τη βύθισή του σε βαθύτερες ζώνες της συνείδησης.
Ο Γιάννης Ευσταθιάδης («Καθρέφτης», εκδ. Ύψιλον), στυλίστας και λεπταίσθητος συγγραφέας, σε μια σειρά σύντομων κειμένων που αμφισβητούν την ειδολογική τους κατάταξη, αναπτύσσει την προβληματική του με κεντρικό άξονα το πολυδύναμο σύμβολο του καθρέφτη. Το ερώτημα πάντως που θέσαμε με αφορμή το βιβλίο του Κυριακίδη ισχύει και στις περιπτώσεις του Ευσταθιάδη και του Γουδέλη.
Ο Χρήστος Οικονόμου («Κάτι θα γίνει, θα δεις», εκδ. Πόλις) σκιαγραφεί με ένταση και συγκίνηση, παρά την ασυγκίνητη γραφή του, τη ζωή στις παρυφές της πόλης, δίνοντας ένα στοιχείο ακινησίας στα πρόσωπα και τα κείμενά του. Ωστόσο ο νατουραλισμός του, αν και προσεγμένος, είναι τόσο παλιωμένος όσο και ο Βουτυράς ή ο Ζολά. Με τέτοια κείμενα, που εκθύμως υποστηρίζει η εγχώρια κριτική αλλά που καμία προηγμένη εθνική λογοτεχνία δεν παράγει πια, η ανανέωση της ελληνικής λογοτεχνίας μοιάζει χαμένη υπόθεση.
Ο Νίκος Παπανδρέου («Υπό αίρεση», εκδ. Καστανιώτη) μας προτείνει μια ενδιαφέρουσα συλλογή με θέμα τον έρωτα, εκτυλισσόμενη σε δύο τόπους, Αμερική και Ελλάδα. Η Λένα Κιτσοπούλου («Μεγάλοι δρόμοι», εκδ. Μεταίχμιο), ενώ έχει καλές αρχικές ιδέες στα περισσότερα από τα επιμέρους διηγήματα, αποτυγχάνει κυρίως για λόγους γλωσσικούς-υφολογικούς, ενδίδοντας σε μια απολύτως ξεπερασμένη, από πάσης απόψεως, βωμολοχία. Το ίδιο, για άλλους λόγους, ισχύει και για τον Χρήστο Χωμενίδη («Στη Δευτέρα Παρουσία ας μας βάλουν απουσία», εκδ. Πατάκη), που, ενώ διαθέτει αφηγηματική ευχέρεια, η ρηχότητα της λογοτεχνικής σύμβασής του δεν επιτρέπει μεγαλύτερες προσδοκίες.
*
Παρά την κρίση, η οποία σημάδεψε τη χρονιά που μόλις διανύσαμε, η εκδοτική παραγωγή, όπως προκύπτει και από τον αριθμό των βιβλίων που παρουσιάστηκαν εν συντομία παραπάνω, ήταν πολύ μεγάλη. Έτσι, αρκετά βιβλία, ιδιαίτερα από εκείνα που εκδόθηκαν στο τέλος της χρονιάς, δεν πρόλαβα καν να τα ανοίξω. Μου έρχονται στο μυαλό τα βιβλία του Τάσου Καλούτσα, «Η ωραιότερη μέρα της» (εκδ. Μεταίχμιο), της Αμάντας Μιχαλοπούλου, «Πώς να κρυφτείς» (εκδ. Καστανιώτη) ή του Θανάση Χειμωνά, «Δεν την αγαπάω πια» (εκδ. Πατάκη). Mea culpa.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου