ΤΗΣ 'ΑΝΝΑΣ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ
ΗΑσημίνα Ξηρογιάννη εδώ και 15 περίπου χρόνια έχει αναπτύξει πλούσια και πολύπλευρη δραστηριότητα, διανύοντας μία πορεία για την οποία μπορούμε να διαπιστώσουμε σταθερά όσο και διαρκώς εξελισσόμενα πυρηνικά χαρακτηριστικά∙ διαπιστώνουμε δηλαδή πως έχει διαμορφώσει μία διακριτή και αναγνωρίσιμη φυσιογνωμία.
Το 2009 εκδόθηκε το πρώτο της ποιητικό βιβλίο με τίτλο Η προφητεία του ανέμου. Η συλλογή αριθμούσε 45 ποιήματα και καθόλου τυχαία ξεκινούσε με μία αντιθετική διάζευξη: Έχασα εσένα μα κέρδισα την ποίηση. Παρόλο που τα ποιήματα αυτά ήταν κυρίως ερωτικά, το ηδονικό πάθος, ο αισθησιακός συγκλονισμός απουσίαζαν, γιατί κυριαρχούσε το αίσθημα της απουσίας και η λύπη της μοναξιάς.
Στη δεύτερη ποιητική συλλογή Πληγές το 2011, που αποτελούνταν από 36 ποιήματα, η κλίμακα του ψυχικού πόνου ανέβαινε κατά έναν τόνο και οδηγούνταν στη μοναχική θλίψη αλλά και στην προσμονή μιας πονεμένης υποκατάστασης: αυτήν της ποιητικής δημιουργίας.
Στην τρίτη της ποιητική συλλογή Εποχή μου είναι η ποίηση, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στη συγχρονία της ανθρωπιστικής κρίσης. Στο τρίτο αυτό βιβλίο, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται 41 ποιήματα και εκδόθηκε το 2013, ο τόπος ήταν περισσότερο εντοπισμένος στη σύγχρονη πόλη. Και ενώ ο χρόνος στις προηγούμενες συλλογές εξαφανιζόταν κάτω από μια διαχρονική διάχυση, εδώ, φαίνεται πως απασχολούσε την ποιήτρια η σύγχρονη εποχή με τα κοινωνικά της συμφραζόμενα. Υπήρχε ο προβληματισμός του ποιητικού χρέους, η στράτευση του καλλιτέχνη στο καθήκον, που αισθάνεται ότι έχει σε έναν κόσμο κοινωνικής αναταραχής, να μιλήσει για το γεγονός και τα παρεπόμενα της κρίσης.
Ενδιαμέσως, το 2010, η ποιήτρια είχε εκδώσει μια νουβέλα με τίτλο Το Σώμα του έγινε Σκιά, όπου εκ παραλλήλου με την ―υποτιθέμενη― παράθεση σελίδων από το Ημερολόγιο ενός αυτόχειρα χορευτή, η σύντροφός του και ποιήτρια προσπαθούσε να αφηγηθεί την ιστορία της σχέσης και της ζωής τους. Κυρίαρχη ήταν η απουσία του αγαπημένου Άλλου.
Το 2015 εκδόθηκαν οι 23 μέρες. Πρόκειται για ένα βιβλίο υβριδικό που μετεωρίζεται ανάμεσα στον ποιητικό λόγο και σε αποσπάσματα με πεζογραφικές ορίζουσες. Μια ιδιότυπη αφήγηση 23 ημερών σε 23 αριθμημένες ενότητες της μιας-μιάμισης σελίδας περίπου, σα σχόλια ενός αποσπασματικού ημερολογίου, όπου η διαφορετική τυπογραφική εμφάνιση (πλαγιογράμματη, και μη, γραφή), αλλά και η διάταξη και στιχοποίηση των όσων γράφονται (με αρκετά κενά, αλλού σε πλήρη στοίχιση και αλλού με στίχους), σηματοδοτούν και τον διαφορετικό χαρακτήρα τους σε σχέση με το κεντρικό νήμα της αφήγησης: από τη μια το προ-κειμενικό υλικό της αφήγησης και τα αυτοαναφορικά σχόλια της ίδιας της αφηγηματικής διαδικασίας σε μία διάταξη∙ και από την άλλη, το τελικό, ας υποθέσουμε, αποτέλεσμα: δηλαδή το ποιητικό κείμενο. Αλλά με σπαραγματικό χαρακτήρα, χωρίς πλήρη καταγραφή ή ευθύγραμμη χρονική ακολουθία.
Το 2017 εξέδωσε δύο βιβλία: το Λίγη Φθορά για Γούρι, και το πολύ μικρό Δοκιμάζοντας το ποίημα όπου το κείμενο συνομιλεί με το κολάζ, πειραματιζόμενο με τα όρια της γραφής και τις διαστάσεις ενός πολυτροπικού ποιητικού λόγου. Στο Λίγη φθορά για γούρι υπάρχουν διακριτές ενότητες θεματικές αλλά και υφολογικές, εκ των οποίων η κάθε μία έχει τη θεματική της: ποιήματα ποιητικής, ποιήματα για τον έρωτα, για άλλους ποιητές, για τον χρόνο, για τις κόρες της.
Υπάρχει μία τάση η γραφή τής Α.Ξ. να γίνεται ολοένα και πιο λιτή, ως μια προσπάθεια για διαύγεια και καθαρότητα, μια προσπάθεια να επιτευχθεί η κατάλληλη οικονομία. Γι’ αυτό και υπάρχει μια τάση η λυρική έκφραση να μειώνεται έναντι της δραματικής και ο διάλογος με τα εξωτερικά φυσικά στοιχεία ως προβολές των εσωτερικών συγκρούσεων να μετατρέπεται σε διάλογο με ένα alter ego, έναν υποτιθέμενο ιδεατό όσο και υποθετικό αναγνώστη-ακροατή, έναν άλλον που υπονοείται αν και απουσιάζει.
Μια αντίθεση καίριας σημασίας υπάρχει σε όλα τα βιβλία της αν και ακούγεται οξύμωρη: η ζωή βρίσκεται σε αντίθεση με την τέχνη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο έρωτας και η ποίηση παρουσιάζονται ως αλληλοβόρα. Όταν ο έρωτας υπάρχει, ανθεί και ευτυχεί, η γραφή συρρικνώνεται, η έμπνευση ατονεί, το ποίημα εξαφανίζεται. Όταν η απόρριψη, η απουσία ή και η απώλεια κυριαρχούν στο συναισθηματικό πεδίο της αφηγήτριας, τότε η έμπνευση τρέφεται και το κείμενο αρχίζει να μετα-ποιείται.
Εξάλλου, γενικότερα ο ποιητικός μηχανισμός φαίνεται να προϋποθέτει έναν μηχανισμό πόνου, παράδειγμα, ο έρωτας παρουσιάζεται ως απώλεια ή απουσία είτε επαπειλούμενη είτε ως γεγονός, την αναστροφή του οποίου περιμένει με προσδοκία το υποκείμενο που αφηγείται. Η απώλεια, που βιώνεται με θλίψη, αποτελεί και το υλικό με το οποίο χτίζεται το ποίημα, τόσο περισσότερο μάλιστα, όσο διαλύεται η ερωτική, το συνηθέστερο, προσδοκία. Επομένως, η σχέση ευδοκίμησης της ζωής και γονιμοποίησης της λογοτεχνικής έμπνευσης εμφανίζεται ως κατ’ εξοχήν αντιστρόφως ανάλογη: αν ο έρωτας ευτυχήσει, η γραφή καταργείται. Όσο η πληγή βαθαίνει, τόσο το ποίημα τροφοδοτείται, η οργανογένεσή του ολοκληρώνεται κι αυτό οδεύει προς την γέννηση.
Όμως με αυτόν τον τρόπο κάθε δυαδικό σχήμα υποχωρεί με τη σειρά του αφήνοντας τη μονάδα έκθετη στην απόλυτη μοναξιά της. Για παράδειγμα στις 23 μέρες δημιουργείται ένας ψευδοδιάλογος, ο οποίος δίνει την αίσθηση μιας θεατρικότητας, αλλά η διαλογικότητά του είναι μόνο ενδοκειμενική. Άρα, πρόκειται ουσιαστικά για μονόλογο. Συνακόλουθα και το ζεύγος, όπως προβάλλεται, είναι «ψευδές». Όποιος κι αν αποχωρήσει από το ερωτικό ή ποιητικό προσκήνιο, αυτός που θα μείνει, για να κονταροχτυπηθεί με τους εσωτερικούς του δαίμονες, θα είναι πάντα η μονάδα.
Και στο πρόσφατο βιβλίο της Μια απέραντη ματιά (2023) εντοπίζουμε τα ίδια κοινά γνωρίσματα. Η απώλεια, ο πόνος, η ανεκπλήρωτη ένωση με τον επιθυμητό Άλλον εξακολουθούν να υπάρχουν.
Στην Α΄ ενότητα υπάρχουν ποιήματα εμπνευσμένα από θεατρικά έργα και μυθικά πρόσωπα της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας με τα οποία συνομιλεί η ποιητική φωνή υποδυόμενη κατά κάποιον τρόπο έναν ρόλο και οικειοποιούμενη τον δραματικό τους λόγο. Η ενότητα αυτή, όπως και η επόμενη με τίτλο Σημείο Σύγκλισης που είναι και η μεγαλύτερη του βιβλίου προϋποθέτει σε μεγάλο βαθμό μια προγενέστερη γνώση του αναγνώστη. Για να μπορέσει κάποιος να παρακολουθήσει την εξέλιξή τους και να μην τα εκλάβει ως αποσπασματικά με μετέωρο νόημα χρειάζεται να ξέρει τον μύθο και την ταυτότητα των προσώπων. Γι’ αυτό και η ποιήτρια έχει θεωρήσει ως απαραίτητες τις υποσημειώσεις που λειτουργούν ως οδοδείκτες της ανάγνωσης.
Στο Β΄ μέρος αυτό συμβαίνει για εκείνα τα ποιήματα που αναφέρονται ή συνομιλούν με προηγούμενα κείμενα ή βιβλία της Α.Ξ. Τα ποιήματα που ανοίγονται πιο εύκολα στην ανάγνωση παραμένουν εκείνα που αναφέρονται σε έναν αγαπημένο απόντα, με τον οποίο συνομιλεί συνεχώς το υποκείμενο ή με πρόσωπα όπως ο πατέρας και η μητέρα στους οποίους και πάλι η ποιήτρια απευθύνεται εν τη απουσία τους.
Το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου που τιτλοφορείται ένας θεατρικός μονόλογος είναι το πιο δυναμικό και πιο αυτοδύναμο, πιο πλούσιο σε συμβολισμούς και άρα πιο ανοιχτό σε ποικίλες αναγνώσεις. Θεωρώ ότι εδώ συναντούμε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που τροφοδοτούν τη γνήσια ποιητική έκφραση: συμβολισμός και πολλαπλά νοήματα, έντεχνες σιωπές, σημεία που ο αναγνώστης μπορεί να ακουμπήσει τα δικά του βιώματα και άρα να δημιουργήσει το δικό του αναγνωστικό μετα-κείμενο, εικόνες δυνατές και συναισθηματική κινητοποίηση, αισθητηριακή πρόσληψη, εσωτερικός ρυθμός, πνευματικό παίδεμα και λεκτική επεξεργασία. Σε μια εποχή όπου γίνεται πολύς λόγος για τα όρια και τα χαρακτηριστικά οτυ ποιητρκού λόγου, όπου κατασκευάζονται ποιητικές γενιές και μανιφέστα, η ποιητική έκφραση νέων ανθρώπων που διαβάζουν, εκφράζονται και παιδεύονται στο ανοιχτό πεδίο μιας ανανεούμενης γλώσσας που δεν παραιτείται από το πρόταγμα ενός μουσικού απόβαρου που την προφυλάσσει από το καταστασιακό ρεπορτάζ, είναι όσο ποτέ αναγκαία.
Η Ασημίνα Ξηρογιάννη εκτός από την ποιητική πορεία που έχει ως τώρα διανύσει και την οποία προσπάθησα κάπως να συμπυκνώσω έχει επίσης επιμεληθεί Ανθολογίες, διατηρεί από το 2009 το ιστολόγιο Varelaki - Σελίδες Τέχνης και Πολιτισμού, ασχολείται με το Θέατρο, έχει κάνει μεταφράσεις ―και έχει μεταφραστεί― γράφει κριτικές. Η ποίηση, μαντεύουμε μελετώντας τα κείμενά της, αποτελεί για εκείνη ένα είδος θεραπευτικής διαδρομής, μια οδυνηρή παρηγοριά που ανακουφίζει προσωρινά, παρόλο τον πόνο, τις ματαιώσεις ή και την απογοήτευση που βαθύτερα κρύβει. Αποτελεί έναν μονόδρομο, τον οποίο η ποιήτρια δεν μπορεί να εγκαταλείψει γιατί έχει γίνει ο δικός της δρόμος.
Η Ασημίνα Ξηρογιάννη εδώ και 15 περίπου χρόνια έχει αναπτύξει πλούσια και πολύπλευρη δραστηριότητα, διανύοντας μία πορεία για την οποία μπορούμε να διαπιστώσουμε σταθερά όσο και διαρκώς εξελισσόμενα πυρηνικά χαρακτηριστικά∙ διαπιστώνουμε δηλαδή πως έχει διαμορφώσει μία διακριτή και αναγνωρίσιμη φυσιογνωμία.
Το 2009 εκδόθηκε το πρώτο της ποιητικό βιβλίο με τίτλο Η προφητεία του ανέμου. Η συλλογή αριθμούσε 45 ποιήματα και καθόλου τυχαία ξεκινούσε με μία αντιθετική διάζευξη: Έχασα εσένα μα κέρδισα την ποίηση. Παρόλο που τα ποιήματα αυτά ήταν κυρίως ερωτικά, το ηδονικό πάθος, ο αισθησιακός συγκλονισμός απουσίαζαν, γιατί κυριαρχούσε το αίσθημα της απουσίας και η λύπη της μοναξιάς.
Στη δεύτερη ποιητική συλλογή Πληγές το 2011, που αποτελούνταν από 36 ποιήματα, η κλίμακα του ψυχικού πόνου ανέβαινε κατά έναν τόνο και οδηγούνταν στη μοναχική θλίψη αλλά και στην προσμονή μιας πονεμένης υποκατάστασης: αυτήν της ποιητικής δημιουργίας.
Στην τρίτη της ποιητική συλλογή Εποχή μου είναι η ποίηση, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στη συγχρονία της ανθρωπιστικής κρίσης. Στο τρίτο αυτό βιβλίο, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται 41 ποιήματα και εκδόθηκε το 2013, ο τόπος ήταν περισσότερο εντοπισμένος στη σύγχρονη πόλη. Και ενώ ο χρόνος στις προηγούμενες συλλογές εξαφανιζόταν κάτω από μια διαχρονική διάχυση, εδώ, φαίνεται πως απασχολούσε την ποιήτρια η σύγχρονη εποχή με τα κοινωνικά της συμφραζόμενα. Υπήρχε ο προβληματισμός του ποιητικού χρέους, η στράτευση του καλλιτέχνη στο καθήκον, που αισθάνεται ότι έχει σε έναν κόσμο κοινωνικής αναταραχής, να μιλήσει για το γεγονός και τα παρεπόμενα της κρίσης.
Ενδιαμέσως, το 2010, η ποιήτρια είχε εκδώσει μια νουβέλα με τίτλο Το Σώμα του έγινε Σκιά, όπου εκ παραλλήλου με την ―υποτιθέμενη― παράθεση σελίδων από το Ημερολόγιο ενός αυτόχειρα χορευτή, η σύντροφός του και ποιήτρια προσπαθούσε να αφηγηθεί την ιστορία της σχέσης και της ζωής τους. Κυρίαρχη ήταν η απουσία του αγαπημένου Άλλου.
Το 2015 εκδόθηκαν οι 23 μέρες. Πρόκειται για ένα βιβλίο υβριδικό που μετεωρίζεται ανάμεσα στον ποιητικό λόγο και σε αποσπάσματα με πεζογραφικές ορίζουσες. Μια ιδιότυπη αφήγηση 23 ημερών σε 23 αριθμημένες ενότητες της μιας-μιάμισης σελίδας περίπου, σα σχόλια ενός αποσπασματικού ημερολογίου, όπου η διαφορετική τυπογραφική εμφάνιση (πλαγιογράμματη, και μη, γραφή), αλλά και η διάταξη και στιχοποίηση των όσων γράφονται (με αρκετά κενά, αλλού σε πλήρη στοίχιση και αλλού με στίχους), σηματοδοτούν και τον διαφορετικό χαρακτήρα τους σε σχέση με το κεντρικό νήμα της αφήγησης: από τη μια το προ-κειμενικό υλικό της αφήγησης και τα αυτοαναφορικά σχόλια της ίδιας της αφηγηματικής διαδικασίας σε μία διάταξη∙ και από την άλλη, το τελικό, ας υποθέσουμε, αποτέλεσμα: δηλαδή το ποιητικό κείμενο. Αλλά με σπαραγματικό χαρακτήρα, χωρίς πλήρη καταγραφή ή ευθύγραμμη χρονική ακολουθία.
Το 2017 εξέδωσε δύο βιβλία: το Λίγη Φθορά για Γούρι, και το πολύ μικρό Δοκιμάζοντας το ποίημα όπου το κείμενο συνομιλεί με το κολάζ, πειραματιζόμενο με τα όρια της γραφής και τις διαστάσεις ενός πολυτροπικού ποιητικού λόγου. Στο Λίγη φθορά για γούρι υπάρχουν διακριτές ενότητες θεματικές αλλά και υφολογικές, εκ των οποίων η κάθε μία έχει τη θεματική της: ποιήματα ποιητικής, ποιήματα για τον έρωτα, για άλλους ποιητές, για τον χρόνο, για τις κόρες της.
Υπάρχει μία τάση η γραφή τής Α.Ξ. να γίνεται ολοένα και πιο λιτή, ως μια προσπάθεια για διαύγεια και καθαρότητα, μια προσπάθεια να επιτευχθεί η κατάλληλη οικονομία. Γι’ αυτό και υπάρχει μια τάση η λυρική έκφραση να μειώνεται έναντι της δραματικής και ο διάλογος με τα εξωτερικά φυσικά στοιχεία ως προβολές των εσωτερικών συγκρούσεων να μετατρέπεται σε διάλογο με ένα alter ego, έναν υποτιθέμενο ιδεατό όσο και υποθετικό αναγνώστη-ακροατή, έναν άλλον που υπονοείται αν και απουσιάζει.
Μια αντίθεση καίριας σημασίας υπάρχει σε όλα τα βιβλία της αν και ακούγεται οξύμωρη: η ζωή βρίσκεται σε αντίθεση με την τέχνη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο έρωτας και η ποίηση παρουσιάζονται ως αλληλοβόρα. Όταν ο έρωτας υπάρχει, ανθεί και ευτυχεί, η γραφή συρρικνώνεται, η έμπνευση ατονεί, το ποίημα εξαφανίζεται. Όταν η απόρριψη, η απουσία ή και η απώλεια κυριαρχούν στο συναισθηματικό πεδίο της αφηγήτριας, τότε η έμπνευση τρέφεται και το κείμενο αρχίζει να μετα-ποιείται.
Εξάλλου, γενικότερα ο ποιητικός μηχανισμός φαίνεται να προϋποθέτει έναν μηχανισμό πόνου, παράδειγμα, ο έρωτας παρουσιάζεται ως απώλεια ή απουσία είτε επαπειλούμενη είτε ως γεγονός, την αναστροφή του οποίου περιμένει με προσδοκία το υποκείμενο που αφηγείται. Η απώλεια, που βιώνεται με θλίψη, αποτελεί και το υλικό με το οποίο χτίζεται το ποίημα, τόσο περισσότερο μάλιστα, όσο διαλύεται η ερωτική, το συνηθέστερο, προσδοκία. Επομένως, η σχέση ευδοκίμησης της ζωής και γονιμοποίησης της λογοτεχνικής έμπνευσης εμφανίζεται ως κατ’ εξοχήν αντιστρόφως ανάλογη: αν ο έρωτας ευτυχήσει, η γραφή καταργείται. Όσο η πληγή βαθαίνει, τόσο το ποίημα τροφοδοτείται, η οργανογένεσή του ολοκληρώνεται κι αυτό οδεύει προς την γέννηση.
Όμως με αυτόν τον τρόπο κάθε δυαδικό σχήμα υποχωρεί με τη σειρά του αφήνοντας τη μονάδα έκθετη στην απόλυτη μοναξιά της. Για παράδειγμα στις 23 μέρες δημιουργείται ένας ψευδοδιάλογος, ο οποίος δίνει την αίσθηση μιας θεατρικότητας, αλλά η διαλογικότητά του είναι μόνο ενδοκειμενική. Άρα, πρόκειται ουσιαστικά για μονόλογο. Συνακόλουθα και το ζεύγος, όπως προβάλλεται, είναι «ψευδές». Όποιος κι αν αποχωρήσει από το ερωτικό ή ποιητικό προσκήνιο, αυτός που θα μείνει, για να κονταροχτυπηθεί με τους εσωτερικούς του δαίμονες, θα είναι πάντα η μονάδα.
Και στο πρόσφατο βιβλίο της Μια απέραντη ματιά (2023) εντοπίζουμε τα ίδια κοινά γνωρίσματα. Η απώλεια, ο πόνος, η ανεκπλήρωτη ένωση με τον επιθυμητό Άλλον εξακολουθούν να υπάρχουν.
Στην Α΄ ενότητα υπάρχουν ποιήματα εμπνευσμένα από θεατρικά έργα και μυθικά πρόσωπα της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας με τα οποία συνομιλεί η ποιητική φωνή υποδυόμενη κατά κάποιον τρόπο έναν ρόλο και οικειοποιούμενη τον δραματικό τους λόγο. Η ενότητα αυτή, όπως και η επόμενη με τίτλο Σημείο Σύγκλισης που είναι και η μεγαλύτερη του βιβλίου προϋποθέτει σε μεγάλο βαθμό μια προγενέστερη γνώση του αναγνώστη. Για να μπορέσει κάποιος να παρακολουθήσει την εξέλιξή τους και να μην τα εκλάβει ως αποσπασματικά με μετέωρο νόημα χρειάζεται να ξέρει τον μύθο και την ταυτότητα των προσώπων. Γι’ αυτό και η ποιήτρια έχει θεωρήσει ως απαραίτητες τις υποσημειώσεις που λειτουργούν ως οδοδείκτες της ανάγνωσης.
Στο Β΄ μέρος αυτό συμβαίνει για εκείνα τα ποιήματα που αναφέρονται ή συνομιλούν με προηγούμενα κείμενα ή βιβλία της Α.Ξ. Τα ποιήματα που ανοίγονται πιο εύκολα στην ανάγνωση παραμένουν εκείνα που αναφέρονται σε έναν αγαπημένο απόντα, με τον οποίο συνομιλεί συνεχώς το υποκείμενο ή με πρόσωπα όπως ο πατέρας και η μητέρα στους οποίους και πάλι η ποιήτρια απευθύνεται εν τη απουσία τους.
Το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου που τιτλοφορείται ένας θεατρικός μονόλογος είναι το πιο δυναμικό και πιο αυτοδύναμο, πιο πλούσιο σε συμβολισμούς και άρα πιο ανοιχτό σε ποικίλες αναγνώσεις. Θεωρώ ότι εδώ συναντούμε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που τροφοδοτούν τη γνήσια ποιητική έκφραση: συμβολισμός και πολλαπλά νοήματα, έντεχνες σιωπές, σημεία που ο αναγνώστης μπορεί να ακουμπήσει τα δικά του βιώματα και άρα να δημιουργήσει το δικό του αναγνωστικό μετα-κείμενο, εικόνες δυνατές και συναισθηματική κινητοποίηση, αισθητηριακή πρόσληψη, εσωτερικός ρυθμός, πνευματικό παίδεμα και λεκτική επεξεργασία. Σε μια εποχή όπου γίνεται πολύς λόγος για τα όρια και τα χαρακτηριστικά οτυ ποιητρκού λόγου, όπου κατασκευάζονται ποιητικές γενιές και μανιφέστα, η ποιητική έκφραση νέων ανθρώπων που διαβάζουν, εκφράζονται και παιδεύονται στο ανοιχτό πεδίο μιας ανανεούμενης γλώσσας που δεν παραιτείται από το πρόταγμα ενός μουσικού απόβαρου που την προφυλάσσει από το καταστασιακό ρεπορτάζ, είναι όσο ποτέ αναγκαία.
Η Ασημίνα Ξηρογιάννη εκτός από την ποιητική πορεία που έχει ως τώρα διανύσει και την οποία προσπάθησα κάπως να συμπυκνώσω έχει επίσης επιμεληθεί Ανθολογίες, διατηρεί από το 2009 το ιστολόγιο Varelaki - Σελίδες Τέχνης και Πολιτισμού, ασχολείται με το Θέατρο, έχει κάνει μεταφράσεις ―και έχει μεταφραστεί― γράφει κριτικές. Η ποίηση, μαντεύουμε μελετώντας τα κείμενά της, αποτελεί για εκείνη ένα είδος θεραπευτικής διαδρομής, μια οδυνηρή παρηγοριά που ανακουφίζει προσωρινά, παρόλο τον πόνο, τις ματαιώσεις ή και την απογοήτευση που βαθύτερα κρύβει. Αποτελεί έναν μονόδρομο, τον οποίο η ποιήτρια δεν μπορεί να εγκαταλείψει γιατί έχει γίνει ο δικός της δρόμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου